Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Cat People (1942)



Υπάρχουν ιστορίες.

Ιστορίες ξεχασμένες από αφηγητές και ανθρώπους τις οποίες δεν υπάρχει κανείς να σου τις διηγηθεί και ιστορίες που ο χρόνος δεν μπόρεσε να αγγίξει, δεν μπόρεσε να φθείρει και δεν κατάφερε να κάνει τους ανθρώπους να ξεχάσουν. Ιστορίες ψεύτικες σαν τα παραμύθια που συνέβησαν χιλιάδες χρόνια μακριά, σε τόπους  και ανθρώπους που δεν πίστευες ότι μπορούσαν να υπάρξουν και ιστορίες τόσο ανέλπιστα αληθινές οι οποίες θαρρείς πως βγήκαν από την δική σου πραγματικότητα, κομμάτια από όλα όσα λαχτάρησες αλλά δεν κατάφερες ποτέ να κατοικήσεις.

Υπάρχουν ιστορίες αβάσταχτα ρηχές που θα ξεχάσεις σαν φτάσει η επόμενη στιγμή σου και ιστορίες  απύθμενα γοητευτικές οι οποίες θα σε συναρπάσουν και θα ταξιδέψουν το μυαλό και την καρδιά εκεί που ποτέ δεν πίστεψες ότι μπορούσες να υπάρξεις. Ιστορίες τόσο ανίατα προσωπικές, που τις κρατάς για πάντα μέσα σου και τις θυμάσαι μονάχα τις στιγμές της απέραντης μοναξιάς σου. Υπάρχουν και κάποιες άλλες, που τις μοιράζεσαι όσο συχνότερα μπορείς, επιζητώντας οι άλλοι να τις ζήσουν όπως κι εσύ, ελπίζοντας ότι θα νιώσουνε σαν να είναι την ίδια στιγμή εκεί μαζί σου. Ποτέ όμως δεν είναι.

Μέσα σε όλα αυτά, ίσως υπάρχουν και κάποιες ιστορίες που  έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν την καθημερινότητα και τις αποφάσεις που πρόκειται να πάρεις, ακόμα και αν δεν καταφέρεις να το αντιληφθείς την ώρα που συμβαίνει. Όμορφο αυτό.

Όλα τα παραπάνω δεν ανήκουν σε κάποια δήθεν ελιτίστικη ή αυτάρεσκη εισαγωγή ενός φλύαρου κειμένου για την ταινία τού Tourneur, περιγράφουν όμως (με σχετική αποτυχία, θα έλεγε κανείς) τις διαφορετικές αντιδράσεις, τις άκαμπτες διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και τους τρόπους αντιμετώπισης της ιστορίας που αφηγείται η Σέρβα Irena, γνήσια(;) απόγονος ενός γένους ανθρώπων οι οποίοι είχαν το ανάθεμα να μετατρέπονται σε αιλουροειδή όταν ερεθίζονταν σεξουαλικά. Μιας ιστορίας της οποίας ισχυρίζεται ότι είναι μέρος της, αναπόσπαστο κομμάτι της μυστηριώδους και απόκοσμης προσέγγισης ενός αστικού μύθου μιας άλλης εποχής, ικανής να στοιχειώνει τους ανθρώπους κάθε επόμενης. Μιας ιστορίας πάνω στην οποία βασίζεται ο Tourneur για να οικοδομήσει το μεγαλείο της κινηματογραφικής υποβολής.

Πριν όμως από την υποβολή θα πρέπει να αναφέρω τα θεμελιώδη. Το Cat People έχει μείνει στην ιστορία ως η πρώτη συνεργασία μεταξύ του οραματιστή παραγωγού Val Lewton, του ταλαντούχου σκηνοθέτη Jacques Tourneur και της στραπατσαρισμένης εταιρίας RKO. Μιας εταιρίας η οποία χαζεύοντας την επιτυχία που είχαν οι τρομακτικές ιστορίες με τα τέρατα της Universal (Dracula, Frankenstein, The Mummy κ.τ.λ.) προσπάθησε να σωθεί οικονομικά, επενδύοντας σε κάτι αντίστοιχο αλλά με χαμηλότερο προϋπολογισμό. Και πέτυχε διάνα. Ίσως γιατί ο τότε άσημος Lewton ήταν κάτι παραπάνω από παραγωγός, μυθοπλάστης και δεινός παραμυθάς, ίσως επειδή ο Tourneur έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεδιπλώσει το μεράκι του, ίσως ακόμα γιατί τα σενάρια που εκκολάφθηκαν στα χέρια του Lewton έκρυβαν μέσα τους τον εφιάλτη που γεννούσε το μυαλό του εκάστοτε θεατή αλλά ποτέ δεν εμφανιζόταν στο λευκό πανί. Κάπως έτσι η κινηματογραφική ιστορία αποκτά ένα νέο κεφάλαιο (και εμείς μια καινούρια αγάπη).


Η ταινία ξεκινάει με μια τυχαία γνωριμία σε ένα ζωολογικό κήπο δίπλα ακριβώς από το κλουβί ενός μαύρου πάνθηρα. Η Irena συναντάει τον Oliver, δύο διχοτομημένοι χαρακτήρες οι οποίοι εν μέσω φρενήρους αυθορμητισμού και αναγκαίου παραλογισμού, παντρεύονται με σκοπό να ενώσουν τις ζωές και τα όνειρά τους. Αδυνατούν όμως να ενώσουν και τα μυστικά τους, τους δαίμονες που κρύβουν μέσα στο κορμί και το μυαλό, ο καθένας τους ξεχωριστά. Από την μια υπάρχει η Irena, η οποία εξομολογείται τελικά την κατάρα που την μεταμορφώνει σε αγριεμένη γάτα και, από την άλλη ο Oliver, ο οποίος παραμένει κρυφά ερωτευμένος με την συνάδελφό και χρόνια φίλη του, Alice. Ένας έρωτας από εκείνους τους κρυφούς, ικανούς να γεννοβολήσουν θυμωμένες ίντριγκες, μεγαλειώδη δράματα και υστερικές συγκρούσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ταινία.

Ο κρυφός έρωτας συγκρούεται μετωπικά με τον περήφανο γάμο, ενώ η Irena μοιάζει να τιθασεύει την γάτα μέσα της, την στιγμή που η Alice αδυνατεί να τιθασεύει τα συναισθήματα που την περιτριγυρίζουν. Έτσι ο Tourneur πατάει επάνω στην σύγκρουση και χτίζει τουλάχιστον δυο σκηνές ανθολογίας τρόμου. Μια την νύχτα όπου η Alice καταδιώκεται από την Irena στο δρόμο, και μια στη πισίνα όπου η Irena απειλεί την ζωή της Alice με την αμφίβολη παρουσία της. Και στις δύο περιπτώσεις η χρήση της υποβολής οργιάζει, με την απειλητική  φωτοσκίαση και την αβέβαιη παραίσθηση να δημιουργούν μια αιλουροειδή ηχώ η οποία γράφει την δική της ιστορία. Η λογική συγκρούεται με την αβεβαιότητα του μύθου αφήνοντας πίσω της συναισθηματικά και ψυχολογικά συντρίμμια,  ενώ ο θεατής ερεθισμένος από την παραίσθηση, δεν θα λάβει ποτέ απάντηση για την αλήθεια πίσω από τον αρχαίο μύθο της μεταμόρφωσης. Όπως η Alice δεν θα μάθει ποτέ αν η Irena έχει την δυνατότητα της απειλητικής μετάλλαξης ή ακόμα, αν η παρουσία της ήταν αποκύημα της ένοχης φαντασίας της.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας που έγραψε ο Lewton. Όπως και οι ταινίες που ακολούθησαν (και ιδιαίτερα το «I Walked with a Zombie» της ίδιας χρονιάς), το Cat People  εμπεριέχει όλα όσα έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν μια απλή ιδέα σε κινηματογραφικό αριστοτέχνημα. Σαν ταινία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με φαντασμαγορικά κοστούμια, πολύχρωμα μακιγιάζ και εφετζίδικες τεχνολογικές αρετές. Εντυπωσιάζει όμως με τη φειδώ αντί της υπερβολής, την υπόνοια αντί της κατάδειξης και τον ερεθισμό αντί της επίδειξης. Με αυτό τον τρόπο η ιστορία παραμένει αινιγματική. Αινιγματική και μεθυσμένη από έναν μύθο του παρελθόντος, οι αναθυμιάσεις του οποίου φτάνουν μέχρι και το σήμερα.
Όπου οι νεωτεριστές τρομολάγνοι επιλέγουν να το αγνοούν, οι αθεράπευτα ρομαντικοί όμως το ποθούν και το απολαμβάνουν, σαν πραγματικός θησαυρός που είναι.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Silver Linings Playbook (2012)



Αν κοιτάξεις προσεκτικά την ταινία του David O. Russell μπορείς να βρεις  έως και χίλιες δύο (λεπτοδουλεμένες στην εντέλεια) αφορμές για να χαρακτηρίσεις τον Οδηγό Αισιοδοξίας ως μια ταινία καθημερινής και, αναμφισβήτητα,  συγχυσμένης ερωτοτροπίας, μεταξύ καθημερινών και, αναμφισβήτητα, συγχυσμένων χαρακτήρων.  Μιας ερωτοτροπίας που γέννησε η κωμικοτραγική φύση των δυο κεντρικών ηρώων (Pat και Tiffany), αναπόσπαστα κομμάτια μιας εξίσου συγχυσμένης κοινωνίας στην οποία φαίνεται να ανήκουν.  Η ερωτοτροπία από μόνη της βέβαια δεν μοιάζει ικανή να μετατρέψει την ταινία σε μια άριστη ρομαντική κομεντί της εποχής μας, γι’ αυτό και το κυρίως θέμα της παραμένει η επανένταξη, τόσο σε οικογενειακό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό.

Η ταινία ξεκινάει με την αδυναμία ενός νοσοκομειακού ινστιτούτου να αναλάβει την ευθύνη μιας λάθος διαμόρφωσης χαρακτήρα. Μια ευθύνη που παλινδρομεί ανάμεσα  στο οικογενειακά δυσλειτουργικό περιβάλλον και την καμουφλαρισμένη κοινωνικοπολιτική ανεπάρκεια ενός συστήματος που έχει μάθει να εθελοτυφλεί, καμουφλάροντας τις ευθύνες που το βαραίνουν. Εντούτοις, ο κεντρικός χαρακτήρας (ικανός ο Cooper, αλλά μέχρι εκεί), πλημμυρισμένος με το σθένος και την αποφασιστικότητα ενός γνήσιου μαχητή (Fighter), αδιαφορεί για την ψυχολογική του ανισορροπία (και το αμερικανικό όνειρο που πέρασε αλλά δεν τον άγγιξε), θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την αποκατάσταση των ερωτικών του συναισθημάτων. Ένας πιστοποιημένος (αλλά αποθεραπευμένος;) αλλόφρονας, ένας τρελός ανάμεσα σε λογικούς (που μεταξύ μας, δε διαφέρει καθόλου από έναν λογικό ανάμεσα σε τρελούς) ο οποίος  προσπαθεί να ξανακερδίσει τον χαμένο και στραπατσαρισμένο του εγωισμό, προσπαθώντας παράλληλα να αναδομήσει την εσωτερική γαλήνη που του στέρησε η καθημερινότητα. Επειδή όμως στη ζωή δύσκολα μπορείς να πάρεις πίσω αυτά που έχεις χάσει, κάπου εκεί θα συναντήσει εκείνη, η οποία θα του δείξει τον εναλλακτικό δρόμο (αδάμαστη η Lawrence, η οποία κατάφερε και έκλεψε την χρυσή δόξα από την υπέροχη Riva).

Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να αποκωδικοποιήσει κάποιος τις προθέσεις μιας ταινίας η οποία θέλει να κρατήσει ένα υψηλό prestige και να βαδίσει στο κόκκινο χαλί με τον αέρα του νικητή και την ευρεία αναγνώριση του πλήθους. Ακόμα και αν τελικά αποχωρεί με ένα μονάχα χρυσό αγαλματίδιο, και δεν ξέρω τελικά αν  αυτό είναι νίκη για την παραγωγή, σίγουρα όμως είναι φήμη (και μερικά ακόμα εισιτήρια). Το πρόβλημα βέβαια δεν έγκειται στις προθέσεις αλλά στην ουσία. Ίσως η επιδερμική κριτική, το ευκολοχώνευτο σενάριο και τελικά το αναμενόμενο φινάλε να λειτουργούν ανασταλτικά για κάποιους απαιτητικούς. Δεν μου κάνει όμως εντύπωση πως ο Οδηγός Αισιοδοξίας βρίσκει χιλιάδες θαυμαστές εκεί έξω που το χειροκροτούνε, το περίεργο θα ήταν να μην έβρισκε. Εκείνους που το χάρηκαν για το ισορροπημένο του χιούμορ, τους  κυκλοθυμικούς του ήρωες, την αισιόδοξη  αύρα του και τέλος, τις χειρουργικές αλήθειες του.

Σαν την αλήθεια που θέλει τον κόσμο μας περισσότερο ψυχαναγκαστικό από αυτό που μπορούμε να αντέξουμε και όλους εμάς να ψάχνουμε τις κατάλληλες λύσεις και γιατρικά για να ασπαστούμε ή να απολέσουμε την ευθύνη. Άλλοι παίρνουν φάρμακα για να μπορέσουν να αντέξουν τον εαυτό τους,  άλλοι για να μπορέσουν να αντέξουν τους υπολοίπους που βρίσκονται γύρω τους, κάποιοι άλλοι προτιμούν να χάνονται σε ιστορίες σαν και αυτή εδώ. Έτσι η ταινία, εκτός από οδηγός αισιοδοξίας γίνεται παράλληλα και οδηγός επιβίωσης. Οδηγός επιβίωσης για ένα σύνολο ανθρώπων που έχει την ανάγκη να αγκαλιαστεί, να ερεθιστεί και, περισσότερο απ’ όλα, να ερωτευθεί.

Chris Zafeiriadis