Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Black Swan (2010)

Παρακολουθώντας τις μέχρι τώρα ταινίες του Aronofsky, εύκολα μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ένας ακραίος σκηνοθέτης. Ακραίος αλλά ευφυής, που μέσα από την ειλικρίνεια που αποπνέουν οι πρωταγωνιστές του, αναδεικνύεται τις περισσότερες φορές μια θανατερά τραγικοποιημένη αλήθεια. Ο Μαύρος Κύκνος, χωρίς να μπορεί να αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με τον δημιουργό του, παραμένει μια ακραία ταινία η οποία κρύβει την δική της τραγική αλήθεια. Προσοχή όμως, σαν ταινία δεν φτάνει η ίδια στα άκρα. Μιλάει όμως με μια χαρακτηριστική άνεση για τα άκρα που μπορούν να φτάσουν κάποιοι άνθρωποι, την υπεροχή που αγγίζουν όταν βρεθούν εκεί, καθώς και την ψυχή που μπορεί να χάσουν κατά την διάρκεια της διαδρομής τους. Διότι όπως καθημερινά μας αποδεικνύει η ζωή, το καθετί σε αυτό τον κόσμο έχει και το τίμημά του. Και αυτός ο Κύκνος έχει το ακριβότερο.

Βασικός χαρακτήρας είναι η Nina, μια επιδέξια και όμορφη μπαλαρίνα (η πιο αφοσιωμένη χορεύτρια του θεάτρου με τα πιο αφοσιωμένα τραύματα πάνω στο κορμί της), η οποία αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Λίμνη των Κύκνων. Ένα ντροπαλό κορίτσι που καλείται να παρουσιάσει έναν διπρόσωπο μπαλετικό χορό, αποδίδοντας άψογα τόσο τον αθώο λευκό, όσο και τον πανούργο μαύρο κύκνο της διάσημης ιστορίας. Η Nina, ως αθώος και φαινομενικά άβγαλτος χαρακτήρας, κατέχει σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα της τον ρόλο του πρώτου (γι αυτό και ο χορός της είναι αψεγάδιαστος) πρέπει όμως να οικειοποιηθεί τον απαιτητικό και άγνωστο χαρακτήρα του δεύτερου, ολοκληρώνοντας με τον πιο άρτιο και ολοκληρωμένο τρόπο τον σκοπό της. Για να το καταφέρει όμως αυτό δεν αρκεί απλά να υποκριθεί. Πρέπει να μεταμορφώσει το κορμί και την ψυχή της, υιοθετώντας το πορτραίτο του αμαρτωλού, του πλανερού, και τελικά του διαφθείροντος Μαύρου Κύκνου. Και μόνο τότε θα καταφέρει να χορέψει το requiem του μεγάλου ονείρου και να γίνει η απόλυτη βασίλισσα των Κύκνων, εισπράττοντας το χειροκρότημα και τον θαυμασμό του κοινού.

Η Nina έχει κληρονομήσει το ταλέντο του χορού από την οικογένειά της, αρνείται όμως να κληρονομήσει και την ανεπάρκεια της αυταρχικής μητέρας της, γι’ αυτό και η προσωπική της επιτυχία είναι μονόδρομος. Μια επιτυχία που έγκειται στην αποδόμηση ενός αχειράφετου κοριτσιού και στην μετουσίωσή του σε κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει, γι αυτό και την φοβίζει. Σε αυτή την ψυχική μεταμόρφωση βασίζεται ο Aronofsky και επάνω της χτίζει ένα τρομοκρατημένο ψυχογράφημα αφιερωμένο στην αθωότητα. Όχι την χαμένη αλλά την υπάρχουσα. Αυτή που είναι έτοιμη να εκραγεί σε χίλια κομμάτια δίνοντας την θέση της σε κάτι λιγότερο καταπιεσμένο και περισσότερο απολαυστικό.

Με ένα σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την εκφραστικότητα της Portman στο πρόσωπο της οποίας καθρεφτίζεται η ψυχική και σωματική φθορά ενός ανθρώπου που προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε κάτι που μέχρι τώρα δεν ήταν. Η προ διετίας υπαρξιακή διάλυση του Randy μετατρέπεται εδώ σε ψυχική φθορά για την Nina, η οποία πρέπει να παλέψει με την φύση του Μαύρου και τελικά να την κατακτήσει. Δέχεται όλα τα αμαρτωλά και ένοχα ερεθίσματα από τον κόσμο που την περιβάλλει και έτσι ερεθισμένη όπως είναι, καταλήγει στη δολοφονία της πειθαρχημένης αθωότητας και την νεκρανάστασή της σε κάτι όχι άψογο αλλά απλά τέλειο. Η ομορφιά του πάθους συναντά την οδύνη της κορύφωσης και ο πρωταγωνιστής (πια) Κύκνος αθόρυβα ψιθυρίζει ότι το χρώμα της χορογραφημένης του τελειότητας δεν είναι το μαύρο της σκιάς που τον περιβάλλει αλλά το κόκκινο της φωτιάς και του πάθους, της πληγής και του πόνου. Τελικά, ίσως και της λύτρωσης.

Με αυτό το χρώμα, ο Aronofsky κοιτάζει την τελειότητα αλλά ο ίδιος δεν την αγγίζει. Έχει το θάρρος να στέκεται δίπλα στη μουσική του Tchaikovsky ζητώντας από την ψυχορραγούσα Νίνα να φτάσει στα άκρα και να ενσωματωθεί πλήρως μαζί της. Αλλά όπως είπα και στην αρχή, αυτή δεν είναι μια ακραία ταινία. Και αυτό διότι ο δημιουργός της αρνείται να ξεπεράσει τα δικά του καλλιτεχνικά όρια και να γίνει ένας από τους σημαντικότερους και σπουδαιότερους ανθρώπους της εποχής μας. Αντίθετα, οι ήρωες των ταινιών του το καταφέρνουν σχεδόν πάντα. Και ηρωίδες σαν την Nina δεν συναντάμε συχνά στην κινηματογραφία. Ούτε καν στη ζωή. Γι αυτό και μόνο, αυτό το κορίτσι αξίζει το χειροκρότημα όλων μας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (1998)

Παρακολουθώ τους ήρωες του Τσιώλη και νομίζω ότι βρίσκομαι μαζί τους. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους, χωρίς αυτοί να με βλέπουν, τους αφήνω στην ησυχία τους και στα διαολεμένα τους τα ντέρτια, να προσπαθούν να ζυγίσουν τις ζωές τους. Και τους ακούω. Σε στιγμές τους νιώθω κιόλας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ τους μόνοι, ποτέ τους διαφορετικοί. Και δύσκολα θα βρεθούνε μακριά από εμάς, όσο και αν εμείς πασχίζουμε, όσο και τρέχουμε για να προλάβουμε, ούτε και εγώ δε ξέρω τι. Σε μια Ελλάδα καψερή όλοι χωρέσαμε, χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε, όσο και αν προσπαθούμε ακόμα και σήμερα να ξεπεράσουμε τα σύνορά μας.

Με ένα βανάκι γύφτικο και μια καρδιά γκρινιάρα, βρίσκονται στο δρόμο οι δυο από τους τρεις μπατζανάκηδες, σε μια διαδρομή Θεσσαλονίκη προς Καβάλα και από εκεί στις οικογένειές τους, στη Θάσο. Από τον επαρχιακό τον δρόμο, τον παλιό. Εκείνον με τις στενές λωρίδες και τις κρυφές λακκούβες. Ούτε και εγώ ξέρω πόσες φορές έχω κάνει αυτό το δρομολόγιο, κοιτάζοντας μια δεξιά και μια αριστερά αυτόν τον περίεργο τόπο που ακόμα δεν έχω καταλάβει αν αγαπάει τους ανθρώπους ή τους απεχθάνεται, γι αυτό και τους ταλαιπωρεί. Όπως ταλαιπωρεί και αυτούς εδώ. Διότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτοί οι ήρωες ταλαιπωρούνται από μόνοι τους. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι όπως έστρωσαν θα κοιμηθούν. Κάποιος άλλος έχει στρώσει για αυτούς και τους έχει κοιμίσει προ πολλού, όπως κοίμισε και τόσους άλλους, μέχρι και σήμερα ακόμα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία αυτού του τόπου.

Στο δρόμο ο ένας απ’ τους δύο πέφτει για τα μάτια ενός κοριτσιού που βρίσκεται σε ένα άλλο αυτοκίνητο, λίγο πιο καλό απ’ το βανάκι το δικό τους. Από εκείνα τα ακριβά, τα γερμανικά, που τα οδηγάνε συνήθως κάποιοι ματσωμένοι μεγαλοαστοί. Και όταν εκείνη χάνεται στις στροφές με τον δικό της ματσωμένο χωρίς να κοιτάξει πίσω, εκείνος χάνει τα μυαλά του με το βλέμμα καρφωμένο στο κορμί της. Και την καρδιά του να χτυπάει για όλα εκείνα που δεν έζησε, για όλα εκείνα που δεν πρόλαβε να τα χαρεί, ούτε και να λαχταρήσει. Και τότε σκέφτομαι, πόσοι να’ ναι οι Έλληνες που έχουνε βρεθεί σε αυτή τη θέση, πόσοι είχανε τα κότσια να πονέσουν ή ακόμα και να ονειρευτούν μια άλλη ζωή, όχι τόσο διαφορετική απ’ την δική τους, αλλά λίγο πιο τολμηρή, λίγο πιο αναγκαία αυθαίρετη.

Κάτι τέτοια είναι που μας ανακατεύουν τις ζωές φέρνοντας τα πάνω κάτω. Έτσι η στάση στην ηλιοκαμένη Βόλβη είναι η καλύτερη λύση για αυτούς. Εκεί που λένε ότι έγινε και το ιστορικό συνέδριο του κόμματος. Η άλλη ιστορία αυτού του τόπου που λέγαμε. Αυτή που μοιράζει ελπίδες, μας χωρίζει αυστηρά σε μονόχρωμους οργανισμούς και ανάλογα με το χρώμα το καθενός μάς δια-κρίνει. Όλοι τα ζήσαμε, ακόμα τα ζούμε. Όμως οι ήρωες του Τσιώλη έχουν μάθει να λένε την αλήθεια. Όχι αυτή που τους συμφέρει αλλά αυτή που υπάρχει. Η πολιτική αυτού του τόπου ποτέ δεν τάισε κανέναν, δεν μας έδωσε να φάμε. Αν δεν δουλέψει ο Έλληνας δεν θα επιβιώσει. Εκτός αν τον κεράσεις κανένα ποτηράκι και σταματήσει για λίγο να γκρινιάζει.

Εκεί στη Βόλβη θα εμφανιστεί και ο τρίτος μπατζανάκης ο οποίος έρχεται από την Θάσο για να τους μαζέψει, Αυτός είναι του κόμματος, με το γερμανικό αυτοκίνητο, το χλιδάτο ντύσιμο και το ύφος εκατό καρδιναλίων. Όμως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να νικήσει τις λαχτάρες της καρδιάς. Κολλάει και αυτός μαζί τους όταν ερωτεύεται μια νεαρή γιατρίνα που του παίρνει τα μυαλά (και όχι μόνο). Όλοι μπορούν να πέσουν για τα μάτια μιας γυναίκας, ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις. Και όταν χτυπήσει τους ανυποψίαστους ανθρωπάκους οι φιλοσοφίες για την ζωή πάνε και έρχονται η μία μετά την άλλη, παρέα με το αλκοόλ το παγωμένο και το κοκορέτσι το βρώμικο. Έτσι είμαστε εμείς. Πάνω στις απολαύσεις τις μεγάλες εξομολογούμαστε τις αλήθειες μας. Και ευτυχώς έχουμε ανακαλύψει πολλούς τρόπους για να απολαμβάνουμε την αυθαίρετη ελευθερία μας. Την υπαρξιακή αγωνία μας.

Αν με ρωτούσε κάποιος σε ποια Ελλάδα αναφέρεται ο Τσιώλης θα απαντούσα ευθύς αμέσως στην Ελλάδα που φαίνεται. Όχι στην Ελλάδα που κρύβεται. Μέσα από τα καλαμπούρια και τις ανησυχίες, τα λόγια των τριών φίλων προκαλούν χαμόγελα και χτυπάνε στην καρδιά. Γι αυτό και σου μένουν. Αντανακλούν όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μπορεί να μοιάζει με σουρεαλιστικό αστείο αλλά οι αυτοί οι ήρωες ζούνε (σ)την δική τους πραγματικότητα. Δική τους αλλά Ελληνική. Μια πραγματικότητα με λάθη, ανυπομονησίες, συγκινήσεις και γυναίκες. Αλλά γαμώτο, και εμείς εδώ ανήκουμε. Παγιδευμένοι μες στα σύνορά μας, χάνουμε το βλέμμα μας, χάνουμε τα λογικά μας. Γυναίκες μας καταστρέφουν, γυναίκες θα μας σώσουν. Και αυτός ο τόπος είναι γεμάτος από δαύτες. Απλά πρέπει να περιμένουν λίγο να ανθίσει και αυτή η δόλια η καρδιά. Διότι, που αλλού να πάμε, δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Εδώ θα αφήσουμε τα κόκκαλα μας, που λέει και ο Πάνος και φοβάμαι πως έχει δίκιο. Αι λαβ γιου μάι ντάρλινγκ.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Fascination (1979)

Για τον Jean Rollin θα ήθελα κάποια στιγμή να μιλήσω με μια εκτενή και ενδοσκοπική παρουσίαση του έργου του αλλά έχω την εντύπωση πως κάτι τέτοιο (μου) είναι πολύ δύσκολο. Έχοντας στην πλάτη του μια αρκετά πλούσια φιλμογραφία, αυτός ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει και έχει πετύχει τόσα πολλά στο σινεμά του φανταστικού που μοιάζει σχεδόν αδύνατο να καταφέρει κάποιος μια πλήρη έκθεση της συνολικής προσφοράς του. Σήμερα όμως, μπορώ να μιλήσω για το γοητευτικό Fascination, την πρώτη ταινία του Rollin που πλησίασα και φυσικά απόλαυσα με την καρδιά μου. Ή μήπως με πλησίασε αυτή πρώτη; Αυτό ακόμα δεν μπορώ να το αποσαφηνίσω μέσα στο μυαλό μου.

Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα αυτή η ταινία σε μαγεύει. Η μοναδικής ομορφιάς αρχική σκηνή με τις δύο «νύφες» να χορεύουνε υπό τους ήχους ενός γραμμόφωνου πάνω στην μικρή πέτρινη γέφυρα, είναι εικόνα που απολαμβάνεις για την αγγελική απλότητα και τον μουσικό μινιμαλισμό της, γνωρίζοντας ότι θα την θυμάσαι για πάντα, όσες ταινίες και αν περάσουν μπροστά από τα μάτια σου. Από εκεί και έπειτα, ξέρεις ότι το Fascination δεν πρόκειται να σε αφήσει. Θα σε σαγηνεύσει όπως σαγηνεύουν τα θύματά τους οι ταινίες του Rollin και θα σε μεθύσει όπως μεθάνε οι απέθαντοι πρωταγωνιστές του, πίνοντας και εσύ από τον ίδιο γυάλινο ποτήρι το ελιξίριο της νιότης και την ηδονής, της απόλαυσης και του θανάτου.

Η ιστορία ξεκινάει με ένα κυνηγημένο κλέφτη ο οποίος στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους διώκτες του (επίσης κλέφτες) καταλήγει σε μια μυστήρια και απομονωμένη έπαυλη στην οποία κατοικούν δύο όμορφες κοπέλες. Οι δύο αυτές σαγηνευτικές παρουσίες (υπέροχες μέσα στις φορεσιές τους και ακόμα πιο υπέροχες χωρίς αυτές) πλανεύουν τον νεαρό φυγά παγιδεύοντάς τον σε μια απατηλά ερωτική ατμόσφαιρα από την οποία δεν μπορεί να απελευθερωθεί. Όμως η ονειρώδης αυτή κατάσταση την οποία παρουσιάζει έξοχα (για ακόμα μια φορά) ο Rollin, δεν είναι παρά το δέλεαρ μέχρι το ρολόι να δείξει μεσάνυχτα όπου οι γυναικείες παρουσίες θα πληθύνουν και το κρυφό μυστικό της έπαυλης θα αποκαλυφθεί. Και όπως θα πρέπει να συμβαίνει σε αυτές τις ταινίες, κάποια υπέροχα πλάσματα θα σβήσουν την δίψα τους με ανθρώπινο αίμα, φόβο και τις τελευταίες, απέλπιδες κραυγές των θυμάτων τους.

Σε αυτά τα υπέροχα πλάσματα είναι αφιερωμένο Fascination και στα ερεβώδη πάθη που κρύβουν μέσα στις ψυχές τους. Λένε ότι η αγάπη κάποιων για το αίμα μπορεί να είναι πιο δυνατή από την αγάπη για το σώμα μέσα στο οποίο ρέει. Η δύναμή και η ομορφιά του φαίνονται τόσο όταν βρίσκεται μέσα στις φλέβες όσο και όταν βρίσκεται πάνω στη σάρκα, χαρίζοντάς της το κόκκινο χρώμα του. Το αίμα ως ένα από τα πιο ισχυρά σύμβολα ζωής και θανάτου (ζωής όταν κυλάει μέσα στο σώμα και θανάτου όταν καταφέρνει να δραπετεύσει από αυτό) γίνεται το υγρό τρόπαιο για τις δαντελοφορεμένες γυναίκες και ως ένα από τα βασικότερα συστατικά των ταινιών του Rollin, η αιτία των όσων διαδραματίζονται σ’ αυτή την απομονωμένη έπαυλη.

Όμως ο Rollin είναι καλλιτέχνης, γι αυτό και δεν μπερδεύει το πρόστυχο με το ερωτικό, ούτε το ανούσιο με το επιβεβλημένο. Ακόμα και οι ερωτικές σκηνές των δύο κοριτσιών, τα χάδια που ανταλλάσουνε και τα φιλιά που δίνουνε, δεν θυμίζουν φτηνό πορνό αλλά κάποιον απαγορευμένο πίνακα ζωγραφικής, φιλοτεχνημένο από ένα παθιασμένο ζωγράφο. Έναν ζωγράφο που μέσα από το πάθος του για δημιουργία, πλάθει ένα υπέροχο κολάζ ερωτικών και θανατικών σκηνών, δημιουργώντας παράλληλα μερικές από τις πιο αξέχαστες εικόνες της καριέρας του. Όπως η μαυροφορεμένη φιγούρα της ανυπέρβλητης Brigitte Lahaie (“a living painting” όπως ο σκηνοθέτης την αποκαλεί σε συνεντεύξεις του) να περιφέρεται ελεύθερη/ γυμνόστηθη με ένα τεράστιο δρεπάνι στα χέρια, κόβοντας λαιμούς, αρπάζοντας ζωές και καταδικάζοντας τις ψυχές των θυμάτων της στο αιώνιο κολαστήριο ενός άλλου κόσμου.

Το Fascination είναι γεμάτο από τέτοιες εικόνες. Εικόνες που μέσα από την ονειρική τους ατμόσφαιρα και τον πνιγηρό ερωτισμό τους, απογυμνώνουν τα σώματα των πρωταγωνιστών, απεγκλωβίζοντας ταυτόχρονα τα πιο ένοχα συναισθήματα του θεατή. Άλλωστε ο Rollin πάντοτε πίστευε ότι ένα από τα ομορφότερα πράγματα που μπορεί κάποιος να απολαύσει στη φύση είναι ένα γυμνό γυναικείο σώμα. Και δεν είχε άδικο. Την ομορφιά αυτή μας έχει χαρίσει απλόχερα εδώ, μας έχει σκλαβώσει και το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ ως αντάλλαγμα είναι να αφιερώσω τούτο το ασήμαντο κείμενο στην μνήμη ενός εκ των σπουδαιότερων γάλλων δημιουργών της έβδομης τέχνης.


Chris Zafeiriadis

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

2010: A Trembled Year in Doom, Faith and the Black Mass of an Ironbound World (The Diamonds).

Ακόμα μια χρονιά έχει φύγει, έχει αρχίσει πια να ξεθωριάζει χωρίς να ρωτήσει κανέναν, πρόλαβε όμως πρώτα να χαρίσει σε πολλούς από εμάς αξέχαστες εικόνες και στιγμές, συγκινήσεις που δύσκολα θα χαθούνε από την μνήμη μας. Πείτε με ρομαντικό αν θέλετε αλλά προτιμώ να θυμάμαι μόνο τα θετικά και τα ωραία. Αυτά που μας κάνουν να χαιρόμαστε και να χαμογελάμε, αυτά που μας δίνουν δύναμη για τη συνέχεια. Παρακάτω παρουσιάζονται κάποιες μουσικές επιλογές, περίεργες είναι η αλήθεια, οι οποίες ανήκουν στα ωραία που δύσκολα θα ξεχάσω. Διότι κάτι τέτοια ο φθοροποιός χρόνος δυσκολεύεται να τα αλλοιώσει. Αυτές οι μουσικές ήρθαν για να μείνουν. Σε κάποιους για πάντα. Η σειρά όπως πάντα είναι (σχεδόν) τυχαία. Play it Loud...!!


1. Electric Wizard Black Masses


2. Procession –
Destroyers of the Faith


3. Deathspell Omega – Paracletus


4. Triptykon - Eparistera Daimones


5. Motorhead – The World is Yours


6. Autopsy - Awakened by Gore


7. Menace Ruine - Union of Irreconcilables


8. Von Goat - Septic Illumination


9. Atlantean Kodex - The Golden Bough


10. Enslaved - Axioma Ethica Odini


11. Pain of Salvation - Road Salt One


12. Grand Magus – Hammer of the North


13. Enforcer – Diamonds


14. Sodom – In War and Pieces


15. Hooded Menace – Never Cross the Dead


16. Unleashed - As Yggdrasil Trembles


17. Rotting Christ –Aealo


18. InnerWish - No Turning Back


19. Grave - Burial Ground


20. Overkill – Ironbound


21. Ghost – Opus Eponymous



Σίγουρα κάποιες μουσικές ξεχάστηκαν ενώ άλλες μπορεί να μην έχουν φτάσει ακόμα στα δικά μου αυτιά. Επίσης, κάποιες επιλογές μπορεί να μοιάζουν ετερόκλητες μεταξύ τους, διαφορετικές σαν να προέρχονται από διαφορετικούς πλανήτες. Δεν νομίζω όμως να έχει και πολύ σημασία. Και αυτό διότι όπως διάβασα κάπου, όλα μουσική είναι.

Doom or be doomed…

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Duel (1971) - (Original "Cut")

Έχω την εντύπωση ότι πολλοί από εμάς που (θέλουμε να) παρακολουθούμε φανατικά σινεμά, έχουμε μεγαλώσει και κινηματογραφικά ωριμάσει με τις ταινίες του Spielberg. Αυτός ο άνθρωπος κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη καρδιά μας διότι έχει την δυνατότητα να φτιάχνει σινεμά πλούσιο τόσο σε περιεχόμενο, όσο και σε οπτική. Μάλιστα, δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει κάποιος αυθεντικός κινηματογραφόφιλος εκεί έξω (επαγγελματίας κριτικός ή εραστής αυτής της τέχνης) που δεν έχει απολαύσει κάποιες από τις πιο όμορφες στιγμές του. Προσοχή όμως, χρησιμοποιώ την λέξη «απολαύσει» διότι αυτό είναι ένα δύσκολο ρήμα και κρύβει πολλά περισσότερα από πίσω, σε σύγκριση ας πούμε με το ρήμα «παρακολουθήσει» ή ακόμα και «κατανοήσει». Και η απόλαυση κύριοι, είναι από τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά αυτού του σκηνοθέτη.

Η παραπάνω εισαγωγή ίσως σε κάποιους να φαίνεται ανούσια (στους ίδιους κάποιους που φαίνονται ανούσιες και κάποιες ταινίες του Spielberg), κρύβει όμως μια παγιδευμένη αλήθεια, άρρητα συνδεδεμένη με την εν λόγω ταινία. Το Duel είναι μια σπάνια απολαυστική ταινία, όχι γιατί είναι τόσο όμορφα γυρισμένη (που είναι), αλλά γιατί καταφέρνει και μιλάει με μια διαχρονική ευκολία για τον σύγχρονο άνθρωπο, περιπαίζοντας κατά ένα τρόπο τα έμφυτα και αμετάβλητα ένστικτα επιβίωσης που υπάρχουν στον καθένα από εμάς. Μάλιστα ο Spielberg μοιάζει να προσπαθεί να εκθέσει τον ίδιο τον θεατή και την ζωή που τον έχει απορροφήσει στη μεγαλούπολή του. Όμως για να το πετύχει αυτό, he’s going to need a bigger …road. Πρέπει πρώτα να τον βγάλει από το αστικό του κέντρο και στη συνέχεια να τον τοποθετήσει στους ξεχασμένους και σκονισμένους αυτοκινητόδρομους της αμερικανικής επαρχίας. Εκεί που συντελείται το ξεγύμνωμα του πολιτισμικού του χαρακτήρα.

Ένας και μοναδικός είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο οποίος για επαγγελματικούς σκοπούς, παίρνει το αυτοκίνητό του και ταξιδεύει μόνος σε μια (σχεδόν) έρημη διαδρομή, όταν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το επιδιώκει, βρίσκεται σε ένα αγώνα δρόμου και επιβίωσης (“everybody runs”), αντιμέτωπος με ένα βρώμικο φορτηγό θηρίο. Έναν giant road shark που μοιάζει «εκ γενετής» κακός, προκαλεί τον τρόμο και επιτίθεται χωρίς προφανή κίνητρο στο θύμα του. Εντάξει, αυτό το τελευταίο ήταν πολύ εύκολο να το πω οπότε το παίρνω πίσω χωρίς να κάνω τον εύλογο συσχετισμό με την άλλη υπέροχη ταινία.

Ωστόσο, μέσα στην μοναξιά του δρόμου και των voice over σκέψεων, ο τυπικός πρωταγωνιστής του Duel χάνει την μοναδικότητά του. Ένας συνηθισμένος businessman της πόλης, με το συμβολικό όνομα Man(n), γίνεται η πλέον συμβολική μορφή του αστικού άντρα. Μεγαλωμένος με bugs bunny, McDonalds και Pinocchio, με συνηθισμένο ντύσιμο, συνηθισμένο μουστάκι και συνηθισμένη οικογένεια (σε ένα γρήγορο πλάνο φαίνονται τα δύο παιδιά μπροστά στην τηλεόραση να παίζουν με τα παιχνιδορομπότ τους, ενώ πιο σωστό θα ήταν να παίζουν με πλαστικούς δεινόσαυρους για να έχει περισσότερο ενδιαφέρον), αυτός ο καθημερινός άνθρωπος βγαίνει από την καθημερινότητά του και έρχεται σε στενές επαφές με την άγνωστη απειλή . Ένας ordinary man under extraordinary circumstances, όπως ακριβώς συνέβη έξι χρόνια αργότερα σε κάποιους άλλους τυπικούς πρωταγωνιστές, μια άλλης τυπικής κωμόπολης.

Ακριβώς απέναντί του βρίσκεται το άγνωστο «κακό». Ένα βρώμικο, απολίτιστο αλλά αποφασισμένο βυτίο, έτοιμο να σκορπίσει φλόγες (καθόλου τυχαία η επιγραφή «Flammable» στο πίσω μέρος), τρομοκρατεί τον έκπληκτο αμερικανό για λόγους που ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει, αποπνέοντας μονοξείδιο του άνθρακα και σκόνη την ίδια στιγμή που ο τρομοκρατημένος Mann αποπνέει ανασφάλεια και ανησυχία. Ο οδηγός τού βυτίου παραμένει αφανής, το μόνο που διακρίνεται είναι ένα αριστερό χέρι και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την ανθρώπινη μορφή και νοημοσύνη του (απ’ όσο γνωρίζω μπορεί να είναι ένας badass extra terrestrial που δεν του αρέσουν τα ποδήλατα και προτιμά μεγαλύτερα και ισχυρότερα οχήματα).

Αυτή η απροσδιόριστη απειλή του βρώμικου Peterbilt χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο στο τιμόνι, μονομαχεί με το μικροκαμωμένο Dodge Valiant του Mann σε ένα οδικό αγώνα επιβίωσης για έναν. Όμως την φυσιογνωμία του Mann τη γνωρίζουμε. Μάλιστα η πρώτη φορά που συστήνεται το πρόσωπό του στο κοινό, είναι μέσα από τον εσωτερικό καθρέπτη του αυτοκινήτου του. Λες και προσπαθεί ο Spielberg να δείξει ότι αυτός ο τυχαίος και μόνος άντρας, είναι ίσως η αντανάκλαση του ίδιου του θεατή, του κάθε σύγχρονου ανθρώπου (και αυτή είναι η έκθεσή του σε έναν κίνδυνο εκτός των ορίων που έχει κατασκευάσει για να τον προστατεύουν).

Και ο Mann χάνει τον προσανατολισμό του, έχοντας πρώτα χάσει την λογική του στην άσφαλτο. Χαρακτηριστική η σκηνή στο επαρχιακό καφέ όπου σταματάει για λίγο και τον ακούμε να χάνεται στις εξαντλημένες του σκέψεις, μη μπορώντας να σκεφτεί λογικά, ενώ βλέποντας τους πάντες γύρω του σαν υποψήφιους θύτες, καταλήγει τελικά αυτός να είναι ο απροσάρμοστος και ο διαφορετικός. Πλέον γίνεται φανερό ότι βρίσκεται εκτός των ορίων του πολιτισμού που γνωρίζει, χωρίς μάλιστα να μπορεί να δεχτεί βοήθεια από κανέναν. Και γι αυτό είναι αποφασισμένος να παλέψει.

Ολική επαναφορά στα πρωτόγονα ένστικτα για τον πρωταγωνιστή, ο οποίος επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του και γνωρίζει έναν άλλο Mann, εκείνον που μπορεί να αγωνιστεί, μπορεί να φτάσει στα άκρα, μπορεί ακόμα και να σκοτώσει αν χρειαστεί. Σε ένα υπέροχα κινηματογραφημένο και υπέροχα αγωνιώδες φινάλε ο Spielberg θα ολοκληρώσει τη σύγκρουση των δύο μονομάχων, φτάνοντας τον συμβολικό πρωταγωνιστή κυριολεκτικά στα άκρα, απολαμβάνοντας παράλληλα την φανέρωση της αληθινής του ταυτότητας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο διασκεδαστικό από την κατάρρευση του καμουφλάζ που έχτισε ο σύγχρονος άνθρωπος για να καλύψει την πρωτόγονη και ζωώδη φύση που κρύβει μέσα του. Ο αγώνας έχει ολοκληρωθεί και ο νικητής στέκεται μόνος ατενίζοντας το κενό που έχει απομείνει, έχοντας πια συνειδητοποιήσει ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι ενός άγνωστου και παρανοϊκού κόσμου. Τώρα όμως όλα έχουν τελειώσει, όλα έχουν αλλάξει και κατά ένα περίεργο τρόπο, όλα παραμένουν τα ίδια. Όπως ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα που χάνεται στην υπέροχη θέα ενός ανεξάντλητου ορίζοντα. Επιστροφή στη ζούγκλα.

Chris Zafeiriadis