Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

House on haunted Hill (1959)

Δεν ξέρω πόσες ταινίες με φαντάσματα, στοιχειωμένα σπίτια και θανάτους έχεις δει, αυτή όμως, θα ομολογήσω, είναι μια από τις ομορφότερες που έχουν ποτέ γυριστεί.

Από τα πρώτα του κιόλας δευτερόλεπτα, το ασπρόμαυρο αυτό low budget ψυχολογικό τρομοκράτημα που σκάρωσε ο William Castle, σχεδόν 60 χρόνια πριν από τη δική μας εποχή, βουτάει στα πιο ψυχρά και ακατανόητα βάθη της ανθρώπινης αμφισβήτησης. Χτίζεται, έτσι, ένα μυστηριώδες παιχνίδι παραλογισμού, ακαθόριστης απειλής και αχόρταγων και τρομερών φωτοσκιάσεων που σκοπό δεν έχει μόνο να τρομοκρατήσει τους ανυποψίαστους χαρακτήρες, τρομοκρατώντας, κατ’ επέκταση, και τους υποψιασμένους, πλέον, θεατές, αλλά και να ξεγυμνώσει πλήρως την ψυχρότητα και την απληστία με την οποία ο άνθρωπος ποθεί ό,τι δεν μπόρεσε στο πέρασμα του χρόνου του να κατακτήσει. Κι αν νομίζεις ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει μόνο σε απομονωμένους και στοιχειωμένους πύργους σαν κι αυτόν εδώ, τότε θα νιώσεις μια μέρα την πεποίθησή σου αυτή να έρχεται αντιμέτωπη με τις σκιές που βρίσκονται διάχυτες και ελεύθερες μέσα και στη δική σου πραγματικότητα.

Το House on Haunted Hill ξεκινά με μια από τις πιο όμορφες κραυγές αγωνίας, πνιγμένες μέσα στο σκοτάδι ενός κατάμαυρου κάδρου, δίνοντας έτσι το στίγμα του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και αυτό που ακολουθεί είναι πραγματικά υπέροχο για το σινεμά του φανταστικού τρόμου. Ένας εκκεντρικός εκατομμυριούχος και η τέταρτη κατά σειρά (όμορφη, άπληστη και τελικά παγωμένη) σύζυγός του, φιλοξενούν πέντε καλεσμένους και τους προκαλούν να παραμείνουν για μία μονάχα αγωνιώδη βραδιά μυστηρίου στον ψυχρό και σκοτεινό τους πύργο. Όλοι τους καταφθάνουν με νεκροφόρες (πόσο σπουδαία αναφορά στη ματαιότητα!) και όποιος από αυτούς καταφέρει να βγάλει τη νύχτα ζωντανός θα φύγει με ένα μεγάλο χρηματικό έπαθλο (10.000$ μόλις). Όποιος, δε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, χάσει τη ζωή του, θα έχει χαρίσει το ποσό που του αναλογεί στους εν ζωή εναπομείναντες καλεσμένους. Κάπου εδώ η ζυγαριά αρχίζει να γέρνει προς διάφορες κατευθύνσεις, ανάλογα με το ποιός από τους εγκλωβισμένους στο εσωτερικό του πύργου την διαχειρίζεται καλύτερα.

Το στοιχείο του υπερφυσικού δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή του και ο Castle χρησιμοποιεί άψογα όλα τα μέσα που διαθέτει ένας σκηνοθέτης που αγαπάει το σκοτάδι που γεννά η φαντασία του μυαλού αλλά και την επιρρεπή σε ανομολόγητα πάθη νοσηρότητα της ανθρώπινης ψυχής, για να δημιουργήσει μια ιστορία ανόθευτου και ειλικρινούς τρόμου. Ενός τρόμου που επιτίθεται αιφνίδια στις πιο ευαίσθητες στιγμές σου. Έτσι, όταν οι υπηρέτες εξαφανιστούν, χωρίς να αφήσουν ίχνη, και τα πρώτα πτώματα κάνουν την εμφάνισή τους, ο θεατής θα έχει παραδοθεί πλήρως σε ένα παιχνίδι υπαινιγμών και ψυχωτικών παραισθήσεων όπου κυριαρχούνε οι σκιές, τα πεινασμένα και ανήσυχα πνεύματα ενός αθέατου κόσμου και οι απόκοσμες κραυγές ψυχών που, όπως οι καλεσμένοι, παγιδεύτηκαν χωρίς συνείδηση για την κατάστασή τους και χωρίς καμία λογική.

Όλα τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά μιας πραγματικότητας που άλλοι την πιστεύουν και παραδίδονται πλήρως σε αυτήν, άλλοι την κοροιδεύουν χλευάζοντας τον παραλογισμό που επικρατεί, και άλλοι απλώς την αποφεύγουν χωρίς να μπαίνουν στη διαδικασία να κρίνουν την κατάσταση. Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που επιθυμούν με ετοιμότητα και ζήλο να την αντιμετωπίσουν, όπως ο οικοδεσπότης της ιστορίας - ένας υπέροχα εκφραστικός Vincent Price, ο οποίος με μια αναπαντεχη κίνηση εντυπωσιασμού, κοιτάει κατευθείαν στην κάμερα, δηλαδή τα μάτια του θεατή, αναρωτώμενος πώς μπορεί να τελειώσει αυτή η ιστορία. Κάπως έτσι ο θεατής δέχεται την πρόκληση της αμφισβήτησης, και με αυτή πορεύεται μέχρι να έρθει το πολυπόθητο ξημέρωμα και το φινάλε της αινιγματικής και σκοτεινής αυτής ιστορίας.

Η ιστορία ολοκληρώνεται με έναν απρόοτρο αλλά ανθρώπινο τρόπο (ανθρώπινο, όπως η προδοσία μιας αγάπης που δεν άνθισε ποτέ), αποδεικνύωντας ότι το πιο βαθύ και επικίνδυνο σκοτάδι δεν είναι αυτό που μας απειλεί όταν χαμηλώνουν τα φώτα και οι βροντές μιας ασταμάτητης βροχής λυσσάνε, αλλά εκείνο που κατοικεί και αναπνέει βαθιά μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Εκείνο που αναμένει την κατάλληλη στιγμή για να μετατρέψει μια φαινομενική και ακλόνητη αθωότητα σε πλήρη ενοχή, εκείνο που ακόμα και όταν μοιάζει ταπεινό, καλλιεργεί υπόγεια και με απόλυτη μαεστρία την αδηφάγο, προκλητική και ακατάβλητη αίσθηση μιας απέραντης και φυσικά αναμφισβήτητης ηγεμονίας.

Chris Zafeiriadis