Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Alfred Hitchcock. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Alfred Hitchcock. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Vertigo (1958) - Σκέψεις εν μέσω Δίνης


Το ανθρώπινο είδος υπήρξε πάντοτε μοναδικά παράξενο και μοναχικό στο παιχνίδι της πάλης με του νου του. Με το μυαλό μας είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε πλανήτες και κόσμους ολόκληρους που είτε τους υπηρετούμε στην πραγματικότητα ή τους αφήνουμε να διαδραματίζονται παράλληλα σε ένα ονειρικό επίπεδο.

Το ανθρώπινο μυαλό έχει τη δύναμη να αναδείξει τις ικανότητές, τα ταλέντα και την προσωπικότητά, από την άλλη όμως έχει την ικανότητα να ιχνογραφεί ψυχώσεις, αδυναμίες, φαντασιώσεις και απαγορευμένες ιδέες που ενυπάρχουν στην υπο-συνείδηση όλων μας.

Με το Vertigo, ο Hitchcock όρμησε για άλλη μια φορά στη δίνη του ανθρώπινου μυαλού από την καρέκλα της ψυχανάλυσης. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε στο ιδιοφυές συγγραφικό δίδυμο των Boileau και Narcejac, που είχε δώσει δείγματα γραφής από το “Les Diaboliques” του Clouzot, για να γράψουν στη συνέχεια το “D' entres les morts”, περιμένοντας να το δραματοποιήσει στην οθόνη ο μάστορας του σασπένς. Η ιστορία που θα ξετυλίξει μοιάζει με ένα αρρωστημένο παραμύθι που ενέχει μέσα του φοβίες, σκοτεινά μυστικά, φαντάσματα, θάνατο, αγάπη, τρέλα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί έναν αλληγορικό (συμβολικό;) καθρέπτη απέναντι στους ήρωες του, θέλοντας να φωτίσει με έντονα και εναλλασσομενα χρώματα, τις πολλές διαστάσεις που κατέχει η πραγματικότητα...

Ο κεντρικός ήρωας (James Stewart) παρουσιάζεται ως ένας σκληροτράχηλος αστυνομικός, ο οποίος στην αντίθετη όψη του καθρέπτη είναι ένας αδύναμος άνθρωπος που λυγίζει ξαφνικά και αναίτια από μια έντονη ακροφοβία. Μπροστά σε αυτό το σκόπελο νιώθει ανήμπορος και αποφασίζει να προσαρμόσει τη ζωή του, και να συμπορευτεί με τους φόβους και τα ενοχικά του σύνδρομα, με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, πιο νωχελικά, άεργα και ανούσια....

Εν μέσω αυτής της καινούργιας κατάστασης θα κληθεί να βοηθήσει έναν παλιό φίλο που του ζητά να παρακολουθήσει την ευαίσθητα διαταραγμένη γυναίκα του, η οποία μπορεί να είναι τρελή ή δαιμονισμένη ή κάτι άλλο που απλά πρέπει να προσδιοριστεί .

Ο ήρωας αρχίζει να αγνοεί τη δική του νεύρωση και να βυθίζεται όλο και περισσότερο στο κυνήγι μιας άλλης ψύχωσης, πιο δυνατής από την πραγματικότητα που ζούσε μέχρι τώρα. Μέσα στη μοναχικότητά του ειδωλοποιεί αυτή τη γυναίκα και την ανυψώνει σε κάτι ανώτερο από έναν απλό ερωτικό πόθο, σε μια «ιδέα», την οποία πρέπει, να κατανοήσει, να αγγίξει και να ασπαστεί. Μέσα στο μυαλό του έχει ήδη κατασκευάσει έναν άλλο ονειρικό κόσμο, όπου σαν άλλον έρως θα ενωθεί με την ψυχή του.
Ανώφελα λοιπόν, εισχωρεί στο φαντασιακό του παιχνίδι, όπου θεωρεί ότι έχει τη δύναμη να τιθασεύσει το νοητικό του δημιούργημα το οποίο όμως θα του ξεγλιστρήσει, φέρνοντας για άλλη μια φορά στην επιφάνεια την νεύρωση του....

Για να του δοθεί, έπειτα, μια δεύτερη ευκαιρία να δημιουργήσει για άλλη μια φορά τον ονειρικά φαντασιακό του κόσμο, πλάθοντας, σαν γλύπτης, πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, το προσωπείο της γυναίκας, που λατρεύει. Είναι μια βάναυση και ψυχικά σαρωτική αγάπη, που αγνοώντας τον άνθρωπο που έχει απέναντι του, τον κακοποιεί ψυχολογικά, προκειμένου να ενωθεί με το φαντασιακό του πρότυπο.

Στο προσκήνιο της ταινίας παρακολουθούμε και δυο διαφορετικούς τύπους γυναικών. Η αιώνια «φίλη» του ήρωα μας, (Barbara bel Geddes),η οποία απ' τη μια εκφράζει την αίσθηση της λογικής και του ρεαλισμού, εκπροσωπώντας μια σύγχρονη, εργαζόμενη γυναίκα, ενώ από την άλλη έχει αφεθεί στο ρόλο της παλιάς αγαπημένης, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα καταφέρει να αποκτήσει ξανά τα πρωτεία στην καρδιά του ήρωα. Και η πρωταγωνίστρια, (Kim Novak) η οποία παίρνει τόσους διαφορετικούς ρόλους και φορά τόσες μάσκες, που ο καθένας καλείται να διαλέξει αυτή που της ταιριάζει περισσότερο. Είναι η κομψή αριστοκρατική σύζυγος, η ψυχικά βασανισμένη και εύθραυστη καλλονή, η απόλυτα ερωτευμένη γυναίκα, η φτωχή απατεώνισσα.

Ο σκηνοθέτης πλάθει αρχικά ένα μυστηριακό ονειρικό κόσμο και στη συνέχεια μας προσγειώνει απότομα στην πεζή και ειρωνική πραγματικότητα, όπου όλες οι ενέργειες εξηγούνται μέσα από τα σκοτεινά πλέγματα του ασυνείδητου, τα ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα και τις νευρωτικές φαντασιώσεις...

Οι ήρωες μας είναι άτομα κατά βάσιν μοναχικά, ίσως θλιμμένα, από τη σκληρή πραγματικότητα, χωρίς να έχουν πάντα ηθικότητα στα κίνητρα τους και τα οποία ενεργούν παρορμητικά, ελκύοντας ο ένας τον άλλον, άλλοτε μέσα από το πέπλο του ανεξήγητου, άλλοτε μέσα από την κατασκευασμένη διάσταση του κόσμου, άλλοτε από τα αισθήματά τους και άλλοτε από τους ονειρικούς κόσμους που έχουν κατασκευάσει στο μυαλό τους για καταφύγιο.

Το τέλος σε όλο αυτό το κόκκινο μύθευμα θα δώσει η ίδια η «μοίρα» αποκαθιστώντας την ομίχλη που είχαν δημιουργήσει οι σκιώδεις νευρώσεις και οι ανείπωτες αλήθειες με αυτή της καθαρτικής λύτρωσης....

Οι θεατές από την αρχή ως το τέλος κυνηγούν μαζί με τους χαρακτήρες του έργου την άγνωστη χίμαιρα, ζαλίζονται στην ιλιγγιώδη δίνη των αχαρτογράφητων φαντασιώσεων τους, απορούν, συμπάσχουν, κρίνουν και κατανοούν την πικρή αδυναμία του ανθρώπινου είδους...

Πάνω απ’ όλα μας υπενθυμίζει ότι σαν άνθρωποι στέκουμε αμήχανοι στον αέναο κύκλο της φύσης, μικροί και ανήμποροι να εξηγήσουμε τα ίχνη, τις αιτίες και τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Ίσως εν τέλει τα μόνα σημάδια που αφήνουμε είναι οι μικρές ακίδες στον κορμό ενός αιωνόβιου δέντρου….

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Vertigo (1958)


Από την υποκειμενική παραίσθηση της ιλιγγιώδους αφήγησης μέχρι τα ακροφοβικά σύνορα της απ-ανθρώπινης επιθυμίας, το Technicolor αριστούργημα του Hitchcock μοιάζει με έναν τέλειο γρίφο αφιερωμένο στις ψυχωτικές εμμονές, τις ερωτικές αδυναμίες και φυσικά στον ίδιο τον θεατή που ως παθιασμένος συνένοχος, καλείται να λύσει το μυστήριο μιας γυναικείας εξαφάνισης, προτού εξαφανιστεί τελείως η (ούτως η άλλως ετοιμόρροπη) λογική που χαρακτηρίζει την φύση του είδους μας. Παθιασμένος, για μια ταινία που μέχρι σήμερα παραμένει αξεπέραστη. Ίσως για πάντα.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Lifeboat (1944)

Σε μια πρόσφατη «κρυφή» προβολή αυτής της περικυκλωμένης από νερό ταινίας του μετρ, παρατήρησα/ κρυφάκουσα ένα μικρό πηγαδάκι από αμετανόητους σινεφίλ να ομολογούν ότι αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του Hitchcock. Αν και υπό συνθήκες και σε κινηματογραφικά ιστορικό επίπεδο θα μπορούσα να συμφωνήσω με μια τέτοια σκέψη, ωστόσο θεωρώ ότι τέτοιες δηλώσεις έχουν περισσότερο υποκειμενική αξία και δυστυχώς (ή καλύτερα, ευτυχώς) αδυνατούν να παρουσιάσουν την αλήθεια στο σύνολό της. Άλλωστε η κάθε ταινία μιλάει με διαφορετικό τρόπο στον κάθε θεατή και απ’ όσο γνωρίζω υπάρχουν αρκετοί που αγνοούνε οποιαδήποτε αντικειμενικά κριτήρια απόλαυσης.

Λίγο μετά το αριστουργηματικό Shadow of a Doubt και λίγο πριν από το ψυχασθενικό Spellbound, ο Hitchcock παρουσιάζει μια επίδειξη της φαντασίας αλλά και των δυνατοτήτων του. Μπορεί η ταινία του να είναι γυρισμένη εξολοκλήρου μέσα σε μια βάρκα, αυτό όμως δεν θα έπρεπε είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό της. Διότι μέσα σε αυτή την βάρκα θα μπορούσε κάποιος να παρακολουθήσει το ξεδιάντροπο ξεγύμνωμα της ανθρώπινης φύσης, την αδυναμία συνεργασίας πολλών και διαφορετικών προσωπικοτήτων την στιγμή της αλήθειας (και της αθωότητας), αλλά και την δύναμη της απόλυτης συνεργασίας την στιγμή του ψέματος (και της ενοχής).

Στην ταινία, μια μικρή σωσίβια λέμβος κουβαλάει τα απομεινάρια ενός συμ-μαχικού πλοίου που λίγα λεπτά πριν καταστράφηκε από τα πυρά ενός γερμανικού υποβρυχίου, το οποίο με την σειρά του τορπιλίστηκε, βυθίστηκε και στη συνέχεια χάθηκε για πάντα στην υγρή άβυσσο του αχανούς Ατλαντικού Ωκεανού. Δύο πολεμικές μηχανές που ποτέ δεν βλέπουμε στην οθόνη και που στην προσπάθεια εξολόθρευσης του αντιπάλου αλληλοεξοντώνονται, οδηγώντας στον θάνατο τις εκατοντάδες ζωές που τις συνοδεύουν. Σε αυτή την μικρή σωσίβια λέμβο όμως (που λειτουργεί και σαν σημαδούρα ζωής και ελπίδας μέσα στα σκόρπια επιπλέοντα συντρίμμια), εκτός από τους επιζώντες του πλοίου, έχει την τύχει να διασωθεί και ο καπετάνιος του γερμανικού υποβρυχίου ο οποίος λίγο μετά την επιβίβασή του στη βάρκα διαταράζει την ήδη κλονισμένη αρμονία του υπολοίπων διασωθέντων.

Σε αυτό το σημείο ο καθένας θα ομολογούσε ότι αναγνωρίζει την ευφυΐα του δημιουργού. Πρώτα τοποθετεί τους επιζώντες μιας πολεμικής μάχης μέσα σε μια βάρκα και στη συνέχεια τους ξεγυμνώνει, πρώτα πολιτισμικά και στη συνέχεια ηθικά, αποκαλύπτοντας το πραγματικό προσωπείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο γερμανός καπετάνιος, αν και ο μόνος ικανός να οδηγήσει την βάρκα σε ασφαλές σημείο, δέχεται τα πυρά των υπολοίπων και μέσα στον μικροπόλεμο που συμβαίνει, μετατρέπει την φαινομενική τους αθωότητα σε αδιαμφισβήτητη ενοχή για όσα ακολουθούν.

Και στη συνέχεια σκέφτομαι…

Ο Hitchcock γνώριζε πολύ καλά τους ανθρώπους για να αρκεστεί στην κατασκευή μιας ταινίας-μικρογραφία του WWII. Αυτοί οι άνθρωποι των διαφορετικών ειδικοτήτων και των διαφορετικών εθνικοτήτων μοιάζουν να είναι ένα άξιο αντιπροσωπευτικό δείγμα των ανθρώπων δυτικού κόσμου, οι οποίοι σκέφτονται, μιλάνε και τελικά πράττουν ο καθένας με τον τρόπο του, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και στις δικές μας μέρες. Έτσι η μικρή βάρκα από σωσίβια λέμβο μετατρέπεται σε μια βάρκα που κουβαλάει μέσα της ωκεανούς ομοιαζόντων πολιτισμών και εποχιακών ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτούς που διαδέχτηκαν την θέση τους σε αυτό τον πλανήτη.

Αυτή η βάρκα, ακόμα και αν επιπλέει στα νερά μιας άλλης εποχής, καταφέρνει μέχρι και σήμερα να μένει αβύθιστη, αποδεικνύοντας την διαχρονικότητα του δημιουργού της. Ενός δημιουργού ο οποίος πριν γίνει ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες, μπορούσε και κατασκεύαζε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες, όχι μόνο της δικής του εποχής αλλά και της κάθε επόμενης. Έτσι ακόμα και αν αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη ταινία του, παραμένει ακόμα και σήμερα μια από τις πιο ιδιαίτερες και απολαυστικές στιγμές του.

Chris Zafeiriadis