Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Nicolas Winding Refn. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Nicolas Winding Refn. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Only God Forgives (2013)

Κάθε ταινία έχει το δικό της σύμπαν. Και κάθε χαρακτήρας οφείλει να ζει, να δρα και να αναζητά μέσα στο πλαίσιο και τα όρια που θέτει η εκάστοτε ιστορία. Ο σκηνοθέτης με τη σειρά του, έχει υποχρέωση να δημιουργεί τις εικόνες εκείνες που θα συνδέσουν το θεατή με τους χαρακτήρες, με το έργο και, τελικά, με όλους εκείνους που πιστεύουν ότι μια ιστορία αξίζει να ειπωθεί όταν κουβαλάει μέσα της τη δύναμη της επιρροής και την ανεξάντλητη ικανότητα να δημιουργεί δεσμούς. Με αυτό τον τρόπο γεννιούνται οι κινηματογραφικοί μύθοι, πλάθονται τα πρόσωπα που μας κρατάνε συντροφιά και βιώνονται τα συναισθήματα που η ζωή μοιάζει να στερεί από κάποιους ανθρώπους. Το βίωμα φυσικά δεν αποτελεί συναισθηματικό υποκατάστατο αλλά είναι αχόρταγα αληθινό αφού σε κάνει να σκέφτεσαι, να δακρύζεις και να καρδιοχτυπάς για κάποιον που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στα μάτια σου. Ακόμα και αν δεν μπορείς να τον αγγίζεις στην πραγματικότητα, αγγίζεις ένα κομμάτι από όσα κρύβει μέσα του, από όσα θέλησε ο δημιουργός να αναδείξει και να μοιραστεί τελικά με το θεατή.

Κατά ένα διαβολεμένα περίεργο τρόπο, το Only God Forgives είναι ολάκερα απολαυστικό και, ταυτόχρονα, επικίνδυνα παρεξηγημένο. Παρεξηγημένο από εκείνους που περίμεναν ένα ακόμα “Drive” να οδηγείται στους κριματισμένους δρόμους της Μπανγκόκ, προσφέροντας ένα κομμάτι από όσα ο ανώνυμος πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας κουβαλούσε στις αποσκευές του. Αντί γι’ αυτό όμως, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ίδια (αν όχι καλύτερη) στυλιζαρισμένη και αυτάρεσκη σκηνοθεσία, την ίδια (αν όχι πιο έντονη) φωτοευαίσθητη αισθητική, αλλά με ένα μάτσο δυσδιάκριτους χαρακτήρες να περιπλανιούνται στα κάδρα, χωρίς να μπορούνε να τους πλησιάσουν για να τους αγγίξουν ούτε στο ελάχιστο.

Το παραπάνω γεγονός δεν αποτελεί φυσικά μια αποτυχημένη προσέγγιση της ιστορίας, ούτε και πρόκειται για ανάπηρη καταγραφή μιας κενόδοξης πραγματικότητας. Συμβαίνει όμως διότι ανάμεσα στις δύο ταινίες αναπνέει υπογείως μια αξιολάτρευτη διαφορά. Όταν το Drive μέσα από τη μοναξιά και τη συναισθηματική του αναζήτηση χαρίστηκε ολόψυχα και χωρίς φειδώ στους απανταχού θεατές (ή τουλάχιστον στους περισσότερους από αυτούς), το Only God Forgives δεν το κάνει, ούτε για μια στιγμή. Και δεν το κάνει διότι στο εσωτερικό αυτής της ταινίας κρύβεται ένα σύμπαν συγκεχυμένο, αδιαπέραστο και καμουφλαρισμένο με το μανδύα της εικαστικής ηδονής, ένα σύμπαν στο οποίο αντανακλάται όλο το πάθος, η αμαρτία και το αποσιωπημένο όνειρο των περιπλανώμενων ηρώων. Και όμως, όταν καταφέρεις να προσπεράσεις την εντυπωσιακή εικόνα και τις ψευδαισθήσεις, θα έρθεις αντιμέτωπος με ένα αριστούργημα.

Από το πρώτο πλάνο της ταινίας γίνεται αντιληπτή η αξιοθαύμαστη προσήλωση του Refn στη δημιουργία ενός προσωπικού και απόλυτα σύμπαντος, τοποθετημένου σε μια γωνιά του πλανήτη αρκετά μακριά από την πολύπαθη και γνώριμη Δύση. Η περιοχή της Ταϊλάνδης είναι ένας τόπος εξίσου πολύπαθος και αμαρτωλός, μπορεί όμως να μετατραπεί στον τόπο της (δεύτερης) ευκαιρίας ή ακόμα στον τόπο όπου οι έσχατες επιθυμίες συμβαδίζουν με την κατάληξη ενός σχιζοειδούς παραμυθιού. Σε αυτό το πρώτο πλάνο, το πρόσωπο του πρωταγωνιστή Julian  φαίνεται φωτισμένο κατά το ήμισυ, ενώ το έτερο ήμισυ παραμένει στο σκοτάδι, όπως και η προσωπικότητα του συγκεκριμένου ήρωα. Ένα σκοτάδι που μοιάζει να περιτυλίγει τους περισσότερους από τους ήρωες, αφήνοντας μονάχα ψήγματα αλήθειας να διακρίνονται, με το δράμα να λούζεται μέσα σε μερικές μόνο ηλιαχτίδες φωτός και στη νέον αντανάκλαση μιας ερυθρής ψυχεδέλειας.

Ο χαμένος αυτός ήρωας (σιωπηλά εξαιρετικός ο Ryan Gosling) μοιάζει μερικώς αποστασιοποιημένος από την πραγματικότητα. Μερικώς, διότι από τη μια επηρεάζει και επηρεάζεται από τα γεγονότα της ιστορίας, από την άλλη όμως φαίνεται να βυθίζεται σε μια δική του αλήθεια, σε μια ονειρικά κρυμμένη ψευδαίσθηση. Αυτές τις δύο πραγματικότητες παίρνει ο Refn δημιουργώντας ένα περιβάλλον αφιερωμένο  εξ ολοκλήρου στην ενδοστρέφεια του ήρωά του. Ενός ήρωα ευλαβικά συσχετισμένου με τη μαφία και οιδιπόδεια εξαρτημένου από τη μητέρα του (διαβολικά υπέροχη η Kristin Scott Thomas), ενός ήρωα αμετάκλητα (πια) μοναχικού, που δε δίνει δεκάρα για το αν θα γίνει αρεστός ή κατανοητός από το θεατή. Έτσι και ο Refn αδιαφορεί για το αν θα καταφέρει καθορίσει την ολοκλήρωσή του.

Και όμως, αν κοιτάξεις μέσα στα μάτια του Julian θα καταλάβεις ότι το μόνο που επιζητά είναι μια καθολική, λυτρωτική αναμέτρηση. Αναμέτρηση με τον ίδιο το Θεό (όπως προδίδει και ο τίτλος της ταινίας), αναμέτρηση που θα καταλήξει όχι στην εξιλέωση, ούτε στην ανάδειξη του υπέρτερου, αλλά στην ήττα. Ψυχική και σωματική. Μόνο ο Θεός έχει τη δύναμη να συγχωρέσει πραγματικά, έχει όμως και την υποχρέωση να τιμωρήσει. Και ο ήρωας εδώ γνωρίζει ότι πρέπει να τιμωρηθεί. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπλύνει το αίμα που έβαψε τα χέρια του κόκκινα, τα ίδια χέρια που κουβαλάνε τις αμαρτίες του παρελθόντος και που ο Refn έχει καδράρει αρκετές φορές μέσα στην ταινία, υπενθυμίζοντας τη συνεχή, κεφαλαιώδη σημασία τους.

Η αναμέτρηση έρχεται και ο Julian ηττάται ολοκληρωτικά. Για την ακρίβεια δε δίνει ούτε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του, ο οποίος φέρει το όνομα Chang και η οργή στο βλέμμα του  μαρτυρά το θυμό ενός δημιουργού-Θεού απέναντι στις τερατώδεις πράξεις του δημιουργήματός του. Ο ήρωας γνωρίζει ότι η ποινή προηγείται της συγχώρεσης και ότι η κάθαρση έπεται νομοτελειακά. Και σε αυτό συναινεί. Γνωρίζει επίσης ότι η ήττα δεν επαρκεί για να τον αποδεσμεύσει από την αμαρτία. Έτσι, λίγο πριν το φινάλε, το ξίφος του ίδιου Θεού θα αποκόψει τα χέρια από το υπόλοιπό σώμα, αφήνοντας εν τέλει ψυχή και πνεύμα ελεύθερα να λαχταρούν για λίγη ακόμα ψευδαίσθηση, λίγη ακόμα ονειρική, συναισθηματική και δραματουργική ολοκλήρωση.

Πάνω σε αυτό το τελευταίο βασίστηκε ο Refn, κατασκευάζοντας ένα περιβάλλον οριακό και κωδικοποιημένο, με τη λογική ναρκοθετημένη και το συναίσθημα ριζωμένο στη μελαγχολία της αυτογνωσίας, την αναγνώριση της ενοχής και την παραδοχή όλων εκείνων που το κτήνος της απ-ανθρώπινης λογικής μάς επιβάλλει. Μια παραδοχή η οποία στοιχειώνει το άτομο και αναπόδραστα οδηγεί στην ηθική επιλογή της συνειδησιακής αυτοτιμωρίας, πρώτιστα πνευματικής και στη συνέχεια σωματικής.

Που χωρίς αυτήν θα ήμασταν υποταγμένα και αθρήνητα κτήνη, εγκλωβισμένοι στη ζούγκλα της προσωπικής μας αποπνευμάτωσης.


 Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Drive (2011)


Κάπου εκεί, στους αφιλόξενους δρόμους ενός κόσμου που τον έχει απορρίψει, ο ανώνυμος πρωταγωνιστής της ταινίας συστήνεται ως ένας ιδανικός οδηγός αυτοκινήτων. Ένας οδηγός που κατέστησε τον κίνδυνο καλύτερό του φίλο και αντικατέστησε τους ανθρώπους της ζωής του με μια σιωπηλή μοναξιά που τσακίζει κόκκαλα. Όπως και ο ίδιος άλλωστε. Θαρρείς πως οι δικοί του άνθρωποι, για κάποιο λόγο που δεν θα μάθουμε ποτέ, αποφάσισαν να (παρα)μείνουν απόντες, κρατώντας μια αόρατη απόσταση ασφαλείας από το αινιγματικό προφίλ του ανώνυμου πρωταγωνιστή.

Ο Nicolas Winding Refn ανάβει την μηχανή του και ξεκινάει με μια αριστουργηματικά σκοτεινή σκηνή μινιμαλιστικής καταδίωξης, οδηγικού εντυπωσιασμού και δεξιοτεχνικής υπεροχής, η οποία μέσα απ’ την υπνωτική βαθυχρωμία που την διακρίνει, δίνει την θέση της στους ομορφότερους τίτλους που φορέθηκαν σε ταινία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Από εκεί και έπειτα γνωρίζεις πλέον ότι ο σκηνοθέτης έχει το βλέμμα του στραμμένο σε μια άλλη εποχή, η οποία πέρασε μόλις πριν λίγο από μέσα μας, αφήνοντας ένα παντοτινό σημάδι σε όλους. Εκ της συνειδήσεως αυτό.

Το Drive δεν είναι το αριστούργημα των ακαδημαϊκών (ακόμα και αν κουβαλάει στο πορτμπαγκάζ του βαρυσήμαντα βραβεία και διακρίσεις), είναι όμως το αριστούργημα των ευαίσθητων θεατών. Εκείνων που έχουν το θάρρος να κοιτάνε πέρα από τις εικόνες, το στιλ, την φόρμα και τους οποιουσδήποτε κανόνες θεσπίζουν την δημιουργία μιας ταινίας, αναζητώντας - και τελικά ανακαλύπτοντας - αυτό που θα τους κάνει να καρδιοχτυπήσουν μέσα στην σκοτεινή αίθουσα. Λίγο πιο στιλισαρισμένο από τα κλασσικά heist movies και λίγο πιο ανέμελο από τα στιλισαρισμένα αριστουργήματα που το έχουν επηρεάσει, το Drive αφιερώνεται εξ’ ολοκλήρου στον νεαρό πρωταγωνιστή του. Και όλα όσα αυτός δεν κατάφερε να κατακτήσει μέχρι τώρα. Σιωπηλά βυθισμένο στη neon μελαγχολία όσων δικαιούμασταν από την ζωή αλλά δεν μας «έτυχαν» ακόμα.

Πριν και μετά την ταινία ο ανώνυμος οδηγός είναι μόνος. Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν και δεν θα μάθουμε ποτέ τις λεπτομέρειες. Στην διάρκεια των 100 λεπτών όμως, γίνεται δικός μας. Έχοντας μάθει να διαχειρίζεται τον κίνδυνο της ασφάλτου, ο απρόσωπος κασκαντέρ, ντουμπλάρει ακριβοπληρωμένους πρωταγωνιστές σε επικίνδυνες κινηματογραφικές σκηνές. Αυτός παίρνει το ρίσκο, εκείνοι παίρνουν την δόξα. Τα κάνει αυτά η ζωή. Χάνει όμως με αυτό τον τρόπο την θέση του πρωταγωνιστή. Παράλληλα χάνει και την ζωή που τον προσπερνάει χωρίς να τον ρωτήσει, καθιστώντας τον παράταιρο από την κοινωνία που τον περιβάλλει. Τους λόγους, είπαμε, δεν θα τους μάθουνε ποτέ. Θα μάθουμε όμως την ελπίδα και την προσδοκία, ακριβώς την στιγμή που θα συναντήσει εκείνη. Τότε το βλέμμα του θα αλλάξει και το πρόσωπό του θα φορέσει επιτέλους ένα απρόσμενο χαμόγελο, μικρού παιδιού.

Κάπως έτσι, το Drive αποκαλύπτεται. Από τις σοφής λιτότητας σκηνές ενστικτώδους βίας μέχρι τις slow motion ερωτικές ματιές (βγαλμένες κατευθείαν από το σινεμά του Wong Kar-wai), η ταινία οδηγεί τον νεαρό πρωταγωνιστή της στην λυτρωτική πραγματοποίηση του ονείρου (όπως θα παραλλήλιζε κάποιος ρομαντικός την υπνωτική ατμόσφαιρα του φινάλε). Δεν έχει σημασία αν τελικά κερδίζει το κορίτσι ή όχι. Αρκεί που εκείνη του έδωσε την ευκαιρία, έστω και αν δεν τον ανα-γνωρίσει ποτέ κανείς, να γίνει για πρώτη φορά ο ήρωας που πότε δεν ήταν. Την δυνατότητα να οδηγεί πλέον με το δικό του πρόσωπο, μεταμορφωμένος από απρόσωπος κομπάρσος σε πρωταγωνιστή μιας ταλαιπωρημένης Πόλης γεμάτη ανώνυμους Αγγέλους.

Chris Zafeiriadis