Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Peter Jackson. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Peter Jackson. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Braindead (1992)



Ήταν αρχές της δεκαετίας του ‘90 όταν ο Jackson αποφάσισε να ταξιδέψει στο κινηματογραφικό(;) Skull Island, γνωστό και ως σπίτι του βασιλιά Kong, όχι όμως για να αναμετρηθεί με το υπερμεγέθες μεγαλείο του πελώριου αυτού γορίλα (αυτό θα το κάνει λίγα χρόνια αργότερα, χαρίζοντάς μας ένα αριστουργηματικό remake), αλλά για να ανακαλύψει/αποκαλύψει ένα σπάνιο υβρίδιο ζώου, διασταύρωση τρωκτικού και κερκοπιθήκου, υβρίδιο ικανό να προκαλέσει τρόμο, αποστροφή, θάνατο και τελικά ανάσταση σε όσους έχουν την ατυχία να αναμετρηθούν μαζί του. Άλλωστε το νησί στο οποίο φιλοξενείται το αλλόκοτο αυτό είδος, μοιάζει σαν τόπος ξεχασμένος από τον φθοροποιό χρόνο, ανέπαφος από τις ανθρώπινες εξελίξεις και τελικά απομακρυσμένος από οποιοδήποτε είδος ανθρώπινης λογικής. Το παράλογο εδώ, έχει την τιμητική του.

Όμως ο Jackson θέλει να δημιουργήσει μια ταινία στον τόπο που τον γέννησε. Έτσι, μετά από τα πρώτα εισαγωγικά λεπτά, το τερατουργηματικό υβρίδιο πέφτει θύμα της ανθρώπινης απληστίας, παγιδεύεται, ταξιδεύει και φυλακίζεται σε έναν φτωχό ζωολογικό κήπο, στο Wellington της Νέας Ζηλανδίας. Και αν δεν έχεις ταξιδέψει στη Νέα Ζηλανδία, παρόλο που η χώρα τοποθετήθηκε κυριολεκτικά στην άκρη της γης, ο σκηνοθέτης θα σου περιγράψει πώς οι άνθρωποι εκεί δεν διαφέρουν καθόλου από όλους τους υπόλοιπους συνοίκους  αυτού του πλανήτη. Με τον ίδιο τρόπο γεννιούνται,  αναπτύσσονται, φαντασιώνονται, ποθούν σαν μικρά παιδιά (όχι πάντοτε όμορφα) και ενηλικιώνονται, μερικοί από αυτούς εγκλωβισμένοι σε μια πλήρως ανεπτυγμένη μητρική φυλακή. Όπως ο πρωταγωνιστής Lionel, έρμαιο των προσταγών της χήρας μητέρας του, απομονωμένοι και οι δυο σε ένα μοναχικό σπίτι στην άκρη της πόλης, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση, θαρρείς, του οίκου των Bates από το αινιγματικό Ψυχώ.

Η επίθεση σε αυτό το μητρικό αντί-πρότυπο γίνεται διπλά.

Από την μία η εμφάνιση της νεαρής και όμορφης Paquita η οποία υπό την καθοδήγηση μιας τράπουλας tarot διεκδικεί από τον Lionel έναν έρωτα που θα κρατήσει μια ζωή (sic), διεκδικώντας παράλληλα μια θέση στην καρδιά του νεαρού αυτού άντρα. Μια θέση η οποία μέχρι τώρα ανήκε σε μια μητέρα η οποία δεν νοεί να αποχωριστεί το μονάκριβό της τέκνο και μέσα στην ασυμφωνία του παράλογου και απολυταρχικού μυαλού της, θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει αυτή τη «συνεύρεση». Διακωμώδηση εδώ δεν υπάρχει από τον σκηνοθέτη, τουλάχιστον όχι όσο προστάζουν οι περιστάσεις, υπάρχει όμως μια απαστράπτουσα πραγματικότητα που θέλει τους δύο συμμετέχοντες στο δίπολο μητέρα-γιος αλληλένδετα εξαρτημένους και απόλυτα αλληλοεπιδράσιμους. Όχι όμως για πάντα.

Από την άλλη, το τερατουργηματικό υβρίδιο επιτίθεται και μολύνει τη μάνα σε μια στιγμή αδυναμίας της, μετατρέποντάς την σταδιακά σε μια παραμορφωμένη και απέθαντη απειλή. Ένα νεκροζώντανο και νεκραναστημένο κουφάρι το οποίο με τη σειρά του εξαπολύει τον θάνατο σε όσους πλησιάζουν το σπίτι, σε όσους παρέμειναν συνένοχοι στην εθελοτυφλία τους (αχόρταγα αφοσιωμένοι στις δικές τους κρεμώδεις αδυναμίες) και σε όσους αμφισβητούν την αδιάλειπτη αγάπη προς τον μονάκριβο γιο της (κυρίως μετά θάνατο).  Κάπου εκεί ένας αιματοβαμμένος  χορός απέθαντων ξεκινά .


Μετά την μεταμόρφωση της μητέρας σε απέθαντη, καταβροχθίστρια σάρκας, ο Jackson οργιάζει. Μέσα στα εμπνευσμένα του καρέ παρελαύνουν όλοι οι σινεματικοί του ήρωες, όσοι αγάπησε και όσοι αναπόδραστα του δίδαξαν τους φανερούς και κρυφούς μηχανισμούς του κινηματογράφου. Μέσα στο Braindead αναπνέουν οι νεκροζώντανοι του Romero φιλτραρισμένοι από την ανεμελιά του Raimi και το μεράκι του Yuzna, η ακρότητα του Gordon Lewis παρέα με τον όραμα του εφετζή Harryhausen, μερικές σταγόνες από την διασκεδαστική παράνοια των ταινιών του Henenlotter, ένα παραμύθι αναλλοίωτης πίστης, και ένα φιλί βγαλμένο από ολόκληρη τη ρομαντζάδα των χολιγουντιανών 40ς.

Όλα τα παραπάνω πολλαπλασιασμένα …επί χίλια (εκτός του φιλιού), καταλήγουν σε ένα φιλάνε άξιο απέραντης μνείας, με τον νεαρό Lionel να αγωνίζεται με στρατιές παραμορφωμένων εχθρών, να πνίγεται από την ακατάστατη αιματοχυσία και τελικά να απογαλακτίζεται και να αναγεννιέται μέσα από τα σπλάχνα της μητέρας που τον γέννησε, ασπαζόμενος την τότε ανεξαρτητοποιημένη Νέο-Ζηλανδική πραγματικότητα (στο πλαίσιο ανεξαρτησίας της χώρας το 1947 – άλλωστε η ταινία τοποθετείται αόριστα στα 50’s). Μια αναγέννηση όμοια με εκείνη του ντεμπούτου Bad Taste που μεταμόρφωσε τον Jackson από ονειροπόλο κινηματογραφόφιλο σε ερασιτέχνη κινηματογραφιστή και τώρα σε δημιουργό παγκόσμιας εμβέλειας και λατρείας.

Κάπου εκεί το Braindead αποκαλύπτεται και μου θυμίζει γιατί αγαπώ αυτή τη τέχνη. Μπορεί η ταινία του Jackson να είναι λουσμένη στο αίμα και τα εντόσθια, μπορεί από τα θεμέλιά της να είναι χτισμένη επάνω στη κωμωδία και την σάτιρα, παραμένει όμως η επίτευξη ενός ονείρου, απόσταγμα της νεανικής και ακόρεστης φαντασίας ενός ανθρώπου, ικανού να πλάθει και να γκρεμίζει (κινηματογραφικούς) κόσμους, χωρίς ούτε για μια στιγμή να γίνεται θρασύς ή μεγαλομανής. Σαν ένα μικρό παιδί που του έδωσαν το αγαπημένο του παιχνίδι και άφησαν να το χαρεί οργιάζοντας χωρίς φειδώ και χωρίς περιορισμούς, με την φαντασία του αχαλίνωτη και το πείσμα του για δημιουργία ακλόνητο. Ένα πείσμα που μεταμορφώνει τις ευχές του σε πραγματικότητα και τα όνειρά του σε εικόνες καθιστώντας το Braindead ως την απολαυστικότερη κωμωδία των 90’s, την πιο αιματοβαμμένη ταινία που μπορώ να θυμάμαι και την καλύτερη γραφή ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, η καριέρα του οποίου ακόμα ξετυλίγεται.

Υπερβολές, έτσι; Χμμ…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Meet the Feebles (1990)

“The entire movie was made so we could be as disgusting as possible with puppets. “
- Peter Jackson -

Με τους Feebles (υγειές αποκύημα της αστείρευτης φαντασίας του δημιουργού τους) ο Peter Jackson δεν αστειεύεται. Το επόμενο βήμα μετά την Τρομερή Γεύση που είχε το πετυχημένο (για τα δεδομένα της παραγωγής) κινηματογραφικό του ντεμπούτο έπρεπε να ήταν ακόμα πιο ακραίο, ακόμα πιο επαγγελματικό και ακόμα πιο …τρομερό. Όχι για να αποδείξει το οτιδήποτε στον οποιοδήποτε (άλλωστε ο Jackson μόνο επιδειξιομανής δεν είναι) αλλά για να εξωτερικεύσει την εκκολαπτόμενη καλλιτεχνική του έκφραση, πραγματοποιώντας με σταθερά βήματα το όραμά του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε αν κατακρεουργήσει με το πλέον ολοκληρωμένο τρόπο τα ίδια τα Muppets.

Η ιστορία ξεκινάει λίγες μόλις ώρες προτού βγει live στη σκηνή μια ζωντανή μουσική παράσταση, «the most spectacular show in entertainment history» όπως οι ίδιοι οι Feebles το αποκαλούν και τελικά αποδεικνύεται ότι ακριβώς αυτό είναι. Ένα φαντασμαγορικό και άκρως εντυπωσιακό show αποτελούμενο από τα πιο άσχημα, παραποιημένα και ανθρωπομορφικά (για αυτό και βρωμερά) ζώα που μπορεί να (μη) φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Μόνο που ο Jackson δεν ενδιαφέρεται και τόσο για όσα συμβαίνουν on stage, αλλά περισσότερο παρουσιάζει τα backstage τεκταινόμενα, αυτά που έχουν και το περισσότερο ενδιαφέρον.

Στους Feebles υπάρχουν τα πάντα. Ένας big fat bastard θαλάσσιος ελέφαντας που είναι ο παραγωγός, η μικροκαμωμένη σέξυ γάτα ερωμένη who sucks him under the table, ένας τραγουδοποιός σκηνοθέτης ο οποίος μοιάζει επικίνδυνα με τον fantastic mr fox, ένας απελπισμένος μπλε ελέφαντας που δεν αναγνωρίζει τον γιο που έχει με την κότα φίλη του, ένας αφελής σκαντζόχοιρος που ερωτεύεται μια όμορφη σκυλίτσα χορεύτρια, ένας ναρκομανής βάτραχος που πετάει μαχαίρια σε ζωντανούς στόχους (και ενίοτε τους πετυχαίνει), ένα γερασμένο σκουλήκι που εκτελεί χρέη stage manager, μια κοπρολάγνα και κοπροφάγα μύγα δημοσιογράφος που όλοι αντιπαθούν, κρυφές πορνοταινίες που γυρίζονται στο υπόγειο, drug deals, ξερατά, εντόσθια, πυροβολισμοί, εκβιασμοί, το πέρασμα στην Ινδία και μια σκηνή παρμένη κατευθείαν από την αφιλόξενη ζούγκλα του Ελαφοκυνηγού.

Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει η πρωταγωνίστρια του show, η πληθωρική ιπποποταμίνα (ή καλύτερα ιπποποταμινάρα) Heidi, πρώην star ένδοξου μεγέθους η οποία ξεχάστηκε από τον κόσμο και ξεπεράστηκε από την βιομηχανία, ενώ τώρα σαν άλλη Norma Desmond προσπαθεί να διεκδικήσει ξανά την χαμένη της δόξα και την από καιρό ξεθωριασμένη της λάμψη. Όχι όμως με την καλλιτεχνική εμμονή της αλλά με τον πλέον διακεκριμένο τρόπο, χαρίζοντας το κορμί της στον παραγωγό αυτού του show που όμως στη θέα της γύμνιας της μοιάζει περισσότερο αηδιασμένος παρά γοητευμένος. Γεγονός που την οπλίζει με ένα αλά Rambo machine gun και μέσα στη θολή διαπίστωση της αλήθειας, εκδικείται άπαντες για την άδικη εκμετάλλευση που υπέστη (αξεπέραστη η σκηνή όπου η αρχή του τελικού μακελειού ντύνεται με το ερμηνευμένο live τραγούδι “sodomy”).

Όμως αυτό το show είναι πολλά περισσότερα από ένα λουτρό αίματος, ναρκωτικών, σιχαμάτων και βρισιών. Μπορεί οι Feebles να κατέχουν παντός τύπου χαριτωμένες μορφές του ζωικού βασιλείου, διακατέχονται όμως από μια λιγότερο σατιρική και περισσότερο ειρωνική διάθεση ταύτισης με το ανθρώπινο είδος. Μια ταύτιση που τους προσφέρει την επικινδυνότητα που έψαχνε ο σκηνοθέτης για να οργιάσει κινηματογραφικά και μαζί να οργιάσουν και οι λούτρινοι πρωταγωνιστές του. Άλλωστε ο Jackson ήταν αξιοσημείωτος σκηνοθέτης πολύ πριν αναγνωριστεί το ταλέντο του και εδώ παραδίδει μαθήματα κινηματογραφικής γραφής για έναν άπειρο πλην όμως φιλόδοξο σκηνοθέτη.

Κατ-έχοντας υποδειγματικό επαγγελματισμό και υπέρμετρο μεράκι για το έργο του, ο Jackson καταφέρνει να δομήσει μια διεφθαρμένη showbiz κοινωνία και στην συνέχεια να την εξολοθρεύσει και μάλιστα με την εκ των έσω επίθεση της μανιασμένης του πρωταγωνίστριας. Όμως η δική του κοινωνία θεάματος (η οποία θα μπορούσε να μοιάζει με κάποια εκσυγχρονισμένη Φάρμα των Ζώων τοποθετημένη σε κάποια σημερινή μεγαλούπολη) δεν έχει πάψει να υπενθυμίζει την αθλιότητα τέτοιου είδους μηχανισμών, μια βίαιη κοινωνία που σχολιάζει με τον δικό του αποκρουστικό τρόπο ο Jackson (και στην οποία αργότερα κατάφερε να διεισδύσει, όχι για να την εξυπηρετήσει αλλά για να την χρησιμοποιήσει προς όφελός του). Ο ειρωνικός (και ταυτόχρονα αδιάκοπος) σχολιασμός είναι τόσο πετυχημένος που καταφέρνει εν μέρει να χαρίσει έναν ουμανιστικό χαρακτήρα στα βρώμικα ζώα, γεγονός που ελάχιστοι έχουν καταφέρει στην κινηματογραφική ιστορία χωρίς την χρήση πραγματικών ανθρώπων (τα animation είναι άλλη ιστορία και αξιολογούνται διαφορετικά).

Αυτός είναι και ο λόγος που το show των Feebles, ενώ διαθέτει εξ ολοκλήρου μη ανθρώπινες φιγούρες, παράγει μια διεστραμμένα ανθρώπινη οικειότητα, η οποία σε κάνει να θαυμάζεις τον δημιουργό για το θάρρος και την φαντασία του, ενώ ταυτόχρονα, με έναν ύπουλο τρόπο δημιουργεί στον θεατή την πολύ εύστοχη απορία: Σε αυτόν τον ζωώδη θεατρικό μικρόκοσμο, όπου οι χαρακτήρες μοιάζουν τόσο με τους ανθρώπους και όλοι εμείς τόσο έντονα μαζί τους, ποιοι ακριβώς είναι οι τελικοί πρωταγωνιστές της ταινίας;

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Bad Taste (1987)

“I must impress upon you the importance of remaining in human form, no matter how awkward, uncomfortable and ugly it makes you feel.”

Ούτε ο ίδιος ο Jackson δεν περίμενε ότι η χάρη τού αρχικά δεκάλεπτου Roast of the Day (το οποίο γύριζε με ερασιτεχνικά μέσα στα πλαίσια ενός τοπικού διαγωνισμού ερασιτεχνικών film μικρού μήκους της Νέας Ζηλανδίας) θα έφτανε τόσο μακριά στον χωροχρόνο. Μέσα από κακουχίες, αναποδιές, ευτράπελα και ύποπτες συνομωσίες, το σενάριο αλλοιώνεται, η διάρκεια μεγαλώνει και το όλο project υιοθετεί το τωρινό του όνομα, έτοιμο για world wide distribution.

Περισσότερο κωμωδία (ή καλύτερα παρωδία) παρά οτιδήποτε άλλο, το ολοκληρωμένο ντεμπούτο του (εκκολαπτόμενου μέχρι τότε) Peter Jackson χαρακτηρίζεται σαν το αποτέλεσμα των πολλών επιρροών που είχε ο (καταξιωμένος πια) σκηνοθέτης από το cinema του φανταστικού (και όχι μόνο). Επιπλέον το Bad Taste φέρνει εις πέρας ένα δύσκολο έργο πολλών χρόνων, σκληρής δουλειάς και αστείρευτης επιμονής του δημιουργού του.

Γνωρίζοντας από πολύ μικρός τον κινηματογράφο και μεγαλωμένος με τα monster movies της Universal και της Hammer τα οποία λάτρευε, ο Jackson έδειξε το πρωτόγονο ένστικτο του οραματιστή κινηματογραφιστή από νωρίς. Νιώθοντας έντονη την ανάγκη τόσο της δημιουργίας όσο της ικανο-ποίησης, καταφέρνει να μαζέψει ένα all male cast αποτελούμενο κυρίως από (το ίδιο τρελαμένους) φίλους και γνωστούς, και γυρίζει το δικό του film με εξωγήινους εισβολείς, δημιουργώντας τελικά όχι το πιο αναγνωρίσιμο b-movie των 80ς, αλλά ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα και μερακλίδικα ντεμπούτα ever.

Το ανώριμο σχετικά σενάριο, διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι χοντράδες και οι αφέλειες όχι απλά δεν ενοχλούν αλλά, από ένα σημείο και μετά θεωρούνται και απαραίτητες. Οι εξωγήινοι έχουν έρθει στη γη για να μαζέψουν ανθρώπινη σάρκα για αλυσίδα fast food του πλανήτη τους. Μια ομάδα αποτελούμενη από high-trained professionals ονόματι AIDS (Astro Investigation & Defence Service) καταφθάνουν για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Εννοείται πως κανείς δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά εκτός από τον ίδιο τον Jackson o οποίος δείχνει πρωτοφανή ζήλο και επαγγελματισμό για την ολοκλήρωση της ταινίας.

Με περίσσιο στιλ, αχόρταγη άποψη και .....τρομερή γεύση, το Bad Taste δεν σταματά πουθενά. Τρομερές ατάκες πάνε και έρχονται συνεχώς, τα λογοπαίγνια άπειρα, το χιούμορ αστείρευτο και οι σινεφιλικές αναφορές παρούσες καθόλη της διάρκεια της ταινίας. Πάνω απ όλα όμως το Bad Taste είναι splatter. Κεφάλια ανοίγουν, μυαλά κρέμονται, τσεκούρια ακρωτηριάζουν ανθρώπινα μέλη, πρόβατα ανατινάζονται. Μέσα σε όλα αυτά, οι παπατοκέφαλοι, με κρεμάμενες κοιλιές και τουρλωμένα κωλομέρια, εξωγήινοι του Jackson μοιάζουν σαν να ήρθαν πραγματικά από το διάστημα με άγριες διαθέσεις.

Τι και αν σε στιγμές το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό? Τι και αν κάπου χάνεται η μπάλα με τα ατελείωτα gunfights και τους ακόρεστους παλιμπαιδισμούς? Οι αναπόφευκτοι ερασιτεχνισμοί και τα αναμενόμενα λάθη δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την πορεία του film που για ολοκλήρωσή του χρηματοδοτήθηκε τελικά από το ("ανοιχτόμυαλο" όπως αποδείχθηκε) κέντρο κινηματογράφου της Νέας Ζηλανδίας.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους και περιζήτητους σκηνοθέτες της εποχής μας. Ούτε είναι τυχαίο ότι κάθε βήμα του και υπογραφή αποτελεί είδηση και λαχτάρα για τους αμετανόητους κινηματογραφόφιλους (και όχι μόνο-επιτέλους) σε ολόκληρο τον κόσμο. Το Bad Taste είναι η επιμονή, το μεράκι και το ταλέντο ενός σπουδαίου και πανέξυπνου ανθρώπου, μετουσιωμένα σε τέχνη. Είναι η καλλιτεχνική ελευθερία του Jackson. Με το Bad Taste… he is born again


Chris Zafeiriadis