Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννης Οικονομίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννης Οικονομίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Το Μικρό Ψάρι (2014)

“Κουκιά μετρημένα, φίλε…”


Μέσα σε έναν τεράστιο ωκεανό αχόρταγης τραμπουκοκρατίας και ματωμένων αναθυμιάσεων ανθρώπινης απόγνωσης, μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων όπου ο καθένας από εμάς θα καταβρόχθιζε τον διπλανό του για πλάκα χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ο Οικονομίδης θα δομήσει μια ιστορία που μοιάζει σαν ένα κακό όνειρο για τους πρωταγωνιστές, μια ταινία όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια που θέτει ο σκηνοθέτης, αλλά και να μπορούσε, δεν θα το έκανε ποτέ γιατί αυτός είναι ο κόσμος στον οποίον ανήκει. Μέσα σε αυτή την αμετάλλακτη κοινωνία, ο καθένας θα πρέπει να προσπαθήσει και τελικά να πολεμήσει για να μπορέσει να επιβιώσει, αρκεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη συλλογιζόμενος τι είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει, αυτό που του δίνει ανάσα στη ζωή και τελικά, αυτό που του την παίρνει πίσω, χωρίς επιστροφή. Ο Στράτος το κάνει. Όχι για να αποδείξει ότι είναι καλύτερος από τους υπολοίπους αλλά για αγγίξει, έστω και κλασματικά, την αέναη στιγμή της ψυχικής του καθαρότητας.

Το Μικρό Ψάρι δεν είναι για να σε κάνει να χαρείς. Δεν θα σε κάνει καν να χαμογελάσεις, αντίθετα θα σε συνθλίψει κάτω από μερικές δεκάδες τόνους κοινωνικής αποσύνθεσης και ανθρώπινης αποπνευμάτωσης. Είναι το βάρος ενός αποδομημένου τόπου (με την αποδόμηση να έρχεται απ’ το σενάριο και στη συνέχεια να χύνεται ορμητικά μέσα στην ταινία), το απέραντο βάθος μιας απύθμενης τρύπας που μας ρουφάει όλους χωρίς σταματημό, αναγκάζοντάς μας να ξεπουλήσουμε ό,τι χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας, για μερικές σταγόνες ανόθευτου εγωισμού. Μέσα σε αυτό το χάος ο Οικονομίδης θα τοποθετήσει μια φιγούρα που έσφαλε (σαν όλους τους άλλους), πλήρωσε για όσα του έχουνε προσάψει και σήμερα κινείται μυστικά, έχοντας μάθει να αφαιρεί ζωές και να σκοτώνει συνειδήσεις, χωρίς να του καίγεται καρφάκι. Άλλωστε στο δικό του κόσμο, όλοι βρίσκονται ένοχοι για κάτι και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πρέπει να πληρώσουν. Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν υπάρχει χώρος για δισταγμούς και συναισθήματα, μονάχα ευτελείς μορφές, λουσμένες στο αίμα και την απόλυτη οργή μιας καταιγίδας που δε λέει να κοπάσει. 

Μέσα σε αυτόν τον τόπο που μοιάζει με νεκροταφείο ανθρώπων που δεν έχουνε ακόμα χάσει τη ζωή τους, ένα μικρό κορίτσι πέφτει θύμα των αμαρτωλών, καταδικασμένο να σταυρωθεί για αμαρτίες που δε διέπραξε ποτέ. Έτσι ο Στράτος βρίσκεται στο σημείο της ηθικής βαρύτητας ενός χρέους απέναντι στο μοναδικό ίσως αθώο χαρακτήρα της ταινίας, με τη σιωπή του να μαρτυρά την αφοσίωση σε έναν καινούριο σκοπό, αφήνοντας να φανεί μια αμυδρή ελπίδα, ικανή να σπάσει την παντοκρατορία του νοσηρού μαύρου που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα.

Έτσι, αυτός ο υπέροχος χαρακτήρας ανεπανάληπτης μοναξιάς, σταματά να ψάχνει φίλους εκεί που δεν υπάρχουν, αγγίζει την αυτογνωσία και προκαλεί τη σύγκρουση. Ξεκινά την αναζήτηση της προσωπικής του λύτρωσης μέσα από μια ύστατη πράξη απονομής δικαίου σε έναν αχόρταγο και άδικο τόπο όπου τίποτα δεν δίνεται χωρίς αντάλλαγμα, τίποτα δεν κερδίζεται αν δεν χάσεις ανεπιστρεπτί ένα κομμάτι του εαυτού σου. Καταφέρνει έτσι, να νιώσει για λίγο (ή για πάντα) ελεύθερος, αφήνοντας το ματωμένο του σημάδι επάνω σε μια αλήθεια, καταδικασμένη να ξεθωριάσει και να χαθεί, σαν να μην έζησε ποτέ. Προτού όμως χαθεί, στέκεται για λίγο μόνος, έχοντας κατακτήσει το βάρος της καθαρότητας που εσωκλείεται σε ένα ανείπωτο, μέχρι τώρα, νόημα.

Ένα νόημα αγνό, το οποίο κατοικεί κρυμμένο κάτω από τη σκόνη του χρόνου που μας βαραίνει όλους, από τη γέννηση της ύπαρξης μέχρι τη σιωπηλή στιγμή του νομοτελειακού μας θανάτου.


Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Η Ψυχή στο Στόμα - Soul Kicking (2005)

Ωμά κρέατα και εμείς, άσκοπα περιφερόμενα μέσα σε μια κοινωνία νομοτελειακής ανασφάλειας, φανατικής ατομικότητας, ακράδαντου μηδενισμού, γιάπηδων, Λάκηδων και λοιπών παράφορα φαντασιόπληκτων αντιληπτικών. Παιχνίδια του μυαλού ενός τρελού μας έλεγαν κάποτε. Όλα καλά όμως ρε. Όλα καλά...

Μέσα στο ατονικό σύμπαν του ληθαργικού ελληνικού κινηματογράφου, η χαζοχαρούμενη εκείνη διάθεση που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των εγχώριων παραγωγών (τα τελευταία χρόνια) κατάφερε και άπλωσε τα μακριά πλοκάμια της, κερδίζοντας κάτι παραπάνω από αυτό που της άξιζε, μετατρέποντας όμως τελικά την τέχνη σε απερισκεψία και την ουσία σε φασαρία. Οι επαναστάτες λίγοι και αυτοί της υπόγειας σκηνής.

Κάτω από τα λαμπερά φώτα και τις πολύκροτες διαφημιστικές καμπάνιες, μακριά από εκτενή ρεκλαμαρίσματα και φαντεζί αυλαίες, όχι όμως μακριά από το κοινό στο οποίο απευθύνονται, αυτοί οι αντιρρησίες, καθεστώτος περισσότερο παρά συνείδησης, με τα δόντια σφιγμένα από πείσμα, ιδρωμένοι αλλά όχι κουρασμένοι, τεχνηέντως καταθέτουν την δική τους αντίρροπα εκφραζόμενη άποψη. Πρέπει να υπάρξει μια διάκριση στο εξωτερικό, έστω και μικρή, για να αρχίσουν οι δικοί μας ειδήμονες ιθαγενείς να παπαγαλίζουν τα σωστά αυτή την φορά, έστω και αν δεν πολυκαταλαβαίνουν τι είναι αυτά που τελικά λένε. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση μιζέριας και κακομοιριάς θα πρέπει να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο. Για να φτάσει όμως το μαχαίρι στο κόκαλο πρέπει πρώτα να σκίσει το δέρμα, να διαπεράσει την σάρκα, να πληγώσει το κορμί, να προκαλέσει αιμορραγία και πόνο.

Η Ψυχή στο Στόμα (κόκκινη σαν ανοιχτή πληγή) παρουσιάζει την ιστορία ενός ανθρώπου. Ή πολλών ανθρώπων αν την δεις από την άλλη πλευρά. Ενός πολέμου. Κεντρικός άξονας είναι φαινομενικά ο Τάκης. Δύσκολα τα πράγματα για αυτόν. Θα μπορούσες να πεις ότι η ζωή δεν του φέρθηκε σωστά. Θα μπορούσες όμως και να πεις ότι όπως έστρωσε θα κοιμηθεί. Θα μπορούσες να πεις πολλά. Ένας άνθρωπος που πιέζεται από κάθε κατεύθυνση χωρίς να ξέρει πως να αντιδράσει, χωρίς διεξόδους και χωρίς να μιλάει πολύ. Σαν σιωπηλός παρατηρητής (της ίδιας του) της ζωής, έχει μάθει να κλείνεται στον εαυτό του, μέσα στο σιωπηλό κορμί του και να δέχεται παθητικά τα χτυπήματα, το ένα μετά το άλλο. Μόνο καταφύγιο, το αυτοκίνητό του. Εκεί είναι ο “τόπος” του, εκεί δεν τον ενοχλεί κανείς. Απομονώνεται, ηρεμεί και «αναπνέει». Σαν δεύτερο σπίτι του.

Στον τόπο που ζει ο Τάκης βασιλεύει η οργή και το μίσος. Είναι ένας τόπος άσχημος, γεμάτος κατακάθια και βρωμιές. Ένας τόπος γεμάτος νταβατζήδες, κερατάδες, θυμωμένους μπεκρήδες, αποχαυνωμένους μπιντέδες, σκατόψυχα πουταναριά και σάπιους μικροαστούς που κάνουν τους καμπόσους. Κάποιοι μένουν καρφωμένοι στην τηλεόραση, σαν υπνωτισμένοι. Μαστουρωμένοι όλοι τους. Παντού υπάρχει σιχαμάρα, κανείς δεν αγαπάει κανέναν. Μέσα στην (κάθε) νύχτα οι λάσπες και τα σκατά είναι ό,τι πιο καθαρό. Τα σκουπίδια μπερδεύονται με τα σκουπίδια, βρισιές, σφαλιάρες και κουτουλιές ο μόνος τρόπος επικοινωνίας.

Η αλήθεια όμως είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζούνε ανάμεσά μας. Περπατάνε δίπλα μας, κάθονται στα ίδια παγκάκια, τρώνε στις ίδιες ταβέρνες. Απλά είναι περισσότερο θυμωμένοι. Αγανακτισμένοι. Και ξεσπάνε όπου βρούνε. Κανείς από εμάς όμως δεν σκέφτηκε, δεν αναρωτήθηκε, δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει γιατί είναι θυμωμένοι όλοι αυτοί. Τι είναι αυτό που τους έχει εξοργίσει και τους κάνει να σκέφτονται και να ενεργούν με αυτό τον τρόπο. Ο Τάκης και ο περίγυρός του είναι η πλευρά εκείνη της κοινωνίας που δεν θέλουμε να βλέπουμε, που δεν θέλουμε να ξέρουμε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, τίποτα δεν καθιστά αυτούς τους ανθρώπους ανύπαρκτους. Διότι όλα αλληλένδετα είναι και όλα αλληλοεπιδράσιμα.

Ο Οικονομίδης έφτιαξε μια ταινία αστικού τρόμου. Μια αντανάκλαση του συσσωρευμένου θυμού μας. Ο πόλεμος από τους τέσσερις τοίχους επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πόλη δημιουργώντας πανικό. Πολλοί ήταν αυτοί που σκάλωσαν με την βία αποκρούοντας την ταινία. Η αποκρουστικότητά της όμως δεν οφείλεται στην σκληρή της γλώσσα. Με αυτήν άλλωστε, καλώς ή κακώς, είμαστε όλοι εξοικειωμένοι όλοι και ας κάνουν κάποιοι ακόμα τους σοκαρισμένους. Υπάρχει κάτι άλλο ακόμα χειρότερο από αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Πίσω από αυτούς τους συγκρουόμενους πρωταγωνιστές, από τις βρισιές, τα μπινελίκια και τα ντουβάρια κρύβεται μια δυσαρμονική κοινωνία που δεν μπόρεσε να θρέψει τα παιδιά της, δεν μπόρεσε να τους δώσει αυτό που τους άξιζε, αυτό που ήταν υποχρεωμένη να κάνει. Σαν ηθικός αυτουργός που ωθεί τους πάντες στον παραλογισμό, την αχρειότητα (τον ευτελισμό) και την κακοδαιμονία. Αλήθεια όμως, και πείτε μου αν κάνω λάθος, αυτή η κοινωνία μοιάζει τόσο με τη δική μας. Αυτός ο τόπος πρέπει να είναι ο δικός μας. Και τώρα έχει ρημάξει. Μαζί και οι άνθρωποι του. Και αυτό είναι που κάνει την ταινία ακόμα πιο τρομακτική, ακόμα πιο βίαιη.

Η βία όμως φέρνει βία και ο πόλεμος φέρνει θάνατο. Σε μια ψυχορραγούσα Αθήνα που μοιάζει με ξεθωριασμένο cart postal, ο Τάκης κάποια στιγμή θα αντιδράσει. Θα κρατήσει όμως την σιωπή του. Δεν θα γίνει ήρωας, ούτε θα δώσει λύσεις στα προβλήματα. Γιατί σε αυτό τον ασφυκτικό και πνιγηρό τόπο δεν υπάρχουν ευχάριστα χρώματα, δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχει ελπίδα. Δεν υπάρχουν πολύχρωμα λουλούδια ούτε όμορφα αρώματα. Μόνο ένας κόσμος έτοιμος να εκραγεί. Το γιασεμί του Γιάννη μυρίζει μπαρούτι. Το αισθάνεσαι?

Chris Zafeiriadis