Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Funny Face (1957)


Δεν γνωρίζω κατά πόσο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το Funny Face είναι μια αριστουργηματική και αναγκαία για τον απαιτητικό σινεφίλ, ταινία. Δεδομένης της ψυχρολουσίας του πρώτου δεκάλεπτου, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Εκεί ακριβώς είναι που εμφανίζεται η μικρή πρωταγωνίστρια Jo για να κυριαρχήσει στην ταινία, μεταλλάσσοντάς την από ανυπόφορη φαρσοκωμωδία που θέλει να οικειοποιείται το ροζ ως το χρώμα που θα σώσει τον πλανήτη, σε μια ανέμελα μικρή, πλην όμως απολαυστική, ιστορία αγάπης - για τους λιγότερο παραπονιάρηδες και περισσότερο ρομαντικούς θεατές. Αγάπης τόσο προς το πρόσωπο του έτερου πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του - εξίσου κυρίαρχου-  Dick, όσο και προς την ακτινοβολούσα Πόλη του Φωτός και την λάμψη που εκπέμπουν οι διάσημοι δρόμοι της.

Το υλικό του Doden μοιάζει αρχέγονα θηλυπρεπές. Από το κακόγουστα στημένο περιοδικό μόδας (με το ειρωνικό όνομα «Quality» και τα σχεδόν διαστημικά γραφεία του) και τις δολοφονικές στιχομυθίες μεταξύ των δύο φύλλων, μέχρι τις ρομαντικές βόλτες στα φεγγαροφωτισμένα σοκάκια του Παρισιού και το αναμενόμενο φιλί στο φινάλε, θαρρείς πως αυτή η ταινία δεν επιζητά τίποτα παραπάνω από την αναγνώριση της ως μια αστεία μουσικοχορευτική παράσταση, τοποθετημένη στην πιο διάσημη πόλη του κόσμου.

Μια παράσταση που χρησιμοποιεί τις αριστοτεχνικές χορευτικές ικανότητες του μεγάλου Astaire (κάποια στιγμή ίσως θα έπρεπε να αναζητήσουμε την σύγκριση με το σήμερα – για να μην την επιτύχουμε ποτέ) και το αθώο βλέμμα της (λιγότερο, πλέον) εύθραυστης Hepburn, για να δώσει την δυνατότητα στον σκηνοθέτη να σχολιάσει και τελικά να ξεμπροστιάσει την υποκρισία του πνεύματος και της σοφίας έναντι της σάρκας και των κρυμμένων πόθων, αποθεώνοντας παράλληλα το πνεύμα του κόσμου της μόδας και της πασαρέλας. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα αξιοπρεπές, είναι όμως απόλυτα διασκεδαστικό να το βλέπεις ακόμα και σήμερα, που τα γούστα του κόσμου αδυνατούν να αλλοιωθούν με το πέρασμα του χρόνου. Το όμορφο πάντα θα τραβάει το βλέμμα και το χειροκρότημα των ανθρώπων, το αθώο πάντα θα κρυφολαχταρά να μετατραπεί σε ένοχο, ενώ το πρόστυχο πάντοτε θα διεγείρει εκείνους που διεγείρονται από την πρόστυχη, αλλά ειλικρινή, φαντασία τους.

Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει κάποιος που θα κατέτασσε το Funny Face στην κορυφή των μουσικοχορευτικών 50’ς (αντίθετα με το Singing in the Rain το οποίο μοιάζει να αγαπάται περισσότερο και από περισσότερους) αλλά φαντάζομαι πως οι γυναίκες (πρωτίστως εκείνες με κοριτσίστικη καρδιά) θα ευχαριστηθούν και με το παραπάνω το αστείο αυτό, ροζ μουτράκι της ιστορίας. Οι πιο αρρενωποί χαρακτήρες ίσως χρειαστεί να ψάξουν στις λεπτομέρειες για να καταφέρουν να αντικρύσουν αξιόλογες στιγμές (όπως τον σχεδόν ψυχεδελικό χορό της Jo στο ημίφως ενός μπαρ ή στους κρυφο-screwball διαλόγους με την αρχισυνταξία του περιοδικού). Μην απορείς, έχω ακούσει να λένε ότι στις λεπτομέρειες κρύβονται οι πιο ένοχοι πόθοι αλλά και οι πιο ευγενείς απολαύσεις των ανθρώπων. 
Τί μάρκα είπαμε φοράει ο Διάβολος;


Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Carnage (2011)



Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις καλογυαλισμένες ταπετσαρίες ενός τυπικού (γι’ αυτό, ίσως, και συμβολικού) διαμερίσματος, τοποθετημένου σε μια τυχαία γωνιά του δυτικού πολιτισμού, ο Θεός της Σφαγής θα πετσοκόψει τους τέσσερις μεσήλικες πρωταγωνιστές του και θα διαχύσει τα εντόσθια τους στους τέσσερις τοίχους (έναν για κάθε πρωταγωνιστή),  εξολοθρεύοντας κάθε ίχνος επίσημης (και υποχρεωτικής) ευγένειας που μας χαρακτηρίζει. Κάπως έτσι, το επιβεβλημένο αστικό  προσωπείο γίνεται ρημάδι, δίνοντας την θέση του στην πιο απολαυστική αποδόμηση της πολιτισμένης διαγωγής μας, σε μια ταινία που πιθανότερο είναι να μισήσεις, παρά να αγαπήσεις.   

Παρακολουθώντας την Σφαγή έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει σαρδόνια. Όχι από τα (λιγότερο)κωμικο(και περισσότερο)τραγικά, φαιδρά ευτράπελα των δύο ζευγαριών αλλά από την σοφία που αναβλύζει μέσα από την παγίδα που τους έστησε ο σκηνοθέτης. Στην αρχή τους φέρνει αντιμέτωπους με έναν καθημερινό, συνηθισμένο (ακόμα και αν κατέληξε σε μικρή αιματοχυσία) καβγά των τέκνων τους και στη συνέχεια (με τους ματωμένους πρωταγωνιστές απόντες) τους επιβάλει να εξετάσουν τις διαφορές των δύο παιδιών, εξετάζοντας παράλληλα και τους λόγους που μια άγουρη κοινωνία εκκολαπτόμενων αστών, προτιμά να λύνει τα προβλήματά της πολεμώντας με ξύλινα όπλα στα χέρια, παρά με την σοφία των ενηλίκων. Μια σοφία που ακόμα και αν μοιάζει παρούσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στη συνέχεια καταδικάζεται στην αφάνεια, σαν να μην υπήρξε ποτέ.   

Το θεατρικό της Yasmina Reza μοιάζει το ιδανικό όπλο για να εξαπολύσει ο σκηνοθέτης μια τυπική (πλην όμως, πάντοτε αναγκαία) επίθεση στην ανθρώπινη ευγένεια.  Και δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω από το να αφήσει χώρο σε αυτούς τους μανιακούς ρημαδόρους να ρημάξουν την απαστράπτουσα αξιοπρέπειά τους, ρημάζοντας παράλληλα την κατανόηση των συμβάντων και, κατ’ επέκταση, του εαυτού τους. Γυαλισμένες εξωτερικά αλλά τσαλακωμένες εσωτερικά υπάρξεις, οι οποίες  παραμένουν τρομοκρατημένες στη θέα μιας αλήθειας που δεν λέγεται, πνίγουν την θλίψη τους σε ακριβά ουίσκι και χειροποίητες τάρτες φρούτων, κρύβοντας παράλληλα την περιρρέουσα κακοθυμία τους σε ακριβά λευκώματα φωτογραφιών και σπάνιες εκδόσεις βιβλιοδετημένων αναμνήσεων.   

Κοιτώντας όμως τη φιλμογραφία του Πολωνού, διαπιστώνεις ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από όταν το Μαχαίρι έκοβε στα δύο τον φαινομενικό πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε. Για τους περισσότερο (απαισιόδοξους, ρεαλιστές) δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, ακόμα κι αν περάσουν χίλια χρόνια από τώρα και χίλιοι άνθρωποι βρεθούν στα ίδια σπίτια που κατοικούμε σήμερα εμείς. Αυτό που ίσως αλλάξει (για τους αισιόδοξους, ρομαντικούς) είναι η προσωπική μας παραδοχή. Διότι ακόμα και αν το προσπαθούμε καθημερινά, δεν μπορούμε να φαινόμαστε συνεχώς ως εκείνοι που θα έπρεπε. Αναπόδραστα, κάποια στιγμή θα φανούμε αυτοί που πραγματικά είμαστε. Μπορούμε να υποκριθούμε, όχι όμως για πάντα, μπορούμε να κρυφτούμε, έως την στιγμή που θα ξεράσουμε τους εαυτούς μας στα μούτρα εκείνων που το αξίζουν περισσότερο.   

Chris Zafeiriadis 

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

La guerre est déclarée (Declaration of War) - (2011)


Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα γνωρίζονται σε ένα πάρτι. Ερωτεύονται, παντρεύονται και αποκτούν ένα αγόρι, τον Αδάμ. Ο Αδάμ διαγιγνώσκεται με όγκο στο κεφάλι και τα παραμύθια τελειώνουν εκεί.


Ένα από τα βασικότερα προνόμια εκείνου που διηγείται μια κινηματογραφική ιστορία, είναι η δυνατότητα που έχει να επικοινωνεί άμεσα με τον εκάστοτε θεατή. Η δυνατότητα που του δίνεται να ξεπεράσει τους όποιους αυστηρούς κανόνες διέπουν την κατασκευή και ολοκλήρωση μιας ταινίας, φυτεύοντας στα σπλάχνα της δημιουργίας ατομικά στοιχεία του χαρακτήρα του, μετατρέποντας έτσι την διήγηση από διεκπεραιωτική σε προσωπική. Γεγονός που ξεπερνάει τόσο την γεωγραφία όσο και την χρονολογία που θέλουν να χωρίζουν τους ανθρώπους, δημιουργώντας διαλόγους και συζητήσεις που σου μένουν για πάντα. Πώς να ξεχάσεις άλλωστε εκείνον που σε άγγιξε όταν όλοι κοιτούσαν από απόσταση, εκείνον που σου μίλησε με την καρδιά του, όταν οι άλλοι έψαχναν ακόμα τις λέξεις.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν την συμπαθέστατη Valérie Donzelli κατά την επίσκεψή της στην χώρα μας για την προώθηση του εξαιρετικού La reine des pommes, ανακάλυψαν μια ευαίσθητη γυναίκα η οποία χρησιμοποιεί με μια θαυμαστή άνεση τα χρώματα της ζωής και του έρωτα, για να μιλήσει για την ευκολία του να ερωτεύεσαι και την δυσκολία του να αγαπάς σε έναν όχι και τόσο εύκολο κόσμο. Στο La guerre est déclarée κρατάει τα ίδια ακριβώς χρώματα και τα τοποθετεί σε έναν καινούριο καμβά, έχοντας όμως απολέσει την ξεγνοιασιά του ρομάντζου και, υπό την καθοδήγηση της ίδιας της ζωής, κηρύσσει τον πόλεμο ενάντια στο δράμα. Ένα δράμα που βιώνει πρώτα η ίδια και αφού δώσει την προσωπική της μάχη, στην συνέχεια εμπνέεται από αυτή για να δημιουργήσει ένα έργο επικοινωνίας με όλους εκείνους που νιώθουν έτοιμοι να επικοινωνήσουν και να συνομιλήσουν μαζί της. Πόσο θάρρος χρειάζεται για να κάνεις κάτι τέτοιο, ούτε που γνωρίζω. Όμως, το θαυμάζω.

Από τους punk ήχους ενός απροσδιόριστου πάρτι, τις ανέμελες βόλτες, τα ερωτικά βλέμματα και τα φιλιά στα παγκάκια, στις άχρωμες μυρωδιές του νοσοκομείου και τους ήχους μιας μαγνητικής τομογραφίας από την οποία εξαρτάται το σύμπαν ολάκερο. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα μπορεί να μην πρόλαβαν να εξαντλήσουν τον ρομαντισμό τους, εξάντλησαν όμως τις χαρούμενες στιγμές τους, καλούμενοι να αντιμετωπίσουν τον πιο δύσκολο εχθρό. Για την Donzelli όμως, αυτός ο εχθρός είναι τρωτός. Αρκεί να μην του δώσεις την ευκαιρία να σε λυγίσει, στην προκειμένη περίπτωση, να μη λυγίσει τους δύο νεαρούς γονείς του μικρού Αδάμ. Γι αυτό και οι δυο τους με μια πνοή, αποτινάσσουν  τα ρούχα της άσκοπης μοιρολατρίας και ντύνονται, χωρίς δισταγμό, με τα χρώματα μιας εξ αρχής άνισης μάχης.

Μιας μάχης που συμβαίνει χωρίς να χρειάζεται να μάθεις το γιατί, πλημμυρισμένη όμως με τον οπτιμισμό εκείνων που δεν έμαθαν να πέφτουνε ποτέ. Η σκηνοθέτις στον ρόλο της ζωής της, αφήνει με περίσσια σοφία έξω απ’ την αφήγηση τις μοναχικές στιγμές, τα απέραντα δάκρυα (που είμαι σίγουρος κύλησαν ποτάμι) και τους σφοδρούς λυγμούς (που θα είσαι αφελής αν νομίζεις ότι δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα), αποδίδοντας το δράμα στην πιο αναίμακτη μορφή του. Είναι οι στιγμές όπου η voice over αφήγηση και η παιχνιδιάρικη μουσική αποφορτίζουν την βεβαρημένη ατμόσφαιρα, δίνοντας την δυνατότητα στην Donzelli να σου μεταφέρει τα χαμογελαστά αστεία, τις αγαθές  προσευχές για να μην πάει κάτι λάθος και την απέραντη συντροφιά που ο Αδάμ είχε περισσότερο ανάγκη.

Είναι εκείνο ακριβώς το σημείο που αν προσπαθήσεις, ίσως καταφέρεις να ακούσεις την Donzelli να σου μιλάει, προσφέροντας το πιο αληθινό κομμάτι της καρδιάς της. Μιας καρδιάς ικανής να εμπνεύσει όλους εκείνους που μάχονται με το θεριό και έχουν την ανάγκη να πιστέψουν. Όμως η σκηνοθέτις δεν θα σου δώσει συμβουλές, ούτε θα σου κάνει υποδείξεις, θα σου διηγηθεί όμως την πορεία του δράματος με το ανάστημά της ορθωμένο. Ίσως τότε μπορέσουμε κι εμείς σαν απλοί θεατές, να αποκωδικοποιήσουμε τα λόγια αυτού του υπέροχου ανθρώπου, ίσως τότε κατορθώσουμε να αντιληφθούμε ότι αυτό που μας λείπει περισσότερο στις δύσκολες στιγμές δεν είναι οι αγκαλιές και τα φιλιά αλλά η ευκαιρία του να κλάψουμε όταν το έχουμε ανάγκη. Η ευκαιρία να φωνάξουμε όταν όλα γύρω μας σωπαίνουν.

Chris Zafeiriadis