Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ''Movies. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ''Movies. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

The Spectacular Now (2013)


Το Ονειρεμένο Τώρα είναι μια νεανική ταινία που προσπαθεί να γίνει ευχάριστη και χαμογελαστή, επιθυμώντας να αγαπηθεί από ανθρώπους που τους αξίζει να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, αλλά δεν γνωρίζουν ακριβώς τον τρόπο. Ανθρώπους όπως οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες (του Sutter και της Aimee) που, η αλήθεια είναι, τους θαυμάζεις για τον τρόπο που διαχειρίζονται τις ιδέες, τις ζωές και τα όνειρά τους, σε μια εποχή όπου το internet, τα βιντεοπαιχνίδια και οι άσκοπες συζητήσεις κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα. Σε μια εποχή όπου το σεξ έχει γίνει προϊόν φτηνής ταχυφαγίας και όχι αποτέλεσμα προσωπικής αναζήτησης ενός απίθανου έρωτα. Στη ζωή δεν είναι σπάνιο αυτό, είναι όμως κάτι που το απολαμβάνεις, κάθε μια από τις ελάχιστες φορές που το συναντάς σε μικρές αμερικάνικες ταινίες σαν κι αυτή εδώ.

Ο Shutter και η Aimee γνωρίζονται απρόσμενα, περνούν τον χρόνο τους κάνοντας παρέα και τελικά ερωτεύονται, όπως πρέπει να ερωτεύονται οι άνθρωποι όταν καταφέρνουν να έρθουν ανέμελα κοντά. Με έναν αργό, σταθερό και αυθόρμητο τρόπο που, αν και δε σε αφήνει να το καταλάβεις στην αρχή, το συνειδητοποιείς όταν βρίσκεσαι μόνος και ο άλλος αρχίζει να σου λείπει εντυπωσιακά.

Εκείνη είναι η καλή μαθήτρια που προσπαθεί σιωπηλά αλλά με ζήλο να παραμείνει αφοσιωμένη στις μαθητικές της υποχρεώσεις. Εκείνος αδιαφορεί για το σχολείο και προσπαθεί να ζήσει την κάθε του στιγμή στο έπακρο, όντας επιρρεπής σε μικρές ποσότητες αλκοόλ. Ο Ponsoldt τους σέβεται, τους κινηματογραφεί υπέροχα σε ρεαλιστικούς ρυθμούς, και αναδεικνύει την ανάγκη τους για επικοινωνία, φέρνοντάς τους τελικά κοντά με ένα αυθόρμητο φιλί σε ένα υπαίθριο πάρκο που θα ζήλευαν οι περισσότερες ρομαντικές κομεντί του σύγχρονου Hollywood. Κάπως έτσι γεννάται μια σχέση που, όπως όλες οι σχέσεις, έχει τα πάνω της και τα κάτω της, με τους πρωταγωνιστές να χτίζουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, όπως αυθόρμητα πρέπει να συμβαίνει με όλα τα νέα ζευγάρια.

Ακόμα, όμως, κι αν η πρώτη ώρα είναι αφιερωμένη στο νεανικό έρωτα, αυτή δεν είναι μια ταινία για τα ζευγάρια που πιστεύουν ότι θα μείνουν μαζί για πάντα, αφού στην πραγματικότητα αυτό που μένει για πάντα είναι οι αναμνήσεις μιας ζωής γεμάτης συγκινήσεις. Μέσα από τη σχέση των δύο, τις ερωτικές εκδηλώσεις και τις εφήμερες απογοητεύσεις, χτίζεται μια βαθύτερη αναζήτηση της ταυτότητας και της ελευθερίας, η οποία κλιμακώνεται σιωπηλά στο τελευταίο μισάωρο. Ο Sutter θα μείνει δίπλα στην Aimee, θα αντλήσει τη δύναμη που του έλειπε και θα ξεκινήσει την προσπάθεια για την επανένωση με τον από καιρό χαμένο του πατέρα. Το ύφος της ταινίας αγκαλιάζει το δράμα και οι χαρακτήρες ξεφεύγουν από το όνειρο, διασχίζοντας το κατώφλι της πραγματικής ζωής. Αντιμετωπίζουν τις αλήθειες και προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους, όχι για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, αλλά για να γνωρίσουν τελικά το ποιοι πραγματικά είναι, να κατακτήσουν το θάρρος που τους έλειπε και να χιμήξουν με μανία στη ζωή που τους ανήκει ολοκληρωτικά.

Κάπως έτσι το «τώρα» αποκτά ουσία και μετατρέπεται από ονειρεμένο σε αληθινά συναρπαστικό.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

The Blackcoat's Daughter (2015)


Δεν είναι όλες οι ταινίες σαφείς και εύκολα προσβάσιμες. Υπάρχουν ταινίες οι οποίες απαιτούν περισσότερη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητές, απαιτούν λίγο παραπάνω πνευματική διαύγεια, ίσως και αυθάδη φαντασία, για να μπορέσει ο θεατής να αντιληφθεί αυτό που θέλει να του πει ο εκάστοτε δημιουργός. Για κάποιους, μια τέτοια προσέγγιση απορρίπτεται άμεσα γιατί αδυνατεί να επικοινωνήσει ευθέως αυτό που επιθυμεί στο θεατή, ενώ η ταινία έχει ήδη αποτύχει πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος της, αφού τις περισσότερες φορές η αφήγηση υποτάσσεται στη φόρμα και το στιλ/τεχνοτροπία υπερισχύει του περιεχομένου. Για κάποιους άλλους, όμως, κάτι τέτοιο αποτελεί αναμφίβολη αρετή, μια σπάνια δοκιμασία στην οποία ένας θεατής καλείται να βουτήξει βαθιά μέσα στα κάδρα, στο ασαφές σενάριο και στο δυσανάγνωστο τρόπο αφήγησης για να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβει μέσα της η ιστορία.

Με μία μινιμαλιστική προσέγγιση, τόσο στους διαλόγους όσο και στον τρόπο αφήγησης, το Blackcoat’s Daughter του Oz Perkings (ναι, ο γιος του Antony) ακολουθεί δύο κορίτσια ενός καθολικού σχολείου θηλέων που σπάνια χαμογελάνε και που το καθένα, για τους δικούς του λόγους, αδυνατεί να φύγει από τη Σχολή για τις διακοπές του Φεβρουαρίου(;). Ο σκηνοθέτης σού δίνει το ελάχιστο των πληροφοριών που χρειάζεσαι για να καταλάβεις το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, ενώ ζητά από εσένα να γεμίσεις τα κενά που επιμελώς αλλά και χωρίς φειδώ δημιουργεί. Μέχρι να αντιληφθείς ότι αυτή εδώ είναι μια underground ιστορία δαιμόνων και εξορκισμών που ξεκινάει μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτήριο του Χριστιανισμού (η απόλυτη ήττα της εκκλησίας), η ταινία σε έχει ήδη ρουφήξει μέσα στην πνιγερή της ατμόσφαιρα και ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σε αφήσει, πάρα μόνο όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Κι όμως, ακόμα και μια τέτοια προσέγγιση είναι ικανή να μοιάζει ανανεωτική και να αποδειχθεί υπέροχα απολαυστική. Ο σκηνοθέτης δεν κάνει το λάθος να αναλωθεί σε ανούσιες παρουσίες δαιμόνων και αφελείς εξορκισμούς που στην καλύτερη θα προκαλούσαν γέλιο στο κοινό. Αντίθετα, μέσα από το απλοποιημένο στήσιμο των κάδρων, τους ελάχιστους διαλόγους, τις κινήσεις και τα βλέμματα των κοριτσιών, καθώς επίσης και μέσα από την φαινομενική αταραξία της χιονισμένης και μοναχικής ατμόσφαιρας (η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ψυχοσύνθεση των ηρώων), κάθε εμφάνιση ενός σημαντικού για την εξέλιξη της ιστορίας στοιχείου αγωνίας και τρόμου καταφέρνει να ξεχωρίσει, αποκτά ακόμα περισσότερη βαρύτητα και λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από ότι αν βρισκόταν θαμμένο μέσα σε κάποιο σωρό ανούσιων πληροφοριών.

Μέσα από αυτή την προσέγγιση, παρουσιάζεται ένα άμορφο κακό το οποίο αναδύεται σιωπηρά από την άβυσσο του πουθενά και φωλιάζει βαθιά στα σωθικά (εκεί που απέτυχαν να φωλιάσουν οι αρετές του Χριστιανισμού), οδηγώντας τον άνθρωπο σε πράξεις βασανιστικές και αιματοβαμμένα αποτρόπαιες. Πράξεις που μερικές φορές μοιάζουν τόσο πολύ ανθρώπινες και οικείες που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τη φύση από την οποία πηγάζουν. Το κακό βέβαια σε αυτή την ταινία δεν μπορεί να υποταχθεί, ούτε καν να ελεγχθεί από τη φλόγα και τη δύναμη του ιερού, μοιάζει να μη μας έχει καν ανάγκη και, κάποια στιγμή, το ίδιο σιωπηρά όπως μας πλησίασε, θα μας αφήσει πίσω στην απομόνωση του μικρόκοσμού μας.

Και είναι κάπου εκεί, λίγο πριν το τρίτο μέρος της ιστορίας, όπου ο Perkings σταματάει να αναζητά της απαντήσεις που περικλείουν τα κορίτσια της ιστορίας και σου αποκαλύπτει αυτό που με μαεστρία σου έκρυβε όση ώρα εσύ αναρωτιόσουν, ενώ η ταινία παίρνει μία αναπάντεχη και ακόμα πιο σκοτεινή τροπή. Βλέπεις, ο άνθρωπος δεν χρειάζεται κολασμένα δαιμόνια και φτερωτούς αγγέλους που θα του υποδείξουν πώς να εξαπολύσει το κακό ή το καλό προς τον κόσμο που τον περιβάλλει. Μια αφορμή χρειάζεται μόνο, μια ευκαιρία για να γεμίσει την ψυχή του και να την μετατρέψει από ανούσια σε σημαίνουσα, γι’ αυτόν, αναγκαιότητα. Βέβαια, ως θεατές και πρωταγωνιστές της ζωής δεν χρειαζόμαστε κάποια ταινία για να μας το πει αυτό, χρειαζόμαστε όμως που και που να το υπενθυμίζει, αφού πολλές φορές αναζητούμε τις αιτίες εκεί που δεν υπάρχουν και προσπαθούμε μάταια να δικαιολογήσουμε όσα δεν δύνανται να δικαιολογηθούν. Από την άλλη, δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που μια ταινία προσπάθησε να αγκαλιάσει με τόσο πεσιμισμό την ανθρώπινη φύση. Μου αρκεί όμως που δε διστάζει να το κάνει και ταυτόχρονα με κάνει να αναρωτιέμαι με πόσες μαχαιριές πεθαίνει το ανθρώπινο κορμί.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

The Beatles: Eight Days a Week - The Touring Years (2016)


Όσο κι αν μιλήσει κάποιος για τους Bealtes νομίζω δε θα είναι αρκετό. Βλέπεις, υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που όσες φορές κι αν δεις ή ακούσεις κάτι γι’ αυτούς, ποτέ δε θα μπορέσεις να ικανοποιηθείς. Θα θέλεις ακόμα περισσότερο, ακόμα μια φορά να τους δεις να παίζουν τα αγαπημένα σου κομμάτια live στη σκηνή. Οι Beatles ανήκουν σε μια κατηγορία συγκροτημάτων που δεν κατάφεραν απλώς να αγγίξουν την επιτυχία της εποχής τους αλλά και κάθε επόμενης που έρχεται, αφού η κληρονομιά που έχουν αφήσει πίσω τους οι τέσσερεις μουσικοί δεν εξαντλείται, δεν χορταίνεται και φυσικά δεν μπορεί να ηττηθεί από την πάροδο του χρόνου. Κάπως έτσι, εμείς που ζούμε σήμερα πενήντα-εξήντα χρονιά μπροστά, μπορεί να μην έχουμε πια την ευκαιρία να τους απολαύσουμε επί σκηνής, μπορούμε όμως να αντικρίσουμε το μεγαλείο τους μέσα από ντοκιμαντέρ σαν κι αυτό εδώ. Το ξέρω, δεν είναι κάτι σπουδαίο να παρακολουθείς κάτι όμορφο μέσα από μια οθόνη, αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό μπορούμε να έχουμε στην εμπειρία μιας συναυλίας. Για όλα τα υπόλοιπα θα υπάρχουν πάντα τα τραγούδια.

Η ταινία του Ron Howard, ξεκινάει με ένα βίντεο των Σκαθαριών όπου παίζουν ζωντανά το She Loves You στο ABC cinema του Manchester το 1963 κι αυτό που γίνεται πρώτα από όλα αντιληπτό είναι οι φρενήρεις αντιδράσεις του κοινού που τους παρακολουθεί. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνεντεύξεις και κυρίως ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος την περίοδο 1963-1966, με το βάρος να πέφτει στα γράμματα των κοριτσιών, στις αφηγήσεις των περιστατικών, στις εμφανίσεις στην τηλεόραση (πόσο υπέροχο μέσο για να δεις ό,τι αγαπάς, χωρίς να μπορείς να το αγγίξεις) και κυρίως στις μεγάλες συναυλίες που έδωσαν οι Beatles εκείνη την περίοδο. Όλα αυτά μέσα σε μια περίοδο δύσκολη και ψυχολογικά απαιτητική όπου ο κόσμος (όπως και σήμερα;) μοιάζει να έχει την ανάγκη από κάπου να πιαστεί.

Μπορεί να άλλαξαν πολλά τα τελευταία χρόνια στη μουσική βιομηχανία, μπορεί τα είδη να εξελίχτηκαν όπως κανένας δε μπορούσε να προβλέψει, αυτό όμως που ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξει είναι το πάθος των αφοσιωμένων ακροατών. Ακροατών ανεξαρτήτου ηλικίας, γεωγραφικής διεύθυνσης και μουσικής προτίμησης, ακροατών που είτε λατρεύουν τους Beatles, είτε τη Maria Callas είτε τους Slayer, κάθε φορά που βρίσκονται κοντά στο ίνδαλμα τους θα είναι έτοιμοι να κάνουνε χαμό. Αυτή είναι μια ταινία για όλους αυτούς τους ανθρώπους και το πάθος που χαρακτηρίζει τις στιγμές που βλέπουν το αγαπημένο τους συγκρότημα να παίζει ζωντανά. 

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Supersonic (2016)


Στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας είναι λίγες οι φορές που από το πουθενά εμφανίστηκε ξαφνικά ένας καλλιτέχνης ή ένα συγκρότημα που κατάφερε να κατακτήσει σε χρόνο αστραπιαίο τόσο τα μουσικά τσαρτ όσο και τις καρδιές των ακροατών. Είναι λίγες οι φορές που οι καλλιτέχνες αυτοί δεν ήταν φτηνά προϊόντα της ίδιας της βιομηχανίας, φούσκες που δεν είχαν τίποτα το ουσιαστικό να προσφέρουν, αλλά καθημερινοί άνθρωποι που με την έμπνευση, το μεράκι και κυρίως τη σκληρή δουλειά τους, προσπάθησαν να βγάλουν από μέσα τους αυτό που θα τους έκανε να νιώσουν ζωντανοί και να επικοινωνήσουν με όσο περισσότερο κόσμο μπορούσαν. Ένα από αυτά τα συγκροτήματα είναι και οι Oasis, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τα αδέρφια Gallagher στο Manchester του 1991 και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να κατακτήσουν τις ψηλότερες κορυφές, με τον κόσμο να τους κοιτά και να τους αποθεώνει.

Στο ντοκιμαντέρ του Mat Whitecross (The Road to Guantanamo, Sex & Drugs & Rock & Roll), η ιστορία ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια συγκρότησης και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ίδια η μπάντα και περνάει μέσα από τις αντιξοότητες, τις παρέες, τις αμέτρητες ουσίες και τους έντονους καυγάδες, καταλήγοντας, λίγο πριν ολοκληρωθούν τα πρώτα πέντε χρόνια πορείας, σε μια από τις μεγαλύτερες συναυλίες που έδωσαν ποτέ οι Oasis, στο Knebworth, μπροστά σε 250.000 τρελαμένους οπαδούς τους. Μέσα σε αυτές τις δύο ώρες τεκμηρίωσης, ο σκηνοθέτης δε θα εστιάσει στα τραγούδια, τις επιτυχίες, τους έξυπνους στίχους και τις εκατομμύρια πωλήσεις (οι λίγο μεγαλύτεροι θυμούνται πώς το “Champagne Supernova” όρισε χιλιάδες νεανικούς έρωτες εκείνη την εποχή). Περισσότερο θα ενδιαφερθεί για τους ίδιους τους δημιουργούς, το πόσο αυτοί επηρεάστηκαν από τη μουσική σκηνή την οποία εν μέρει δημιούργησαν και τον (σωστό ή λάθος) τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν τη γρήγορη επιτυχία τους.

Το Supersonic είναι έξυπνο, καλοφτιαγμένο, αναπνέει νεανικό αέρα και κεντρίζει το ενδιαφέρον, όχι μόνο όσων λατρεύουν την Britpop και κατ’ επέκταση τους Oasis, αλλά κυρίως όσων ενδιαφέρονται να ρίξουν μια πιο εσωτερική ματιά σε ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα των τελευταίων χρόνων. Μια ματιά που πέφτει επάνω στις αυτοκαταστροφικές προσωπικότητες ανθρώπων που κατάφεραν να γράψουν τη δική τους ιστορία, γράφοντας παράλληλα ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια στην μουσική των 90’s. Και ξέρεις, δεν είναι δα και τόσοι πολλοί αυτοί που έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

The Void (2016)

“There’s a demon inside, Bloodlet it out,
Bloodlet it out, ‘Til you love me again”
(Munroe, 2015) 

Μέσα από τ’αχαρτογράφητα βάθη του ανθρώπινου παραλογισμού (που μετουσιώνονται σε κινηματογραφική επιθυμία και, μετά, εμπειρία) αναδύεται το ‘Void’, το οποίο, αφού δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες πρωτοτυπίας μέσα από το σενάριό του, προσπαθεί να διεκδικήσει μια θέση στο πάνθεον του φανταστικού σινεμά, κυρίως μέσα από τον τρόπο αφήγησης και την κατασκευή του. Το αν το καταφέρνει ή όχι, εξαρτάται αποκλειστικά από την ανοχή των λάτρων του είδους, αφού γι’ αυτούς και μόνο φαίνεται να προορίζεται. Άλλωστε το σινεμά του φανταστικού μοιάζει να συγχωρεί πολλά και να επαινεί ακόμα περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο είδος, σε κάθε κατασκευή που φαίνεται να πάσχει σε αρκετά σημεία αλλά διαθέτει τις κατάλληλες αρετές για να το απολαύσεις.

Ταινίες σαν το ‘Void’ αξίζει να μνημονεύονται γιατί έχουν το θάρρος και τολμάνε να βαδίσουν σε δύσβατα μονοπάτια, κάτι που οφείλεται κυρίως στους δύο τρελαμένους δημιουργούς του. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κύριοι Gillespie και Kostanski είναι αφοσιωμένοι κινηματογραφόφιλοι, αγαπάνε το φανταστικό σινεμά – κυρίως της δεκαετίας των 80’s (οι στα όρια της κλοπής επιρροές δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν εδώ, αφού αναγνωρίζονται εύκολα με την πρώτη ματιά) – και σε αυτό φαίνεται να θέλουν να επενδύσουν, αφού, όπως και σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής, η κατανάλωση χωρίς δημιουργία δεν οδηγεί πουθενά.

Στημένο με μεράκι, προσήλωση στο σκοτάδι, απολαυστικά practical effects (τα οποία πάντα θα κερδίζουν με διαφορά τη μάχη με τα άψυχα cgi των υπολογιστών) και με μια σχετική περιρρέουσα αναρχία στην πλοκή, το ‘Void’ ακολουθεί μια ομάδα επαρχιωτών που παγιδεύονται σε ένα υπό εγκατάλειψη νοσοκομείο της περιοχής και απειλούνται από μια ομάδα αιρετικών, ντυμένων με άσπρα σεντόνια κι ένα μαύρο τρίγωνο στην περιοχή του προσώπου – σύμβολο ενός απροσδιόριστου κακού που μοιάζει να κυριαρχεί υπόγεια στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, και χωρίς καμία εξήγηση, μέσα στο ίδιο το νοσοκομείο αρχίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα των κόσμων που έχει πλάσει η ανθρώπινη φαντασία (επίγειων, ουράνιων και κολασμένων). Κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι αυτό που παρακολουθείς δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ακατανόητη ταλάντευση ανάμεσα στη βίαιη πραγματικότητα και την αρρωστημένη φαντασία που πλάθει το μυαλό, μια ταλάντευση που ξεκινάει από αυτό που προσπαθείς να κατανοήσεις και καταλήγει σε έναν never-ending αιματοβαμμένο εφιάλτη για τους ήρωες της ιστορίας.

Η ιστορία ξεκινάει απίθανα, χτίζοντας ένα μυστήριο που σε κεντρίζει και σε κάνει να αναρωτιέσαι. Η συνέχεια εξελίσσεται μέσα σε μια αινιγματική ατμόσφαιρα η οποία εισάγει απειλητικές φιγούρες που προκαλούν τον τρόμο, ενώ αρκετά νωρίς περνάει σε body-horror εξάρσεις, καταδύεται σε ένα υπόγειο γεμάτο ζωντανά πτώματα και, τελικά, χάνεται μέσα σ’έναν κυκεώνα κρεουργημένης σάρκας και ονείρων από έναν άλλο κόσμο – εκεί όπου ο ομφάλιος λώρος της μητέρας δίνει ζωή σε πλάσματα από το υπερπέραν. 

Αυτό που ίσως ενοχλήσει κάποιους είναι η έλλειψη μιας ουσιαστικότερης ερμηνείας των όσων συμβαίνουν, η οποία θα ωθούσε την ταινία σε ένα ψηλότερο σκαλοπάτι και θα χρησιμοποιούσε τα όμορφα εξωτερικά χαρακτηριστικά για κάτι πραγματικά πνευματώδες. Αντίθετα, όμως, τα όσα περίεργα συμβαίνουν μένουν μετέωρα χωρίς ίχνος δικαιολόγησης, οπότε και οι προθέσεις των δημιουργών τίθενται υπό αμφισβήτηση. Κάπως έτσι το Void παραμένει χαμένο μέσα στην άβυσσο την οποία υπηρετεί, σαν ένα εφιαλτικό παραμύθι εγκλωβισμένο μέσα στο χρόνο και το χώρο. Από την άλλη, βέβαια, ως λάτρεις τέτοιων ελλειπτικών, σχεδόν ακρωτηριασμένων ιστοριών, μπορούμε να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη και να χρησιμοποιήσουμε την περιορισμένη αφήγηση της πλοκής ως ένα εργαλείο για τη δημιουργία μιας ολότελα δικής μας προσέγγισης της ιστορίας. Μπορούμε έτσι να δώσουμε τη δική μας ερμηνεία στην αλλοιωμένη πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται στην οθόνη, να έρθουμε κοντά στο Κενό και να το αναγνωρίσουμε ως ένα μικρό διαμάντι του cosmic horror subgenre. Αν, φυσικά, υπάρχει κάτι τέτοιο.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Mary and Max (2009)


Τα αστέρια μοιάζουν να έχουν πάντα μια δική τους λογική. Θα έπαιρνα όρκο πως τα συναισθήματα δεν έχουνε καμία. 

Στην αέναη αναζήτηση της ευτυχίας, της χαράς και της εύθραυστης προσωπικής σου ευφροσύνης θα συναντήσεις τους ανθρώπους. Θα έρθεις κοντά και θα γνωρίσεις τους ανθρώπους της γειτονιάς, του περιθωρίου, του πεζοδρομίου, των πανεπιστημιακών αιθουσών και του αχανούς (και αφανούς) διαδικτύου, ανθρώπους μορφωμένους και ανθρώπους ευγενικούς, ανθρώπους που θα σε κοιτάξουν με βλέμμα καχύποπτο και σκεπτικό και άλλους που απλώς θα σου σκάσουν ξαφνικά ένα αυθόρμητο χαμόγελο και θα συνεχίσουν το δρόμο τους, χωρίς να σου ζητήσουν το παραμικρό αντάλλαγμα.. Μέσα σε αυτόν τον αδυσώπητο λαβύρινθο της αστικής πολυκοσμίας, θα έρθεις σε επαφή με τους ανθρώπους τους απλούς και τους ανθρώπους τους περίπλοκους, τους ανθρώπους της δουλειάς, της τεμπελιάς, του βάρβαρου ρεαλισμού και του αβάσταχτου ρομαντισμού, οι οποίοι κοιτάνε τα αστέρια και πιστεύουνε στ’ αλήθεια ότι μια μέρα θα τα κατακτήσουν. Δεν είναι κακό να είσαι φιλόδοξος ονειροπόλος, αφού και από ένα και μόνο αστέρι να πιαστείς, πάλι θρίαμβος θα είναι. 

Με όλους αυτούς τους ανθρώπους θα βρεθείς, θα συνομιλήσεις, θα γελάσεις και θα κλάψεις, θα κοιταχτείς αδιάφορα και θα κοιταχτείς με λαχτάρα. Με κάποιους θα πιαστείς στα χέρια και με κάποιους άλλους θα αγαπηθείς, με κάποιους θα μοιραστείς καυγάδες και με άλλους θα μοιραστείς φιλιά απρόσμενα και φιλιά μοναδικά. Mε κάθε έναν από αυτούς που θα βρεθεί στο δρόμο σου, θα μοιραστείς τις στιγμές που, όσο κι αν δεν το πιστεύεις, θα μείνουν για πάντοτε δικές σας - είτε τις διηγείσαι με περηφάνια σε κάποιον που θα σταθεί για λίγο δίπλα σου, είτε τις κρατήσεις για πάντα μυστικές σε κάποιο μέρος που κανένας δεν θα μπορεί να ανακαλύψει. Όπως ένα αθώο, μικρό (ή μεγαλύτερο) και κρυφό κομμάτι λαχταριστή σοκολάτα. 

Όλες αυτές οι σχέσεις που δημιουργούνται είναι λίγο πιο δύσκολες από τις μαθηματικές εξισώσεις με περίεργα πρόσημα και άγνωστους συντελεστές. Είμαστε, βλέπεις, πολύπλοκες ψυχές που περιφερόμαστε ανάμεσα σε καταστάσεις που πιστεύουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν μπορούμε καν να τις διαχειριστούμε με επιτυχία, αφού τις περισσότερες φορές δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε αυτά που κρύβονται πίσω από τις κινήσεις και τα βλέμματα των διπλανών μας. Μέσα σ’ αυτήν την εύθραυστη οντότητά μας, σ’ αυτόν τον κόσμο που θέλουμε να μας ανήκει (και γι’ αυτό αδιάκοπα τον διεκδικούμε), αναζητούμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε τις ανασφάλειες και την κρυφή μας ομοφοβία,προσμένοντας έτσι μια πνευματική ηρεμία που φυσικά δεν έρχεται ποτέ. Αναζητούμε εκείνον (ή εκείνη) που θα μπορέσει να έρθει κοντά για να μας σώσει, έναν φίλο πραγματικό ή φανταστικό που θα έρθει για λίγο να μας χαρίσει μερικές μονάχα στιγμές ανθρώπινης ειλικρίνειας. Όχι για να μας δώσει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα περιωπής, αλλά για να σταθεί για λίγο κοντά και παρέα να λύνουμε έναν-έναν τους γρίφους που απλόχερα κερνάει η καθημερινότητά μας. 

Έναν τέτοιο φίλο αναζητά και η μικρή Mary και τον βρίσκει τυχαία στο πρόσωπο, ή καλύτερα στην ρημαγμένη προσωπικότητα, του μεγαλύτερου Max. Εκείνη είναι ένα βαθυστόχαστο, επίμονο και πεινασμένο για μελέτη παιδί που κοιτάζει τον κόσμο με μάτια αχόρταγα και καφετιά, προσπαθώντας να τον κατανοήσει. Εκείνος είναι ένας μοναχικός, σχεδόν καταθλιπτικός μεσήλικας, χωρίς οικογένεια και φίλους, που μέσα στην μοναξιά και την ασημαντότητα τού διαμερίσματός του έχει ξεμείνει από πάθη και φιλοδοξίες. Οι δυο τους ξεκινάνε μια σχέση δι’αλληλογραφίας που θα αλλάξει τις ζωές τους ανεπίστροφα. Αυτή η εξ αποστάσεως σχέση καταφέρνει και γεμίζει τους δύο με υπέροχες και χαμογελαστές στιγμές άγχους και ειλικρίνειας, αφού αν με ρωτάς θα σου πω πως η αλληλογραφία με έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζεις μπορεί να είναι ένα υπέροχο γεγονός στη ζωή σου. Όχι γιατί σου προσφέρει περισσότερη ασφάλεια, αλλά γιατί αυτά που βγαίνουν από μέσα σου, αυτά που γράφεις και αυτά που αβίαστα θέλεις να εκμυστηρευθείς, τις περισσότερες φορές κρύβουν περισσότερη αλήθεια από όλα εκείνα που θα συζητήσεις με κάποιον που έτυχε να βρίσκεται κοντά σου. 

Η ταινία διαδραματίζεται μεταξύ Αυστραλίας και Νέας Υόρκης κάπου κοντά στο 1976. Θα μπορούσε κάλλιστα όμως να είναι μια ιστορία στον Καναδά του 1990, στην Κίνα του 1950 ή στην Ελλάδα του 2015. Απαντήσεις φυσικά δεν θα πάρεις από τον Elliot για ό,τι σε απασχολεί σε τούτη τη ζωή - αυτές θα πρέπει να τις αναζητήσεις μόνος σου. Όπως όμως όλες οι μεγάλες ιστορίες πράττουν, έτσι και αυτή ιχνηλατεί ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα, αναζητά τις ρημαγμένες από έναν μπερδεμένο κόσμο ανησυχίες και χαρές και σε φέρνει αντικριστά με ένα stop-motion animated ορυμαγδό γλυκόπικρου συναισθηματισμού. Με έναν βαθιά ανθρώπινο και ακραιφνή τρόπο, θα σου μιλήσει για τη σχέση των δύο αυτών χαρακτήρων, που, όπως όλες οι σχέσεις, έχει τα πάνω της και τα κάτω της, έχει στιγμές εντυπωσιακές και στιγμές αδιάφορες. Θα σου μιλήσει για μια σχέση που τελικά δοκιμάζεται, περνώντας από ατίθασες βουνοκορφές και μανιασμένα κύματα με στόχο να εδραιωθεί. Κάπως έτσι το μυαλό μπαίνει σε περιπετειώδεις σκέψεις. 

Στην αναζήτηση της αληθινής, αλησμόνητης και ειλικρινούς φιλίας θα γνωρίσεις τη χαρά. Και όπως συμβαίνει με όλες τις φιλίες που δεν κρύβουν από πίσω τους δόλο, στην αρχή θα είσαι λιγάκι επιφυλακτικός και συγκρατημένος, στη συνέχεια όμως και μέσω της τριβής (πνευματικής, όχι σωματικής) μια αμυδρή σχέση εμπιστοσύνης μπορεί να γεννηθεί. Θαρρώ πως είναι στο χέρι σου το αν θα προσπαθήσεις να κάνεις αυτή τη σχέση να αναπτυχθεί σε κάτι ουσιαστικότερο του προσωρινού ή θα σφάλεις με κάποιον μικρό ή μεγαλύτερο τρόπο, αδυνατώντας να κατανοήσεις τη σημασία της ευκαιρίας. Είναι που καμιά φορά παρεξηγούμε κιόλας, πληγώνοντας, θυμώνοντας, απογοητεύοντας και φέρνοντας σε δύσκολη θέση αυτόν που έδειξε για λίγο ότι νοιάζεται, χωρίς καν να μας έχει δοθεί το παραμικρό δικαίωμα. 

Μέσα από κάθε σχέση, κάθε συνομιλία και κάθε αβάσταχτο καημό, οι άνθρωποι είναι αυτοί που πρωταγωνιστούν και οι άνθρωποι είναι αυτοί που δίνουν τη λύση. Άνθρωποι ανέμελοι και βιαστικοί, άνθρωποι που βλέπεις καθημερινά από το παράθυρό σου και άλλοι που δε θα συναντήσεις ποτέ. Άνθρωποι που περιμένουν, που ελπίζουν και άλλοι που προσπαθούν - ξανά, ακόμα κι αν είναι να αποτύχουν. Άνθρωποι που κάνουν συνήθως το σωστό και άλλοι που κάνουνε λάθη- όχι γιατί έχουνε κακή πρόθεση, αλλά γιατί η φύση τους έπλασε γεμάτους με ατέλειες. Είναι οι άνθρωποι που πληγώνουν και πληγώνονται, τις περισσότερες φορές χωρίς να το αξίζουν. Είναι οι άνθρωποι που συγχωρούν και συγχωρούνται, γιατί τις περισσότερες φορές, αλήθεια, το αξίζουν. Άνθρωποι που αναγνωρίζουν την αξία και τη σπανιότητα της φιλίας και της χαράς που αυτή σου δίνει, που παλεύουν και συγχωρούν, που προτιμούν να επιμείνουν, όχι για να είναι τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά για να βρίσκονται δεκάδες χιλιόμετρα χώρια, κι όμως να αισθάνονται ότι αναπνέουν δίπλα-δίπλα. Άνθρωποι που, κι αν έτσι τα φέρει η ζωή και πρέπει να αποχωριστούν, επιλέγουν να φύγουν σιωπηλά, όχι με δάκρυα στα μάτια, αλλά με ένα μικρό, γαλήνιο χαμόγελο, ζωγραφισμένο στα χείλη.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Late Phases (2014)


Το Late Phases είναι μια παλιομοδίτικα κατασκευασμένη μεταμεσονύχτια ταινία τρόμου με λυκανθρώπους, σαν εκείνες που έφτιαχναν οι μερακλήδες τουλάχιστον 30 χρόνια πριν. Ίσως να ποντάρει λιγότερο στον τρόμο και περισσότερο στο χαρακτηριστικό του παλιομοδίτικου, αλλά στη σημερινή εποχή του αδηφάγου cgi και των αδιάφορων, ψυχρών και, τελικά, άψυχων ψηφιακών εφέ, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αποδεκτό και φυσικά αρκούντως απολαυστικό. Ωστόσο η ιστορία προσπαθεί να σου μιλήσει για τόσα παραπάνω από τα προφανή, που οι λύκοι, τα τέρατα και η πανσέληνος καταλήγουν να είναι δευτερεύουσας σημασίας – όχι όμως και τα αίματα που βάφουνε αλύπητα τα κάδρα.

Η αγγλόφωνη ταινία του ισπανού Adrián García Bogliano ξεκινάει όταν ένας τυφλός βετεράνος του Βιετνάμ μεταφέρεται σε μια επαρχιακή κοινότητα για ηλικιωμένους. Ο Ambrose (Nick Damici) είναι ένας μοναχικός γερόλυκος που προσπαθεί να περάσει τον χρόνο που του απομένει με όση περισσότερη αξιοπρέπεια του αναλογεί, αντιλαμβανόμενος και αποδεχόμενος την μοναξιά που χαρακτηρίζει τις στιγμές των γηρατειών που του χτυπούν την πόρτα. Έχοντας ως μοναδικό φίλο ένα πιστό σκύλο που είναι πάντα η σκιά του («Shadow») προσπαθεί να διαχειριστεί και να συμφιλιωθεί με την πρόσφατη απώλεια της γυναίκας του. Δεν είναι φυσικά ένας ανήμπορος γεροξεκούτης, αλλά ένας ενοχλητικός, αντικοινωνικός, σε στιγμές αγενής (με όσους αξίζουν να είσαι αγενής μαζί τους) άντρας, ο οποίος έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και ξέρει ακριβώς τι συμβαίνει γύρω του κάθε στιγμή που περνάει. Για την ακρίβεια θα λέγαμε ότι μέσα από τη στωικότητα του χαρακτήρα του «βλέπει» πολλά περισσότερο από όσα ο περίγυρός του αντιλαμβάνεται, κι ας έχει χάσει προ πολλού την αίσθηση της όρασης. Γι’ αυτό και δε διστάζει, όταν χρειαστεί, να τα βάλει με όλους, ακόμα και με τους θεοσεβούμενους ιερείς (αφού ένας άνθρωπος μπορεί να κρύψει πολλά κάτω από μια στολή).

Για έναν τέτοιο άνθρωπο ο συμβιβασμός δεν είναι κάτι που μπορεί να επιλέξει, ωστόσο προσπαθεί, ακόμα κι όταν δεν του είναι ευχάριστο, να μη γίνεται ένα ανυπόφορο βάρος για το μοναχογιό του - έναν γιο με τον οποίο διατηρεί μια σχέση έντασης που κυμαίνεται ανάμεσα στην αγάπη, την αμφισβήτηση, το δισταγμό και την απαίτηση. Δεν είναι για να απορείς, καθώς είναι αρκετοί οι πατεράδες που συντηρούν μια τέτοιου είδους σχέση με τους γιους τους και αυτό είναι κάτι που ο Bogliano φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά, γι’ αυτό και κινηματογραφεί τους δύο άντρες με συνομιλίες, συναισθήματα και βλέμματα που κόβουν την ατμόσφαιρα σε χίλια μύρια αγιάτρευτα κομμάτια.

Σε αυτή την μοναχική κοινότητα όπου το ανώτατο όριο ταχύτητας ορίζεται στα 25χλμ/ώρα, οι άνθρωποι μεταβαίνουν στη δύση της ζωής τους για να πεθάνουν ο ένας δίπλα στον άλλο και κάποιος επιτέλους να δείξει ότι νοιάζεται. Ο Ambrose δεν ενδιαφέρεται να κάνει τον οποιοδήποτε να νοιαστεί. Αντίθετα, επιχειρεί να έρθει κοντά στον απομακρυσμένο του γιο κι εκεί έγκειται όλο το συναισθηματικό βάρος της ταινίας. Μιας ταινίας που αποκαλύπτει τις αιματηρές της προθέσεις μόλις στα πρώτα 14 λεπτά όπου γίνεται και η πρώτη επίθεση του λύκου, χωρίς όμως κάποιος από την κοινότητα να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιστατικό. Και αυτό γιατί τα θύματα δεν είναι κάποιοι νεαροί που χάθηκαν στο δάσος, αλλά ηλικιωμένοι που δύσκολα θα λείψουν από κάποιον. Η συνέχεια αφήνεται στους ήρωες, ώστε να διατηρήσουν, να αναπτύξουν ή να εξομαλύνουν τις σχέσεις μεταξύ τους - κυρίως ο Ambrose με τον από καιρό απομακρυσμένο του γιο.

Κάπως έτσι, καθώς οι επιθέσεις των λύκων αυξάνονται, κάποιοι σκίζουνε τις σάρκες τους για να μεταμορφωθούν σε κτήνη (σε μερικές από τις ωραιότερες μεταμορφώσεις ανθρώπου σε λύκο των τελευταίων ετών) και κάποιοι άλλοι γίνονται κομμάτια για να θρέψουν τη αχόρταγη μανία που προκαλεί το φεγγαρόφως. Ανάμεσα σε αυτούς, υπάρχουν και εκείνοι, οι σιωπηλοί, περήφανοι και ταπεινοί, που δεν περιμένουν μια ουρανοκατέβατη άφεση για να συγχωρεθούν, αλλά με όση τόλμη τους έχει απομείνει διεκδικούν περήφανα την αξιοπρέπεια που τους έχουνε στερήσει. Διεκδικούν το κομμάτι εκείνο της ζωής που θα χαρίσει το από καιρό χαμένο νόημα στις τελευταίες τους στιγμές και θα μετατρέψει τον λιγοστό χρόνο που τους έχει απομείνει από παγωμένα ασήμαντο σε ονειρικά λυτρωτικό.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Después de Lucía (2012)


Υπάρχουν ταινίες που σε ταξιδεύουν σε τόπους εξωτικούς κι ονειρεμένους, δημιουργώντας σου χαρούμενα συναισθήματα που σε κάνουν να χαίρεσαι και να χαμογελάς. Υπάρχουν όμως και ταινίες που ενώ κατασκευάζονται σε κάτι τέτοιους τόπους, καταφέρνουν μέσα από τη θεματική τους να σου προκαλέσουν έναν κόμπο στο στομάχι, όχι γιατί αυτό που βλέπεις στην οθόνη είναι ακραία σοκαριστικό, αλλά γιατί γνωρίζεις ότι μέσα στη μυθοπλασία εμπεριέχονται αλήθειες που λίγοι θα σου διηγηθούν. Με αυτό τον τρόπο, οι ταινίες αυτές σε φέρνουν αντιμέτωπο με την πραγματική ζωή, με στιγμές που είτε έχεις ζήσει και θέλεις να ξεχάσεις σαν ένα κακό όνειρο, είτε εύχεσαι να μη σου τύχουνε ποτέ. Μετά από αυτές, υπάρχουν και οι ταινίες σαν την ‘Lucia’, οι οποίες παίρνουν φόρα και σε χτυπούν με δύναμη στα μούτρα.

Η ταινία του μεξικανού Michel Franco είναι μια σκόπιμα σκληρή ιστορία που σου μιλάει για την απώλεια, το θρήνο που αισθάνεται κάποιος όταν έχει χάσει αυτόν που αγαπάει και την οδύνη με την οποία φορτώνεται όταν πρέπει να προχωρήσει παρακάτω. Σε πρώτο πλάνο συναντάμε τον Roberto και την έφηβη κόρη του Alejandra. Οι δυο τους, μετά το θάνατο της μητέρας της οικογένειας σε αυτοκινητικό δυστύχημα – μια γυναίκα που δεν γνωρίζουμε ποτέ (η Lucia του τίτλου, ίσως;), μετακομίζουν σε μια καινούρια και άγνωστη κωμόπολη του Μεξικού. Η μοναξιά τους είναι φυσικά αδιανόητα επώδυνη, όπως επίσης και το ασήκωτο βάρος της θύμησης της χαμένης μητέρας. Ωστόσο, βλέπεις τους δύο τους να παλεύουν σιωπηλά όταν βρίσκονται μαζί, αναγνωρίζοντας ότι αν κάτι έχουν περισσότερο ανάγκη είναι ο ένας την παρουσία και τη δύναμη του άλλου.

Είναι θαυμαστός ο τρόπος που ο Franco κινηματογραφεί τη σχέση πατέρα και κόρης, από την ευαισθησία που ακτινοβολούν οι μικρές αλλά σημαντικές στιγμές της καθημερινότητας, μέχρι τον τρόπο που κοιτάζονται στα μάτια και λένε την αλήθεια, ακόμη κι όταν ξέρουν ότι κάπου έχουν σφάλει. Οι δύο αυτοί ήρωες που διασταυρώθηκαν με την ασχήμια και τη φρίκη της ζωής, κουβαλούν αθόρυβα τα τραύματά τους και προσπαθούν να ενσωματωθούν αρμονικά σε ένα νέο κοινωνικό σύνολο. Ο Roberto, ως σεφ που είναι, πιάνει δουλειά σε ένα μικρό και ασήμαντο εστιατόριο (περισσότερο ως λύση ανάγκης και όχι επιλογής), ενώ η Alejandra βρίσκεται σε ένα νέο σχολικό συγκρότημα, προσπαθώντας να προσαρμοστεί με τους καινούριους της συμμαθητές.

Όλα τα παραπάνω, όπως αποτυπώνονται λακωνικά στο πανί, είναι ένα κομμάτι μονάχα από τη γνωριμία δύο ανθρώπων με τη νοσηρή πλευρά της ζωής και τη διαχείριση των συναισθημάτων που προκαλεί ένας αιφνίδιος και άδικος θάνατος στους κόλπους μιας μικρής οικογένειας. 

Από ‘κει κι έπειτα φανερώνεται το τέρας.

Είναι ένα τέρας άσχημο, αχόρταγο και πολύ καλά κρυμμένο στους κόλπους του κοινωνικού συνόλου. Είναι ένα τέρας που, αν κάνεις το λάθος και το αφήσεις να αναπτυχθεί, θα σε κατασπαράξει κι εσένα χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό. Το φαινόμενο του bullying, βλέπεις, δεν είναι προνόμιο μονάχα του Μεξικού, της Ελλάδας ή άλλων μεμονωμένων περιοχών του πλανήτη. Είναι μια μάστιγα που ξεκινάει δειλά-δειλά από το σπίτι και εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς στις αίθουσες και στις αυλές των σχολείων, ενώ από εκεί περνάει στις γειτονιές ολόκληρου του κόσμου.

Μετά από ένα αθώο πάρτι και μια αυθόρμητη ερωτική συνεύρεση, η Alejandra νιώθει το τέρας να της επιτίθεται. Δέχεται την αναίτια κακοποίηση και τον εξευτελισμό από το σύνολο των συμμαθητών της, οι οποίοι αποκαλύπτουν ότι έψαχναν απλώς ένα θύμα για να ξεσπάσουν την οργή τους. Δεν χρειάζεται πάνω από μια κάμερα σε ολόκληρη την ταινία για να σου δείξει ο Franco την ανελέητη ενδοσχολική ψυχολογική και σωματική βία που δέχεται αυτό το κορίτσι, με τη ντροπή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό να γιγαντώνει το φόβο της αποβολής, όχι μόνο από το σχολείο αλλά κι από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η Alejandra απομονώνεται από το περιβάλλον της (όπου οι καθηγητές είναι εντυπωσιακά απόντες) και σιωπά, θεωρώντας ότι δέχεται τις συνέπειες των πράξεών της, όταν στην πραγματικότητα δέχεται την απρόκλητη βαρβαρότητα των συμμαθητών της, συμμαθητών που είναι αρκετά μεγάλοι για να χρειάζονται συνεχή επιτήρηση αλλά και πολύ νέοι για να έχουν συναίσθηση των πράξεών τους.

Γνωρίζεις, βέβαια, ότι οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν βάρβαροι. Η βαρβαρότητά τους, όμως, δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αφού υποβόσκει κάτω από την εικόνα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να φανερωθεί. Φυσικά κανένας δεν γεννήθηκε βάρβαρος, έγινε όμως στην πορεία της ζωής από τις διδαχές μιας κοινωνίας που μοιάζει να έχει δυσανεξία στην ευγένεια και τη λογική. Είναι η ίδια κοινωνία στην οποία ανήκουμε όλοι και κάπως έτσι το σινεμά μιας χώρας γίνεται σινεμά παγκόσμιο. Ένα σινεμά που δεν σου μιλάει απλώς για το φαινόμενο, αλλά σε φέρνει αντιμέτωπο με μια αλήθεια που δύσκολα φανερώνεται, αντηχώντας με ευλάβεια τα γεγονότα της τραγωδίας ενός και κάθε Βαγγέλη Γιακουμάκη. Νιώθεις έτσι την ανάγκη να ουρλιάξεις για ό,τι μπορεί να συμβαίνει (άλλωστε η σιωπή μπορεί να σε μετατρέψει σε συνένοχο, δεν το ‘ξερες;), αισθάνεσαι τη μοναξιά της Alejandra και, τελικά, έρχεσαι κοντά και γίνεσαι ένα μαζί της. Σε αυτήν την έξοχη και σκληρή συνάντηση κινηματογράφου και πραγματικότητας μπορείς να ακούσεις καθαρά το τέρας να βρυχάται, ενώ λίγο πριν την τραγική έκβαση της ιστορίας νιώθεις την ανάγκη να αποδράσεις και να φύγεις μακριά, την ανάγκη να αισθανθείς και πάλι ελεύθερος, κατακτώντας τη γαλήνη που σου χαρίζουν τα κύματα της θάλασσας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

It Follows (2014)


Έλα κοντά και δώσ’ μου μερικά φιλιά. Δεν θα σου ζητήσω κάτι παραπάνω, αν και θα ήθελα τα πάντα. Όχι μόνο τα φιλιά αλλά και τα χάδια που ξεχνάμε να χαρίσουμε, τα όμορφα λόγια που ξεχνάμε να πούμε και τις αγκαλιές που τόσο λαχταράμε ο ένας απ’ τον άλλο. Τα θέλω όλα αυτά και ακόμη περισσότερα. Όχι γιατί απ’αυτά πρέπει να διέπεται ένας αθώος και ειλικρινής έρωτας, αλλά γιατί είμαστε νέοι και αξίζει να έχουμε τα πάντα. Αξίζει να διεκδικούμε το καλύτερο ο ένας από τον άλλο, να βγάζουμε τον καλύτερό μας εαυτό και να τον δωρίζουμε σε εκείνον που μπορεί να τον εκτιμήσει. Να τον χαρίζουμε απλόχερα σε εκείνον τον άνθρωπο που μαζί του μπορούμε να περπατήσουμε στα δυσκολότερα μονοπάτια, να κατακτήσουμε ακόμα και τις πιο ψηλές κορυφές. Ο κόσμος όλος βρίσκεται εκεί έξω και, φυσικά, μας ανήκει ολοκληρωτικά. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε εμείς, σαν τρελοί κι ατίθασοι ονειροπόλοι, είναι να τον κοιτάξουμε όπως ακριβώς είναι και να τον διεκδικήσουμε με πάθος. Τόσο απλά.

Όμως εγώ θα σου ζητήσω μόνο μερικά φιλιά και θα περιμένω από εσένα το κάτι παραπάνω. Θα περιμένω το μυαλό να αφεθεί, οι καρδιές μας να αρχίσουν να χτυπάνε σαν τρελές και τα χείλη μας να νιώσουν πώς ζούνε κάτι μαγικό. Όχι γιατί αυτό είναι το αναμενόμενο να συμβεί, αλλά γιατί αν τα κορμιά μας δεν μιλήσουν παθιασμένα, αν δεν ιδρώσουμε όταν θα είμαστε μαζί, τότε κάτι δεν κάνουμε σωστά. Αν δεν νιώσουμε πώς είμαστε ένα την κατάλληλη στιγμή, τότε θα είμαστε για πάντα καταδικασμένοι. Αν όμως σταθούμε περήφανα ο ένας δίπλα στον άλλο, αν κάποια ανέμελη στιγμή πιαστούμε χέρι-χέρι και βαδίσουμε παρέα προς το άγνωστο, τότε ίσως και να πιστέψουμε για λίγο στην αθανασία. Κι αν είναι όλα μια υπόθεση τρελή, μια προσπάθεια που μοιάζει το ίδιο καταδικασμένη με όλους τους έρωτες που χάθηκαν στο χρόνο, τότε δεν θα έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Τουλάχιστον θα έχουμε προσπαθήσει. Θα έχουμε ζήσει τις στιγμές της συναισθηματικής μας ευφορίας, προσπαθώντας να κατακτήσουμε ακόμα και τους μεγαλύτερούς μας φόβους. Φόβους που, μη γελιέσαι, ακόμα κι αν μοιάζουν να είναι μακριά, φαίνεται να μας ακολουθούνε πάντα.

Όλα τα παραπάνω φαίνεται να μην συνάδουν με ένα κινηματογραφικό κείμενο για μια ταινία τρόμου, μοιάζουν όμως άρρηκτα συνδεδεμένα με τα πάθη και τις επιθυμίες των νεαρών πρωταγωνιστών μέσα σε αυτή. Επιθυμίες που μπορεί να μην εξομολογούνται ευθέως στην οθόνη, παραμένουν όμως κρυμμένες μέσα στα βλέμματα, τα λόγια και τις αντιδράσεις απέναντι σε ό,τι τους συμβαίνει. Άλλωστε η (κάθε) επιθυμία γεννάται πάντοτε από την έλλειψη κι αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει σε όποια χρονική στιγμή κι αν κοιτάξεις τις ζωές των ανθρώπων.

Η ταινία του David Robert Mitchell δείχνει από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα τα χαρακτηριστικά της, όταν μια ταραγμένη κοπέλα τρέχει έξω από το σπίτι της, προσπαθώντας από κάτι να ξεφύγει. Κάτι που εκείνη βλέπει αλλά εμείς ως θεατές όχι, κάτι που έρχεται προς το μέρος της και την πλησιάζει απειλητικά χωρίς κάποιος να αντιλαμβάνεται το παραμικρό, σ’ένα υπέροχο 360 μοιρών ευρυγώνιο πλάνο μιας αραιοκατοικημένης, ήρεμης και αθόρυβης γειτονιάς του Detroitt. Στη συνέχεια, η ίδια κοπέλα βρίσκεται νεκρή και μόνη σε κάποια επίσης ήρεμη, αθόρυβη και ερημική παραλία της περιοχής και, τότε, καταλαβαίνεις ότι η γαλήνη αυτού του τόπου έχει πλέον διαταραχτεί.

Η συνέχεια διατηρεί τα ίδια τρομακτικά χαρακτηριστικά (δανεισμένα από διάφορες περιόδους και δημιουργούς του σινεμά του φανταστικού, αφού ο ίδιος ο Mitchel είναι λάτρης του είδους) και τα χαρίζει απλόχερα στους νεαρούς πρωταγωνιστές της ιστορίας. Μιας ιστορίας που θέλει μια αγνώστου ταυτότητας και προέλευσης κατάρα να παίρνει μια διαφορετική κάθε φορά μορφή, να ακολουθεί συνεχώς και να κοιτάζει κατάματα το εκάστοτε θύμα της, με μοναδικό σκοπό το θάνατο. Ένα θάνατο που βλέπεις ότι πλησιάζει με αργό ρυθμό αλλά χωρίς σταματημό και μοναδική διέξοδο για το θύμα να περάσει την κατάρα σε κάποιον άλλο, απλώς κάνοντας μαζί του σεξ. Πολλά μπορείς να σκεφτείς εδώ και ο Mitchell σε αφήνει ελεύθερο να κάνεις όσους συνειρμούς και υποθέσεις θέλεις για τη νεανική σεξουαλικότητα, το τέλος της αθωότητας, την ενοχή του περιστασιακού έρωτα, τους κινδύνους που γεννοβολά η επιπολαιότητα και την αθανασία του πνεύματος μέσω της τεκνοποίησης.

Ό,τι κι αν φέρεις στο μυαλό σου, όπως κι αν συνδέσεις τη φανταστική αυτή ιστορία με την πραγματικότητα, πάλι μέσα θα είσαι. Απάντηση από τον ίδιο το δημιουργό δεν θα πάρεις ποτέ, θα βρεθείς όμως σε ένα περιβάλλον όπου οι γονείς είναι σχεδόν απόντες, ανίκανοι να πλησιάσουν, να καταλάβουν ή να βοηθήσουνε τα παιδιά τους. Θαρρείς και μια ολόκληρη γενιά που πίστεψε και επένδυσε στο αμερικάνικο όνειρο με τόσο ζήλο και θέρμη, μεγάλωσε, καθάρισε με τις υποχρεώσεις της και τώρα έχει χρησιμοποιήσει όλη της τη δεξιοτεχνία και την αρετή για να (εξ)αφανιστεί.

Έτσι κι εμείς, μακριά από τις κούφιες συμβουλές και την ψευδή σοφία των μεγαλυτέρων, θέτουμε τον πήχη σε πιο ρεαλιστικά ύψη, αποζητώντας μερικές μονάχα στιγμές επάνω στις οποίες θα εναποθέσουμε τις ελπίδες και τα πάθη μας. Άλλωστε οι προσδοκίες δεν γεννιούνται τυχαία μέσα σε ένα όνειρο, οι προσδοκίες καλλιεργούνται από την πραγματικότητα μέσα στην οποία βρεθήκαμε και οφείλουμε να αποδεχτούμε. Και μπορεί τη μια στιγμή να κάνουμε έρωτα στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου και την επόμενη να βρισκόμαστε δεμένοι σε μια καρέκλα όπου κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παραιτηθούμε. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου ζητήσω μονάχα μερικά φιλιά. Θα μείνω κοντά, ίσως να σε κοιτάξω και λίγο στα μάτια, και θα περιμένω να μου πιάσεις το χέρι και να μου πεις ότι μαζί θα πορευτούμε προς το άγνωστο που κανείς δεν μας υποσχέθηκε ότι θα είναι ευοίωνο και ανθηρό. Θα περιμένω να αισθανθούμε δυνατοί και να παλέψουμε απέναντι σε ό,τι είναι αυτό που μας ακολουθεί και μπορεί να μας σκοτώσει (σωματικά και ψυχικά), σε ένα μελαγχολικό horror για τη ματαιότητα και το αναπόφευκτο τέλος του (δικού μας) κόσμου και σε μια υπέροχη ταινία που βλέπεται εξίσου απολαυστικά και από VHS με ξεθωριασμένο και φθαρμένο εξώφυλλο.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

House on haunted Hill (1959)

Δεν ξέρω πόσες ταινίες με φαντάσματα, στοιχειωμένα σπίτια και θανάτους έχεις δει, αυτή όμως, θα ομολογήσω, είναι μια από τις ομορφότερες που έχουν ποτέ γυριστεί.

Από τα πρώτα του κιόλας δευτερόλεπτα, το ασπρόμαυρο αυτό low budget ψυχολογικό τρομοκράτημα που σκάρωσε ο William Castle, σχεδόν 60 χρόνια πριν από τη δική μας εποχή, βουτάει στα πιο ψυχρά και ακατανόητα βάθη της ανθρώπινης αμφισβήτησης. Χτίζεται, έτσι, ένα μυστηριώδες παιχνίδι παραλογισμού, ακαθόριστης απειλής και αχόρταγων και τρομερών φωτοσκιάσεων που σκοπό δεν έχει μόνο να τρομοκρατήσει τους ανυποψίαστους χαρακτήρες, τρομοκρατώντας, κατ’ επέκταση, και τους υποψιασμένους, πλέον, θεατές, αλλά και να ξεγυμνώσει πλήρως την ψυχρότητα και την απληστία με την οποία ο άνθρωπος ποθεί ό,τι δεν μπόρεσε στο πέρασμα του χρόνου του να κατακτήσει. Κι αν νομίζεις ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει μόνο σε απομονωμένους και στοιχειωμένους πύργους σαν κι αυτόν εδώ, τότε θα νιώσεις μια μέρα την πεποίθησή σου αυτή να έρχεται αντιμέτωπη με τις σκιές που βρίσκονται διάχυτες και ελεύθερες μέσα και στη δική σου πραγματικότητα.

Το House on Haunted Hill ξεκινά με μια από τις πιο όμορφες κραυγές αγωνίας, πνιγμένες μέσα στο σκοτάδι ενός κατάμαυρου κάδρου, δίνοντας έτσι το στίγμα του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και αυτό που ακολουθεί είναι πραγματικά υπέροχο για το σινεμά του φανταστικού τρόμου. Ένας εκκεντρικός εκατομμυριούχος και η τέταρτη κατά σειρά (όμορφη, άπληστη και τελικά παγωμένη) σύζυγός του, φιλοξενούν πέντε καλεσμένους και τους προκαλούν να παραμείνουν για μία μονάχα αγωνιώδη βραδιά μυστηρίου στον ψυχρό και σκοτεινό τους πύργο. Όλοι τους καταφθάνουν με νεκροφόρες (πόσο σπουδαία αναφορά στη ματαιότητα!) και όποιος από αυτούς καταφέρει να βγάλει τη νύχτα ζωντανός θα φύγει με ένα μεγάλο χρηματικό έπαθλο (10.000$ μόλις). Όποιος, δε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, χάσει τη ζωή του, θα έχει χαρίσει το ποσό που του αναλογεί στους εν ζωή εναπομείναντες καλεσμένους. Κάπου εδώ η ζυγαριά αρχίζει να γέρνει προς διάφορες κατευθύνσεις, ανάλογα με το ποιός από τους εγκλωβισμένους στο εσωτερικό του πύργου την διαχειρίζεται καλύτερα.

Το στοιχείο του υπερφυσικού δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή του και ο Castle χρησιμοποιεί άψογα όλα τα μέσα που διαθέτει ένας σκηνοθέτης που αγαπάει το σκοτάδι που γεννά η φαντασία του μυαλού αλλά και την επιρρεπή σε ανομολόγητα πάθη νοσηρότητα της ανθρώπινης ψυχής, για να δημιουργήσει μια ιστορία ανόθευτου και ειλικρινούς τρόμου. Ενός τρόμου που επιτίθεται αιφνίδια στις πιο ευαίσθητες στιγμές σου. Έτσι, όταν οι υπηρέτες εξαφανιστούν, χωρίς να αφήσουν ίχνη, και τα πρώτα πτώματα κάνουν την εμφάνισή τους, ο θεατής θα έχει παραδοθεί πλήρως σε ένα παιχνίδι υπαινιγμών και ψυχωτικών παραισθήσεων όπου κυριαρχούνε οι σκιές, τα πεινασμένα και ανήσυχα πνεύματα ενός αθέατου κόσμου και οι απόκοσμες κραυγές ψυχών που, όπως οι καλεσμένοι, παγιδεύτηκαν χωρίς συνείδηση για την κατάστασή τους και χωρίς καμία λογική.

Όλα τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά μιας πραγματικότητας που άλλοι την πιστεύουν και παραδίδονται πλήρως σε αυτήν, άλλοι την κοροιδεύουν χλευάζοντας τον παραλογισμό που επικρατεί, και άλλοι απλώς την αποφεύγουν χωρίς να μπαίνουν στη διαδικασία να κρίνουν την κατάσταση. Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που επιθυμούν με ετοιμότητα και ζήλο να την αντιμετωπίσουν, όπως ο οικοδεσπότης της ιστορίας - ένας υπέροχα εκφραστικός Vincent Price, ο οποίος με μια αναπαντεχη κίνηση εντυπωσιασμού, κοιτάει κατευθείαν στην κάμερα, δηλαδή τα μάτια του θεατή, αναρωτώμενος πώς μπορεί να τελειώσει αυτή η ιστορία. Κάπως έτσι ο θεατής δέχεται την πρόκληση της αμφισβήτησης, και με αυτή πορεύεται μέχρι να έρθει το πολυπόθητο ξημέρωμα και το φινάλε της αινιγματικής και σκοτεινής αυτής ιστορίας.

Η ιστορία ολοκληρώνεται με έναν απρόοτρο αλλά ανθρώπινο τρόπο (ανθρώπινο, όπως η προδοσία μιας αγάπης που δεν άνθισε ποτέ), αποδεικνύωντας ότι το πιο βαθύ και επικίνδυνο σκοτάδι δεν είναι αυτό που μας απειλεί όταν χαμηλώνουν τα φώτα και οι βροντές μιας ασταμάτητης βροχής λυσσάνε, αλλά εκείνο που κατοικεί και αναπνέει βαθιά μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Εκείνο που αναμένει την κατάλληλη στιγμή για να μετατρέψει μια φαινομενική και ακλόνητη αθωότητα σε πλήρη ενοχή, εκείνο που ακόμα και όταν μοιάζει ταπεινό, καλλιεργεί υπόγεια και με απόλυτη μαεστρία την αδηφάγο, προκλητική και ακατάβλητη αίσθηση μιας απέραντης και φυσικά αναμφισβήτητης ηγεμονίας.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

The Green Inferno (2013)


Θα ακουστεί περίεργο αυτό που θα πω αλλά είναι κάτι μέρες που αναζητάς ταινίες με κανίβαλους αλλά δεν μπορείς να τις βρεις εύκολα. Από τις πρώτες ημέρες αυτού του horror υπό-είδους και τις ταινίες Deep River Savages, Ultimo mondo cannibale και Cannibal Holocaust μέχρι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα του Wrong Turn, Welcome to the Jungle και We Are What We Are, η αλήθεια είναι ότι οι παραγωγές είναι ελάχιστες αφού αφορούν μάλλον ελάχιστο κόσμο (πόσο μάλλον το συγκεκριμένο κείμενο για τους Κανίβαλους του Roth). Όταν όμως καταφέρεις και βρεις μια τέτοια ταινία, ξεκινάς και σκέφτεσαι ότι έχεις απαιτήσεις που πηγάζουν πρωτίστως από την φύση της ταινίας και της εκάστοτε ιστορίας. Απαιτήσεις που αν δεν εκπληρωθούν, το αποτέλεσμα αφήνει την αίσθηση του ανικανοποίητου που δυστυχώς είναι ικανή να ρίξει την ταινία πιο χαμηλά από αυτό που της αξίζει. Αυτά τα λίγα ως μικρή εισαγωγή για να μπορέσω να δικαιολογήσω τους λόγους που το Green Inferno στέκεται πιο ψηλά από τις περισσότερες πρόσφατες παραγωγές, χωρίς όμως να φτάνει τις απαιτήσεις των θεατών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Όταν κάνεις μια ταινία με κανίβαλους, ένας είναι ο δρόμος που μπορείς να ακολουθήσεις. Υψώνεις το ανάστημά σου, αφομοιώνεις τις επιρροές σου, αφήνεις την φαντασία σου ελεύθερη και αγγίζεις τα όρια, με την θέληση και το πείσμα να τα ξεπεράσεις. Πιστεύεις σε αυτό που θέλεις να κάνεις και κινηματογραφείς αδέσμευτα σκορπώντας αίμα, συκώτια, δάκρυα και διαμελισμένα σώματα προς πάσα κατεύθυνση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει η αρρωστημένη βία στο ανυποψίαστο κοινό - αφού το κοινό που στ’ αλήθεια σε ενδιαφέρει είναι το υποψιασμένο. Όταν κάνεις μια ταινία με κανίβαλους και θέλεις να ξεράσεις τα σωθικά σου στα μούτρα του συντηρητισμού, δεν διστάζεις να κατακρεουργήσεις την ανθρώπινη σάρκα μπροστά στο φακό, δικαιολογώντας τη σφοδρότητά σου με την οποιαδήποτε πολιτική θέση επιθυμείς να κρατήσεις στο background. Αν δεν τα κάνεις όλα αυτά, η ταινία παραμένει ένα αποτέλεσμα καλών προθέσεων που όμως σκοντάφτει στην ατολμία της παραγωγής ή, ακόμα χειρότερα, στην ατολμία και την άγνοια του ίδιου του σκηνοθέτη να διαχειριστεί μια ιδέα ή μια έμπνευση όπως της αξίζει. Οι θεατές (οι υποψιασμένοι) δεν δέχονται ημίμετρα, ενώ η μετριότητα, όσο κι αν επιχρυσώνεται, παραμένει μια μετριότητα, αδύνατη να ικανοποιήσει τους περισσότερο απαιτητικούς.

Ήθελα το Green Inferno (με το αιματοβαμμένο trailer και το hype που έχει προκαλέσει) να ξερνάει ασταμάτητα αίματα, ανθρώπινο κρέας και σωθικά χωρίς ενδοιασμούς, διεκδικώντας τη φήμη μιας αρρωστημένης ταινίας που δεν δίνει δεκάρα για τον οποιονδήποτε καθωσπρεπισμό της σύγχρονης κινηματογραφικής πραγματικότητας. Ήθελα το Green inferno να είναι μια αδίστακτη και ασυγκράτητη ταινία που θα ταρακουνούσε και τελικά θα ενοχλούσε τις συνειδήσεις εκείνων τους οποίους στοχεύει, χωρίς κανένα έλεος για τους ήρωες και τους θεατές του. Όμως το Green Inferno δεν είναι μια τέτοια ταινία - και αυτό διότι ο δημιουργός της διστάζει και συγκρατείται τις στιγμές που πρέπει να είναι περισσότερο αιμοσταγής και ανελέητος. Διστάζει να γεμίσει τα περισσότερα κάδρα του με κρέατα, αίματα και τρίχες, ενώ παράλληλα αρκείται στο ότι κατασκευάζει μια ταινία εμπνευσμένη από ανάλογες ταινίες του παρελθόντος, τοποθετημένη απλώς στην σύγχρονη horror αμερικάνικη πραγματικότητα.

Η ιστορία ακολουθεί μια μικρή ομάδα φοιτητών που αφήνουν για λίγο την πανεπιστημιακή κοινότητα, τα ακριβά τους smartphones και τις πανεπιστημιακές διαδηλώσεις (που κατευνάζουν την ενοχή όταν χρειάζεται) και αποφασίζουν να γίνουν για λίγο οι ρομαντικοί ακτιβιστές (“social justice warriors”) που θα σώσουν ένα δάσος Αμαζονίου, καθώς και τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτό. Φυσικά πρόκειται για νέους που δεν έχουν ιδέα τι είναι αυτό που θέλουν να κάνουν, αφού κάποιοι πηγαίνουν εκεί για ακτιβισμό και άλλοι για παραθερισμό. Η κάμερα του Roth ακολουθεί τις προσπάθειές τους για περίπου 40 λεπτά, εκθέτοντας τόσο την ευκολία με την οποία πείθονται τα αγαθά μυαλά τους, όσο και την επιπολαιότητα με την οποία κάποιοι από αυτούς αντιμετωπίζουν την συγκεκριμένη αποστολή. Μέχρι την στιγμή που το μικρό τους αεροπλάνο θα συντριβεί μέσα στη χαώδη ζούγκλα και οι επιζήσαντες θα πέσουν θύματα μιας αρχαίας φυλής που τρώει ανθρώπους.

Από αυτό το σημείο κι έπειτα η βία ξεχύνεται στην οθόνη, με τους κανίβαλους να ενσαρκώνουν τους χειρότερους εφιάλτες αυτών των νέων που θεώρησαν ότι με την χορτοφαγία, το twitter και την πολιτική σκέψη ενός έφηβου θα αλλάξουνε τον κόσμο. Οι «σωτήρες» σφαγιάζονται ο ένας μετά τον άλλο (με τον πρώτο θάνατο να είναι ακραία απολαυστικός και τους επόμενους να ακολουθούν λιγότερο ακραία αισθητική), ενώ μαζί με τα σώματά τους σφαγιάζεται με ευκολία και ο ευτελής ιδεαλισμός τους.

Φυσικά ο Roth δεν είναι τυχαίος σε αυτό που κάνει, ξέρει να βάζει τα πλάνα του στη σειρά, έχει φαντασία, έχει ρυθμό και γνωρίζει πώς να αφηγηθεί μια ιστορία φυσικού τρόμου και tribal ατμόσφαιρας, προκαλώντας εφιάλτες στους πιο ευαίσθητους θεατές του - και αυτό τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους σύγχρονους σκηνοθέτες του horror είδους. Αυτό που δεν γνωρίζει, όμως, είναι πώς να ισοπεδώσει τα όρια που προσπαθεί να αγγίξει και να παρουσιάσει την ιστορία του με τρόπο απάνθρωπο και προσβλητικό, ξεφτιλίζοντας τη σύγχρονη νεανική αλαζονεία. Ενώ θέλει να φερθεί στους ιθαγενείς όπως τους αξίζει (δηλαδή, με σεβασμό), δεν κάνει το ίδιο και για την κεντρική του αντι-ηρωίδα (δηλαδή, να της φερθεί αλύπητα), αφού την κατάλληλη στιγμή της χαρίζει την ελευθερία, όπως ακριβώς θα έκανε ο οποιοσδήποτε τυχαίος σκηνοθέτης - ακριβώς την στιγμή που θα έπρεπε να βγάλει τον πιο άσπλαχνο εαυτό του (όπως ακριβώς έκανε ο Hooper όταν άφησε την Sally ψυχικά κατακρεουργημένη από τα χέρια του Σχιζοφρενή). 

Η ευκαιρία για θρίαμβο μπορεί να χάνεται καθώς φτάνει το φινάλε, όμως ακόμα κι έτσι το Green Inferno παραμένει μια αιματοβαμμένη ταινία υπέροχου κυνισμού, η οποία ξεχωρίζει από τον σωρό χωρίς να αφήνει τίποτα χαριτωμένο πίσω της. Μια ταινία που οι περισσότεροι θεατές - και κυρίως, οι περισσότεροι κριτικοί - θα μισήσουν αδιαπραγμάτευτα. Αρκεί για να το απολαύσεις, δεν αρκεί όμως για να το(ν) λατρέψεις. 

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Jules et Jim (1962)


Αναπόσπαστο κομμάτι του γαλλικού Νέου Κύματος, η ταινία του Truffaut έχει την ακατάβλητη ιδιότητα να επικοινωνεί με τους θεατές όχι μόνο της δικής της εποχής αλλά και κάθε επόμενης, ανοίγοντας διαλόγους και συζητήσεις για τη φιλία που δεν γνωρίζει εξαναγκασμούς, το πάθος που παραβαίνει τους κανόνες και την ατέρμονη αθωότητα των συναισθημάτων που δεν μπορείς να ελέγξεις, κατακλύζουν όμως το μυαλό και την ψυχή χωρίς να σε ρωτήσουν. Μέσα στο πέρασμα των χρόνων και τα ερείπια ενός ακατανόητου πολέμου, ο Ζυλ και ο Τζιμ αναπνέουν τις αναθυμιάσεις του έρωτά τους για την ίδια γυναίκα, αναζητώντας ο καθένας το δικό του όνειρο μέσα στα μάτια και την ταραχώδη γοητεία εκείνης. Μέχρι οι στάχτες της καταπιεσμένης τους επιθυμίας να σκορπίσουν μονομιάς στη δίνη της ζωής και του ανέμου, ζωγραφίζοντας με πάθος ένα αόρατο φιλί.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Νορβηγία (2014)


Τη Νορβηγία δεν την προσεγγίζεις όπως θα έκανες με μια φυσιολογική ταινία. Δεν είναι το ότι από κατασκευής της θεωρήθηκε κάπως αλλόκοτη (που μεταξύ μας, είναι λίγο), αλλά το γεγονός ότι δεκάρα δεν δίνει για το αν θα χαρακτηριστεί μια αναμενόμενη και φυσιολογική ταινία της ελληνικής κινηματογραφικής πραγματικότητας. Περισσότερο κινείται σε μονοπάτια τα οποία σε αυτή τη χώρα ελάχιστοι θα καταφέρουν να περπατήσουν, όχι γιατί είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι, ούτε καν, αλλά γιατί το σινεμά του φανταστικού σε κάποιους ανθρώπους χαρίζει περισσότερες ανάσες ζωής και αλήθειας από οποιοδήποτε άλλο κινηματογραφικό είδος, με αποτέλεσμα να του συγχωρούν με ευκολία τα ελαττώματα και παραστρατήματά του.

Νυχτερινά εμπνευσμένη, παλιομοδίτικη, απλοϊκή και διαβολεμένα διεγερτική, φανερά ολιγόλογη, αλλά γενναία στον λόγο της, ξενυχτισμένη, αλλά με περίσσεια διάθεση (και ανάγκη) για χορό, η Νορβηγία δεν κατασκευάστηκε για να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε το σινεμά στην Ελλάδα, ούτε φυσικά για να αλλάξει τη ζωή των ελάχιστων εκείνων θεατών που θα την απολαύσουν (αφού η χειμώνας του ’84 ήταν σκέτη κόλαση - και κόλαση θα παραμείνει, αν με ρωτάς). Η Νορβηγία κατεβαίνει στη Μεσόγειο από τον έναστρο ουρανό, μαζί με όλες τις ατέλειες που τις χάρισε ο δημιουργός της, και μέσα στην παραδοξότητά της επιθυμεί να έρθει κοντά σε εκείνους που την έχουνε ανάγκη, να ζεστάνει τις παγωμένες τους καρδιές και να κάνει αυτό που οφείλει να κάνει μια ταινία του φανταστικού - να κρατήσει, δηλαδή, τη νύχτα ζωντανή.

Θα πρέπει εδώ να πω ότι τα πλάσματα της νύχτας είχαν πάντοτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγαπημένη μας τέχνη. Ίσως γιατί ποτέ δεν φωτίζονται με επιμέλεια, κι έτσι εξάπτουν περισσότερο την φαντασία, ίσως γιατί έχουν την ικανότητα να μας αποκαλύπτουν μυστικά για τον κόσμο γύρω μας τα οποία διαφορετικά δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Ένα από αυτά τα πλάσματα είναι και ο Ζανό, ένας βρικόλακας που φτάνει σε μια ξεχασμένη ντισκοτέκ της Αθήνας ονόματι Ζαρντόζ, αναζητώντας κάποιον νεκροθάφτη. Σε αυτή τη ντισκοτέκ εξελίσσεται το πρώτο μέρος της ταινίας, με τον Μουρίκη να φοράει τα γυαλιά του ηλίου του (αφού ως βρικόλακας δεν θα μπορέσει ποτέ να τα φορέσει την ημέρα) και να χορεύει ασταμάτητα, διαφορετικά η καρδιά του θα σταματήσει να χτυπάει. Σε αυτό το μέρος, με τα αθόρυβα πρεζόνια και τους πεθαμένους ονειροπόλους, ο συμπαθής Ζανό γνωρίζει μια όμορφη πόρνη και μαζί περπατούν προς τα έγκατα ενός σκοτεινού δάσους για την εκτέλεση μιας αινιγματικής δουλειάς, σε ένα νυχτοφορεμένο ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Γιάννης Βεσλεμές χτίζει ένα σύμπαν synth pop μουσικών και ονείρων, ανεκπλήρωτων πόθων, 48 σιωπών και ενός ανέφικτου έρωτα χωρίς επιστροφή. Εντάξει, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι η τελειότητα δεν είναι το μεγάλο χαρακτηριστικό της Νορβηγίας, αν συμφωνήσεις κι εσύ ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Γιατί αυτό το σύμπαν μοιάζει με μια μοντέρνα νέον αντανάκλαση της Ελλάδας που ταξιδεύει από το χτες της βιντεοκασέτας, του αναλογικού ήχου και του Τσιτσάνη, στο σήμερα του pop περιθωρίου, των πλατωνικών φιλιών, του σκοταδιού και της πολιτικής κατάστασης (ολόκληρης της Ευρώπης, όπως αποδεικνύεται στο τελευταίο μέρος).

Η αισθητική του Βεσλεμέ παραμένει υπέροχα αναχρονιστική, ενώ τα συναισθήματα των ηρώων παλεύουν να μείνουν αθάνατα, αφού στο σινεμά, οι ήρωες, λένε, δεν πεθαίνουνε ποτέ. Ήρωες που παραμένουν καταραμένοι μέσα στον καπνό, τα χαλάσματα και την διασκεδαστική ασημαντότητα μιας εκστατικής ψυχεδέλειας με μωβ και τιρκουάζ αποχρώσεις. Ήρωες που σου κερνάνε χαμομήλι, πηδιούνται μέσα στις αναθυμιάσεις της μυθολογίας τους και διαβάζουν βίους αγίων κάτω από το φεγγαρόφως, παρέα με ηλεκτρικούς αγγέλους και αφανείς λυκάνθρωπους, ενώ παρακαλούν αυτή η μουσική να μην τελειώσει ποτέ. Και αλήθεια, δεν θυμάμαι άλλη ελληνική ταινία να έχει τόσο ανάγκη τον ρυθμό και να χορεύει δαιμονισμένα κάτω από τα φώτα και τους πολύχρωμους προβολείς μιας άλλης εποχής. Κι αν νομίζεις ότι οι ήρωες της Νορβηγίας (όπως και οι άνθρωποι της κάθε εποχής) θα μείνουνε νεκροί και θα σταματήσουν μια μέρα να χορεύουν, θα σου απαντήσω ότι κάποιοι από αυτούς φοράνε τα γυαλιστερά παπούτσιά τους και χορεύουν περήφανα και κάτω από το χώμα.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

The Running Man (1987)


Δεν ξέρω πόσες είναι οι ιστορίες του τρισμέγιστου Stephen King που είχαν την τύχη να μεταφερθούν με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη – τα κριτήρια άλλωστε είναι μάλλον υποκειμενικά. Κάποιες από αυτές έπεσαν σε χέρια ανθρώπων που τις διαχειρίστηκαν με φαντασία και έμπνευση δημιουργώντας αριστουργήματα, σε αντίθεση με κάποιες άλλες που μετατράπηκαν σε φτωχές μεταφορές, αδύναμες να μεταδώσουν στον θεατή το συναίσθημα που συναντούσε κάποιος στο πρωτότυπο κείμενο. Το Running Man (ως Richard Bachman στα credits, τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας) δεν είναι μια ιστορία τρόμου - τουλάχιστον όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Είναι μια ιστορία για το μέλλον μιας κοινωνίας που πήρε τον λάθος δρόμο και κατέληξε μια απέραντη χωματερή ανθρώπινων ψυχών με γυαλιστερό περίβλημα. Μια χωματερή όπου η ηθική και η δικαιοσύνη δεν έχουν εκλείψει πλήρως, έχουν όμως χάσει προ πολλού την αξία για την οποία κάποιος θα άξιζε να αγωνιστεί και τελικά να πεθάνει για έναν κόσμο ομορφότερο και δικαιότερο του σημερινού. 

Βρισκόμαστε στο έτος 2017, στο σκοτεινό και δυσοίωνο Los Angeles του μέλλοντος (το βιβλίο γράφτηκε το 1982), όπου η παγκόσμια οικονομία έχει καταρρεύσει, οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε χαμογελαστά ζόμπι που αβίαστα καταναλώνουν ό,τι τους ταΐζουν οι πολυεθνικές και τα πανίσχυρα ΜΜΕ, οι κυβερνητικοί πράκτορες παίρνουν μπόνους όταν καταγγέλλουν τους συγγενείς τους, ενώ οι όποιοι αντιρρησίες ταραχοποιοί εξοντώνονται ως απειλή για το ίδιο το σύστημα. Σε αυτή την οικονομικά και ηθικά καταρρέουσα πραγματικότητα, ένας άνθρωπος φυλακίζεται αδίκως γιατί, πράττοντας το λογικό απέναντι στις παράλογες εντολές που του δόθηκαν εν ώρα υπηρεσίας, αρνείται να ανοίξει πυρ σε άοπλους διαδηλωτές. Παράλληλα, η εικόνα του διαστρεβλώνεται πλήρως από την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση των media, αφού η πλύση εγκεφάλου είναι καθημερινή - και κάπως έτσι το σύστημα πράττει πάντοτε το σωστό. 

Η εξουδετέρωση τέτοιων στοιχείων είναι εύκολη, αφού το μαζικής κατανάλωσης τηλεπαιχνίδι που λαμβάνουν υποχρεωτικά μέρος είναι ουσιαστικά ένας λαβύρινθος επιβίωσης, με τους παίκτες να βρίσκονται χαμένοι σε μια απέραντη αρένα, κυνηγημένοι από ένα μάτσο μονομάχους δολοφόνους, και μάλιστα, με την έγκριση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μονομάχους με ονόματα σαν από cartoon (Fireball, Captain Freedom, Buzzsaw και Subzero) και σχεδιασμένους ευτελώς θα έλεγα (είπαμε, η οικονομία έχει καταρρεύσει), οι οποίοι όμως παραμένουν πιστοί στο τυφλό καθήκον που τους υπαγορεύουν οι κανόνες του παιχνιδιού, μέχρι το αίμα των παικτών να βάψει την αρένα κόκκινη και η θεαματικότητα να αγγίξει τα ύψη. Άλλωστε τα πλήθη διψάνε για αίμα, άνθρωποι κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένοι που δεν κρατιούνται να πάρουν το μικρόφωνο του παρουσιαστή και να διεκδικήσουν τα λίγα δευτερόλεπτα δημοσιότητας που τους αναλογούν (οι νέοι δεν ξέρω που βρίσκονται, περιμένουν να έρθει η σειρά τους, οργανώνουν υπογείως την εξέγερση ή απλώς ερωτεύονται και χτίζουν τη δική τους πραγματικότητα). 

Ο Άτρωτος (όπως είναι ο ελληνικός τίτλος) δεν αποτελεί διαμάντι της εποχής του, ούτε και καμίας εποχής που θα ακολουθήσει. Αποτελεί όμως μια απόλυτα διασκεδαστική μεταμεσονύχτια action ταινία κοινωνικού τρόμου, για έναν άδικο και τελικά εύθραυστό κόσμο. Μην περιμένεις φυσικά να σε συναρπάσει όπως άλλες ταινίες με παρόμοια θεματική (το Hunger Games έρχεται πρώτο στο μυαλό). Για την ακρίβεια, αν δεν υπήρξες παιδί την δεκαετία που κυκλοφόρησε, δύσκολα θα εκτιμήσεις τις αρετές του. Αρετές που κρύβονται στο χαρακτηριστικό ηλεκτρονικό soundtrack των 80’s, στον ήχο των όπλων και των εκρήξεων, στο attitude του παρουσιαστή (ψάξε και βρες τις διαφορές με τους δικούς μας), στο κορίτσι με την κίτρινη κολλητή στολή και φυσικά στο ύφος και τις ατάκες του σπουδαίο Arnie που εξουδετερώνει με ευκολία τους αντιπάλους του, ακόμα και σε αυτήν, την πιο χαλαρή από τις χαλαρές στιγμές του. 

Το σχόλιο της ταινίας βρίσκεται, φυσικά, στην πρώτη γραμμή. Για να το φέρουμε όμως στην εποχή μας και να μην κρυβόμαστε πίσω από το παχύ μας δάχτυλο, θα πρέπει να (ανα)γνωρίσουμε ότι κανένα reality δεν είναι αθώο, από αυτά που παρακολουθήσαμε έως εκείνα για τα οποία αδιαφορήσαμε. Φαίνεται πως όσο λιγότερη αξία διαθέτει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τόσο τέτοιου είδους τηλεπαιχνίδια θα μετατρέπονται σε λαμπερές και βάρβαρες αρένες ανθρώπινου εξευτελισμού, με τους διαγωνιζομένους να ‘’μονομαχούν’’ για ό,τι ο καθένας τους πιστεύει ότι αξίζει να μονομαχήσει, πάντοτε μπροστά από τις αχόρταγες κάμερες τις μικρής οθόνης. Αν δεν γνωρίζουμε επ’ ακριβώς τι είναι αυτό, μπορούμε να το σκεφτούμε και το συζητάμε ξανά μόλις επιστρέψουμε από τα διαφημιστικά μηνύματα που ακολουθούν.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Only Lovers Left Alive (2013)


Επάνω στις ουλές που αφήνει στο σώμα μας ο χρόνος, στα σημάδια εκείνα που δεν μπορείς ποτέ να αφαιρέσεις, διαγράφονται όλα τα χαρακτηριστικά μας. Πρέπει όμως να κοιτάξεις πέρα από το χρώμα και το σχήμα τους για να μπορέσεις να αναγνωρίσεις έστω κάποια από αυτά και στη συνέχεια να συνειδητοποιήσεις ότι μέσα τους παραμένουν ζωντανά τα συναισθήματα, τα πάθη και οι αναμνήσεις, θυμίζοντας για πάντα τις στιγμές που σε έκαναν να νιώθεις ζωντανός. Οι Εραστές του Τζάρμους, μοιάζουν σαν μια νεκρώσιμη και εύθραυστη στιγμή από τη ζωή του Αδάμ και της Εύας, δύο πλάσματα της νύχτας δεσμευμένα με την αθανασία και καταδικασμένα να δέχονται αβίαστα τα κύματα του χρόνου που περνάνε από πάνω τους, ιχνογραφώντας μια σιωπηλή πορεία μέσα στο σκοτάδι και σημαδεύοντας ,παράλληλα, ένα ακόμα κομμάτι του κορμιού τους. Άλλωστε, χωρίς σημάδια δεν υπάρχει ανάμνηση και χωρίς ανάμνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ζωή.

Οι Εραστές δεν είναι μια ταινία για αδηφάγα και αιμοδιψή πλάσματα, ούτε για τον τρόπο που επιβιώνουν μέσα στους αιώνες, κατασπαράζοντας ανθρώπινα σώματα και καταπίνοντας αχόρταγα τα αίματά τους. Οι Εραστές είναι μια ταινία για την καλλιέργεια της ευγένειας και του σεβασμού μέσα στη φιλία, για το φόβο των φαντασιώσεων που αρνούμαστε να εκπληρώσουμε, για την ομορφιά και την αναγκαιότητα της αγάπης που όταν ανθίσει μια φορά, δε λέει ποτέ να μαραθεί. Κάτω από το λιγοστό φως του φεγγαριού και την ευαίσθητη τρυφηλότητα της νύχτας, οι Εραστές γίνονται μία ταινία που καρδιοχτυπά, αντανακλώντας την ομορφιά δύο ψυχών που μέσα στην ερημιά των αιώνων, χάθηκαν για να βρεθούν ξανά αγκαλιασμένοι, αρνούμενοι να υποκύψουν στο χάος της εποχής που χτίσαμε και αναπόδραστα τους περιβάλλει.

Μέσα σε μια ψυχεδελίζουσα και μυστηριακή ατμόσφαιρα κινηματογραφικής γοητείας, οι Εραστές ευωδιάζουν και φιλοσοφούν, (υπόγεια, ανέμελα και, φυσικά, περήφανα) για τη νίκη του έρωτα απέναντι στο χρόνο, προσκαλώντας μας να ζήσουμε, (αβίαστα κι εμείς,) τη στιγμή της ψυχικής μας αθανασίας, να ξεδιπλώσουμε και να εξερευνήσουμε τις φαντασιώσεις που ίσως σε μια ονειρική στιγμή καταφέρουμε να ενώσουμε. Οι Εραστές μας προσκαλούν να πιαστούμε χέρι-χέρι και να αισθανθούμε την ηχώ του σεληνόφωτος, να αγκαλιαστούμε και να χορέψουμε γυμνοί κάτω απ’ τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις της ατέρμονης μοναξιάς μας, προτού ο χρόνος που μας δόθηκε εξαντληθεί χωρίς επιστροφή, προτού να φτάσουμε στο τέλος και νιώσουμε την άμμο στον πάτο της κλεψύδρας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

The Prestige (2006)


Το Prestige του Nolan θα σε μαγέψει. Θα σε μαγέψει μεταφέροντάς σε στον Λονδίνο του 19ου αιώνα, όπου δύο αντίζηλοι ταχυδακτυλουργοί θα δώσουν τα πάντα για να κατακτήσουν την φήμη του πιο εντυπωσιακού τρικ επάνω στη σκηνή, κατακτώντας παράλληλα την δόξα του ισχυρότερου και πιο αινιγματικού θαυματοποιού. Μια δόξα που γεννάται από το εγωιστικό συναίσθημα της υπεροχής που τρέφει τις ψυχές των δύο πρωταγωνιστών και σταδιακά τους μετατρέπει από ταλαντούχους καλλιτέχνες σε θανάσιμους ανταγωνιστές. Και τότε καταλαβαίνεις ότι ο Nolan δεν θα σου μιλήσει για την ταχυδακτυλουργία και τα μεταμφιεσμένα μυστικά της, αλλά θα σου εκθέσει με έναν υπέροχο τρόπο την αποκάλυψη του ανθρώπινου πνεύματος και την κάθοδό του, από το σημείο της έμπνευσης και της δημιουργίας, στα ατέρμονα βάθη μιας οδυνηρής και αχόρταγης αβύσσου.

Στο σύμπαν του Prestige η ανάπτυξη της σύγκρουσης γίνεται αργά και σταθερά, παράλληλα με ένα πάθος που οργιάζει. Οι δύο ταχυδακτυλουργοί γίνονται για λίγο οι μικροί θεοί που διαθέτουν τα μέσα και τη δεξιοτεχνία για να ξεγελάσουν όσους τους παρακολουθούνε μαγεμένοι. Για όσο βρίσκονται επάνω στη σκηνή το αίνιγμα γεννάται, η αλήθεια μεταμφιέζεται και το αμετάβλητο αλλάζει και μετατρέπεται σε μεταβλητό. Φυσικά ο Nolan από την αρχή ακόμα σπεύδει να μας ενημερώσει πως θεοί δεν υπάρχουν (τουλάχιστον όχι επάνω στη σκηνή) και ότι αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι μια ψευδαίσθηση που κατασκευάζεται με μαεστρία. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί, μπορεί μονάχα να καμουφλαριστεί με ένα διαφορετικό προσωπείο, δίνοντάς σου την δυνατότητα να ξεφύγεις από τον κόσμο που σου έτυχε, αν δεν σου κάνει.

Μέσα από το καμουφλάζ έρχεται η παραπλάνηση, γεννώντας παράλληλα το μίσος. Ένα μίσος που τρέφει και τρέφεται από την αδυναμία των δύο αυτών ανθρώπων, οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ψευδαίσθηση και θυσίασαν ένα κομμάτι του εαυτού τους, για να γίνουν τελικά σκλάβοι της ίδιας τους της εμμονής. Ως σκλάβοι δεν μπορούν παρά να υπακούσουν και να συνεχίσουν να παραπλανούν, τόσο το κοινό που θέλει να τους θαυμάσει, όσο και τους εαυτούς τους που λαχταράνε τον θαυμασμό. Ως  άνθρωποι, τυφλοί από την εμμονή, οδηγούνται στον παραλογισμό τον οποίο υπηρετούν ευλαβικά και, ξεφεύγοντας από τα όρια της ειλικρίνειας και της ηθικής, παίρνουν μέρος σε μια εγωιστική μάχη για την επικράτηση του ισχυρότερου.

Φυσικά, αν κοιτάξεις προσεκτικά θα βρεις και εκείνα που σε ενοχλούνε στη ταινία. Θα δεις τις ευγενείς απιθανότητες, τις ελλείψεις και τις σεναριακές ευκολίες που υπάρχουν μέσα στην ιστορία. Όμως αν παρατηρήσεις εκεί που πρέπει, θα δεις ότι στη ψυχή του το Prestige δεν είναι μια ταινία για τον ανταγωνισμό και τη μάχη μεταξύ των αντιπάλων. Αυτή βρίσκεται για να ξετυλίξει την πλοκή και να υπηρετήσει την ίδια την άβυσσο του ανθρώπινου παραλογισμού. 

Αν παρατηρήσεις βαθύτερα, λίγο πριν το Prestige αγγίξει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, θα δεις τον Nolan να σου μιλάει για την οδυνηρή μοίρα κάθε γνήσιου καλλιτέχνη που δεν μπορεί να νιώσει πλήρης αν δεν αφιερώσει την ζωή του στην ανεξάντλητη τέχνη του. Θα σου μιλήσει για τον άνθρωπο, τον θεό και την δημιουργία (όχι όμως και για την θρησκεία) και, τέλος, για την μαγεία ολόκληρου του κινηματογράφου, που για κάποιους αποτελεί διασκέδαση, ενώ για κάποιους άλλους είναι ένας υπέροχος, δεύτερος κόσμος για να ζεις. Θα σου μιλήσει για κάθε σκηνοθέτη που σε εξαπατά εν γνώσει σου και γίνεται «θεός» - ένας μικρός μάγος που κατασκευάζει τις δικές του πραγματικότητες και σου χαρίζει αισθήματα και ψευδαισθήσεις από τις οποίες δεν θέλεις να αποδεσμευτείς, που κατασκευάζει μια εξαπατημένη αλήθεια και πριν από κάθε προβολή έρχεται κοντά για να σου ψιθυρίσει «άμπρα κατάμπρα».

Και σου προκαλεί το δέος.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

À bout de souffle (Breathless, 1960)


Θέλω να έρθω μαζί σου και πάμε όπου θες. Από τη Ρώμη στο Παρίσι και από εκεί στο Μόντε Κάρλο, να ζήσουμε τον έρωτα γιατί δεν μπορώ να είμαι μακριά σου. Αλλά ακόμα κι αν μπορώ, δεν θέλω ποτέ να είμαστε χώρια. Θέλω να ακούσω κάτι όμορφο από τα χείλη σου και να μη σταματήσω ποτέ να σε κοιτάζω. Να βρεθούμε, να αγκαλιαστούμε και να θυμώσουμε, να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε μαζί σε ένα μικρό παριζιάνικο δωμάτιο, ανάμεσα σε αγκαλιές, βινύλια και τον ανέμελο καπνό των τσαλακωμένων μας τσιγάρων. Θέλω να μείνουμε μακριά από τον κόσμο που έχει μάθει να μας λέει ψέματα, να τιθασεύσουμε τους φόβους και τις αμαρτίες μας, αφήνοντας τον Godard ελεύθερο να μας κινηματογραφήσει όπως δεν το έκανε ποτέ κανένας μέχρι τώρα.

Θέλω να αγαπηθούμε, να γίνουμε αθάνατοι και ας πεθάνουμε μετά για πάντα. 

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

The Battery (2012)


Η ταινία του Jeremy Gardner αποτελεί έναν μικρό άθλο. Όχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε μέσα σε μόλις 16 ημέρες από τα 6.000 δανεικά δολάρια που μάζεψε ο δημιουργός της, χωρίς αυτό να την καθιστά φτηνή ή επιπόλαια, αλλά γιατί καταφέρνει μέσα από μια ιστορία ζωντανών νεκρών να αναδείξει όλη τη κρυμμένη μελαγχολία στο πρόσωπο των χαρακτήρων του. Καταφέρνει να αναδείξει την μοναξιά των επιζώντων μέσα σε ένα κόσμο που άνθισε από τον πολιτισμό, για να καταρρεύσει στη συνέχεια από άγνωστη αιτία και να μετατρέψει τους κατοίκους του σε αιμοδιψή ανθρωπόμορφα πλάσματα, περιφερόμενα χωρίς ψυχή και χωρίς συναίσθηση της πραγματικότητάς τους.

Μπορεί οι νεκροζώντανοι να περιφέρονται αιματοβαμμένοι και με διαθέσεις κανιβαλισμού, ωστόσο ο Gardner δεν κάνει το λάθος να επικεντρωθεί σε αυτούς και χρησιμοποιεί την εικόνα τους με φειδώ, όταν θέλει δηλαδή να δημιουργήσει στιγμές ανόθευτου τρόμου. Διαθέτει λοιπόν τον περισσότερο χρόνο του στους δύο αντρικούς του χαρακτήρες. Δυο χαρακτήρες που προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν τόπο που δεν έχει και πολλά να κάνεις, δεν έχεις και πολλά να πεις, αφού έχει ερημώσει από φωνές και το μόνο που απομένει είναι η ηχώ των αναμνήσεων μιας εποχής που έχει αφήσει τους ανθρώπους ανεπιστρεπτί.

Η πρώτη ώρα της ταινίας αναλώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι δύο αυτοί κεντρικοί χαρακτήρες περιπλανιόνται στην εγκαταλελειμμένη αμερικανική ύπαιθρο αναζητώντας καταφύγιο και τροφή, αλλά και τον τρόπο που ο καθένας τους ξεχωριστά προσπαθεί να διαχειριστεί την Αποκάλυψη. Ο πρώτος είναι ένας κυνικός ρεαλιστής που σχεδόν διασκεδάζει με όσα ελάχιστα συμβαίνουν και τις περισσότερες φορές παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, ενώ ο δεύτερος ακούει μουσική σε ένα παλιό ντίσκμαν, δυσκολευόμενος να αποδεχτεί την καινούρια πραγματικότητα στην οποία ανήκει. Οι δυο τους ταξιδεύουν συνεχώς και αναλώνονται σε λιγοστές συζητήσεις και στιγμές ανέμελου baseball αφού αυτό είναι το μόνο χαρακτηριστικό που έχουνε κοινό.

Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας (λίγο πριν ο Gardner ξεμείνει από ιδέες) όπου οι δύο πρωταγωνιστές πέφτουν θύματα της εναπομένουσας ανθρώπινης κοινωνίας και εγκλωβίζονται με ελάχιστα τρόφιμα και καμία διέξοδο σε ένα αμετακίνητο Volvo station wagon, περικυκλωμένοι από μερικές ντουζίνες αγριεμένους νεκροζώντανους. Κάπως έτσι η ταινία υιοθετεί έναν πιο δραματουργικό τόνο και μέσω του μινιμαλισμού της αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεσαι ένα παγκόσμιο budget για να κάνεις μια καλή ταινία τρόμου, απλά να χρησιμοποιήσεις την βαρβαρότητα όχι ως μέτρο εντυπωσιασμού αλλά ως κινηματογραφική ουσία.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

The Martian (2015)


Για να μπορέσεις να έρθεις κοντά και τελικά να φτάσεις στο σημείο να απολαύσεις το Martian για όλα όσα είναι – χωρίς να το κατακρίνεις για όσα δεν κατάφερε να είναι - ίσως θα πρέπει πρώτα να ρίξεις μια ματιά στο παρελθόν του δημιουργού του, από το πιο πρόσφατο έως και το πιο μακρινό. Θα δεις έτσι ότι από τις πρώτες του ημέρες, ο Scott δεν έδειξε μόνο ότι είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την επιστημονική φαντασία αλλά κι ένας χαρισματικός αφηγητής, ο οποίος χάρισε στο είδους του sci-fi δύο αριστουργήματα που κατάφεραν να μείνουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου (Alien, Blade Runner). Από εκεί κι έπειτα, θα δεις ότι ολόκληρη η πορεία του είχε τα πάνω της (The Duellists, Gladiator, Matchstick Men) αλλά και τα αρκετά κάτω της (G.I. Jane, Black Hawk Down), μερικές αμφίβολες στιγμές κοινωνικού διχασμού (Thelma and Louise, Counselor, Prometheus), καθώς επίσης και μερικές άλλες, διεκπεραιωτικής εμπορικότητας (Body of Lies, Kingdom of Heaven).

Η αναγνώριση και η επιτυχία δεν άργησαν να έρθουν, αυτό όμως που δε ήρθε ποτέ για τον Scott είναι μια προσωπική σφραγίδα που θα χαρακτήριζε τις δημιουργίες μια ξεχωριστή ματιά και μια έκφραση σκέψης επάνω στα θέματά του που θα τον έκαναν ,τουλάχιστον στα μάτια μου, έναν άνθρωπο μοναδικό που θα ξανασυναντούσα σε κάθε νέα του ταινία. Κάπως έτσι, ο Scott παρέμεινε για πάντα ένας (μοντέρνος, ταλαντούχος και αμερικάνος) σκηνοθέτης ικανός για τα καλύτερα αλλά και για τα χειρότερα, ένας σκηνοθέτης που οι ταινίες του δεν διαθέτουν τον προσωπικό στοχασμό ενός ποιητή, αλλά την κοινωνική ψυχαγωγία ενός διασκεδαστή που άλλες φορές βρίσκει τον στόχο του και κάποιες άλλες δεν περνάει ούτε από δίπλα. Αυτό από μόνο του είναι ρίσκο τόσο για τους παραγωγούς που περιμένουν τα εισιτήρια, όσο και για τους σινεφίλ που λαχταράνε μια υπέροχη ταινία. Υπό αυτό το πρίσμα, νομίζω οι πρώτοι βρήκαν τον άνθρωπο που έψαχναν, ενώ οι δεύτεροι έχουν προ πολλού σταματήσει να τον αναζητούν στο πρόσωπο του Scott.

Όλα τα παραπάνω δεν τα αναφέρω για να δικαιολογήσω κάποιο παραστράτημα, ούτε για να αναγάγω κάποια αμφίβολη και επιπόλαιη ταινία του σε αριστούργημα. Θα ήταν όμως τουλάχιστον άδικο να περιμένει κάποιος από τον Scott, σήμερα στα 78 του χρόνια και μετά από είκοσι δύο περίπου ταινίες, να αλλάξει χαρακτήρα και να δει την τέχνη που υπηρετεί διαφορετικά. Όπως θα ήταν άδικο να περιμένει κάποιος από το Martian (του Scott, όχι του Weir) να διαθέτει την απεραντοσύνη μιας Οδύσσειας, τον κωδικοποιημένο και πολυδιάστατο χαρακτήρα ενός Interstellar, ή έστω την εσωτερική ανάγκη της επιστροφής σε έναν δικό σου κόσμο που αβίαστα ένιωθε ο E.T.. Αυτό που μπορεί κάποιος να περιμένει, όμως, είναι μια μοντέρνα ιστορία χαμένη στο διάστημα, μια ιστορία που σκοπό έχει να σε συναρπάσει όσο μπορεί να σε συναρπάσει η ψυχαγωγική ματιά του δημιουργού της και να σε μεταφέρει, έστω και κλασματικά, σε ένα άγνωστο σύμπαν, μακριά από το δικό σου, πάντοτε όμως ανίκανο να σου δώσει τις λύσεις που αναζητάς πίσω στη γη.

Η ταινία ξεκινάει όταν, μετά από ένα ατύχημα, ο αστροναύτης και βοτανολόγος Mark Watney (ενσαρκωμένος από τον θαυμάσιο Matt Damon) ξεμένει στο περιβάλλον τού Κόκκινου Πλανήτη, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα της αποστολής, θεωρώντάς τον νεκρό, ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής για τη Γη. Ο Mark αφήνεται έτσι μόνος σε έναν έρημο τόπο, με μοναδικό αντίπαλο τα ψυχικά και βιολογικά του όρια. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οποιοσδήποτε άλλος απλός άνθρωπος είχε βρεθεί στην ίδια κατάσταση θα είχε, δεδομένων των αντιξοοτήτων, χάσει τη ζωή του από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Όμως ο Mark Watney δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ένας έξυπνος, εφευρετικός, αστείος αλλά και πεισματάρης επιστήμονας που χρησιμοποιεί τις επιστημονικές του γνώσεις για να επιβιώσει και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν το ένα μετά το άλλο, χωρίς να το βάζει κάτω ούτε για ένα λεπτό. Τον παρακολουθούμε λοιπόν να μιλάει σε ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο ώστε να μην τρελαθεί και να κρατάει τον μυαλό του σε συνεχή έλεγχο, αντιμετωπίζοντας την κατάστασή του με σοβαρότητα, χιούμορ αλλά και μια απίθανη ελαφρότητα που του χαρίζει τόσο η προσέγγιση του Scott, όσο και η πανέξυπνη χρήση της μουσικής ντίσκο που είναι και η μόνη μουσική που έχει μαζί του ο Mark.

Στον Άρη βέβαια δεν μπορείς να μείνεις για πολύ, ακόμα κι αν βρεις τον τρόπο να καλλιεργήσεις πατάτες. Γι’ αυτό και, παράλληλα με τον Mark, παρακολουθούμε τις προσπάθειες των επιστημόνων της NASA πίσω στη Γη αλλά και του πληρώματος του σκάφους τού Mark (με κυβερνήτη την υπέροχη Jessica Chastain), οι οποίοι κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να φέρουν τον άνθρωπό τους/μας πίσω. Έναν άνθρωπο που, σύμφωνα με την ιστορία, γίνεται σύμβολο ολόκληρου του δυτικού κόσμου, ενός κόσμου που μοιάζει να παρασύρεται από την αβάσταχτη πραγματικότητα που ζει ο Mark, έχοντας προς στιγμήν ξεχάσει τα ουσιαστικά προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα του δικού μας πλανήτη (αρρώστιες, φτώχια, μεταναστευτικό και ό,τι άλλο προσωπικό κουβαλάει ο καθένας μέσα του).

Είπαμε, όμως, ο Scott είναι ένας διασκεδαστής και η Διάσωση είναι μια διασκεδαστική, σχεδόν εφηβική ταινία που σκοπό έχει να ψυχαγωγήσει όσους βρεθούν στη σκοτεινή αίθουσα για να την απολαύσουν για τις αρετές που διαθέτει. Και θα την απολαύσουν, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο του αστρικού ουρανού της. Θα την απολαύσουν για τα ερωτήματα που κοιτάει, που θέλει αλλά δυσκολεύεται να θέσει (πρωτίστως στον εαυτό της), για την ομορφιά της εξερεύνησης ενός άγνωστου τόπου, αλλά και την επιπολαιότητα με την οποία μπορείς να απολαύσεις μια τέτοια ταινία τη στιγμή που την έχεις περισσότερο ανάγκη. Μη τον παρεξηγείς τον Scott, γιατί εδώ γνωρίζει τα όριά του (νιώθοντας και ο ίδιος έφηβος;). Και, για να πω την αλήθεια, είναι προτιμότερο να αναλώνεται σε τέτοιου είδους ελαφρότητες και να αριστεύει, από το να αποδεικνύει την αδυναμία του να διαχειριστεί σοβαρότερες προσεγγίσεις και να αποτυγχάνει. Και ξέρεις, αυτός που δεν βρίσκει ίχνος απόλαυσης στην επιπολαιότητα, στην νεανική διασκέδαση και, τελικά, στην αγωνιώδη ακινδυνότητα μέσα σε μια ψυχαγωγική ταινία, δεν έχει ιδέα τι πάει να πει ψυχαγωγικό σινεμά.

Ή απλώς, σινεμά.

Chris Zafeiriadis