Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα David Cronenberg. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα David Cronenberg. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

eXistenZ (1999)

"The world of games is in kind of a trance: People are programmed to accept so little... but the possibilities are so great."
- Allegra Geller -

Κοιτώντας πίσω στην φιλμογραφία του μεγάλου Cronenberg, υπάρχουν στιγμές, πραγματικά αριστουργήματα, οι οποίες χαίρουν τεράστιας εκτίμησης από απανταχού κινηματογραφόφιλους, καταξιωμένους «θεωρητικούς» ή ακόμα και «καχύποπτους» κριτικούς (οι οποίοι αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν αυστηρή δουλειά και όχι σαν κάτι που τους «χαρίζεται» για να το απολαύσουν). Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες, οι πιο περίεργες στιγμές, εκείνες που αγαπήθηκαν εξίσου από τους φανατικούς (και το λέω αυτό μιας και έχω την χαρά/τύχη να γνωρίζω κάνα δυο από αυτούς – cronenfreaks όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ) αλλά δεν κατάφεραν να αγγίξουν τους υπολοίπους, όντας περισσότερο προσωπικές, ή καλύτερα, περισσότερο εμμονικές από το αναμενόμενο.

Βέβαια, σε μια τέτοια φιλμογραφία ελάχιστες είναι οι αποστάσεις που χωρίζουν τις τεράστιες από τις λιγότερο κλασικές στιγμές και αυτό διότι όλες παραμένουν αλληλένδετες, εξ-υπηρετώντας σταθερά την φιλοσοφία και τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμμονές του δημιουργού τους. Εμμονές που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, την τεχνολογία, το μυαλό, τις αρρώστιες και κυρίως την ηδονή. Είτε αυτή είναι σαρκική, είτε εγκεφαλική. Σαν να θέλουν οι ήρωες του να ικανοποιήσουν το σώμα και το μυαλό, πριν αυτά φθαρούν και χάσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα απόλαυσης. Και εδώ το μυαλό είναι ο άφθαστος πρωταγωνιστής.

Χρησιμοποιώντας την εθιστική videodromική ανάγκη της τηλεοπτικής και εικονικής ηδονής, το eXistenZ άπτεται το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών και της εικονικής πραγματικότητας. Έννοιες ευρύτερα διαδεδομένες, όχι όμως απόλυτα αποσαφηνισμένες και σίγουρα συνεχώς εξελισσόμενες. Έχουν όμως έναν σταθερό, κοινό παρανομαστή. Την διαφυγή από την πραγματικότητα, την απόδραση του νου από αυτό που ορίζεται ως πραγματικό. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και την ανάγκη που έχει δημιουργηθεί σε κάποιους ανθρώπους για κάτι τέτοιο. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, την επιδιωκόμενη απόλαυση του μυαλού για κάτι που δεν είναι αληθινό.

“Death to the demoness Allegra Geller!”

Το eXistenZ ξεκινάει με την εφιαλτικά υπνωτιστική μουσική του Howard Shore και την απόπειρα δολοφονίας μιας σχεδιάστριας ηλεκτρονικών παιχνιδιών η οποία λατρεύεται και μισείται από εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η Allegra Geller λατρεύεται σαν Θεά διότι έχει την δυνατότητα και την δύναμη να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, κοινωνίες εικονικής πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι ζούνε εκεί εγκεφαλικά, μακριά από την βαρετή πραγματικότητα στην οποία ανήκουν φυσικά. Όμως η εικονική πραγματικότητα δεν είναι πραγματικότητα, είναι μια εξαπάτηση του εγκεφάλου, μια ψευδαίσθηση. Άρα, η Allegra Geller δεν είναι Θεά αλλά μια δαιμόνισσα, μια ευφυής παραπλανεύτρα η οποία έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Και γι’ αυτό καταδιώκεται.

Η αναζήτηση, η προσωπική λύτρωση και τελικά η ηδονή της παραίσθησης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, μέσα σε έναν κόσμο που η ίδια έχει κατασκευάσει και που τώρα θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει για να βγει νικήτρια και να συνεχίσει να υπάρχει (eXistenZ). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να παίξει. Για να εισέλθει κάποιος στο παιχνίδι χρειάζεται μια «ζωντανή» βάση (μάνα) η οποία συνδέεται με τον παίκτη με έναν λώρο χαμηλά στη πλάτη δημιουργώντας έναν δεύτερο αφαλό, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και ενέργεια με το σώμα, το νευρικό σύστημα, το ψυχισμό και το μυαλό. Ο παραλληλισμός είναι προφανής, ο εθισμός αναπόφευκτος και εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την ταύτιση του κάθε παίκτη με τον «χαρακτήρα» του στο παιχνίδι, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του αληθινού σώματος και την αποδοχή της μετάλλαξης σε ένα νέο, σε κάτι που το μυαλό είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένο αλλά ταυτόχρονα ολότελα αποκομμένο από την πραγματικότητα. Και είναι τόσο πετυχημένο το σκηνικό που στήνεται που είναι αδύνατο να γνωρίζεις πότε τελειώνει το παιχνίδι και πότε ξεκινάει η αληθινή ζωή. Ή το αντίθετο.

Το ίδιο το EXistenZ όμως μοιάζει απόλυτα συνυφασμένο με την πραγματικότητα και δη, με το μέλλον αυτής, προειδοποιώντας (μας) για τον επερχόμενο ιό του 21ου αιώνα και την επικείμενη παρα-μόρφωση του συνειδητού. Το eXistenZ είναι ο πόλεμος μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, σε ένα κόσμο όπου η αλήθεια είναι κάτι το έξω-πραγματικό, η παραίσθηση μετατρέπεται σε αίσθηση και το παράλογο σε κάτι απόλυτα λογικό. Μια ιδέα, που στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ξεκίνησε σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, για να καταλήξει σήμερα εφιαλτική πραγματικότητα. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια. Το eXistenZ δεν ήταν ποτέ μπροστά από την εποχή του. Η εποχή του όμως βρισκόταν πολύ πίσω από αυτό. Και δυστυχώς, ακόμα να το φτάσει.

Long live the new flesh!

Chris Zafeiriadis

P.S.: Τις θερμές μου ευχαριστίες στο kioy ο οποίοs μου έδωσε τη χαρά, ουσιαστικά να διαφημίσω αυτή την υπέροχα παρεξηγημένη ταινία.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Eastern Promises (2007)

Αυτός, αυτή και τα μυστήρια της Ρώσικης μαφίας στο Λονδίνο...

Ο ιδανικότερος εκφραστής μιας μη αντικειμενικής παρουσίασης μιας (οποιαδήποτε) ταινίας του Cronenberg, δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος ο οποίος αγαπάει και γνωρίζει τον κινηματογράφο σαν τέχνη, ιστορία ή τεχνοτροπία, αλλά κάποιος που αντιλαμβάνεται, ανα-γνωρίζει, και αγαπάει το έργο του Καναδού σκηνοθέτη στο σύνολό του. Και αυτό (υποσυνείδητα ή μη) το ξέρει πολύ καλά και ο ίδιος. Διότι καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς, κύρους, προσωπικής αναζήτησης και φιλοσοφίας δεν ενδιαφέρονται (πια) να αποδείξουν κάτι στους νεοκλασάτους κριτικάριους (ή ερμηνευτές εικόνων και έργων) οι οποίοι όλο και περισσότερο μοιάζει να ψάχνουν λαμπερούς τρόπους εγωιστικής αυτοπροβολής και εγωκεντρικής αντίδρασης (επιδεικνύοντας τις «ατελείωτες» γνώσεις τους). Τέτοιοι σκηνοθέτες περισσότερο ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν το κοινό που τους αγάπησε, τους ανέδειξε και που (ακόμα και στα στραβοπατήματά τους) τους δέχεται ως είναι και (κυρίως) τους θαυμάζει για αυτό που πιστεύουν και παράγουν.

Ακόμα και αν ίδιος ο Cronenberg προσπαθούσε να γίνει πιο mainstream δημιουργώντας βατές ιστορίες τοποθετημένες σε μια καθαρά αναγνωρίσιμη πραγματικότητα του σήμερα, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τα βήματα της βιομηχανίας (αυτού) του θεάματος και κατ’ επέκταση της λογικής που την διέπει. Διότι από μόνες τους οι δημιουργίες του αντανακλούν έναν καλλιτέχνη με σαφή όραμα και προσανατολισμό, πάμπολλες εμμονές και σίγουρα μια εξελισσόμενη φιλοσοφία, μακράν διαφοροποιημένο από την κουλτούρα και τα γούστα του μέσου Αμερικάνου θεατή.

Η ιστορία της μαίας που ψάχνει απαντήσεις (και τελικά τις βρίσκει), είναι σχετικά απλουστευμένη και λιγότερη φιλοσοφημένη απ’ ότι στο παρελθόν. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ρηχότητα, κάθε άλλο μάλιστα. Θέτοντας σαν βάση ένα ομιχλώδες και βροχερό Λονδίνο, παρουσιάζεται (έστω αμυδρά και χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης) η κουλτούρα της Ρωσικής μαφίας και η (υπόγεια) δράση στην ευρύτερη περιοχή, σε μια ιστορία που διασταυρώνονται οι πολιτισμοί, παντρεύονται οι γνώσεις με τις αξίες, και το ποιος είσαι καθορίζεται από τα tattoos που έχεις στο σώμα σου (Vor V Zakone ονομάζεται ουσιαστικά η Ρώσικη μαφία και τα tattoos αυτά εκφράζουν το ποιος είσαι καθώς και την πορεία της ζωής του καθενός).

Μέσα σε όλα τα παραπάνω, το προσωπικό στίγμα του Cronenberg πανταχού παρών. Έκδηλη η αστείρευτη ικανότητα του να δημιουργεί τους δικούς του κόσμους με τους δικούς του ήρωες, αντί-ήρωες (και αντί-αντί-ήρωες) που μοιάζουν να ζούνε σε μία δική τους πραγματικότητα (ακόμα και οι «μαφιόζοι» μοιάζουν ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο υπό-κόσμο), αρκετά ρεαλιστική και όχι τόσο μακριά από την δική μας (το ίδιο άνιση και ταυτόχρονα φαινομενικά απλή) εμπράγματη ζωή. Με μια επική σκηνή πάλης στα λουτρά (χαρακτηριζόμενη ως απλοϊκή ωμότητα) μας αποδεικνύει (ξανά) το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα και τις προσωπικότητάς του, χρησιμοποιώντας την βία σαν όπλο, είτε του καλού είτε του κακού (εδώ και των δύο).

Τι είναι όμως αυτό που κάνει το Eastern Promises να ξεχωρίζει μέσα από την απλόχερη απλότητά του?

Μια ιστορία εγκλήματος με δραματικές προεκτάσεις βασιζόμενη στην επαγγελματική αφοσίωση αλλά και στην εφηβική μανία του δημιουργού της. Δύο χαρακτηριστικά που δυστυχώς μέρα με τη μέρα, δείχνουν να εξανεμίζονται από τους περισσότερους και που η έλλειψή τους δημιουργεί μπερδεμένες ψευδαισθήσεις του σήμερα και του αύριο.
Ο Cronenberg όμως δεν ξεχνά, θυμίζοντας/δασκαλεύοντας σε όλους εμάς ένα πολύ σημαντικό πράγμα σ’ αυτή τη πολύ-δι-άστατη ζωή...

“Every sin leaves a mark...”

Chris Zafeiriadis