Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα J.C. Chandor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα J.C. Chandor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

A Most Violent Year (2014)


Αναμφισβήτητα, τα χρόνια της βίας χαρακτηρίζονται από βίαιες πράξεις. Και όταν οι βίαιες πράξεις αυξάνουν με ρυθμούς ραγδαίους, κάποιοι βγαίνουν κερδισμένοι και κάποιοι άλλοι (οι περισσότεροι) παραμένουν για πάντα οι χαμένοι. Τις περισσότερες φορές η βία γεννάει βία, για να μπορέσεις όμως να επιβιώσεις σε έναν βίαιο τόπο θα πρέπει είτε να είσαι ο ισχυρότερος των ισχυρών, είτε να διαθέτεις ανεπτυγμένο το χάρισμα της διπλωματίας, παράλληλα με μια ταπεινοφροσύνη που θα διατηρήσει το προφίλ σου χαμηλό. Στη Νέα Υόρκη του 1981, έναν κόσμο όπου οι αστυνομικοί πυροβολούνται μέσα στο μετρό, η εμπιστοσύνη είναι κλονισμένη και ηθική αργοπεθαίνει αβοήθητη σε κάποια ξεχασμένη αποθήκη, το πιο δύσκολο πράγμα είναι να κοιτάξεις τον διπλανό σου στα μάτια και να του πεις την αλήθεια που γνωρίζεις. Οι περισσότεροι χαρακτήρες στην ταινία του J.C. Chandor αδυνατούν να ξεστομίσουν την αλήθεια και παραμένουν εξ’ ολοκλήρου βυθισμένοι σε ένα παιχνίδι υποκρισίας και παραπλάνησης που τσακίζει κόκκαλα με την αληθοφάνειά του. 

Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες της εποχής μας, επιστρέφει με μια ταινία που δεν ανήκει στην εποχή μας, αλλά διαδραματίζεται περίπου 30 χρόνια πριν από εμάς. Αυτό το ταξίδι στον χρόνο ξεκινά με την παρουσίαση ενός άντρα που τρέχει μόνος σε έναν έρημο δρόμο, μακριά από βλέμματα, παρέες και ανούσιους συνομιλητές. Καταλαβαίνεις, έτσι, αμέσως πως όταν ένας άνθρωπος επιλέγει να πορευτεί μόνος και αποκομμένος από τον περίγυρό του, τότε αυτή η μοναχική επιλογή αποτελεί και την συνειδητή απομόνωσή του από τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αποτελεί την διαφοροποίηση του ήρωα από έναν κόσμο που δεν του ταιριάζει. Έναν κόσμο που είτε θα προσπαθήσει να αλλάξει, είτε θα τον κατακτήσει. 

Ο Abel Morales (όνομα που παραπέμπει σε μετανάστη, ενώ παράλληλα παίζει με τις λέξεις ‘able’ και ‘morals’) είναι ένας έμπορος καυσίμων στη πιο κρίσιμη στιγμή της επεκταμένης δύναμής του. Πλήττεται όμως όταν άγνωστοι επιτίθενται στα βυτιοφόρα του και ο ίδιος παγιδεύεται σε μια περίπλοκη κατάσταση, στην οποία εμπλέκονται άνομοι ανταγωνιστές, ελεγκτικοί εισαγγελείς και τραπεζικοί επιθεωρητές, φέρνοντάς τον ήρωα στο χείλος της οικονομικής και ψυχικής καταστροφής. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού η καλύτερη στιγμή για να σε χτυπήσουν είναι όταν είσαι ευάλωτος, όταν ρισκάρεις, αναπτύσσεσαι και γίνεσαι σταδιακά υπολογίσιμος και επικίνδυνος. Αυτοί που σε χτυπάνε δεν είναι φυσικά μόνο οι ανταγωνιστές, αλλά και όσοι απειλούνται από την εκκολαπτόμενη ισχύ σου και θέλουν να σε διατηρήσουν μικρό και ταπεινό (κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει μόνο στα χρόνια της βίας και αλλά σε κάθε εποχή και τόπο ορατού, θεμιτού και αθέατου ανταγωνισμού). 

Το πυκνοχτισμένο αστικό τοπίο, τα όνειρα που δομήθηκαν σε κάποιο μολυσμένο κομμάτι γης, η ανάδειξη και η ανάγκη της οικονομικής εμμονής (που προϋπήρχε στο σινεμά του Chandor από την εποχή του Margin Call), και η μοναχικότητα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον που μοιάζει αφιλόξενο (σαν αυτό του All is Lost – προτού όμως όλα χαθούν), σε συνδυασμό με την τέλεια δομημένη κινηματογράφιση και την σχεδόν ξεθωριασμένη φωτογραφία, μετατρέπουν τα Χρόνια της Βίας σε μια ταινία γοητευτική, ώριμη και εσωτερικά δραματική ταινία. Μια ταινία που ζυγίζει τα όνειρα, τις προθέσεις και τα κίνητρα των ανθρώπων, αφήνοντάς τους μόνους να αποδείξουν τι είναι αυτό που τελικά κρύβουν μέσα τους, όπως ο χαρακτήρας της συζύγου που μέσα από το παγωμένο βλέμμα της παρουσιάζει τις στιγμές του πιο ειλικρινούς της κυνισμού - κάτι που αποδεικνύει και η εκκωφαντική σκηνή με το λαβωμένο ελάφι.

Εντούτοις, η ταινία δεν είναι τόσο βίαιη όσο προδιαθέτει ο τίτλος της. Περισσότερο μοιάζει με μια αγωνιώδη και σχεδόν αναίμακτη καταγραφή της εσωτερικής έντασης των δύο κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι μοιάζουν άφθαρτοι (Oscar Isaac και Jessica Chastain να αποδεικνύουν την σπουδαιότητά τους), ενώ δίπλα τους ένα ολόκληρο σύστημα κυνισμού και υπόγειων συμφερόντων εντάσσει σιωπηλά τους ανθρώπους στα αμείλικτα γρανάζια του. Είναι ένα σινεμά υπέροχο και θαρραλέο που κοιτάει τον θεατή στα μάτια χωρίς να έχει σκοπό να τον λυγίσει συναισθηματικά, ένα σινεμά που μέσα στην αυτοπεποίθηση που το χαρακτηρίζει δεν φοβάται τις ευάλωτες στιγμές του, αναμετράται με τον χρόνο και καταφέρνει να διατηρεί στο ακέραιο την χειμωνιάτικη μελαγχολία του.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

All is Lost (2013)


Το All is Lost είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο που βρίσκεται επάνω σε ένα μοναχικό ιστιοπλοϊκό στο μέσο ενός αφιλόξενου ωκεανού και ο οποίος, χωρίς να αναγνωρίζουμε αμέσως του λόγους, γίνεται ολότελα δικός μας. Χαρίζεται χωρίς δισταγμό σε εμάς που τον παρακολουθούμε να παλεύει με τα σφοδρά και μανιασμένα στοιχεία της φύσης, προσφέροντάς μας απλόχερα ένα κομμάτι της ψυχής του. Μιας ψυχής που δεν διαφέρει και πολύ από τις δική μας και που, όταν σε στιγμές συντονίζεται (με χαρακτηριστική ευκολία, είναι η αλήθεια) με όσα ενυπάρχουν μέσα μας, σου έρχονται δάκρυα στα μάτια από τις ομοιότητες του πάθους και των συναισθημάτων. Όχι του πόνου, της αγανάκτησης και της οργής, αλλά της σωματικής και πνευματικής διατήρησης σε έναν κόσμο φτιαγμένο να εκφυλίζει τη ζωή, κατασπαράσσοντας παράλληλα όσα πιστέψαμε για μια στιγμή ότι μπορούν να μας ανήκουν.

Σε αυτήν τη μικρή διάρκεια της ύπαρξης, στο λιλιπούτειο ταξίδι από τα αρκετά που μας προσφέρονται, στα ελάχιστα που κατακτάμε και από το ελπιδοφόρο κάτι στο απέραντο τίποτα της κατάληξής μας, ο δικός μας Άνθρωπος (εξαιρετικός ο Redford, σε κάνει να τον αγαπάς ξανά απ’ την αρχή), χωρίς να λησμονεί αυτά που χάθηκαν, βρίσκει το κουράγιο να ζυγίσει όσα του σημαίνουν και όσα του έχουν απομείνει, δίνοντας τη δική του μάχη. Μια μάχη που έχει ως βασικό της όπλο το πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης αλλά και την πίστη ότι όλα είναι πιθανά, ακόμα και αν τα περισσότερα έχουνε χαθεί χωρίς επιστροφή, ακόμα και αν μ'ένα πονεμένο βλέμμα στο πρόσωπο, αντίκρισες όσα πίστευες ότι είχαν αξία στη ζωή να βυθίζονται αργά και σιωπηρά στα απύθμενα σκοτάδια μιας θαλάσσιας αβύσσου.

Μιας αβύσσου αμέτρητων παθών και αναπόφευκτων ψυχικών και πνευματικών αμαρτημάτων, την οποία γνωρίζουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε αρκεί να το θελήσουμε. Μιας αβύσσου που όταν την κοιτάμε μας κοιτάζει και αυτή, κάθε φορά και πιο επίμονα, μιας αβύσσου που χωρίς οίκτο και κανένα δισταγμό καταπίνει με μανία όλο και περισσότερα, από την αρχή της γέννησής μας μέχρι την αναπόδραστη στιγμή του θανάτου μας - οποίος φυσικά κάποια στιγμή έρχεται για όλους. Προτού όμως καταφθάσει, έχουμε την ανάγκη να κρατήσουμε την ευγένεια και την αξιοπρέπειά μας, να κρατήσουμε σφιχτά το χέρι ενός Άλλου, κατακτώντας επιτέλους τα αχαρτογράφητα βάθη της αέναης μοναξιάς μας.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Margin Call (2011)


Σκηνοθετημένο με αυστηρή μαεστρία και ένα σφιχτοδεμένα θεατρικό τρόπο, το Margin Call θα σε πιάσει από τα μούτρα και θα σε τοποθετήσει χωρίς χρονοτριβή και χωρίς κανένα δισταγμό στα αχανή γραφεία ενός οικονομικού κολοσσού, στον αδυσώπητο κόσμο του καπιταλιστικού συστήματος, όπου οι άνθρωποι ανέρχονται με αφοσίωση και πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής, όποτε κριθεί απαραίτητο από εκείνους που δεν έχεις ποτέ τη τύχη να γνωρίσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου ο καθένας κοιτάει τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, στο τέλος της ημέρας κάποιος κερδίζει και κάποιος πάντα χάνει, με τον ισχυρότερο να επιβιώνει και τον πιο αδύναμο να γίνεται περιττός και να χάνεται μέσα στο πλήθος, σαν να μην ήταν ποτέ κομμάτι αυτής της παραγωγής. Σε έναν τέτοιο κόσμο, μακριά από την καθημερινή απλότητα και την οικογενειακή θαλπωρή, οι άνθρωποι του συστήματος ζούνε και περιφέρονται στους διαδρόμους, χωρίς να έχουν ιδέα του τι πρόκειται να συμβεί.

Αυτό που συμβαίνει λίγα μόλις λεπτά μετά από ένα σχεδόν προγραμματισμένο υπαλληλικό ξεσκαρτάρισμα («λουτρό αίματος» όπως το αποκαλεί ένας απ’ τους εναπομείναντες) είναι η κρίση. Μια οικονομικά απροσδόκητη κρίση η οποία γεννάται υπόγεια και καμουφλαρισμένα στα ανήθικα σκοτάδια της εταιρίας και σιγά-σιγά εκκολάπτεται με στόχο να κατακτήσει ολόκληρο το επενδυτικό σύστημα της Δύσης, φανερώνοντας παράλληλα το αληθινό πρόσωπο ενός πληγέντος καπιταλισμού. Από τους οικονομικούς όρους και το καμουφλάζ του ρευστοποιημένου οικονομικού πανικού δεν θα καταλάβεις και πολλά, άλλωστε οι έννοιες δεν τοποθετήθηκαν στο σενάριο για να τις καταλαβαίνουν όλοι. Αυτό φυσικά δεν αφαιρεί και πολλά από την θέαση, καταφέρνει όμως να φέρει τον θεατή πιο κοντά στα πρόσωπα. Στα πρόσωπα και τους ανθρώπους που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που γίνεται και η εστίαση, αφού για τον σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) J. C. Chandor, η κλιμάκωση της κρίσης είναι αναμενόμενη.

Μέσα σε μόλις μια νύχτα θα γνωρίσεις μερικές από τις πιο ευφυείς προσωπικότητες που το σύστημα κατάφερε να καταβροχθίσει και να τους μετατρέψει σε αφοσιωμένους υπηρέτες, τοποθετημένους στον αμείλικτο δρόμο του χρήματος και της δόξας. «Είναι αυτό που πάντα ήθελα να κάνω» εξομολογεί ένας 24χρονος λίγο πριν απολυθεί για πάντα, με την εξομολόγηση να περιγράφει τη δύναμη και την ισχύ του δολαρίου απέναντι στην υποταγή της προσωπικότητας. Αργότερα στην ταινία, μια ακόμα πραγματικότητα φανερώνεται. Τα χρήματα δεν είναι τίποτα παραπάνω από χρωματισμένα κομμάτια χαρτιού που παράγουμε για να έχουμε κάτι να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας έτσι ώστε να γλιτώσουμε τον κανιβαλισμό. Βλέποντας όμως τη δράση των ανθρώπων αντιλαμβάνεσαι ότι όχι μόνο τον κανιβαλισμό δεν γλιτώσαμε αλλά στην καταγεγραμμένη ιστορία του καπιταλισμού καταφέραμε να τον ανάγουμε σε φυσική ανάγκη για την επιβίωση της σάρκας και του τρωτού μας εγωισμού. 

Κάπως έτσι το Margin Call μετατρέπεται σε μια ταινία για τον άνθρωπο και τη διαφορά ανάμεσα στους απλούς πολίτες που βιώνουν την κρίση και εκείνους που διαχειρίζονται τα κεφάλαια και την οικονομική διάσωση (του εαυτού τους). Οι πρώτοι συνεχίζουν να παλεύουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της κατανόησης, οι δεύτεροι ζούνε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια απέραντη μοναξιά, προσπαθώντας από κάπου να πιαστούν. με μοναδικούς φίλους μερικές μονάχα τσίχλες νικοτίνης. Δεν είναι τυχαίο που κατά τη διάρκεια της νύχτας κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν επικοινωνεί με κάποιον δικό του άνθρωπο, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον χαρακτήρας του Stanley Tucci ο οποίος επιθυμεί να αποδράσει, αντιλαμβανόμενος το λάθος. Μέσα σε αυτή την καταβρόχθιση ανθρώπινων προσωπικοτήτων, το συναίσθημα της μοναξιάς στέκει αγέρωχο, χωρίς όμως να φαίνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγεις από αυτό. Χωρίς να αναπτύσσεις την επιθυμία της συντροφικότητας, παρά μόνο όταν νιώσεις ότι σκότωσες ό,τι κάποτε ήτανε δικό σου, παρά μόνο αν πέσεις στα γόνατα και νιώσεις να χάνεται η ανάσα του πιο πιστού σου φίλου.

Η ημέρα της κρίσης δεν ήταν ποτέ πιο βασανιστικά γενναιόδωρη.

Chris Zafeiriadis