Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Roman Polanski. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Roman Polanski. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Rosemary's Baby (1968)


Γνήσιο δείγμα auteurίστικης καλλιτεχνίας, το Μωρό της Ρόζμαρι έχει την δύναμη να γοητεύει. Από τους πανοραμικούς εναρκτήριους τίτλους και την αρκούντως μεθυστική μουσική του Christopher Komeda, η ταινία του Πολωνού σε μαγεύει σαν καλοκαιρινή πανσέληνος που ρίχνει απλόχερα τη φεγγαρόφωτη λάμψη της στα κορμιά των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι, έτσι φεγγαροφωτισμένοι όπως είναι, χαμογελάνε, επιθυμούνε, κοιτάζουν γοητευμένοι και κρατιούνται χέρι-χέρι, κλείνουν τα μάτια και ονειρεύονται χωρίς φειδώ, θαρρείς και είναι το μόνο που τους έχει απομείνει να κάνουν στον άληκτο τούτο κόσμο. Έναν κόσμο αυθόρμητα θρησκόληπτο, αφιερωμένο και χτισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια πάνω σε φρονήματα, αξίες, ιστορίες και πεποιθήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ετών, που μέχρι και σήμερα έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε. Και η πίστη είναι ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του σύγχρονου και πολιτισμένου ανθρώπου. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες, επίσης.

Αντίθετα με όσα λέγονται, γράφονται και όσα τελικά ισχυρίζονται οι θεοσεβούμενοι (γι’ αυτό ίσως και θεοφοβούμενοι) επικριτές της ταινίας, το Μωρό της Ρόζμαρι παραμένει μια βαθύτατα χριστιανική ταινία. Δεν θα μπορούσε  να χαρακτηριστεί διαφορετικά μια ιστορία η οποία ασπάζεται με ευλάβεια τις θρησκευτικές αξίες της Δύσης, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσει για τους ανθρώπους στο σύνολό τους, με ή χωρίς αυτές. Άλλωστε κάποια από τα διακριτικά της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν όμοια σε όποια ομάδα (θρησκευτική, πολιτική ή γεωγραφική) και αν ανήκει κάποιος. Ο μεφιστοφελισμός του βιβλίου του Ira Levin μπορεί να κυριαρχεί σαν ιδέα, παράγει όμως αμέτρητους συνειρμούς για μια καταπιεσμένη κοινωνία που πάσχει αντί να θεραπεύει, διχάζει αντί να ενώνει και τελικά συνωμοτεί, παραδομένη αβίαστα σε εκείνον που έχει την δύναμη να πραγματοποιήσει τα ονειρικά απωθημένα της. Και η κάμερα του Polanski, με την ειρωνεία και τον ανορθολογισμό της να καλπάζουν στα περισσότερα καρέ, ξεγυμνώνει με την ίδια ευλάβεια το μεγαλείο της αδυναμίας, ξεγυμνώνοντας παράλληλα αέναες αλήθειες του ανθρωπίνου γένους, ανεξαρτήτως θρησκείας.

Η ιστορία της Ρόζμαρι και του μεφιστοφελικού της τέκνου μοιάζει από τα θεμέλιά της αφιερωμένη στην επιθυμία. Επιθυμία η οποία ξεχειλίζει από τους πρώτους ακόμα διαλόγους, όταν οι επικείμενοι γονείς βρίσκονται προς αναζήτηση στέγης. Κάπου εκεί, η πρώτη κιόλας λαχτάρα της Μητέρας πραγματοποιείται, για να δώσει την θέση της σε εκείνες που θα ακολουθήσουν. Το μεγαλοπρεπές διαμέρισμα αποκτάται και μαζί το όνειρο της μητρότητας αρχίζει να εκκολάπτεται, δημιουργώντας μια «νέα αρχή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ρόζμαρι, για το νεαρό ζευγάρι. Από εκεί και έπειτα το έργο των σατανολάτρων ακολούθων μπαίνει σε εφαρμογή, με το νεαρό κορίτσι να πρωταγωνιστεί σε μια συνουσία μυστική και να βιάζεται τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, ταλαντευόμενη μεταξύ δια-νοητικής φθοράς και αντικειμενικής αφθαρσίας.

Μέχρι το μνημειώδες φινάλε και την αποκάλυψη της αποτρόπαιης αλήθειας(;), ο Polanski θα αποδεσμεύσει το κοινό από όλες τις προκαταλήψεις που μπορεί να δεσμεύουν τους ανθρώπους και θα χρησιμοποιήσει το άμορφο Κακό (άλλωστε, ούτε το μωρό, ούτε ο διάσημος πατέρας του εμφανίζονται ποτέ στην οθόνη) χτίζοντας μια αρραγή εωσφορίζουσα ατμόσφαιρα για να μαγέψει τους απαιτητικούς, να προσβάλει τους ευκολόπιστους και να ικανοποιήσει τόσο την τελευταία επιθυμία της υπέροχης πρωταγωνίστριας όσο και τους ακριβοθώρητους μάρτυρες της Ιδέας. Μιας Ιδέας η οποία μπορεί να ακολουθεί ένα διαφορετικό μονοπάτι, παραμένει όμως ένα Ιδανικό για το οποίο κάποιοι θα σκότωναν και άλλοι θα θυσίαζαν ακόμα και την ζωή τους για την υπεράσπισή του.

Αν όμως κάτι απομένει μετά τους συναισθηματικά ακραιφνείς τίτλους τέλους δεν είναι  η (μη) αποδοχή της μυθολογίας, αλλά η επικράτηση της προσωπικής μας επιθυμίας. Επιθυμίας να έρθουμε ξανά κοντά, κάνοντας έρωτα χωρίς περιττές αυταπάτες, βυθισμένοι στη δική μας ερεβώδη πραγματικότητα. Με ένα ποτήρι ερυθρό κρασί να μεθάει τη στιγμή και το αιώνιο φως του μακρινού φεγγαριού να λούζει τα αμαρτωλά μας ένστικτα  αφυπνίζοντας παράλληλα τα πιο ανομολόγητά μας πάθη. Left hand path

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

The Fearless Vampire Killers (1967)



Βαθιά μέσα στις δαιδαλώδεις βουνοκορφές, στην παγωμένη καρδιά της μυθικής Τρανσυλβανίας, οι ατρόμητοι κυνηγοί βρικολάκων θα χορέψουν το χορό των απέθαντων θηραμάτων τους. Ένα χορό που τους φέρνει αντιμέτωπους με τα πλάσματα της νύχτας, πλάσματα κινηματογραφικά αγαπημένα, πρωταγωνιστές μακάβριων μύθων και τρομακτικών ιστοριών, αλησμόνητες και αγέραστες φιγούρες ενός κόσμου, όχι και τόσο μακρινού ή διαφορετικού από το δικό μας.

Επάνω σε αυτό τον κόσμο πατάει ο Polanski και επάνω του χτίζει το δικό του παραμύθι. Και το κάνει με τον πιο απολαυστικό τρόπο. Έχοντας περιλούσει την ατρόμητη ιστορία του με το χιούμορ και την ειρωνεία της δημιουργικής του φύσης, καταφέρνει να κρύψει στα σπλάχνα της δημιουργίας τόσο την λατρεία του για τέτοιου είδους βαμπιρικές ιστορίες, όσο και τις αλήθειες για την τρωτή και τόσο ευπαθή φύση του ανθρώπου. Από τον καθηγητή Abronsius (o Jack MacGowran να μοιάζει με γερασμένο αλλά σοφό Αστερίξ) και τον άξεστο βοηθό του Alfred  (o ηθοποιός Polanksi σε «φωτεινά» κέφια), μέχρι την μεγαλοπρεπή φιγούρα του Ferdy Mayne ως κόμη Krolock και την παρα λίγο Sharon Tate extravaganza στο ρόλο της απαχθείσας Sarah (και μεταξύ μας, πως να ξεχάσεις την υπέροχη εικόνα της στο χιονισμένο παράθυρο), οι ήρωες παραμένουν σωματικά ευάλωτοι και ψυχικά μαραμένοι. Άλλωστε ο πανέξυπνος Πολωνός στις ταινίες του μιλούσε πάντοτε για το μεγαλείο και τη φθορά της ανθρώπινης ψυχής και ποτέ της σάρκας. Μιας ψυχής που ποτέ δεν σταματά να επιζητά, να παλεύει και να λαχταρά, σαν να είναι η τελευταία της μέρα στο ρου μιας ακόμα γερασμένης αιωνιότητας.

Νομίζω όμως πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν περίμενε την καταξίωση με τούτο το παγωμένο αριστοτέχνημα. Αυτό που στόχευε ήταν μάλλον την καλλιτεχνική του εκσπερμάτωση η οποία θα γεννοβολούσε την εμπιστοσύνη μιας δύσκολης (αλλά αχόρταγης) αγοράς, την οποία και κέρδισε λίγο αργότερα παρέα με ένα κορίτσι που το λέγαν Rosemary. Η ταινία όμως, παρά την κωμική της ατμόσφαιρα και την ενορχηστρωμένη της παραδοξότητα, παραμένει μια σοβαρή πρόταση. Δε σατιρίζει ξεδιάντροπα και ούτε αγκιστρώνεται στους μύθους τους οποίους διαλαλεί κατακρεουργώντας τους, μονάχα τους δανείζεται για να δημιουργήσει τους δικούς της διαχρονικούς ήρωες. Και τα καταφέρνει χωρίς ίχνος ντροπής ή αμοραλισμού, με σαράντα σχεδόν χρόνια στην πλάτη, να παραμένει αυθεντικά καλλιτεχνική, επίκαιρη και φρέσκια όπως οι απέθαντοι πρωταγωνιστές της.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Carnage (2011)



Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις καλογυαλισμένες ταπετσαρίες ενός τυπικού (γι’ αυτό, ίσως, και συμβολικού) διαμερίσματος, τοποθετημένου σε μια τυχαία γωνιά του δυτικού πολιτισμού, ο Θεός της Σφαγής θα πετσοκόψει τους τέσσερις μεσήλικες πρωταγωνιστές του και θα διαχύσει τα εντόσθια τους στους τέσσερις τοίχους (έναν για κάθε πρωταγωνιστή),  εξολοθρεύοντας κάθε ίχνος επίσημης (και υποχρεωτικής) ευγένειας που μας χαρακτηρίζει. Κάπως έτσι, το επιβεβλημένο αστικό  προσωπείο γίνεται ρημάδι, δίνοντας την θέση του στην πιο απολαυστική αποδόμηση της πολιτισμένης διαγωγής μας, σε μια ταινία που πιθανότερο είναι να μισήσεις, παρά να αγαπήσεις.   

Παρακολουθώντας την Σφαγή έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει σαρδόνια. Όχι από τα (λιγότερο)κωμικο(και περισσότερο)τραγικά, φαιδρά ευτράπελα των δύο ζευγαριών αλλά από την σοφία που αναβλύζει μέσα από την παγίδα που τους έστησε ο σκηνοθέτης. Στην αρχή τους φέρνει αντιμέτωπους με έναν καθημερινό, συνηθισμένο (ακόμα και αν κατέληξε σε μικρή αιματοχυσία) καβγά των τέκνων τους και στη συνέχεια (με τους ματωμένους πρωταγωνιστές απόντες) τους επιβάλει να εξετάσουν τις διαφορές των δύο παιδιών, εξετάζοντας παράλληλα και τους λόγους που μια άγουρη κοινωνία εκκολαπτόμενων αστών, προτιμά να λύνει τα προβλήματά της πολεμώντας με ξύλινα όπλα στα χέρια, παρά με την σοφία των ενηλίκων. Μια σοφία που ακόμα και αν μοιάζει παρούσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στη συνέχεια καταδικάζεται στην αφάνεια, σαν να μην υπήρξε ποτέ.   

Το θεατρικό της Yasmina Reza μοιάζει το ιδανικό όπλο για να εξαπολύσει ο σκηνοθέτης μια τυπική (πλην όμως, πάντοτε αναγκαία) επίθεση στην ανθρώπινη ευγένεια.  Και δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω από το να αφήσει χώρο σε αυτούς τους μανιακούς ρημαδόρους να ρημάξουν την απαστράπτουσα αξιοπρέπειά τους, ρημάζοντας παράλληλα την κατανόηση των συμβάντων και, κατ’ επέκταση, του εαυτού τους. Γυαλισμένες εξωτερικά αλλά τσαλακωμένες εσωτερικά υπάρξεις, οι οποίες  παραμένουν τρομοκρατημένες στη θέα μιας αλήθειας που δεν λέγεται, πνίγουν την θλίψη τους σε ακριβά ουίσκι και χειροποίητες τάρτες φρούτων, κρύβοντας παράλληλα την περιρρέουσα κακοθυμία τους σε ακριβά λευκώματα φωτογραφιών και σπάνιες εκδόσεις βιβλιοδετημένων αναμνήσεων.   

Κοιτώντας όμως τη φιλμογραφία του Πολωνού, διαπιστώνεις ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από όταν το Μαχαίρι έκοβε στα δύο τον φαινομενικό πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε. Για τους περισσότερο (απαισιόδοξους, ρεαλιστές) δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, ακόμα κι αν περάσουν χίλια χρόνια από τώρα και χίλιοι άνθρωποι βρεθούν στα ίδια σπίτια που κατοικούμε σήμερα εμείς. Αυτό που ίσως αλλάξει (για τους αισιόδοξους, ρομαντικούς) είναι η προσωπική μας παραδοχή. Διότι ακόμα και αν το προσπαθούμε καθημερινά, δεν μπορούμε να φαινόμαστε συνεχώς ως εκείνοι που θα έπρεπε. Αναπόδραστα, κάποια στιγμή θα φανούμε αυτοί που πραγματικά είμαστε. Μπορούμε να υποκριθούμε, όχι όμως για πάντα, μπορούμε να κρυφτούμε, έως την στιγμή που θα ξεράσουμε τους εαυτούς μας στα μούτρα εκείνων που το αξίζουν περισσότερο.   

Chris Zafeiriadis 

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Cul-de-sac (1966)

L’ humour, L’ amour, La mort…

Ένα χρόνο μετά το ντελιριακό Repulsion και κανά δύο πριν απ’ το πανέμορφο Μωρό της Rosemary, o Πολωνός σκηνοθέτης μάς χάρισε δύο ταινίες, οι οποίες ελάχιστα μνημονεύονται πλέον στις σινεφιλικές συζητήσεις των κινηματογραφόφιλων. Η μια έχει να κάνει με κάποιους χαβαλέδες κυνηγούς βρικολάκων (για την αξία της οποίας θα μιλήσω κάποια άλλη στιγμή) και η άλλη είναι ετούτη εδώ, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, την όμορφη ηθοποιό (και τους άσχημους συμπρωταγωνιστές της), τις διαταραγμένες κότες , το απόμακρο σκηνικό, τις παλιρροιακές συνθήκες και τον φόνο που δεν συντελείται αρχικά, παραμένει όμως (ο) μονόδρομος για να βγουν από το αδιέξοδο(!) κάποιοι απ’ τους ήρωες της ταινίας.

Για αυτή την τρίτη μεγάλου μήκους του ταινία ο Polanski επιλέγει ένα νιόπαντρο ζευγάρι και το απομονώνει, τοποθετώντας το σε ένα πυργόσπιτο, περικυκλωμένο από την μοναχικότητα μιας παλίρροιας. Ένα ζευγάρι που ζωγραφίζει πορτραίτα στους καμβάδες του, ακούει δίσκους στο πικάπ και επικοινωνεί κάτω από το λιγοστό φως της Μικρής Άρκτου. Με εκείνον (έναν περιέργως διασκεδαστικό Donald Pleasence) λίγο περισσότερο φιλήσυχο απ’ το κανονικό και εκείνη (μια υπέροχη Françoise Dorléac) λίγο περισσότερο αγενή απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Ανάμεσά τους ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει μία υπέροχη δυσαρμονία, μιας και εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι δύο τους, εκτός από αταίριαστοι, δεν αγαπιούνται κάν (αλήθεια, πόσο φοβίζει η ιδέα την απομόνωσης με μια γυναίκα που φαίνεται να μην νοιάζεται για κανέναν, πέραν του εαυτού της;). Με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι που τους συνδέει με τους Andrzej και Krystyna του Μαχαιριού, λες και οι δυο τους είναι η φυσική συνέχεια εκείνου του ταραγμένου ζευγαριού και εδώ είναι το σπίτι στο οποίο οδήγησαν το αυτοκίνητό τους μετά το φινάλε της πρώτης ταινίας του Πολωνού. Απροσδιόριστες εικασίες….

Στο (επι)κέντρο εμφανίζεται ο αποτρόπαιος γκάνγκστερ με τους τραμπουκισμούς μικρού παιδιού. Η επιβλητική φιγούρα και η χαλικώδη φωνή του Lionel Stander βρίσκουν την απόλυτη ταύτιση στον χαρακτήρα που έπλασε η φαντασία του Polanski, ενός χαρακτήρα η ιδιοσυγκρασία του οποίου μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα με το ανισσόροπο περιβάλλον του απομονωμένου ζευγαριού.

Και η σύγκρουσή των τριών (πλέον) μοιάζει με γιορτή για τους πιο κλινικούς. Οι σχέσεις κυριαρχίας και οι συγκρούσεις για την εξουσία εδώ εδραιώνονται για τα καλά στο σινεμά του Πολωνού, με την διαφορά ότι οι συγκεκριμένοι τρεις χαρακτήρες διαθέτουν αρκετά από τα χαρακτηριστικά της Carole του Repulsion. Γεγονός που ανατρέπει τις οποιεσδήποτε φυσιολογικές δράσεις και αντιδράσεις των χαρακτήρων, μετατρέποντας το Cul-de-sac σε ένα απολαυστικό διαμάντι. Ένα διαμάντι πνιγμένο στο σιωπηλό χιούμορ του δημιουργού και την μέθη μιας συνεχόμενα ανατρεπτικής ατμόσφαιρας, ικανής να προκαλέσει την αποστροφή στους ανέτοιμους θεατές.

Από την τρικυμία των τριών θα περάσουν αρκετοί ακόμα χαρακτήρες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης για να επαληθεύσει και να ενισχύσει την μάχη που δίνεται (υπέροχο το βλέμμα της Dorléac όταν αναγκάζει τον γκάγκστερ να υποδυθεί τον υπηρέτη του σπιτιού). Και αν κάποιος μου πει ότι σεναριακά η ταινία πάσχει, θα του απαντήσω ότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η απόλαυση του. Δεν υπάρχει αφέλεια, προχειρότητα ή παραλογισμός εδώ, υπάρχει η συγκρατημένη σοφία ενός φιλμ, μαύρου μέχρι το μεδούλι του. Σοφία, τόσο προς τον έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε, όσο και στην μεταμόρφωση ενός φιλήρεμου ανθρώπου σε ολετήρα της σχέσης, του σπιτιού, της συνείδησης και, τελικά της ζωής.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Repulsion (1965)

(Καμιά φορά μπορείς να το αισθανθείς όταν κάποιος σε παρακολουθεί. Όταν δύο μάτια είναι καρφωμένα επάνω σου, παρατηρώντας κάθε κίνηση που κάνεις, κάθε ανάσα που παίρνεις. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε υπό τις ασπρόμαυρες σιωπές ενός σκοτεινού, νοικιασμένου δωματίου του τετάρτου ορόφου και με την αλλοιωμένα ονειρική παρουσία της Carole να στέκεται αμίλητη σε μια στενή γωνιά, λίγα μόλις μέτρα μακριά μου. Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο σ’ αυτήν. Αλλά δε νομίζω πως η ίδια το γνωρίζει.)

Το Repulsion είναι αριστούργημα. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορώ να χαρακτηρίσω μια ταινία η οποία όχι μόνο αναδεικνύει την υπέρμετρη και γοητευτική εικόνα της κ.Deneuve, αλλά παράλληλα εδραιώνει την σκηνοθετική ιδιοφυία ενός δημιουργού ο οποίος καταφέρνει εδώ και πλάθει έναν από τους πιο έντονους χαρακτήρες της ιδιαίτερης φιλμογραφίας του, προπομπός και επιρροή για αρκετούς που θα ακολουθήσουνε στο μέλλον. Με το Repulsion ο Polanski τοποθετείται στην (όχι και τόσο, πλέον) underground elite του Ευρωπαϊκού σινεμά, ακόμα και αν ο ίδιος δείχνει να μη το πιστεύει και πολύ.

Από αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι μέσα στο μυαλό αυτού του δημιουργού ελλοχεύουν απροσδιόριστες απειλές, οι οποίες μεταφορτώνονται σε διαβολικές φιγούρες και υπέροχα πλάσματα μέσα στις ιστορίες που μας διηγείται. Η Carole (η οποία ανήκει σαφέστατα στην δεύτερη κατηγορία) σαν μοναδική κεντρική ηρωίδα της ταινίας, παραδίδει μαθήματα αποστροφής στον θεατή, ο οποίος όμως για να την καταλάβει πλήρως θα πρέπει να κοιτάξει τον κόσμο από την δική της πλευρά, θα πρέπει να ταυτίσει το βλέμμα του με τον δικό της. Το ίδιο βλέμμα που προσπαθεί να κεντράρει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο ο Polanski ο οποίος ξεκινάει την αφήγηση με τα ονειρικά μάτια της πρωταγωνίστριάς του να χάνονται μέσα στις παραληρούσες σκέψεις της. Σαν άλλα μάτια δίχως πρόσωπο που κοιτάζουν αλλά δεν μπορούν να φωνάξουν. Που ουρλιάζουν αλλά δεν μπορούν να ακουστούν.

Αυτό το ασπρόμαυρο πορτραίτο γίνεται αντικείμενο λατρείας αλλά και μελέτης από τον θεατή. Όσες πληροφορίες δεν δίνονται για την πρωταγωνίστριά, άλλες τόσες αφήνονται να εννοηθούν από τον σκηνοθέτη. Λιγομίλητη, όμορφη και συμπαθητική, η Carole εργάζεται σε ένα ινστιτούτο αισθητικής, από εκείνα που σκοπό έχουν να κάνουν τους ανθρώπους (πιο) όμορφους. Ως εκ τούτου και λόγω της ιδιότητάς της, η Carole μπορεί να ξεχωρίσει όλη την ασχήμια του κόσμου που την περιβάλλει. Η ψεύτικη ομορφιά και τα φτηνά αρώματα που προσφέρει στις ηλικιωμένες κυρίες που κουράρει, δεν είναι παρά το καμουφλάζ της δυσωδίας ενός τόπου που αναβλύζει μούχλα, σήψη και ντροπή. Κάτω από το makeup και τις μάσκες ομορφιάς κρύβεται μια αδυσώπητη αλήθεια που η Carole αντικρίζει καθημερινά. Όμως το βλέμμα της είναι κενό, χαμένο από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο. Αδιαφορεί για τον περίγυρό της και βυθίζεται σε σκέψεις που ποτέ δεν θα μάθουμε, σε έναν δικό της ονειρικό κόσμο, μακριά από φώτα, φωνές και ανθρώπους. Η αποστροφή της Carole καλύπτεται από ένα αόρατο πέπλο σιωπής το οποίο ο Polanski δεν θα αργήσει πολύ ακόμα να σηκώσει.

Ταυτόχρονα και σε αντίθεση με την συγκάτοικο και αδερφή της Helen, η Carole νιώθει αποστροφή για το αντίθετο φύλλο (κάποια πιθανή κακοποίηση στο παρελθόν ίσως, δεν θα μάθουμε ποτέ). Ανίκανη να αντιδράσει στο ερωτικό κάλεσμα ενός νεαρού, κλείνεται ακόμα περισσότερο στις αποξενωμένες της σκέψεις. Όταν όμως αρνείσαι τον έρωτα, αρνείσαι και την ζωή. Αλλά η Carole είναι ζωντανή. Ζωντανή μέσα στη σιωπής της, μέσα στον κόσμο που έχει πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της. Γι αυτό και αφιερώνεται μόνο εκεί, στις φωνές που κατοικούνε μέσα στο μυαλό της (τις ίδιες φωνές που λίγα χρόνια αργότερα θα κάνουν παρέα στον Trelkovsky) και στις σκιές που την επισκέπτονται μέσα στη νύχτα, κάνοντας μαζί της έρωτα, είτε η ίδια το θέλει, είτε όχι. Όμως καλύτερα έτσι. Καλύτερα με τις ζωντανές σκιές του διαταραγμένου μυαλού της παρά με τις νεκρές σκιές των ανθρώπων που έχουν ξεθωριάσει αφήνοντας πίσω τους την μυρωδιά της υποκρισίας τους. Την μυρωδιά της αποσύνθεσής τους.

Και είναι κάπου εκεί, στο μέσον περίπου της ταινίας όταν η αποστροφή της Carol γιγαντώνεται, αποτέλεσμα ενός αναπάντεχου και αθώου φιλιού από κάποιον νεαρό που την φλερτάρει. Ο περιφραγμένος και σκιώδης κόσμος της κλονίζεται και μαζί του κλονίζεται και η ψυχική της ισορροπία την οποία μέχρι τώρα έμοιαζε να διατηρεί. Και όπως είναι λογικό (;) κλείνεται στο μόνο μέρος που θα μπορούσε να την κρατήσει ασφαλή, στο περιφραγμένο της μυαλό, μόνη σε ένα μονόχρωμο διαμέρισμα-φρούριο.

Μέσα σε μια υπέροχα αφόρητη σιωπή, ο Polanski χτίζει μια συγκεχυμένη πραγματικότητα, ένα ακαθόριστο περιβάλλον συνεχής και αόρατης απειλής, το ίδιο περιβάλλον στο οποίο τρία χρόνια μετά θα τοποθετήσει και μια άλλη υπέροχη ξανθιά ηρωίδα του. Η Carole (όπως είναι φυσικό) αμύνεται και αντιδρά. Αλλά σε αντίθεση με την εγκυμονούσα Rosemary και τις διαπεραστικές φωνές της, η Carol παραμένει σιωπηλή. Σιωπηλή, αμίλητη, ψυχρή και υπαινικτική απέναντι στον θεατή που την παρακολουθεί. Σαν να είναι και αυτός μέρος της απειλής, εφόσον δεχτούμε ότι είναι μέρος του «φυσιολογικού» κόσμου. Οικειοποιείται το (άγνωστο) κακό που της έχει συμβεί και το ανταποδίδει με απόλυτη φυσικότητα σε αυτούς που το αξίζουν. Γεγονός απόλυτα φυσιολογικό (γι’ αυτό και αποδεκτό, για τα δεδομένα αυτής της ηρωίδας) το οποίο όμως καταλήγει στη δική της τραγική ψυχική αποσύνθεση με αποτέλεσμα την σωματική και διανοητική κατάρρευση της ατακτοποίητης προσωπικότητας της.

Αλλά ακόμα και έτσι ο Polanski παραμένει οικεία ειλικρινής απέναντι στην ηρωίδα του. Τοποθετεί αρκετές φορές την κάμερα στο δάπεδο και κινηματογραφεί ως «κατώτερος», αφήνοντας το μεγαλείο της Carole να διαφανεί. Με μια υπέροχα λιτή, τυμπανική υπόκρουση γιγαντώνει ακόμα περισσότερο την ένταση της ατμόσφαιρας, παράλληλα με την διαταραχή της ψυχοσύνθεσης της πρωταγωνίστριάς του, και ολοκληρώνει την αφήγηση κεντράροντας ακόμα μια φορά την αφαίρεση ενός βλέμματος που μαρτυρά φόβο, αθωότητα και αποστροφή. Και πατώντας σε αυτή τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση γεννάει ένα από τα πιο όμορφα παιδιά του, αποκαλύπτοντας το πορτραίτο μιας υπέροχης, αξέχαστης και ανεπανόρθωτα ρημαγμένης προσωπικότητας.

Μπορεί η Carole να γεννήθηκε από την οικονομική ανάγκη της φιλμικής αποπεράτωσης μιας Νύχτας Δολοφόνων, η ίδια όμως, σαν ονειρικός χαρακτήρας που είναι, επηρεάζει οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί της, στοιχειώνοντάς τον ανεπιστρεπτί. Είτε αυτός λέγεται θεατής, είτε κάποιος νεαρός που την προσεγγίζει ερωτικά, είτε απλά ο ίδιος ο δημιουργός της, ο οποίος αφού αδυνατεί έως ένα βαθμό να την ξεπεράσει, την αναπλάθει, αναπαράγοντας τα διαταραγμένα χαρακτηριστικά της σε μελλοντικές φιγούρες της φιλμογραφίας του. Γι αυτό και η Carole (η οποία τελικά κατέχει γνωρίσματα του ίδιου του δημιουργού της) είναι από τους ελάχιστους εκείνους χαρακτήρες οι οποίοι…

(Και κάπου εδώ σε αυτό το σημείο, έτσι απότομα και αναπάντεχα, η γραφή σταματάει. Η σιωπηλή Carole έχει πλησιάσει και χτυπήσει τον ανυποψίαστο γράφοντα με ένα ξύλινο φωτιστικό στο κεφάλι, αφήνοντας το τραυματισμένο του σώμα να κείτεται αναίσθητο στο πάτωμα, ανήμπορο να ολοκληρώσει το ημιτελές αυτό κείμενο. Ίσως αυτό το χτύπημα ήταν αυτό που του άξιζε. Το παρόν φινάλε συμπληρώνεται με την πολυσήμαντη βοήθεια ενός …αόρατου συγγραφέα που δεν του αρέσουν οι μισοτελειωμένες δουλειές.)

… μέσα από την ημιδιαφάνεια της αυτοτέλειάς τους καταφέρνουν να νικήσουν τον παντοειδή φθοροποιό χρόνο ο οποίος μοιάζει εδώ ανίκανος να αλλοιώσει την εικόνα της. Χαρακτηριστικό της αιώνιας τέχνης ενός ανθρώπου που δεν λέει να σωπάσει, δεν λέει να κοπάσει με τίποτα. Και πάντα θα θαυμάζεται από κάποιους διαταραγμένα ρομαντικούς…
Ο μύθος του Trelkovsky ξεκινά από εδώ.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Nóz w wodzie - Knife in the Water (1962)

(Πως μπορεί ένα έργο τέχνης να γίνει πηγή έμπνευσης για αυτούς που το βιώνουν? Πως γίνεται μια ταινία να προκαλεί έκρηξη δημιουργικότητας σε αυτούς που την παρακολουθούν? Η απάντηση βρίσκεται στο Ghost Writer του 2010 και στο δαιμόνιο πρόσωπο του δημιουργού του. Το παρακάτω κείμενο φιλοδοξεί να είναι το πρώτο μιας σειράς κειμένων, όλα τους εμπνευσμένα και αφιερωμένα στην προσωπικότητα και το πορτραίτο ενός σπουδαίου ανθρώπου που κάποτε μας δίδαξε και ευτυχώς ακόμα και σήμερα μας δείχνει τον δρόμο.)

Ένας ευκατάστατος άντρας, η
όμοιο-όμορφη γυναίκα του, ένας περιπλανώμενος νεαρός - λιγότερο ευκατάστατος αυτός - και ένα μικρό ιστιοπλοϊκό ονόματι Cristine είναι οι πρωταγωνιστές που διάλεξε ο είκοσι-οχτάχρονος τότε Polanski για την μοναδική Πολωνική - αλλά και μοναδική πρώτη - μεγάλου μήκους ταινία του και δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω για να αναδείξει την ιδιαιτερότητα του cinema του. Ένα cinema υποβλητικό, σκοτεινό, μινιμαλιστικό, πεσιμιστικό, θεατρικό, σουρεαλιστικό, ψυχολογικό, ψυχεδελικό και εκεί που πρέπει, απόλυτα κλειστοφοβικό, τοποθετημένο ως επί το πλείστον σε κλειστούς «χώρους», είτε αυτοί είναι βαθύχρωμα και ονειροδραματικά δωμάτια, είτε τα καταπιεσμένα σώματα των αντικομφορμιστικών πρωταγωνιστών του. Το Μαχαίρι στο Νερό είναι αναπόσπαστό κομμάτι μιας καθαρά τρελκοφσκικής φιλμογραφίας.

Από την αρχή ακόμα ο Polanski κάνει γνωστές τις προθέσεις του και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο θα βαδίσει παρακάτω. Σημείο αφετηρίας, το νεαρό ζευγάρι που οδηγεί το αυτοκίνητό του και στον δρόμο συναντά ένα νεαρό, όμορφο – και γι’ αυτό συμπαθητικό - φοιτητή, ο οποίος κάνει οτοστόπ. Μέσα στην υπεροψία του ο άντρας τον καλεί μαζί τους για μια βόλτα με το ιστιοπλοϊκό (με την υπόσχεση να συνεχίσουνε αργότερα μαζί) και από εκείνο το σημείο ξεκινά ένα εγκεφαλικό παιχνίδι εξουσίας, ένας λεκτικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αντρών. Περικυκλωμένοι από το υγρό στοιχείο (το οποίο θα πρωταγωνιστήσει και στις επόμενες ταινίες του Polanski) και εγκλωβισμένοι επάνω στο γιοτ, οι δύο άντρες αρχικά περιορίζονται σε αθώες, πλην όμως απαγγελτικές, επιδείξεις ικανότητας. Ο πετυχημένος ενάντια στον αδόκιμο, ο κοσμοπολίτης ενάντια στον παρακμιακό, ο κυνισμός ακριβώς απέναντι από τον ρομαντισμό. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί και η διαφθορά (του πλουσίου) απέναντι από την αθωότητα (του φτωχού). Όμως θα έκανε λάθος.

Διότι ο Polanski είναι αρκετά ευφυής, αρκετά εγωιστής και αρκετά αντιδραστικός για να περιορίσει το έργο του σε κάτι τόσο προφανές. Οι ρόλοι του καλού και του κακού, του θύτη και του θύματος, του ισχυρού και του αδύναμου αλλάζουν συνεχώς μεταξύ των δύο αντρών και ιδιαίτερα όταν ο ανταγωνισμός τους μετατοπίζεται προς το πρόσωπο της γυναίκας (είναι υπέροχος ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η κάμερα για να καταγράψει τα βλέμματα των πρωταγωνιστών). Καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του όπλα, ο ένας την γνώση και την εξοικείωση με την θάλασσα, ο άλλος την νεανική του ομορφιά, την σωματική του ευλυγισία και ένα… μαχαίρι, το οποίο γίνεται και η αφορμή για την τελική «μάχη» από την οποία το εγκεφαλικό παιχνίδι μετατοπίζεται και πάλι, αυτή την φορά ανάμεσα στoν άντρα και τη γυναίκα.

Βέβαια, το μαχαίρι του τίτλου μπορεί να ερμηνευτεί είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά ως ο ίδιος ο νεαρός, ο οποίος κόβει στα δύο την σχέση του ζεύγους, μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε ένα ψυχικά χωρισμένο ζευγάρι (όπως αποδεικνύεται) για να τους χωρίσει και σωματικά (όπως καταδεικνύεται). Όταν το μαχαίρι βυθίζεται στο νερό και χάνεται για πάντα, ο νεαρός άντρας θα παίξει το καλύτερό του χαρτί και θα φύγει ακριβώς όπως ήρθε, σαν ξένος, έχοντας όμως πρώτα ταράξει την φαινομενική νηνεμία του ζευγαριού. Σε ένα εγκεφαλικά οξύμωρο και κινηματογραφικά υπέροχο off boat φινάλε και μη αποκαλύπτοντας στον ανταγωνιστή του την απενοχοποιητική αλήθεια, αυτός ο ξένος, θα επαληθεύσει με την κλασματική παρουσία του, αλλά κυρίως με την καταλυτική απουσία του, την αληθινή και απολυταρχικά ένοχη φύση των δύο και θα τους αφήσει μόνους στο αυτοκίνητό να πορεύονται ελεύθερα (πια) προς την κυνική καθημερινότητά τους.

Chris Zafeiriadis