Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (1998)

Παρακολουθώ τους ήρωες του Τσιώλη και νομίζω ότι βρίσκομαι μαζί τους. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους, χωρίς αυτοί να με βλέπουν, τους αφήνω στην ησυχία τους και στα διαολεμένα τους τα ντέρτια, να προσπαθούν να ζυγίσουν τις ζωές τους. Και τους ακούω. Σε στιγμές τους νιώθω κιόλας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ τους μόνοι, ποτέ τους διαφορετικοί. Και δύσκολα θα βρεθούνε μακριά από εμάς, όσο και αν εμείς πασχίζουμε, όσο και τρέχουμε για να προλάβουμε, ούτε και εγώ δε ξέρω τι. Σε μια Ελλάδα καψερή όλοι χωρέσαμε, χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε, όσο και αν προσπαθούμε ακόμα και σήμερα να ξεπεράσουμε τα σύνορά μας.

Με ένα βανάκι γύφτικο και μια καρδιά γκρινιάρα, βρίσκονται στο δρόμο οι δυο από τους τρεις μπατζανάκηδες, σε μια διαδρομή Θεσσαλονίκη προς Καβάλα και από εκεί στις οικογένειές τους, στη Θάσο. Από τον επαρχιακό τον δρόμο, τον παλιό. Εκείνον με τις στενές λωρίδες και τις κρυφές λακκούβες. Ούτε και εγώ ξέρω πόσες φορές έχω κάνει αυτό το δρομολόγιο, κοιτάζοντας μια δεξιά και μια αριστερά αυτόν τον περίεργο τόπο που ακόμα δεν έχω καταλάβει αν αγαπάει τους ανθρώπους ή τους απεχθάνεται, γι αυτό και τους ταλαιπωρεί. Όπως ταλαιπωρεί και αυτούς εδώ. Διότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτοί οι ήρωες ταλαιπωρούνται από μόνοι τους. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι όπως έστρωσαν θα κοιμηθούν. Κάποιος άλλος έχει στρώσει για αυτούς και τους έχει κοιμίσει προ πολλού, όπως κοίμισε και τόσους άλλους, μέχρι και σήμερα ακόμα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία αυτού του τόπου.

Στο δρόμο ο ένας απ’ τους δύο πέφτει για τα μάτια ενός κοριτσιού που βρίσκεται σε ένα άλλο αυτοκίνητο, λίγο πιο καλό απ’ το βανάκι το δικό τους. Από εκείνα τα ακριβά, τα γερμανικά, που τα οδηγάνε συνήθως κάποιοι ματσωμένοι μεγαλοαστοί. Και όταν εκείνη χάνεται στις στροφές με τον δικό της ματσωμένο χωρίς να κοιτάξει πίσω, εκείνος χάνει τα μυαλά του με το βλέμμα καρφωμένο στο κορμί της. Και την καρδιά του να χτυπάει για όλα εκείνα που δεν έζησε, για όλα εκείνα που δεν πρόλαβε να τα χαρεί, ούτε και να λαχταρήσει. Και τότε σκέφτομαι, πόσοι να’ ναι οι Έλληνες που έχουνε βρεθεί σε αυτή τη θέση, πόσοι είχανε τα κότσια να πονέσουν ή ακόμα και να ονειρευτούν μια άλλη ζωή, όχι τόσο διαφορετική απ’ την δική τους, αλλά λίγο πιο τολμηρή, λίγο πιο αναγκαία αυθαίρετη.

Κάτι τέτοια είναι που μας ανακατεύουν τις ζωές φέρνοντας τα πάνω κάτω. Έτσι η στάση στην ηλιοκαμένη Βόλβη είναι η καλύτερη λύση για αυτούς. Εκεί που λένε ότι έγινε και το ιστορικό συνέδριο του κόμματος. Η άλλη ιστορία αυτού του τόπου που λέγαμε. Αυτή που μοιράζει ελπίδες, μας χωρίζει αυστηρά σε μονόχρωμους οργανισμούς και ανάλογα με το χρώμα το καθενός μάς δια-κρίνει. Όλοι τα ζήσαμε, ακόμα τα ζούμε. Όμως οι ήρωες του Τσιώλη έχουν μάθει να λένε την αλήθεια. Όχι αυτή που τους συμφέρει αλλά αυτή που υπάρχει. Η πολιτική αυτού του τόπου ποτέ δεν τάισε κανέναν, δεν μας έδωσε να φάμε. Αν δεν δουλέψει ο Έλληνας δεν θα επιβιώσει. Εκτός αν τον κεράσεις κανένα ποτηράκι και σταματήσει για λίγο να γκρινιάζει.

Εκεί στη Βόλβη θα εμφανιστεί και ο τρίτος μπατζανάκης ο οποίος έρχεται από την Θάσο για να τους μαζέψει, Αυτός είναι του κόμματος, με το γερμανικό αυτοκίνητο, το χλιδάτο ντύσιμο και το ύφος εκατό καρδιναλίων. Όμως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να νικήσει τις λαχτάρες της καρδιάς. Κολλάει και αυτός μαζί τους όταν ερωτεύεται μια νεαρή γιατρίνα που του παίρνει τα μυαλά (και όχι μόνο). Όλοι μπορούν να πέσουν για τα μάτια μιας γυναίκας, ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις. Και όταν χτυπήσει τους ανυποψίαστους ανθρωπάκους οι φιλοσοφίες για την ζωή πάνε και έρχονται η μία μετά την άλλη, παρέα με το αλκοόλ το παγωμένο και το κοκορέτσι το βρώμικο. Έτσι είμαστε εμείς. Πάνω στις απολαύσεις τις μεγάλες εξομολογούμαστε τις αλήθειες μας. Και ευτυχώς έχουμε ανακαλύψει πολλούς τρόπους για να απολαμβάνουμε την αυθαίρετη ελευθερία μας. Την υπαρξιακή αγωνία μας.

Αν με ρωτούσε κάποιος σε ποια Ελλάδα αναφέρεται ο Τσιώλης θα απαντούσα ευθύς αμέσως στην Ελλάδα που φαίνεται. Όχι στην Ελλάδα που κρύβεται. Μέσα από τα καλαμπούρια και τις ανησυχίες, τα λόγια των τριών φίλων προκαλούν χαμόγελα και χτυπάνε στην καρδιά. Γι αυτό και σου μένουν. Αντανακλούν όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μπορεί να μοιάζει με σουρεαλιστικό αστείο αλλά οι αυτοί οι ήρωες ζούνε (σ)την δική τους πραγματικότητα. Δική τους αλλά Ελληνική. Μια πραγματικότητα με λάθη, ανυπομονησίες, συγκινήσεις και γυναίκες. Αλλά γαμώτο, και εμείς εδώ ανήκουμε. Παγιδευμένοι μες στα σύνορά μας, χάνουμε το βλέμμα μας, χάνουμε τα λογικά μας. Γυναίκες μας καταστρέφουν, γυναίκες θα μας σώσουν. Και αυτός ο τόπος είναι γεμάτος από δαύτες. Απλά πρέπει να περιμένουν λίγο να ανθίσει και αυτή η δόλια η καρδιά. Διότι, που αλλού να πάμε, δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Εδώ θα αφήσουμε τα κόκκαλα μας, που λέει και ο Πάνος και φοβάμαι πως έχει δίκιο. Αι λαβ γιου μάι ντάρλινγκ.

Chris Zafeiriadis

7 σχόλια:

lef teris είπε...

κορυφαια ταινια.απειρες ατακες,ατοφιοι χαρακτηρες,τρομερες ερμηνειες.δεν την χορταινεις ποτε

Chris Z. είπε...

Ή ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσα να περιγράψω την ταινία με ελάχιστες λέξεις… Η απάντησή μου κατάφερε τελικά να καθυστερήσει όσο γινόταν περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, σ’ ευχαριστώ για το σχόλιο. Ήταν το μόνο σχετικό, αυτό που θα μπορούσε να επιβιώσει κάτω από αυτό το κείμενο…

Καλησπέρα…

Walking in vain είπε...

Και εγώ δεν θα την χορτάσω ποτέ αυτή την ταινία.Αυτός είναι ο λόγος που σου είχα ζητήσει να γράψεις για αυτήν και σ'ευχαριστώ που όχι απλά το έκανες,αλλά με "δικαίωσες" με τον τρόπο που την παρουσιάζεις.
"Δεν μπορώ να δεχτώ ότι όπως έστρωσαν θα κοιμηθούν. "
"Μια πραγματικότητα με λάθη, ανυπομονησίες, συγκινήσεις και γυναίκες."
Η αγωνία του οικογενειάρχη , η λαχτάρα του άντρα, η ρουτίνα που μας κυνηγάει, το πόσο εύκολα μπορεί να γεμίσει η καθημερινότητα δυο ηλικιωμένων γυναικών, οι ομάδες που αγαπάμε, οι φιλίες.
Ο Τσιώλης δεν πουλάει κουλτούρα, δεν προσφέρει δράση και σεναριακές ανατροπές, δεν απλώνει βαθυστόχαστους προβληματισμούς.
Μας βάζει μπροστά στον καθρέπτη και μας χαρίζει γλυκόπικρα χαμόγελα, ρωτώντας μας τα πιο απλά πράγματα.
"Ανάποδα θα τον έστελνες Παναγιώτη;"
"Ήτανε πέναλτι κύριε Πάνο;"
"Ψήφισε η μάνα μου ΝΔ;"

Chris Z. είπε...

Εγώ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για την ευκαιρία που κατά κάποιο τρόπο μου έδωσες (και εγώ άρπαξα) να μιλήσω για αυτό το μικρό αριστούργημα του Τσιώλη που χωρίς βαρύγδουπα λόγια και δήθεν μελοδραματισμούς καταφέρνει και μιλάει για την αλήθεια μας. Για την καθημερινότητα των ηλικιωμένων δεν μίλησα. Δεν ξέρω πώς να τις διαχειριστώ αυτές τις συμπαθέστατες κυρίες…

Μη βιάζεσαι όμως, απ’ όσο μπορώ να αποκαλύψω, υπάρχουν και κάτι Παναγιωτόπουλοι που ετοιμάζονται…

Την καλησπέρα μου…

frankenweenie είπε...

αποτελέσατε την έμπνευση για την περιγραφή της ταινίας στο άρθρο που έγραψα για τον κο ΤΣιώλη...
http://cinepivates.com/2012/11/proof.html
έχω βάλει λινκ στο τέλος του άρθρου. Εάν θέλετε κάπως αλλιώς το λινκ πέστε μου.

Chris Z. είπε...

Όμορφο το άρθρο. Και αναγκαίο, σε κάθε περίπτωση. Ο Τσιώλης ειναι πολύ σπουδαίος για να περάσει στην αφάνεια της αχανούς μπλογκόσφιαρας.

Η τιμή είναι όλη δική μου.

Όμως την επόμενη φορά στον ενικό γιατί αγχώνομαι..

Chris Z.

frankenweenie είπε...

Και επιστρέφω να ενημερώσω ότι εντάξει θα σου μιλάω στον ενικό και επίσης την επόμενη εβδομάδα στο θέατρουν ΕΜΠΡΟΣ, 15-17 Μαϊου τριήμερο αφιέρωμα για τον Σταύρο ΤΣιώλη ... από τους Διακόπτες και τους ΤΣΟΥΚΟΥ ΤΣΟΥΚΟΥ. Είσοδος Ελεύθερη
Λεπτομέρειες ... χε εδώ και πάλι
http://cinepivates.com/2013/05/tsiolfest.html