Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

La fille sur le pont (Girl on the Bridge) (1999)

Στο σινεμά του Leconte οι συνήθως μοναχικοί άνθρωποι πρωταγωνιστές βρίσκονται πλημμυρισμένοι από πανίσχυρα συναισθήματα, είτε ευτυχίας που ποτέ δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γευτούν (ίσως και να μη το άξιζαν), είτε θλίψης για όλα εκείνα που τους έτυχαν (ή δεν τους έτυχαν) στην πορεία της ζωής τους. Συναισθήματα τα οποία μπορεί τις περισσότερες φορές να αδυνατούν να διαχειριστούν με επιτυχία, πάντοτε όμως τα αποδέχονται ως ακατάβλητους και απόλυτους εξουσιαστές τους. Όπως και η όμορφη κομμώτρια μερικά χρόνια πριν, έτσι και αυτό το νεαρό κορίτσι στέκεται επάνω σε μια γέφυρα, αδυνατώντας να συμβιβαστεί με όλα εκείνα που αισθάνεται χωρίς να το έχει ζητήσει, όλα εκείνα που την έφεραν να κοιτάζει ακριβώς πάνω από έναν κατάμαυρο Σηκουάνα, έτοιμος να καταπιεί με μανία τα θύματα μιας θλιμμένης και ανούσιας ζωής. Μιας ζωής που δεν έτυχε κάποιας επιθυμητής συγκυρίας και ποτέ δεν ευδοκίμησε σε κάτι ουσιαστικό.

Ο Leconte ανοίγει την ταινία τοποθετώντας την θλιμμένη του ηρωίδα ενώπιον ενός απροσδιόριστου κοινού, δίνοντάς της την δυνατότητα να αφηγηθεί διάσπαρτα κομμάτια της ζωής της, να μοιραστεί συναισθήματα και να αναπτύξει σκέψεις, εκθέτοντας με αυτό τον απλό τρόπο μια μοναχικά ακραιφνή καρδιά στον θεατή. Μια καρδιά που δεν είναι ευτυχισμένη, δεν είναι όμως και δυστυχισμένη. Διότι σε αυτή την καρδιά δεν συμβαίνει τίποτα και αυτό είναι το παράπονό της. Παραμένει γαλήνια εξαγριωμένη με την τύχη που δεν της χαμογέλασε ποτέ, δεν τις χάρισε την ευκαιρία να ζήσει μια αγάπη αληθινή, από αυτές που αξίζει να ζει ένα τέτοιο κορίτσι και να την χαίρεται σαν να ‘ναι η τελευταία. Όμως ελλείψει συναισθημάτων της ψυχής, οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων, δακρύων που κρύβουν ένα ολοκληρωτικά δικό τους κόσμο.

Το κορίτσι αυτό πιστεύει ότι η ζωή ξεκινάει όταν κάνεις έρωτα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα σωστό αλλά είναι σίγουρος ότι η ζωή σταματά όταν σταματάς να κάνεις έρωτα. Ή καλύτερα, όταν σταματάς να τον παράγεις. Όχι με σεξουαλικό τρόπο αλλά πρωτίστως συναισθηματικό, εγκεφαλικό. Αυτή η νεαρή ψυχή , το ομολογεί και η ίδια, δεν έχει ζήσει τίποτα παραπάνω από κενές στιγμές σαρκικής απόλαυσης με ανθρώπους που γνώριζε ή δεν γνώριζε, δεν έχει σημασία. Διότι μέσα από τα λόγια της καταλαβαίνεις ότι στο τέλος οποιασδήποτε συνεύρεσης παρέμενε και πάλι μόνη. Μάλιστα, πλέον φαίνεται να ειδικεύεται στη μοναξιά. Αλλά εδώ που τα λέμε, όλοι μας έχουμε ειδικευτεί σε μοναχικές στιγμές, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Αυτό το κορίτσι, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, φέρνει στο νου τις στιγμές εκείνες που πονάνε πιο πολύ, τις στιγμές που όσο και αν το θέλεις, δύσκολα ξεχνάς. Τις πιο μοναχικές.

Η Adèle με τα μεγάλα μάτια και τα μαύρα μαλλιά, λίγο πριν χαρακτηριστεί ως αυτόχειρας, σώζεται από την παρουσία εκείνου. Έτσι είναι η τύχη, της χαμογελάει στην πιο ακατάλληλη και προσωπική της στιγμή. Και πλέον όλα αλλάζουν. Εκείνος είναι ένας καλλιτέχνης του τσίρκου, ένας μοναχικός showman που έχει μάθει να πετάει μαχαίρια αποφεύγοντας τους ζωντανούς στόχους. Ένας άντρας που δεν παίζει με την τύχη αλλά την εκμεταλλεύεται. Το κορίτσι με το υπέροχο σώμα και το ακόμα πιο υπέροχο πρόσωπο αποφασίζει να μείνει μαζί του, ακολουθώντας τον σε ένα μικρό ευρωπαϊκό οδοιπορικό και γίνεται η μούσα που χρειάζεται ένας άντρας για να μεγαλουργήσει. Μαζί, αλλά όπως από κοινού αποφασίζουν, για λίγο.

Φυσικά, δεν είναι τυχαίο που ο Leconte κινηματογραφεί τους δύο πρωταγωνιστές του σε ασπρόμαυρό φιλμ. Η αποχρωμάτισή του αποδυναμώνει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, δημιουργεί όμως μια γοητευτική ατμόσφαιρα χαρίζοντας μια απρόσμενη φωτεινότητα στο πρόσωπο της Adèle (αξέχαστα υπέροχη η Vanessa Paradis που εδώ πραγματικά λάμπει). Ένα πρόσωπο στο οποίο χρωστάει πολλά η ταινία καθώς με την βοήθεια του contrast (αλλά και του Daniel Auteuil) καταφέρνει και αναδεικνύει όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις αυτού του μοναχικού κοριτσιού, την αγωνία, την θλίψη, την χαρά και την ηδονή. Όμως…

Η ηδονή αυτού του κοριτσιού δεν έχει να κάνει με την σάρκα. Ο έρωτας μεταξύ των δύο, αν και φαινομενικά ανέκφραστος κατά την διάρκεια της ταινίας, παραμένει εγκεφαλικός. Εγκεφαλικός αλλά απόλυτος. Οι δύο τους, σαν κρυφοί εραστές που είναι (χωρίς όμως να το γνωρίζουν από την αρχή), γεύονται την ηδονή κατά την διάρκεια του show. Εκείνος της πετάει μαχαίρια που κόβουν τον αέρα, κόβουν την ανάσα και σταματάνε την καρδιά, ενώ εκείνη επιτέλους αισθάνεται ζωντανή. Ο Leconte χρησιμοποιεί την αγέραστη φωνή της Marianne Faithful και χωρίς καν να φέρει τους δύο τους σωματικά κοντά, κινηματογραφεί την πεμπτουσία του έρωτα και της ηδονής σε μια από τις πιο έντονα ερωτικές σκηνές στην ιστορία του Ευρωπαϊκού σινεμά, μια σκηνή που σε κάνει να θλίβεσαι και να δακρύζεις που δεν κατάφερες να ζήσεις κάτι ανάλογο, εκλιπαρώντας για μια στάλα μόνο τέτοιου έρωτα.

Και αφού πρώτα χωρίσει τους πρωταγωνιστές του, τελικά ο Leconte τους χαρίζει ένα ανακουφιστικό φινάλε. Το κορίτσι επανατοποθετείται στη γέφυρα αλλά με άλλη ιδιότητα αυτή την φορά, έχοντας πια την δύναμη να μεταφέρει τα συναισθήματά της στον θεατή κάνοντάς τον να αποδεχτεί την παραδοξότητα της σχεδόν ονειρικής ολοκλήρωσης της ιστορίας, η οποία μέσα από τον κρυφό σουρεαλισμό που την διακρίνει καταλήγει στην αποθέωση της πιο λυτρωτικής και ειλικρινούς αγκαλιάς. Γιατί καμιά φορά το «για πάντα» δεν κρατάει για πολύ και το «για λίγο» κρατάει μια ζωή.

Αυτό το όνειρο δεν θα μας το πάρει κανείς…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Detour (1945)

Η ταινία του Edgar Ulmer αποτελεί κινηματογραφικό επίτευγμα της εποχής της. Πρόκειται για ένα υπέροχο, αξέχαστο κατόρθωμα το οποίο αξίζει το χειροκρότημα όλων εμάς που (λέμε ότι) παρακολουθούμε σινεμά. Υπεύθυνο γι' αυτό είναι τόσο το φτωχικό του περιβάλλον, όσο και το μικροκαμωμένο του μέγεθος που στα 67 μόλις λεπτά του καταφέρνει και εσωκλείει όλα εκείνα τα συστατικά που μεταμορφώνουν μια θεωρητικά ασήμαντη ταινία σε φιλμικό ντοκουμέντο μιας noir εποχής που όχι μόνο δεν γερνάει στο πέρασμα του χρόνου αλλά ακόμα και σήμερα αναπνέει σαν μικρό παιδί. Γιατί φαντάζομαι το ξέρετε εσείς που ασχολείστε, αυτές οι ταινίες είναι πολύ περισσότερες από αυτές που αρχικά αφήνεται να φανούν.

Ο Ulmer έχει επιλέξει έναν antisocial αντιήρωα και τον αφήνει να αφηγηθεί ο ίδιος την twisting ‘n’ shouting’ ιστορία του. Ο Al (πιανίστας στο επάγγελμα) βρίσκεται κυριολεκτικά στο δρόμο κάνοντας ωτοστόπ σε μια διαδρομή προς την Πόλη των Αγγέλων, με σκοπό να συναντήσει τον δικό του άγγελο που καρτερικά τον περιμένει. Όπως όμως μας εξηγεί και ο ίδιος, όταν κάνεις ωτοστόπ δεν υπάρχουν κανόνες, δεν ξέρεις πώς να συμπεριφερθείς σε κάποιον άγνωστο, δεν μπορείς να έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι μπορεί να σου τύχει. Η μοίρα βάζει συνεχώς τρικλοποδιές στους ανθρώπους και φέρνει τον Al αντιμέτωπο με ένα πτώμα το οποίο στέκεται ακριβώς δίπλα του και είναι ικανό να τον κλείσει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, χωρίς να έχει σημασία αν ο ίδιος έχει κάποια ευθύνη ή όχι. Και όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες ταινίες, οι περισσότεροι νεκροί χάνουν τη ζωή τους για τα χρήματα. Αυτά για τα οποία ιδρώνεις για να αποκτήσεις αλλά ποτέ δεν είναι αρκετά, εκείνα που δημιουργούν πάντοτε περισσότερους μπελάδες από οτιδήποτε άλλο.

Όπως όμως μας έχει μάθει η ιστορία των noir, πάντοτε πρέπει να υπάρχει και μια γυναίκα στη μέση και αυτή που συναντά ο Al έχει από καιρό χάσει την αθωότητα της. Συσχετιζόμενη με το προαναφερθέν πτώμα και προς αναζήτηση του εύκολου (γι αυτό και παράνομου) χρήματος, έχει ήδη πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο και ως άψυχη ραδιούργα, σαν άλλος κρυφός σαμποτέρ, παρασύρει τον πρωταγωνιστή σε ακόμα πιο επικίνδυνα μονοπάτια. Και είναι η Vera αυτή η femme fatale, με λέξεις που χτυπάνε σαν μαστίγιο και εκφράσεις που αναβλύζουν ειρωνεία, ένας από τους ελάχιστους γυναικείους χαρακτήρες που μέσα στη δολιότητα και την αλαζονεία που την κατακλύζει, παραμένει ειλικρινής για το ακέραιο της προσωπικότητάς της, ακόμα και αν αυτό δεν συνάδει με το γενικότερο καλό, πάρα μόνο για το προσωπικό της συμφέρον, ενώ παράλληλα αποδεικνύει πόσο ευάλωτο μπορεί να είναι ένα στιγμιαία μοναχικό αρσενικό μπροστά στη θέα ενός όμορφου θηλυκού.

Το Detour είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομά του, μια παράκαμψη στο δρόμο με τις αναγνωρισμένες και ακριβοφτιαγμένες ταινίες της εποχής του. Μια παράκαμψη που πρέπει να πάρει κάποιος επίμονος θεατής αν θέλει να γνωρίσει τους αφανείς ήρωες μιας κινηματογραφικά βαρυσήμαντης δεκαετίας. Εδώ δεν υπάρχουν πολυτελή σκηνικά ούτε μεγάλες ερμηνείες από τους ερασιτέχνες ηθοποιούς. Υπάρχει μόνο μια ακατέργαστη b-movie αισθητική, η οποία απελευθερωμένη από αυστηρούς κανόνες και πανάκριβες εντολές, δίνει την δυνατότητα σε έναν μικρό σκηνοθέτη να μεγαλουργήσει. Ο Ulmer χρησιμοποιεί τα απολύτως απαραίτητα (ή ακόμη λιγότερα) και δημιουργεί ένα noir κομψοτέχνημα ζωγραφίζοντας μια μοιραία - από όλες τις απόψεις - συνάντηση, όπου η ομίχλη είναι έτοιμη να καταπιεί τα πάντα στο πέρασμά της, οι ήρωες αδυνατούν να διακρίνουν τους κινδύνους που ελλοχεύουν και η πιο όμορφη μπαλάντα μπορεί να μετατραπεί σε ένα ταπεινό μοιρολόι για τις χαμένες ψυχές.

Ο Al μαζί με την μαυρισμένη voice-over εξιστόρηση των γεγονότων παρουσιάζει και τις θολές του σκέψεις (γεγονός που κάνει την ταινία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα), σκέψεις ενός ανθρώπου που έχει κάνει λάθη, έχει πληρώσει γι αυτά και είναι έτοιμος να πληρώσει και για ακόμα περισσότερα. Αλλά αν υπάρχει κάποιο μάθημα σε αυτό το κομψοτέχνημα, δεν έχει να κάνει με αυτά που κάναμε (ή δεν κάναμε) σωστά, ούτε με τις αποφάσεις που πήραμε (ή δεν πήραμε) στο μονοπάτι της ζωής. Το Detour είναι μια ταινία για τα προ-αποφασισμένα της μοίρας και την αδυνατότητα των ανθρώπων να ξεφύγουν από αυτή. Όχι κάποιων αλλά όλων.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Repulsion (1965)

(Καμιά φορά μπορείς να το αισθανθείς όταν κάποιος σε παρακολουθεί. Όταν δύο μάτια είναι καρφωμένα επάνω σου, παρατηρώντας κάθε κίνηση που κάνεις, κάθε ανάσα που παίρνεις. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε υπό τις ασπρόμαυρες σιωπές ενός σκοτεινού, νοικιασμένου δωματίου του τετάρτου ορόφου και με την αλλοιωμένα ονειρική παρουσία της Carole να στέκεται αμίλητη σε μια στενή γωνιά, λίγα μόλις μέτρα μακριά μου. Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο σ’ αυτήν. Αλλά δε νομίζω πως η ίδια το γνωρίζει.)

Το Repulsion είναι αριστούργημα. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορώ να χαρακτηρίσω μια ταινία η οποία όχι μόνο αναδεικνύει την υπέρμετρη και γοητευτική εικόνα της κ.Deneuve, αλλά παράλληλα εδραιώνει την σκηνοθετική ιδιοφυία ενός δημιουργού ο οποίος καταφέρνει εδώ και πλάθει έναν από τους πιο έντονους χαρακτήρες της ιδιαίτερης φιλμογραφίας του, προπομπός και επιρροή για αρκετούς που θα ακολουθήσουνε στο μέλλον. Με το Repulsion ο Polanski τοποθετείται στην (όχι και τόσο, πλέον) underground elite του Ευρωπαϊκού σινεμά, ακόμα και αν ο ίδιος δείχνει να μη το πιστεύει και πολύ.

Από αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι μέσα στο μυαλό αυτού του δημιουργού ελλοχεύουν απροσδιόριστες απειλές, οι οποίες μεταφορτώνονται σε διαβολικές φιγούρες και υπέροχα πλάσματα μέσα στις ιστορίες που μας διηγείται. Η Carole (η οποία ανήκει σαφέστατα στην δεύτερη κατηγορία) σαν μοναδική κεντρική ηρωίδα της ταινίας, παραδίδει μαθήματα αποστροφής στον θεατή, ο οποίος όμως για να την καταλάβει πλήρως θα πρέπει να κοιτάξει τον κόσμο από την δική της πλευρά, θα πρέπει να ταυτίσει το βλέμμα του με τον δικό της. Το ίδιο βλέμμα που προσπαθεί να κεντράρει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο ο Polanski ο οποίος ξεκινάει την αφήγηση με τα ονειρικά μάτια της πρωταγωνίστριάς του να χάνονται μέσα στις παραληρούσες σκέψεις της. Σαν άλλα μάτια δίχως πρόσωπο που κοιτάζουν αλλά δεν μπορούν να φωνάξουν. Που ουρλιάζουν αλλά δεν μπορούν να ακουστούν.

Αυτό το ασπρόμαυρο πορτραίτο γίνεται αντικείμενο λατρείας αλλά και μελέτης από τον θεατή. Όσες πληροφορίες δεν δίνονται για την πρωταγωνίστριά, άλλες τόσες αφήνονται να εννοηθούν από τον σκηνοθέτη. Λιγομίλητη, όμορφη και συμπαθητική, η Carole εργάζεται σε ένα ινστιτούτο αισθητικής, από εκείνα που σκοπό έχουν να κάνουν τους ανθρώπους (πιο) όμορφους. Ως εκ τούτου και λόγω της ιδιότητάς της, η Carole μπορεί να ξεχωρίσει όλη την ασχήμια του κόσμου που την περιβάλλει. Η ψεύτικη ομορφιά και τα φτηνά αρώματα που προσφέρει στις ηλικιωμένες κυρίες που κουράρει, δεν είναι παρά το καμουφλάζ της δυσωδίας ενός τόπου που αναβλύζει μούχλα, σήψη και ντροπή. Κάτω από το makeup και τις μάσκες ομορφιάς κρύβεται μια αδυσώπητη αλήθεια που η Carole αντικρίζει καθημερινά. Όμως το βλέμμα της είναι κενό, χαμένο από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο. Αδιαφορεί για τον περίγυρό της και βυθίζεται σε σκέψεις που ποτέ δεν θα μάθουμε, σε έναν δικό της ονειρικό κόσμο, μακριά από φώτα, φωνές και ανθρώπους. Η αποστροφή της Carole καλύπτεται από ένα αόρατο πέπλο σιωπής το οποίο ο Polanski δεν θα αργήσει πολύ ακόμα να σηκώσει.

Ταυτόχρονα και σε αντίθεση με την συγκάτοικο και αδερφή της Helen, η Carole νιώθει αποστροφή για το αντίθετο φύλλο (κάποια πιθανή κακοποίηση στο παρελθόν ίσως, δεν θα μάθουμε ποτέ). Ανίκανη να αντιδράσει στο ερωτικό κάλεσμα ενός νεαρού, κλείνεται ακόμα περισσότερο στις αποξενωμένες της σκέψεις. Όταν όμως αρνείσαι τον έρωτα, αρνείσαι και την ζωή. Αλλά η Carole είναι ζωντανή. Ζωντανή μέσα στη σιωπής της, μέσα στον κόσμο που έχει πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της. Γι αυτό και αφιερώνεται μόνο εκεί, στις φωνές που κατοικούνε μέσα στο μυαλό της (τις ίδιες φωνές που λίγα χρόνια αργότερα θα κάνουν παρέα στον Trelkovsky) και στις σκιές που την επισκέπτονται μέσα στη νύχτα, κάνοντας μαζί της έρωτα, είτε η ίδια το θέλει, είτε όχι. Όμως καλύτερα έτσι. Καλύτερα με τις ζωντανές σκιές του διαταραγμένου μυαλού της παρά με τις νεκρές σκιές των ανθρώπων που έχουν ξεθωριάσει αφήνοντας πίσω τους την μυρωδιά της υποκρισίας τους. Την μυρωδιά της αποσύνθεσής τους.

Και είναι κάπου εκεί, στο μέσον περίπου της ταινίας όταν η αποστροφή της Carol γιγαντώνεται, αποτέλεσμα ενός αναπάντεχου και αθώου φιλιού από κάποιον νεαρό που την φλερτάρει. Ο περιφραγμένος και σκιώδης κόσμος της κλονίζεται και μαζί του κλονίζεται και η ψυχική της ισορροπία την οποία μέχρι τώρα έμοιαζε να διατηρεί. Και όπως είναι λογικό (;) κλείνεται στο μόνο μέρος που θα μπορούσε να την κρατήσει ασφαλή, στο περιφραγμένο της μυαλό, μόνη σε ένα μονόχρωμο διαμέρισμα-φρούριο.

Μέσα σε μια υπέροχα αφόρητη σιωπή, ο Polanski χτίζει μια συγκεχυμένη πραγματικότητα, ένα ακαθόριστο περιβάλλον συνεχής και αόρατης απειλής, το ίδιο περιβάλλον στο οποίο τρία χρόνια μετά θα τοποθετήσει και μια άλλη υπέροχη ξανθιά ηρωίδα του. Η Carole (όπως είναι φυσικό) αμύνεται και αντιδρά. Αλλά σε αντίθεση με την εγκυμονούσα Rosemary και τις διαπεραστικές φωνές της, η Carol παραμένει σιωπηλή. Σιωπηλή, αμίλητη, ψυχρή και υπαινικτική απέναντι στον θεατή που την παρακολουθεί. Σαν να είναι και αυτός μέρος της απειλής, εφόσον δεχτούμε ότι είναι μέρος του «φυσιολογικού» κόσμου. Οικειοποιείται το (άγνωστο) κακό που της έχει συμβεί και το ανταποδίδει με απόλυτη φυσικότητα σε αυτούς που το αξίζουν. Γεγονός απόλυτα φυσιολογικό (γι’ αυτό και αποδεκτό, για τα δεδομένα αυτής της ηρωίδας) το οποίο όμως καταλήγει στη δική της τραγική ψυχική αποσύνθεση με αποτέλεσμα την σωματική και διανοητική κατάρρευση της ατακτοποίητης προσωπικότητας της.

Αλλά ακόμα και έτσι ο Polanski παραμένει οικεία ειλικρινής απέναντι στην ηρωίδα του. Τοποθετεί αρκετές φορές την κάμερα στο δάπεδο και κινηματογραφεί ως «κατώτερος», αφήνοντας το μεγαλείο της Carole να διαφανεί. Με μια υπέροχα λιτή, τυμπανική υπόκρουση γιγαντώνει ακόμα περισσότερο την ένταση της ατμόσφαιρας, παράλληλα με την διαταραχή της ψυχοσύνθεσης της πρωταγωνίστριάς του, και ολοκληρώνει την αφήγηση κεντράροντας ακόμα μια φορά την αφαίρεση ενός βλέμματος που μαρτυρά φόβο, αθωότητα και αποστροφή. Και πατώντας σε αυτή τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση γεννάει ένα από τα πιο όμορφα παιδιά του, αποκαλύπτοντας το πορτραίτο μιας υπέροχης, αξέχαστης και ανεπανόρθωτα ρημαγμένης προσωπικότητας.

Μπορεί η Carole να γεννήθηκε από την οικονομική ανάγκη της φιλμικής αποπεράτωσης μιας Νύχτας Δολοφόνων, η ίδια όμως, σαν ονειρικός χαρακτήρας που είναι, επηρεάζει οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί της, στοιχειώνοντάς τον ανεπιστρεπτί. Είτε αυτός λέγεται θεατής, είτε κάποιος νεαρός που την προσεγγίζει ερωτικά, είτε απλά ο ίδιος ο δημιουργός της, ο οποίος αφού αδυνατεί έως ένα βαθμό να την ξεπεράσει, την αναπλάθει, αναπαράγοντας τα διαταραγμένα χαρακτηριστικά της σε μελλοντικές φιγούρες της φιλμογραφίας του. Γι αυτό και η Carole (η οποία τελικά κατέχει γνωρίσματα του ίδιου του δημιουργού της) είναι από τους ελάχιστους εκείνους χαρακτήρες οι οποίοι…

(Και κάπου εδώ σε αυτό το σημείο, έτσι απότομα και αναπάντεχα, η γραφή σταματάει. Η σιωπηλή Carole έχει πλησιάσει και χτυπήσει τον ανυποψίαστο γράφοντα με ένα ξύλινο φωτιστικό στο κεφάλι, αφήνοντας το τραυματισμένο του σώμα να κείτεται αναίσθητο στο πάτωμα, ανήμπορο να ολοκληρώσει το ημιτελές αυτό κείμενο. Ίσως αυτό το χτύπημα ήταν αυτό που του άξιζε. Το παρόν φινάλε συμπληρώνεται με την πολυσήμαντη βοήθεια ενός …αόρατου συγγραφέα που δεν του αρέσουν οι μισοτελειωμένες δουλειές.)

… μέσα από την ημιδιαφάνεια της αυτοτέλειάς τους καταφέρνουν να νικήσουν τον παντοειδή φθοροποιό χρόνο ο οποίος μοιάζει εδώ ανίκανος να αλλοιώσει την εικόνα της. Χαρακτηριστικό της αιώνιας τέχνης ενός ανθρώπου που δεν λέει να σωπάσει, δεν λέει να κοπάσει με τίποτα. Και πάντα θα θαυμάζεται από κάποιους διαταραγμένα ρομαντικούς…
Ο μύθος του Trelkovsky ξεκινά από εδώ.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Splice (2009)

Με το υπέροχο Cube του 1997 πολλοί ήταν εκείνοι που στο πρόσωπο του Vincenzo Natali αναγνώρισαν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και ελπιδοφόρους σκηνοθέτες της εποχής μας. Ταινία η οποία έκανε και εμένα να παρακολουθώ το έργο του από πολύ κοντά, περιμένοντας κάποια στιγμή ότι θα λάβει το ευρύ χειροκρότημα που έδειχνε ότι αξίζει. Τα γεγονότα όμως μιλάνε από μόνα τους και η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο το αναμενόμενο αριστούργημα δεν ήρθε, αλλά δυστυχώς ποτέ του δεν κατάφερε να παρουσιάσει κάτι αξιολογότερο του Κύβου (αν και το υποτιμημένο Cypher αποτελεί έξοχο δείγμα οικονομικά ανεξάρτητης sci-fi γραφής). Η ελπίδα όμως δεν πεθαίνει έτσι εύκολα και επειδή δεν πιστεύω ότι ο αγαπητός Natali είναι σκηνοθέτης της μιας ταινίας, είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα μας προσφέρει κάτι το πραγματικά αξιόλογο.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το ηλικιακά βρεφικό Splice έχει όλα τα φόντα για να μεταλλαχτεί σε μια εξαιρετική ταινία και αυτό διότι στο DNA του περιέχονται μερικά από τα πιο όμορφα συστατικά της κινηματογραφικής φύσης. Έχει στην καρέκλα του σκηνοθέτη ένα σχεδόν cult όνομα, έχει αρκετά χρήματα να τον στηρίζουν, δύο αναγνωρισμένους πρωταγωνιστές (Brody και Polley αμφότεροι απολαυστικοί) και ένα όμορφο σενάριο το οποίο βρίθει δυνατοτήτων ανάπτυξης για έναν φιλόδοξο δημιουργό, αλλά και δυνατοτήτων εμπορίου για έναν φιλόδοξο παραγωγό. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και το σημείο κλειδί για το τελικό αποτέλεσμα.

Δυο φιλόδοξοι οπτιμιστές επιστήμονες (ζευγάρι στο εργαστήριο, ζευγάρι και στη ζωή) συντάσσουν παιχνίδια με το DNA και δημιουργούν ένα υβρίδιο ανθρώπου με κάτι άλλο (το οποίο δύσκολα καταλαβαίνει κανείς τι είναι), έχοντας ως απώτερο σκοπό την παραγωγή φαρμακευτικών πρωτεϊνών για την μείωση και εξόντωση χρόνιων ανθρώπινων παθήσεων. Η δύναμη της προσδοκίας, το αίσθημα της ανωτερότητας και η χαρά της δημιουργίας ζωής είναι παράγοντες ισχυρότεροι από τα όποια ηθικά διλλήματα εμφανίζονται, γεννώντας όμως πάντα κάτι το κοινωνικά απαγορευμένο και γενετικά επικίνδυνο (γεγονός που έχουμε παρακολουθήσει ουκ ολίγες φορές στην ιστορία του κινηματογράφου και δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό).

Και ενώ αυτός είναι ο άξονας πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η ιστορία και ο οποίος από μόνος του αποτελεί σημείο εκκίνησης για μελέτη ηθικών και κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων πάνω στην ανθρώπινη φύση, συμπεριφορά και ανησυχία, ο σκηνοθέτης αρνείται πεισματικά να πορευτεί με αυτή την σκέψη. Το σενάριο από μόνο του δείχνει έναν πλουσιοπάροχο δρόμο αλλά ό ίδιος μοιάζει να τον αγνοεί, βαδίζοντας στο μονοπάτι ενός φιλοεμπορικού σινεμά, το οποίο ναι μεν έχει την λογική του, απογοητεύει όμως αυτόν που θα περίμενε το κάτι παραπάνω από έναν άνθρωπο με το παρελθόν του Natali.

Γεγονός το οποίο ελάχιστη σημασία έχει για έναν αυθεντικό σκουπιδοφάγο ο οποίος καταναλώνει ταινίες επιστημονικής φαντασίας σαν να’ ναι οξυγόνο και κάτι τέτοια τα προσπερνάει χωρίς καν να ενοχλείται. Όμως ένας φυσιολογικός (και απαιτητικός) θεατής δεν μπορεί να μη απογοητευτεί από τις αρκετές σεναριακές ευκολίες οι οποίες δεν κολακεύουν την ιστορία, ούτε της ταινίας ούτε και του σκηνοθέτη και θρυμματίζοντας με αργά και σταθερά βήματα τις όποιες προσδοκίες για κάτι το ξεχωριστό, καταστρέφουν το όλο εγχείρημα, πριν καν αυτό αρχίσει να κλιμακώνεται. Στο δεύτερο μισό δε, αφήνει τις επιστημονολογίες και φεύγει από το εργαστήριο παρασκευής ελπίδας για να μετακομίσει σε ένα νυχτωμένο δάσος, μεταλλασσόμενο σε μια ταινία εύκολου τρόμου και φτηνού εντυπωσιασμού η οποία τελικά δεν καταφέρνει ούτε να τρομάξει ούτε φυσικά να εντυπωσιάσει. Σε κάνει όμως να αναγνωρίσεις μια αδικία προς το πρόσωπο του Natali θέλοντας παράλληλα να του απευθύνεις τον λόγο με ένα τεράστιο «γιατί;» ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου. Απάντηση βέβαια δεν θα πάρεις αλλά η ελπίδα για το μέλλον παραμένει.

Chris Zafeiriadis