Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 80s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 80s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

The Running Man (1987)


Δεν ξέρω πόσες είναι οι ιστορίες του τρισμέγιστου Stephen King που είχαν την τύχη να μεταφερθούν με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη – τα κριτήρια άλλωστε είναι μάλλον υποκειμενικά. Κάποιες από αυτές έπεσαν σε χέρια ανθρώπων που τις διαχειρίστηκαν με φαντασία και έμπνευση δημιουργώντας αριστουργήματα, σε αντίθεση με κάποιες άλλες που μετατράπηκαν σε φτωχές μεταφορές, αδύναμες να μεταδώσουν στον θεατή το συναίσθημα που συναντούσε κάποιος στο πρωτότυπο κείμενο. Το Running Man (ως Richard Bachman στα credits, τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας) δεν είναι μια ιστορία τρόμου - τουλάχιστον όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Είναι μια ιστορία για το μέλλον μιας κοινωνίας που πήρε τον λάθος δρόμο και κατέληξε μια απέραντη χωματερή ανθρώπινων ψυχών με γυαλιστερό περίβλημα. Μια χωματερή όπου η ηθική και η δικαιοσύνη δεν έχουν εκλείψει πλήρως, έχουν όμως χάσει προ πολλού την αξία για την οποία κάποιος θα άξιζε να αγωνιστεί και τελικά να πεθάνει για έναν κόσμο ομορφότερο και δικαιότερο του σημερινού. 

Βρισκόμαστε στο έτος 2017, στο σκοτεινό και δυσοίωνο Los Angeles του μέλλοντος (το βιβλίο γράφτηκε το 1982), όπου η παγκόσμια οικονομία έχει καταρρεύσει, οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε χαμογελαστά ζόμπι που αβίαστα καταναλώνουν ό,τι τους ταΐζουν οι πολυεθνικές και τα πανίσχυρα ΜΜΕ, οι κυβερνητικοί πράκτορες παίρνουν μπόνους όταν καταγγέλλουν τους συγγενείς τους, ενώ οι όποιοι αντιρρησίες ταραχοποιοί εξοντώνονται ως απειλή για το ίδιο το σύστημα. Σε αυτή την οικονομικά και ηθικά καταρρέουσα πραγματικότητα, ένας άνθρωπος φυλακίζεται αδίκως γιατί, πράττοντας το λογικό απέναντι στις παράλογες εντολές που του δόθηκαν εν ώρα υπηρεσίας, αρνείται να ανοίξει πυρ σε άοπλους διαδηλωτές. Παράλληλα, η εικόνα του διαστρεβλώνεται πλήρως από την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση των media, αφού η πλύση εγκεφάλου είναι καθημερινή - και κάπως έτσι το σύστημα πράττει πάντοτε το σωστό. 

Η εξουδετέρωση τέτοιων στοιχείων είναι εύκολη, αφού το μαζικής κατανάλωσης τηλεπαιχνίδι που λαμβάνουν υποχρεωτικά μέρος είναι ουσιαστικά ένας λαβύρινθος επιβίωσης, με τους παίκτες να βρίσκονται χαμένοι σε μια απέραντη αρένα, κυνηγημένοι από ένα μάτσο μονομάχους δολοφόνους, και μάλιστα, με την έγκριση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μονομάχους με ονόματα σαν από cartoon (Fireball, Captain Freedom, Buzzsaw και Subzero) και σχεδιασμένους ευτελώς θα έλεγα (είπαμε, η οικονομία έχει καταρρεύσει), οι οποίοι όμως παραμένουν πιστοί στο τυφλό καθήκον που τους υπαγορεύουν οι κανόνες του παιχνιδιού, μέχρι το αίμα των παικτών να βάψει την αρένα κόκκινη και η θεαματικότητα να αγγίξει τα ύψη. Άλλωστε τα πλήθη διψάνε για αίμα, άνθρωποι κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένοι που δεν κρατιούνται να πάρουν το μικρόφωνο του παρουσιαστή και να διεκδικήσουν τα λίγα δευτερόλεπτα δημοσιότητας που τους αναλογούν (οι νέοι δεν ξέρω που βρίσκονται, περιμένουν να έρθει η σειρά τους, οργανώνουν υπογείως την εξέγερση ή απλώς ερωτεύονται και χτίζουν τη δική τους πραγματικότητα). 

Ο Άτρωτος (όπως είναι ο ελληνικός τίτλος) δεν αποτελεί διαμάντι της εποχής του, ούτε και καμίας εποχής που θα ακολουθήσει. Αποτελεί όμως μια απόλυτα διασκεδαστική μεταμεσονύχτια action ταινία κοινωνικού τρόμου, για έναν άδικο και τελικά εύθραυστό κόσμο. Μην περιμένεις φυσικά να σε συναρπάσει όπως άλλες ταινίες με παρόμοια θεματική (το Hunger Games έρχεται πρώτο στο μυαλό). Για την ακρίβεια, αν δεν υπήρξες παιδί την δεκαετία που κυκλοφόρησε, δύσκολα θα εκτιμήσεις τις αρετές του. Αρετές που κρύβονται στο χαρακτηριστικό ηλεκτρονικό soundtrack των 80’s, στον ήχο των όπλων και των εκρήξεων, στο attitude του παρουσιαστή (ψάξε και βρες τις διαφορές με τους δικούς μας), στο κορίτσι με την κίτρινη κολλητή στολή και φυσικά στο ύφος και τις ατάκες του σπουδαίο Arnie που εξουδετερώνει με ευκολία τους αντιπάλους του, ακόμα και σε αυτήν, την πιο χαλαρή από τις χαλαρές στιγμές του. 

Το σχόλιο της ταινίας βρίσκεται, φυσικά, στην πρώτη γραμμή. Για να το φέρουμε όμως στην εποχή μας και να μην κρυβόμαστε πίσω από το παχύ μας δάχτυλο, θα πρέπει να (ανα)γνωρίσουμε ότι κανένα reality δεν είναι αθώο, από αυτά που παρακολουθήσαμε έως εκείνα για τα οποία αδιαφορήσαμε. Φαίνεται πως όσο λιγότερη αξία διαθέτει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τόσο τέτοιου είδους τηλεπαιχνίδια θα μετατρέπονται σε λαμπερές και βάρβαρες αρένες ανθρώπινου εξευτελισμού, με τους διαγωνιζομένους να ‘’μονομαχούν’’ για ό,τι ο καθένας τους πιστεύει ότι αξίζει να μονομαχήσει, πάντοτε μπροστά από τις αχόρταγες κάμερες τις μικρής οθόνης. Αν δεν γνωρίζουμε επ’ ακριβώς τι είναι αυτό, μπορούμε να το σκεφτούμε και το συζητάμε ξανά μόλις επιστρέψουμε από τα διαφημιστικά μηνύματα που ακολουθούν.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Back to the Future (1985)


Αν κοιτάξεις την Επιστροφή στο Μέλλον σήμερα θα διαπιστώσεις ότι τα χαρακτηριστικά που την έκαναν διάσημη όχι μόνο δεν έχουνε αλλοιωθεί, αλλά της έχουν χαρίσει μια αναπάντεχη νοσταλγία που δεν θα μπορούσε να υπάρχει στην εποχή της. Δεν είναι μόνο η ιστορία που σε μαγνητίζει με το χωροχρονικό της ταξίδι και την αγωνία της έκβασής της, ούτε η πειστική απλοϊκότητα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών που πηγαίνουν πέρα-δώθε στο χρόνο προσπαθώντας να τον κατακτήσουν. Αν κοιτάξεις την Επιστροφή στο Μέλλον σήμερα, θα μπορέσεις να ανακαλύψεις αφέλειες που αγαπήθηκαν χωρίς ντροπή στην εποχή τους, κινηματογραφικές λεπτομέρειες που ακτινοβολούν ευφυΐα και χαρακτηριστικά ανθρώπων που τους βλέπεις σήμερα και σε πιάνουν αμήχανα τα γέλια. Αν, φυσικά, δεν σε πιάσουν πρώτα τα κλάματα, αναλογιζόμενος ότι από τότε που γύρισαν αυτή την ταινία έχουν περάσει τόσα χρόνια που άλλαξαν σχεδόν τα πάντα στο πέρασμά τους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού σου. 

Τουλάχιστον δύο γενιές ανθρώπων εμπλέκονται σε αυτήν την ευφάνταστη ιστορία, η οποία ξεκινάει από το 1985, επιβιβάζεται σε μια DeLorean γεμάτη κλεμμένο πλουτώνιο που ανήκε σε Λίβυους τρομοκράτες (αλήθεια, που το βρήκαν αυτοί;) και πιάνει τα 140χμλ/ώρα για να ταξιδέψει τριάντα χρόνια πίσω στο χρόνο, στην ήδη καταγεγραμμένη πραγματικότητα του 1955. Μία στιλάτη DoLorean, επιστημονικά ανακατασκευασμένη και ρυθμισμένη από τα χέρια του Dr. Emmett Brown, τον οποίο ενσαρκώνει ο υπέροχος Christopher Lloyd και του οποίου αυτός είναι μάλλον ο πιο χαρακτηριστικό του ρόλος, από τη Φωλιά του Κούκου μέχρι και τα πρόσφατα Πιράνχας που συμμετείχε με χιούμορ. Ένας πεισματάρης καθηγητής, που χρειάζεσαι ακριβώς μηδέν δευτερόλεπτα για να συμπαθήσεις, χαμένος στις σκέψεις και τις εμμονές, χρησιμοποιεί διαφορετικές επιστημονικές μεταβλητές που δεν αναλύονται στην ταινία - έτσι κι αλλιώς, δεν θα καταλαβαίναμε τίποτα - διαστρεβλώνοντας με ευκολία τις μοριακές δομές και τους νόμους της φυσικής. Ανακαλύπτει έτσι το ταξίδι στο χρόνο, που μεταξύ μας, από μόνο του ως ιδέα είναι συναρπαστική, δεν καταφέρνει όμως να γίνει και ο ίδιος ταξιδιώτης, τουλάχιστον όχι σε αυτό το επεισόδιο. 

Το ταξίδι συμβαίνει κατά λάθος και κατ’ ανάγκη με επιβάτη τον νεαρό Marty McFly, έναν ταχύτατο και ασταμάτητο Michael J. Fox που δίνει τη δική του μάχη, προσπαθώντας να προφυλάξει την ιστορία που επρόκειτο να αλλάξει, όχι μόνο για να σώσει τη δική του πραγματικότητα, αλλά για να διορθώσει και τα ελαττώματά της. Στο πισωγύρισμα των τριάντα χρόνων ο Marty συναντάει κάθε λογής γνωστές και άγνωστες φυσιογνωμίες του τόπου του, συμπεριλαμβανομένων και δύο ανθρώπων που αργότερα θα γίνουν η οικογένειά του. Σε κάνει έτσι να σκέφτεσαι πόσο ανατριχιαστικό και λάθος είναι να βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τους γονείς σου και να έχετε την ίδια ηλικία. Να τους γνωρίζεις με τις ομορφιές της νιότης, τα πάθη και τις ανασφάλειες που δεν σου έδειξαν ποτέ γιατί απλώς είναι οι γονείς σου και δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό πόσο πολύ μπορεί να μοιάζετε στη συμπεριφορά, τις σκέψεις και τον τρόπο που αντιδράτε σε κάθε τι μικρό ή μεγάλο συμβαίνει σε αυτή τη ζωή. 

Μέσα από αυτό το ταξίδι δεν θα αλλάξουν και πολλά από την παγκόσμια ιστορία. Οι αρχηγοί κρατών, η rock μουσική, τα sneakers και το skate θα παραμείνουν όπως τα ξέρεις, ενώ παράλληλα θα αναγνωρίσεις και το αναμενόμενο σε τέτοιου είδους ταινίες. Την υπαρξιακή ανησυχία των χαρακτήρων, δηλαδή, και τη προσπάθειά τους να νικήσουν τους νόμους της φυσικής, διατηρώντας τους εαυτούς τους σε μια συγκεκριμένη χρονική βεβαιότητα. Ταυτόχρονα, όμως, θα νιώσεις και την ανάγκη τους να νικήσουν τον χρόνο και να ικανοποιήσουν έτσι μια ανθρώπινη ευχή. Την ανάγκη να ταξιδέψουν, να βιώσουν και να γνωρίσουν τον τόπο και την ιστορία, πριν και μετά από αυτούς. Βέβαια, ως θεατής πρέπει να είσαι υποψιασμένος. Όταν ο Spielberg παρουσιάζει και ο Zemeckis σκηνοθετεί ένα σενάριο που απορρίφθηκε περίπου 40 φορές μέχρι να γίνει ταινία, η ανικανοποίητη ευχή της εμπειρίας μπορεί να ικανοποιηθεί, έστω κι αν είναι στη μεγάλη οθόνη. Πρόκειται φυσικά για δύο αμετανόητους παραμυθάδες, επιρρεπείς στο να αψηφούν τους κανόνες που προστάζει η λογική, τους αποδέχεται όμως ο κινηματογράφος μέσα από μια διασκεδαστική και αφελή παραδοξότητα. 

Ο Marty ταξίδεψε από το 1985 που ήταν η εποχή του, τριάντα χρόνια πίσω και συνάντησε ό,τι τον είχε διαμορφώσει, προτού ακόμα ο ίδιος γεννηθεί. Σήμερα που είμαστε στο 2015, τριάντα χρόνια μετά, το Back to the Future κάνει άλλο ένα άλμα, αυτή τη φορά εμπρός, και ενώνει ακόμα μια γενιά με τις προηγούμενες, σαν να μη πέρασε μια μέρα από το πρώτο ταξίδι της DeLorean. Ο ήχος του ρολογιού στην κεντρική πλατεία μπορεί να έχει σωπάσει, ο χρόνος όμως δεν μπορεί να σταματήσει ένα ταξίδι με κατεύθυνση το παρελθόν και επιστροφή ξανά στο μέλλον. Ένα μέλλον που τούτη τη φορά, είναι το δικό μας.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

The Prowler (1981)


Το Prowler είναι μια βίαιη ταινία. Είναι τόσο πειστικά βίαιη και σωστά κινηματογραφημένη που αν ανήκεις στους μεταμεσονύχτιους σινεφίλ, την απολαμβάνεις μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός της – ή την τελευταία νεανική ανάσα αγωνίας των πρωταγωνιστών, λίγο πριν συναντήσουν τη λασπωμένη μάσκα του δολοφόνου. Ενός δολοφόνου με διάθεση επιθετική και εμφάνιση αμερικανού στρατιώτη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έχει μπερδέψει τον εχθρό και νομίζει ότι η μάχη μαίνεται ακόμα - ανάμεσα σε εκείνον και τους μαθητές που ετοιμάζονται για τον ετήσιο χορό της αποφοίτησής τους. 

Η ταινία του Joseph Zito ξεκινάει ένα καλοκαιρινό σαββατόβραδο του 1945, ανάμεσα σε ερωτικές ορμόνες, ζέστη και αχόρταγες νεανικές ανησυχίες, όταν ένας βετεράνος στρατιώτης λαμβάνει το γράμμα του χωρισμού από την κοπέλα του Rosemary (πολανσκική αναφορά;) και αποφασίζει να την εκδικηθεί. Αδυνατώντας να δεχτεί την περιφρόνηση και την απόρριψη, περιμένει την κατάλληλη στιγμή και επιτίθεται χωρίς ενδοιασμούς, δολοφονώντας την νεαρή κοπέλα και τον καινούριο εραστή της, λίγο πριν οι δυο τους συνευρεθούν ερωτικά. Ο δολοφόνος ικανοποιεί το βίαιο ένστικτό του και τον πληγωμένο από τον πόλεμο εγωισμό του (αφού τα περισσότερα τραύματα των βετεράνων είναι, κυρίως, ψυχολογικά), με το αποτρόπαιο έγκλημα να μη λύνεται ποτέ. 

Fast forward στο 1980, όπου η επόμενη γενιά ετοιμάζεται για τη δική της αποφοίτηση. Ο χορός που ετοιμάζεται για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια διαθέτει όλα τα ανέμελα διακριτικά γνωρίσματα που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε ετήσια γιορτή αποφοίτησης, με την νεανική έξαψη να είναι ζηλευτή και τη λαχτάρα για ξεφάντωμα να βρίσκεται σε έκσταση. Κι όμως, ο δολοφόνος της Rosemary είναι ακόμα ελεύθερος και βρίσκει μια καινούρια ευκαιρία να εκδικηθεί όλους τους νεανικούς έρωτες που ετοιμάζονται να ανθίσουν κάτω από το ρομαντικό φως του φεγγαριού. Και το κάνει με έναν άγριο και παράφορο τρόπο που φέρνει δάκρυα και αίματα στα μάτια. 

Κατασκευασμένο σε μια εποχή όπου το slasher γεννήθηκε, άνθισε και παρήκμασε εντυπωσιακά, το Prowler είναι μια βρώμικη ταινία που διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους στο οποίο ανήκει, χωρίς να πρωτοτυπεί και χωρίς να απογοητεύει τους λάτρεις του μεταμεσονύχτιου σινεμά. Ο Zito αποδεικνύεται μάστορας του είδους, αφού γνωρίζει καλά πώς να στήσει μια ταινία με ρυθμό, ένταση και νεανικά κορμιά που πέφτουν θύματα, ενώ άψυχα (πλέον) σωριάζονται ανάμεσα στα αίματά τους. 

Ο σκηνοθέτης με τις ελάχιστες ταινίες και τις ακόμα λιγότερες επιτυχίες στο ενεργητικό του, κατασκευάζει ένα εικονογραφημένο λουτρό αίματος που με ανεξέλικτη πλοκή, ελάχιστους διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών (αυτό εδώ είναι θετικό) και εντυπωσιακά ειδικά makeup εφέ (ο Tom Savini στα καλύτερά του), γράφει το όνομά του στην ιστορία του αμερικανικού underground. Ακολουθεί τα χνάρια που άφησε η περιβόητη Παρασκευή και 13 που κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν (και που ο ίδιος υπηρέτησε, σκηνοθετώντας το 4ο μέρος της σειράς) και δανείζεται στοιχεία από το ματωμένο σινεμά της Ευρώπης (όπως ολόκληρο το slasher είδος) και κυρίως από τις ιδέες του πατέρα Bava (οι ομοιότητες σε σκηνές με το υπέροχο Reazione a catena είναι εμφανείς) για να ολοκληρώσει το αιματοκύλισμα. Και το κάνει με τρόπο εντυπωσιακό, οδηγώντας την ιστορία σε ένα εκρηκτικά ‘αποκαλυπτικό’ φινάλε, προβλεπόμενο για τους απαιτητικούς, τους συντηρητικούς και τους ανίατα σοβαροφανείς - υπέροχο, όμως, για όλους τους υπόλοιπους, αφού για τις ώρες που συνήθως παίζει η ταινία, δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Beetlejuice (1988)


Ο κόσμος φαίνεται να αγαπάει τον ‘Σκαθαροζούμη’ ακόμα κι αν δεν τον καταλαβαίνει πλήρως. Μια ταινία που διαχειρίζεται το σκοτάδι και το παίζει με άνεση στα δάχτυλα, σε μια ύστατη προσπάθεια αναζήτησης της γαλήνης στην επιθανάτια ζωή. Ίσως γιατί ακόμα και οι νεκροί έχουν ανάγκη να γαληνέψουν, αφού έτσι κι αλλιώς έχουν αφήσει τις έγνοιες του επίγειου βίου να τυραννάνε τους υπολοίπους από εμάς που μείναμε πίσω. Όμως, ακόμα κι αν η ίδια η ιστορία μοιάζει πνιγμένη σε μια αβάσταχτη ελαφρότητα, ο “Σκαθαροζούμης” δεν είναι μια ταινία που μπορείς να χαρακτηρίσεις ως μια ασήμαντη προσθήκη στις επιπολαιότητες της κινηματογραφικής καθημερινότητας. Είναι το ύφος της ταινίας τέτοιο που σε μαγνητίζει, είναι η σπιρτάδα στα βλέμματα και τους διαλόγους των πρωταγωνιστών και, τέλος, η ασταμάτητη ενέργεια που εξαπολύει η σκηνοθεσία ενός εμπνευσμένου 30άχρονου νεαρού, έτοιμου να κατακτήσει το σκοτάδι και τη συμπάθεια όσων λατρεύουν τέτοιου είδους, μακάβρια παραμύθια.

Η ταινία του Burton ξεκινάει με τον αναπάντεχο θάνατο ενός συμπαθητικού νιόπαντρου ζευγαριού (Alec Baldwin και Geena Davis για να τους θαυμάζεις) και στη συνέχεια περνάει στον πνευματικό εγκλωβισμό τους σε ένα σπίτι φυλακή. Εγκλωβισμό που, η αλήθεια είναι, δεν γνωρίζεις ακριβώς γιατί συμβαίνει, διακατέχεται όμως από μια παραμυθένια αποδοχή, παρά τα ερωτήματα και τις απορίες που συνεπάγεται μια τέτοια «πραγματικότητα». Εντούτοις, ο Burton δεν αναλώνει τον χρόνο του σε απαντήσεις που έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε, αλλά ποτίζει την ιστορία με το αστείρευτο χιούμορ του και μερικές πένθιμες λεπτομέρειες της ανεξάντλητης φαντασίας του (τις οποίες θα αναπτύξει στο μέλλον σε ταινίες όπως τον Ακέφαλο Καβαλάρη και τη Νεκρή Νύφη), για να καταλήξει σε μια υπερφυσική συνεύρεση δαιμονίων, θνητών και αλλόκοτων πνευμάτων, έτοιμων να σου κλέψουν την καρδιά χωρίς να το καταλάβεις.

Ένα από αυτά τα πνεύματα είναι και ο Σκαθαροζούμης του τίτλου, με έναν Michael Keaton να βρίσκεται σε έκσταση. Μεθυσμένος από τις αναθυμιάσεις της μετά θάνατον ζωής, ο αδιάντροπος αυτός ταραξίας, αυτοαποκαλείται βιο-εξορκιστής του υπερφυσικού, μια έννοια απολαυστική ακόμα κι αν δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις ακριβώς τι μπορεί να σημαίνει. Η επίδραση αυτού του χαρακτήρα σε ζωντανούς, νεκρούς και ανυποψίαστους παρατηρητές είναι τέτοια που, παρά τα 17 λεπτά που εμφανίζεται στην οθόνη, αρκεί για να χαρακτηρίσει ολόκληρη την ταινία ως ένα όργιο επιθανάτιων πράξεων (σε στιγμές χωρίς συνοχή), μια grotesque ειρωνεία για το θάνατο και την αυθάδη διακωμώδηση των συνεπειών του.

Ο Burton αποδεικνύει, φυσικά, ότι ξέρει να διευθύνει τις λεπτομέρειες της σουρεαλιστικής αυτής ιστορίας, ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει το μαύρο του θανάτου προς όφελος της ευαρέσκειας του θεατή, κατασκευάζοντας μια από τις πιο αναγνωρίσιμες κωμωδίες τρόμου στην ιστορία του πρόσφατου σινεμά. Μια κωμωδία γοτθικών χαρακτηριστικών και ανέμελων δαιμονισμών, η οποία ξορκίζει τη σοβαροφάνεια και σου επιτρέπει να την απολαύσεις χωρίς να χρειάζεται να την αναλύσεις έως τα αποσυνθεμένα χαρακτηριστικά της. Μπορείς απλά να διαβάσεις το εγχειρίδιο για τους πρόσφατα αποθανόντες και να βυθιστείς σε ένα κόσμο όπου ο ίδιος ο Σκαθαροζούμης θα σου κρατήσει συντροφιά, διασκεδάζοντας με υπερβάλλοντα ζήλο τις πιο ανέμελες στιγμές σου.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Vincent (1982)


Θαυμάζω τους ανθρώπους που έχουν εμμονές. Τους θαυμάζω όταν έχουν τα κότσια να το αποδεχτούν, όταν αναγνωρίζουν αυτή τους την αδυναμία και την διαχειρίζονται προς όφελός τους. Τους θαυμάζω γιατί μέσα στο πείσμα και την αθωότητά τους έχουν το σθένος να δαμάσουν το δέος και να εκτεθούν χωρίς ντροπή, δημιουργώντας μικρά αριστουργήματα τα όποια στη συνέχεια αφήνουν ελεύθερα εκεί έξω, να περιφέρονται με όλες τις αγάπες που τους έχουν χαρίσει. Κι αυτά, έτσι μικρά και χαριτωμένα όπως είναι, περιμένουν από εμάς να τα ανακαλύψουμε. Περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να έρθουνε κοντά και να μας κάνουν χίλια κομμάτια, αγγίζοντας με έναν υπέροχο και ακραιφνή τρόπο τις στιγμές της πιο προσωπικής μας ευαισθησίας.

Η πιο διάσημη μικρού μήκους ταινία του Burton είναι ταυτόχρονα και μια σκοτεινή ελεγεία επάνω στην ονειροπόληση της ψυχής. Ένα μαυρόασπρο animation γοτθικής τέχνης που μέσα σε μόλις έξι λεπτά καταφέρνει και σκιαγραφεί όλες τις αγάπες του νεαρού τότε σκηνοθέτη, καμουφλαρισμένες με τη μοναχική επιθυμία ενός μικρού αγοριού. Η μακάβρια ποίηση του Poe, το σκοτάδι ενός σχεδόν παράφρονος νου και ο τρόμος μιας περιρρέουσας νεκρικής εμμονής συνθέτουν το πορτραίτο του μικρού Vincent, ο οποίος ονειρεύεται παθιασμένα να έρθει κοντά στη μεγαλοπρέπεια της μορφής του αγαπημένου του Vincent Price. Το αποτέλεσμα είναι μια από τις ομορφότερες ιστορίες του «μικρού» σινεμά την οποία αφηγείται μια τιτάνια φωνή, που αν την ακούσεις μέσα στη σιωπή της νύχτας, δεν θα την ξεχάσεις ποτέ ξανά…

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Incubo sulla città contaminata (Nightmare City, 1980)


Μια άγνωστη και ανώνυμη πόλη που σείεται συθέμελα, ένα κομμάτι του βιομηχανοποιημένου πολιτισμού το οποίο μολύνεται από τη ραδιενέργεια και μετατρέπει τους πολίτες σε νεκροζώντανα όντα. Πλάσματα που προσπαθούν να επιβιώσουν μεταξύ ζωής και θανάτου περιφέρονται στο αστικό τοπίο αναζητώντας την ανθρώπινη σάρκα, με σκοπό να κατασπαράξουν ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει να αναπνέει και να επιβιώνει μέσα σε ένα τόπο που μοιάζει με τσιμεντένια ζούγκλα. Έναν τόπο όπου οι κάτοικοι ζούνε και συμπεριφέρονται σαν τις μηχανές.

Η ταινία του Umberto Lenzi είναι ένα απολαυστικό κινηματογραφικό αιματοκύλισμα, το οποίο εξαπλώνεται με μορφή επιδημίας που ξεσπά όταν ένα αγνώστου ταυτότητος στρατιωτικό αεροσκάφος προσγειώνεται σε ένα πολιτικό αεροδρόμιο και από μέσα του ξεχύνεται ο θάνατος. Οι επιβάτες του έχουν μολυνθεί ραδιενεργά από άγνωστες αιτίες και ορμάνε με θυμό στους ανυποψίαστους πολίτες, με τις δυνάμεις του στρατού ανίκανες να αμυνθούν. Η αρρώστια εξαπλώνεται σε ολόκληρη την πόλη κι ένα όργιο δολοφονιών, αιματοχυσίας και κατακρεουργημένης ανθρώπινης σάρκας παρουσιάζεται στην οθόνη.

Η προσέγγιση του Lenzi είναι διασκεδαστική και ταυτόχρονα εξωφρενική. Οι μολυσμένοι πολίτες (τους οποίους ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν θεωρεί ζωντανούς-νεκρούς), άλλοι καμένοι και άλλοι παραμορφωμένοι από την ραδιενέργεια, διακατέχονται από μια ακατάπαυστη οργή. Χωρίς να διαθέτουν τα βραδυκίνητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νεκροζώντανων, ας πούμε, του Romero, κινούνται σε γρήγορες ταχύτητες (θυμίζοντας τους μολυσμένους κατοίκους του Λονδίνου του Danny Boyle στο «28 Μέρες Μετά») και επιτίθενται, μεταδίδοντας τη μόλυνση. Επιτίθενται όχι μόνο με τα νύχια και τα δόντια τους, αλλά με ρόπαλα, όπλα και λοστούς, κυρίως όμως με τσεκούρια και μαχαίρια, μιας και η αιχμή τους είναι και η πιο αποτελεσματική λύση για να ανοίξει το σώμα και να ξεχυθεί από μέσα το αίμα που τόσο λαχταρούν για να τους ξεδιψάσει.

Οι μολυσμένοι, (διε)φθαρμένοι σωματικά και πνευματικά, μανιακοί (Crazies;) πραγματοποιούν μαζική επίθεση αρχικά σε ένα τηλεοπτικό σταθμό (άγνωστο πως έφτασαν εκεί), κομματιάζοντας κυριολεκτικά ένα γυναικείο χορευτικό σχήμα και το συνεργείο που το κινηματογραφεί, ενώ στη συνέχεια ξεσπάνε τη μανία τους σε ένα νοσοκομείο. Τα πτώματα γεμίζουν τα κτήρια που περιμένουν καρτερικά να ερημώσουν, ενώ από τη μανία της επιδημίας δεν γλυτώνει ούτε ο εγκαταλελειμμένος από τους πιστούς οίκος του Θεού. Ο Lenzi φαίνεται να το διασκεδάζει περισσότερο από όλους. Αδιαφορεί για τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και τους αναπτύσσει ελάχιστα, αφού ο πρωταρχικός του στόχος φαίνεται να είναι ο παραλογισμός, η ακόρεστη βία και το σοκ που προκαλούν στο θεατή τα σφαγιασμένα πτώματα, τα ακρωτηριασμένα μάτια και η σήψη στα πρόσωπα των θυμάτων. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να κατασκευάσει μια αιματοβαμμένη ταινία αφιερωμένη στη φρίκη του βίαιου θανάτου, ολοκληρώνοντάς την ονειρικά με τον τρόμο ενός ατέλειωτου εφιάλτη να πλανάται στην οθόνη.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Paura nella città dei morti viventi (a.k.a. City of the Living Dead) - (1980)


Για αυτούς που αγαπάνε το σινεμά του φανταστικού, το “City of the Living Dead” ανήκει σε εκείνες τις «ταινίες σταθμούς», όπως λαϊκότροπα χαρακτηρίζονται, οι οποίες αποτελούν ένα από τα ελάχιστα μέτρα σύγκρισης με τα οποία αναμετριούνται πολλές από τις κολασμένες ιστορίες που πυκνά συχνά εμφανίζονται στο πανί. Όχι γιατί ο Fulci εδώ παρουσιάζει την καλύτερη δουλειά του, ούτε γιατί η σεναριακή συνοχή αποτελεί παράδειγμα κινηματογραφικής αρτιότητας (που προσωπικά αν με ρωτήσεις, για τέτοιες στιγμές, θα έπρεπε) αλλά γιατί σε αυτή την ταινία αρχίζει να διαφαίνεται ολοκληρωμένα πια, όλο το μεράκι, η αγάπη και η αφοσίωση του σκηνοθέτη στην τέχνη που σε ένα μεγάλο βαθμό τον χαρακτηρίζει. Μια τέχνη που πολλοί θα αμφισβητήσουν, κάποιοι άλλοι θα μετανιώσουν που γνώρισαν, οι περισσότεροι όμως που θα την βιώσουν, θα μείνουν πιστοί σε ένα σινεμά που ακόμα και σήμερα συγκινεί κάθε φορά που το παρακολουθούμε, σαν να μη πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που το γνωρίσαμε.

Η τέχνη στην οποία αναφέρομαι βέβαια δεν έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Fulci παρουσιάζει τις νεκροζώντανες ιστορίες του. Αυτό ξεκίνησε ένα χρόνο πριν με το Zombie 2, όπου το αίμα, τα εντόσθια και η όρεξη των πρόσφατα αποθανόντων για ζωντανή σάρκα πρωταγωνιστούσαν με ένα πρωτόγονο τρόπο, ο οποίος έγινε το εφαλτήριο για μια σειρά αριστουργηματικών εφιαλτικών στιγμών του Ιταλικού κινηματογράφου (Nightmare City του Umberto Lenzi, Nights of Terror του Andrea Bianchi, Zombie Creeping Flesh του Bruno Mattei κτλ). Εδώ όμως ο Fulci προχωράει ένα βήμα παραπέρα.

Σε αυτή την ταινία (που είναι και η πρώτη της άτυπης τριλογίας της «Κολάσεως» - θα πούνε οι περισσότεροι) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έναν αρμονικό συνδυασμό αποκρυφισμού, Lovecraft-ικού μύθου και αποδόμησης της όποιας θρησκευτικής πίστης, καμουφλαρισμένα με όλο τον ζόφο που μπορεί να διαπεράσει την ανθρώπινη λογική. Μια λογική που κλονίζει πρώτο από όλους έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος αφού κρεμαστεί στον αύλιο χώρο της εκκλησίας του, γίνεται η αφορμή για να ανοίξει μια από τις επτά πύλες και ένα απροσδιόριστο κακό να εισέλθει στο κόσμο των ανθρώπων. Παράλληλα με τα παραπάνω ο σκηνοθέτης αμφισβητεί την έννοια της γραμμικής αφήγησης, παρουσιάζοντας τα γεγονότα χωρίς σαφή αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν τα σύνορα μεταξύ ανθρώπινης λογικής και της απέχθειας ενός άλλου, δυσοίωνου κόσμου, έπαυαν να υφίστανται.

Σε αυτόν τον άψογα αποδομημένο περιβάλλον, η τελετουργική μουσική του Fabio Frizzi γίνεται το απόλυτο soundtrack ενός ακατανόητου και χαοτικού κόσμου ο οποίος εξουσιάζεται από δυνάμεις πέραν της κοινής ανθρώπινης αντίληψης. Οι νεκροί σηκώνονται από τα φέρετρα, τα απόκοσμα μουγκρητά τους κυριαρχούν στον χρονοχώρο, ένα κατατονικό μέντιουμ (με το συμβολικό όνομα Mary) αντικρίζει για λίγο την επιτύμβια στήλη του, τα σκουλήκια τα οποία είναι οι καλύτεροι φίλοι των άψυχων σωμάτων τώρα γίνονται φίλοι και των ζωντανών και μια όμορφη (αλλά πιθανότατα αμαρτωλή) κοπέλα ξερνάει τα εντόσθιά της σε μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές στην ιστορία του φανταστικού σινεμά.

Οι παραπάνω σκηνές μπορεί να παρουσιάζουν με μεγάλη ευκολία την θνησιμότητα και την ευπάθεια της ανθρώπινης σάρκας, κοιτώντας όμως βαθύτερα συνειδητοποιείς την αποκάλυψη όλης της αποτρόπαιης φρίκης, η οποία πηγάζει από το ψυχολογικό μαρτύριο του πνεύματος. Διότι όταν το πνεύμα «μαρτυρά», ο καθένας από εμάς δεν βρίσκεται προ των πυλών, αλλά έχει επάξια διαβεί το κατώφλι της προσωπικής του κόλασης. Και όταν πια κάποιος βρεθεί στην απέναντι όχθη δεν υπάρχει γυρισμός. Υπάρχει μόνο η εικόνα του εφιάλτη η οποία ξεπερνά τα όρια της προσωπικής συνείδησης και μετουσιώνεται σε φιλμική πραγματικότητα, τρέφοντας (για πάντα, ίσως) την ψυχή και την φαντασία του εκάστοτε θεατή. Και αν αυτό δεν είναι η δύναμη της τέχνης του σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να είναι…

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

When Harry Met Sally... (1989)

"- Harry, we are just going to be friends.
- Great, friends, the best thing…"

Όταν ο Harry γνώρισε τη Sally, ήταν λίγο έξω από ένα πανεπιστήμιο, «εξυπηρετώντας» αμφότεροι δια-προσωπικά (οικονομικά) συμφέροντα και «ανταλλάσσοντας» θα έλεγε κανείς, εμπιστοσύνη, όπως δύο άγνωστοί νέοι που μοιράζονται ένα μακρύ ταξίδι με το αυτοκίνητο. Κανείς όμως (ούτε και οι ίδιοι) δεν περίμενε ότι η αρχική αυτή, ιδιοτελής γνωριμία τους, θα κατέληγε σε μια (κινηματογραφική) σχέση η οποία συζητιέται, αναλύεται και τελικά βρίσκει ανταπόκριση σε τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ακόμα και δεκαετίες μετά την πρώτη της εμφάνιση στο λευκό πανί. Διότι τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν, και θα υπάρχουν πάντα σε κάθε εποχή, σε κάθε μέρος του κόσμου. «Αναπόφευκτα».

Η ιστορία των δύο, όσο μικρή, προσωπική ή σεναριακά φιλοεμπορική και αν φαίνεται αρχικά, χτίζεται αργά (ή και πιο γρήγορα σε στιγμές) μέσα από ερωτήματα και προβληματισμούς του σύγχρονου κόσμου (μας), πατώντας όμως σε ένα από τα βασικότερα ένστικτα του ανθρώπου, την αρμονική συναισθηματική επιβίωση. Μια συναισθηματική επιβίωση αναγκαία για την ψυχή και το σώμα, αιώνια επιδιωκόμενη και επικίνδυνα ταυτόσημη με την δια-χρονική μας ύπαρξη.. Την ίδια συναισθηματική επιβίωση που ενίοτε μας κάνει να μουλαρώνουμε και άλλοτε να τρέχουμε σαν τρελοί, αδυνατώντας τις περισσότερες φορές να εξηγήσουμε τις ίδιες μας τις πράξεις.

Όταν ο Harry γνώρισε τη Sally, δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες έκαναν την εμφάνισή τους. Ανεξάρτητοι και οι δύο, έμοιαζαν (να θέλουν) να ξέρουν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και αναπτύσσεται. Από την μία «αυτή», αξιαγάπητη, ρομαντική, έξυπνη, ψιλοσυντηρητική σε σημεία και πάντα αισιόδοξα περήφανη (“basically a happy person”), και από την άλλη «αυτός», νευρωτικός, πολυλογάς, ενίοτε εξυπνάκιας, αλάνι της εποχής (του) και του περιβάλλοντος (του), έχοντας πάντα γνώμη για το καθετί. Η μία σκέφτεται και μετά πράττει, ο άλλος πράττει και μετά σκέφτεται αυτά που έπραξε – η μεγάλη αλήθεια των δύο φύλων.

Η διαφορετική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, η διαφορετική στάση ζωής, και ο μερικά αντίθετος τρόπος σκέψης, είναι μεν συστατικά που θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια μακροχρόνια γνωριμία και – κατ’ επέκταση – μια εν δυνάμει σχέση, η ουσία της ιστορίας του Harry και της Sally όμως δεν εντοπίζεται στην αμφιλεγόμενη φιλική σχέση μεταξύ δύο ετερώνυμων ανθρώπων και η μετατροπή της σε σεξουαλική. Ούτε καν το ερώτημα μεταξύ φιλίας και έρωτα το οποίο τίθεται. Γιατί μέσα από τον εγωισμό, τις αντιπαραθέσεις και τις εξομολογήσεις τους, θέτονται, λέγονται και αποκαλύπτονται ερωτήματα και πραγματικότητες, τα οποία κάτω από τα τους νευρωτικούς διαλόγους και την οποιαδήποτε σεναριακή (ή μη) παραδοξότητα, καταλήγουν σε ένα βασικό και άκρως ανθρωπιστικό συμπέρασμα, αναλλοίωτο στο χρόνο, και τόσο επαναλαμβανόμενο όσο και η ίδια η ζωή.

Διότι, ο κινηματογράφος έχει αποδείξει ότι μπορεί αν θέλει να μιλήσει την γλώσσα της ζωής, λέγοντας την δική μας αλήθεια. Από το Lady Vanishes και την Casablanca μέχρι τον ίδιο τον Harry και την Sally, μακριά από ταμπέλες και καταστάσεις, μπορεί η ανομοιότητα των ανθρώπων να τονίζεται και να χρησιμοποιείται (άμεσα ή έμμεσα) για να χτιστούν σχέσεις, ιστορίες και πρωταγωνιστές, βασίζει όμως την αποδοχή (άμεση ή έμμεση και αυτή) και την διαχρονικότητα του στην ειλικρίνεια. Ελλείψει αυτής, οποιαδήποτε μορφή σχέσης είναι - και θα είναι πάντοτε - καταδικασμένη. Ειλικρίνεια στους διαλόγους και τις εικόνες, στις λέξεις και τα βλέμματα (μας). Την ίδια ειλικρίνεια που αποπνέουν τα λόγια των ηλικιωμένων ζευγαριών στα διαλείμματα της ταινίας, μαρτυρώντας σεβασμό, αγάπη και συναισθηματική πληρότητα του εγώ.


“Then the world discovers – As my book ends
How to make two lovers – Of friends….”

Chris Zafeiriadis


Αφιερωμένο σε ένα ζευγάρι φίλων οι οποίοι γνωρίστηκαν, φιλήθηκαν, πήραν πτυχίο και τελικά - μετά από μερικά χρόνια - ανακάλυψαν ότι πρέπει να είναι μαζί. Ευτυχώς ευτυχισμένοι. Καιρός να ανεβαίνετε προς τα πάνω, δε νομίζετε?

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Bad Taste (1987)

“I must impress upon you the importance of remaining in human form, no matter how awkward, uncomfortable and ugly it makes you feel.”

Ούτε ο ίδιος ο Jackson δεν περίμενε ότι η χάρη τού αρχικά δεκάλεπτου Roast of the Day (το οποίο γύριζε με ερασιτεχνικά μέσα στα πλαίσια ενός τοπικού διαγωνισμού ερασιτεχνικών film μικρού μήκους της Νέας Ζηλανδίας) θα έφτανε τόσο μακριά στον χωροχρόνο. Μέσα από κακουχίες, αναποδιές, ευτράπελα και ύποπτες συνομωσίες, το σενάριο αλλοιώνεται, η διάρκεια μεγαλώνει και το όλο project υιοθετεί το τωρινό του όνομα, έτοιμο για world wide distribution.

Περισσότερο κωμωδία (ή καλύτερα παρωδία) παρά οτιδήποτε άλλο, το ολοκληρωμένο ντεμπούτο του (εκκολαπτόμενου μέχρι τότε) Peter Jackson χαρακτηρίζεται σαν το αποτέλεσμα των πολλών επιρροών που είχε ο (καταξιωμένος πια) σκηνοθέτης από το cinema του φανταστικού (και όχι μόνο). Επιπλέον το Bad Taste φέρνει εις πέρας ένα δύσκολο έργο πολλών χρόνων, σκληρής δουλειάς και αστείρευτης επιμονής του δημιουργού του.

Γνωρίζοντας από πολύ μικρός τον κινηματογράφο και μεγαλωμένος με τα monster movies της Universal και της Hammer τα οποία λάτρευε, ο Jackson έδειξε το πρωτόγονο ένστικτο του οραματιστή κινηματογραφιστή από νωρίς. Νιώθοντας έντονη την ανάγκη τόσο της δημιουργίας όσο της ικανο-ποίησης, καταφέρνει να μαζέψει ένα all male cast αποτελούμενο κυρίως από (το ίδιο τρελαμένους) φίλους και γνωστούς, και γυρίζει το δικό του film με εξωγήινους εισβολείς, δημιουργώντας τελικά όχι το πιο αναγνωρίσιμο b-movie των 80ς, αλλά ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα και μερακλίδικα ντεμπούτα ever.

Το ανώριμο σχετικά σενάριο, διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι χοντράδες και οι αφέλειες όχι απλά δεν ενοχλούν αλλά, από ένα σημείο και μετά θεωρούνται και απαραίτητες. Οι εξωγήινοι έχουν έρθει στη γη για να μαζέψουν ανθρώπινη σάρκα για αλυσίδα fast food του πλανήτη τους. Μια ομάδα αποτελούμενη από high-trained professionals ονόματι AIDS (Astro Investigation & Defence Service) καταφθάνουν για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Εννοείται πως κανείς δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά εκτός από τον ίδιο τον Jackson o οποίος δείχνει πρωτοφανή ζήλο και επαγγελματισμό για την ολοκλήρωση της ταινίας.

Με περίσσιο στιλ, αχόρταγη άποψη και .....τρομερή γεύση, το Bad Taste δεν σταματά πουθενά. Τρομερές ατάκες πάνε και έρχονται συνεχώς, τα λογοπαίγνια άπειρα, το χιούμορ αστείρευτο και οι σινεφιλικές αναφορές παρούσες καθόλη της διάρκεια της ταινίας. Πάνω απ όλα όμως το Bad Taste είναι splatter. Κεφάλια ανοίγουν, μυαλά κρέμονται, τσεκούρια ακρωτηριάζουν ανθρώπινα μέλη, πρόβατα ανατινάζονται. Μέσα σε όλα αυτά, οι παπατοκέφαλοι, με κρεμάμενες κοιλιές και τουρλωμένα κωλομέρια, εξωγήινοι του Jackson μοιάζουν σαν να ήρθαν πραγματικά από το διάστημα με άγριες διαθέσεις.

Τι και αν σε στιγμές το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό? Τι και αν κάπου χάνεται η μπάλα με τα ατελείωτα gunfights και τους ακόρεστους παλιμπαιδισμούς? Οι αναπόφευκτοι ερασιτεχνισμοί και τα αναμενόμενα λάθη δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την πορεία του film που για ολοκλήρωσή του χρηματοδοτήθηκε τελικά από το ("ανοιχτόμυαλο" όπως αποδείχθηκε) κέντρο κινηματογράφου της Νέας Ζηλανδίας.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους και περιζήτητους σκηνοθέτες της εποχής μας. Ούτε είναι τυχαίο ότι κάθε βήμα του και υπογραφή αποτελεί είδηση και λαχτάρα για τους αμετανόητους κινηματογραφόφιλους (και όχι μόνο-επιτέλους) σε ολόκληρο τον κόσμο. Το Bad Taste είναι η επιμονή, το μεράκι και το ταλέντο ενός σπουδαίου και πανέξυπνου ανθρώπου, μετουσιωμένα σε τέχνη. Είναι η καλλιτεχνική ελευθερία του Jackson. Με το Bad Taste… he is born again


Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

The Beyond - E tu vivrai nel terrore - L'aldilà (1981)

“Οι επτά πύλες της κολάσεως είναι σφραγισμένες σε επτά καταραμένα μέρη. Κατάρα σε όποιον πλησιάσει χωρίς να έχει γνώση. Κατάρα σε όποιον ανοίξει μια από τις επτά πύλες. Γιατί μέσα απ’ αυτή την πύλη το Κακό θα εισέλθει στο κόσμο...”

Αν έπρεπε να δώσω μόνο έναν χαρακτηρισμό στο Fulci (πράγμα καθόλου εύκολο φυσικά) αυτός θα ήταν του οραματιστή. Σαν γνήσιος σκεπτόμενος καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά από το να προσπαθεί να φτάσει πιο κοντά (και κατ’ επέκταση να προσαρμόσει την τέχνη του) σε αυτό που είχε σαν “εικόνα” μέσα στο μυαλό του. Καλώς ή κακώς, η εικόνα αυτή ήταν πολύ συγκεκριμένή, πνευματικά θεμελιώδης και σταθερά καθορισμένη. Μια καθαρά σαφή εικόνα του τόπου στον οποίο ζούμε και αναπνέουμε, ανόθευτη από ακαδημαϊσμούς, δήθεν φιλοσοφημένες απόψεις και πρέπει. Μια εικόνα λίγο πολύ γνώριμη σε όλους μας.

Το φαινόμενο Lucio Fulci δύσκολα εξηγείται από κάποιον μη ακαδημαϊκό και ακόμα δυσκολότερα υποστηρίζεται από κάποιον ο οποίος λατρεύει τόσο το έργο, όσο και την ίδια την περσόνα αυτού του αγέρωχου μουσάτου άντρα. Παραγνωρισμένος από πολλούς, παραγκωνισμένος από ακόμα περισσότερους, ενώ έχει καταφέρει να λατρεύεται με μανία από εκατομμύρια οπαδούς του φανταστικού, στον αντίποδα ακριβώς με τον ίδιο απαράμιλλο ζήλο αγνοείται από γιγαντιαίο αριθμό κριτικών, οι οποίοι ως επί το πλείστον στέκονται (και ανέκαθεν στέκονταν) στις λίμνες αίματος που πλημμυρίζουν τις εικόνες του, αδυνατώντας να δούνε πίσω, μπρος και ανάμεσα από αυτές.

Αφού έφτιαξε, έραψε και έκανε τα κουμάντα του στα 70’ς, κάπου γύρω στις αρχές των 80ς αποφάσισε να παρουσιάσει σε κοινή θέα την “Εικόνα” που είχε για τον κόσμο μας. Νύξεις βέβαια υπήρχαν και παλιότερα, άλλοτε πρόδηλες, άλλοτε καλά κρυμμένες. Αλλά ήταν εκεί. Και η λατρεία του για την σκοτεινή πλευρά έκδηλη και μετουσιωμένη στο έργο του, μακράν διαφοροποιημένη από το συνταγοποιημένο σινεμά τρόμου, που έμοιαζε όλο και περισσότερο να γίνεται “μόδα”. Η «Έβδομη Πύλη της Κολάσεως» στέκεται σαν ορόσημο στη φιλμογραφία του, πανύψηλη όπως είναι, καταφέρνει να φτάσει το ακραίο στα όρια του, παρουσιάζοντας ένα θαυμαστό αριστούργημά το οποίο πολλοί ζήλεψαν αλλά απειροελάχιστοι πλησίασαν, πόσο μάλλον αντιλήφθηκαν. Αν με το (προηγούμενο) City of the Living Dead η κόλαση άφηνε μια χαραμάδα σκότους(!) να περάσει, με το Beyond οι πύλες ανοίγουν διάπλατα και η κόλαση είναι έτοιμη να μας καλωσορίσει.. Προσωπική επιδίωξη? Ίσως. Δεξιοτεχνικό επίτευγμα? Αναμφίβολα…

Θέλοντας να επιδείξει την «κόλαση» (ή αυτό που τελοσπάντων υπάρχει «μετά», αφού έτσι και αλλιώς όλοι “κάπου” καταλήγουμε) καταφέρνει να μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό που οι περισσότεροι από εμάς φανταζόμαστε ότι υφίσταται ως η “άλλη πλευρά”. Αυτό που όλοι μας σχεδόν κάποια στιγμή έχουμε περιέργως φανταστεί και που σίγουρα ο καθένας μας το αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τα προσωπικά του βιώματα, πάθη και φόβους φυσικά.

Θέτοντας σαν βάση μια φαινομενικά απλή ιστορία τρόμου (η οποία αν και χαρακτηρίζεται από μια σχετική αναρχία στη δομή της, μοιάζει βατή, έχοντας μια αμυδρή συνοχή) και εμπλουτίζοντάς της με Lovecraftικούς μύθους, σιγά σιγά οικοδομεί ένα σιχαμερό περιβάλλον τρόμου και αποστροφής. Στο δικό του, μαεστρικά χτισμένο, θέατρο του παραλόγου, ο πιο άνθρωπος γίνεται απάνθρωπος, η κάθε οντότητα επαναπροσδιορίζεται από τον τόπο γύρω της, οι χαρακτήρες πνίγονται στην ακατάσχετη αιμορραγία (τους), η καταχνιά κυριαρχεί, και τα μουγκρητά των νεκροζώντανων σέρνουν το χορό.

Όσο όμως υπάρχει εξέλιξη, η ατμόσφαιρα μετατρέπεται σε ένα (υπερ)σύμπαν όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας(?) αρχίζουν να θολώνουν, το νόημα σιγά σιγά καταρρέει, η λογική πάει περίπατο και η παρακολούθηση γίνεται δυσβάσταχτη. Εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από σουρεαλιστικό πίνακα , σαν σκοτεινή ακολουθία, σκοπός της οποίας να σε φέρει αντιμέτωπο με το απόλυτο θεατρικό φινάλε, σε μια και μοναδική εικόνα του απόλυτου Μηδέν. Μια εικόνα όπου δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχουν σκιές, δεν υπάρχει αέρας, δεν υπάρχει τίποτα. Και το χειρότερο απ’ όλα, ο Θεός είναι ο μεγάλος Απών. Μακρινός Παρατηρητής, ολικής απραξίας.
Ωστόσο...

“He who fights with monsters should look to it that himself does not become a monster. And when you gaze long into an abyss, the abyss also gazes into you…” (F. N.)

..... Παράλληλα με όλα τα παραπάνω ο Fulci ρίχνει και μια - πολύ καλά κρυμμένη - κλεφτή ματιά στη θλιβερή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, μια ομάδα ανθρώπων από διάφορες αστικές τάξεις(!), επιτίθεται οργανωμένα σε έναν ζωγράφο τον οποίο θεωρούν υπαίτιο για όλα τα κακά που βρίσκουν την πόλη τους. Δεν είναι τόσο η ανάγκη του ανθρώπου να αποποιηθεί κάθε ευθύνη και κατ’ επέκταση να κατηγορήσει κάποιον τρίτο, όσο η υπέρμετρη βία που πηγάζει από αυτό το πλήθος, που ανεξαρτήτου αιτίας και αφορμής, παρουσιάζει μια άκρως νοσηρή φύση και έναν (ηδονικό) σαδισμό που δεν καθοδηγείται από σατανάδες και μάγους, αλλά προϋπάρχει μέσα τους και απλά περιμένει – τη στιγμή – να βγει στην επιφάνεια.


«And you will face the sea of darkness, and all therein that may be explored...»


Ως εκ τούτου, το “L'aldilà” γίνεται αυστηρά δηκτικό και συγκεκριμένο, ο ίδιος ο Fulci δε μετατρέπεται σε έναν κοινωνικό ανατόμο του ανθρώπινου εγωισμού και της αστείρευτης υποδούλωσης του στα πάθη και τα “θέλω” του. H θνησιμότητα της ύπαρξης καταδικάζει το πνεύμα σε – μερική έστω – ανυπαρξία, καθιστώντας μας ανίκανους να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τα προφανή (τον εαυτό μας). Λίγοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να στρέψουν το βλέμμα προς το εσωτερικό της ψυχής τους, ακόμα λιγότεροι αυτοί που καταφέρνουν να αποτυπώσουν αυτό που διαπιστώνουν, μετουσιώνοντας το στην τέχνη τους.

Το Κακό ως δύναμη, ως πράξη, ως ανάγκη, και ως συναίσθηση, δεν απεικονίζεται με διαβόλους, τραγιά, μάγισσες και δαιμόνια. Δεν γεννιέται, δεν μεταβιβάζεται, μήτε και αποζητά τίποτα. Το ακατάλυτο Κακό προ-υπάρχει στη συνείδηση και την αντίληψη του ανθρώπου, εξαίρετο, πρωτόλειο και μοχθηρό όπως είναι, έτοιμο πάντα να εκδηλωθεί, αναδεικνύοντας την σκοτεινή πλευρά μας, η οποία είναι και η πιο καταπιεσμένη. Υφίσταται ως δυναμική του χαρακτήρα, κομμάτι του εαυτού μας, προϊόν της σύστασής μας. Για αυτό και είναι ένα από τα πιο έντονα και αιώνια χαρακτηριστικά της ανθρώπινης υπόστασης.


Ο Lucio Fulci έφυγε από τη ζωή στις 13 Μαρτίου 1996 από κρίση διαβήτη. Έκτοτε κατοικεί σε ένα ειδικά διαμορφωμένο για αυτόν ρετιρέ στην «άλλη πλευρά», με θέα το απέραντο σκοτάδι (που τόσο τίμησε στις ταινίες του) και με χαμόγελο παππού - δασκάλου περιμένει υπομονετικά να καλωσορίσει όλους εμάς που ασπαστήκαμε τις ιδέες και τα πάθη του... “Welcome”...


Chris Zafeiriadis


P.S.: Αδιαμφισβήτητα, αν η μισή ταινία ανήκει στον Fulci, η άλλη μισή ανήκει στον τρισμέγιστο Fabio Frizzi, και στην εφιαλτικά υπέροχη μουσική του που ντύνει τις περισσότερες σκηνές. Δεν ξεχάστηκε, απλά η αναφορά του σε αυτό το σημείο κρίνεται ουσιαστικότερη και σίγουρα χαίρει καλύτερης “αντιμετώπισης” από τον αναγνώστη.