Είμαι σίγουρος ότι και μόνο το όνομα του Billy Wilder στους τίτλους μιας ταινίας, είναι ικανό να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης στους απανταχού κινηματογραφόφιλους που αρέσκονται να ταξιδεύουν στο σινεμά του χτες. Όχι άδικα. Προσωπικά, μια γλυκόπικρη μελαγχολία με πιάνει για εκείνη την κινηματογραφική εποχή, που μπορεί να μην ζήσαμε και ίσως ποτέ να μην καταλάβουμε πλήρως, καταφέραμε όμως μέσα από τις εικόνες να γνωρίσουμε, αποκομίζοντας όσα περισσότερα μπορούμε από αυτούς που απλόχερα μας χάρισαν το έργο τους και που ακόμα και σήμερα, καταφέρνουν και ζωγραφίζουν το χαμόγελο στα χείλη των ανθρώπων. Ωστόσο, με την γκαρσονιέρα, το πιο καταστασιακό ίσως έργο του, o Wilder καταφέρνει και αναδεικνύει μερικά από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά, όχι της Αμερικής του χτες, αλλά του ανθρώπου του σήμερα (και του κάθε σήμερα), χωρίς καν να γίνεται φορτικός, διδακτικός, ή βαρύγδουπα δηλωτικός. Και αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι έχουν καταφέρει.
Σαν ένας καλός φίλος (πια), ο πρωταγωνιστής Baxter μπορεί να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός περήφανου, φιλόδοξου, επιπόλαιου - σε στιγμές εσωτερικής σύγχυσης – νεαρού των pre-swinging sixties (όχι του Λονδίνου αλλά της Αμερικής), ελάχιστα όμως διαφέρει από τους σημερινούς swingers της stressful (ή stress-fool όπως θα έλεγε κάποιος αυστηρότερος) καθημερινότητας.
Μέσα στο άγχος, την ανασφάλεια, την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τον φόβο της αυριανής μέρας, αλλά πάντα ευγενικός και με το χαμόγελο στο πρόσωπό του (και αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα της ταινίας), αυτός ο απηυδημένος εξυπηρετητής (έξοχος ο Lemmon – αλλά η αναφορά αυτή δεν χρειαζόταν καν), τοποθετημένος πίσω από το γραφείο του 19ου ορόφου της εταιριακής δουλειάς του, αναγκάζεται να επαληθεύει καθημερινά το μότο «όλοι για έναν και ένας για όλους», ανταλλάσσοντας την επαγγελματική του καταξίωση με τον προσωπικό χώρο του σπιτιού του τον οποίο παραχωρεί στους ανωτέρους του με σκοπό να ικανοποιήσουν τα ξετσίπωτα και παράνομα ένστικτά τους, όχι από οίκτο προς το πρόσωπό τους αλλά από την ανάγκη της επιβίωσης, μια ανάγκη που εκείνοι του επιβάλουν και που η αποδοχή της μοιάζει να έρχεται με απόλυτα φυσικό τρόπο. Εκβιαστικά.
Βέβαια, ο Wilder γνωρίζει αρκετά καλά τους ανθρώπους για να σταθεί μόνο σε αυτό. Δεν αφήνει ασχολίαστη την γυναίκα, μάλιστα της χαρίζει και έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο, τον ιδιαιτερότερο θα έλεγα στην ταινία, με την παρουσία της να κρίνεται τουλάχιστον καταλυτική. Η Fran, σαν μια άλλη καλή φίλη και αυτή (έξοχη η MacLaine – αλλά ούτε και αυτή η αναφορά χρειαζόταν) η οποία ερωτεύεται τον λάθος άνθρωπο, στο λάθος μέρος και την λάθος στιγμή, όπως η ίδια εξομολογείται, μπορεί να είναι μία από τις κοπέλες που επισκέπτονται την γκαρσονιέρα για να συνευρεθούν παράνομα και να ικανοποιήσουν τα χονδροειδή ένστικτα του αφεντικού, δεν παύει όμως να είναι και ο κρυφός έρωτας του Baxter, η κοπέλα που καθημερινά βλέπει στη δουλειά του αλλά αδυνατεί να πλησιάσει ερωτικά.
Και κάπου εδώ είναι που ο είρωνας Wilder τοποθετεί τον ήρωα του στο σταυροδρόμι της ζωής. Τον αφήνει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τον ρόλο του «εξυπηρετητή», ξεπουλώντας τα συναισθήματά του για την θέση του γραφείου, ή θα αρνηθεί την επαγγελματική καταξίωση, κρατώντας όμως την αξιοπρέπεια ενός μοναχικού πλην τίμιου ήρωα που δεν χάνει την πίστη του, μαθημένος να κοιτά το μέλλον με αισιοδοξία. Ταυτόχρονα όμως υπενθυμίζει σε όλους εμάς τους θεατές ότι τα πάντα σε αυτή την ζωή έχουν το τίμημά τους και οι επιλογές του σήμερα αντηχούν στο μέλλον και μάλιστα με χαρακτηριστική ευκολία.
Όμως ο Wilder δεν είναι κακός μαζί μας. Ξέρει ότι έχει δίκιο σε αυτά που λέει, μπορεί να ηθικολογεί ξεδιάντροπα, αλλά προτιμά να είναι επιεικής και χαμογελαστός, παρά να χάνεται σε μια άνευ λόγου αυστηρότητα. Με μία κωμική, σχεδόν ρομαντική θα έλεγε κανείς, διάθεση, προσεγγίζει τους ήρωες του (και κατ’ επέκταση τους εαυτούς μας), τοποθετώντας στο μόνο μέρος που μπορούν να αισθάνονται ελεύθεροι και αληθινοί, σε μια μικρή γκαρσονιέρα κρυμμένη μέσα στο χάος της μεγαλούπολης. Μια γκαρσονιέρα που δεν μπορεί να μπει σε κανένα χρονοντούλαπο γιατί πολύ απλά μέσα στους τέσσερις τοίχους της έχει χωρέσει όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, όλα τα λάθη μας αλλά και όλα τα γούστα μας. Και το κάνει με ένα αστεία οικείο τρόπο, τόσο που σε κάνει να μη θέλεις να φύγεις από αυτήν. Και που να πας άλλωστε.? Άσε που ο Baxter έχει πάρει και εκείνα τα κρακεράκια που του είχανε τελειώσει.
Φίλε, νομίζω πως θα καθίσω για ένα μαρτίνι ακόμα...
Chris Zafeiriadis