Το ανθρώπινο είδος υπήρξε πάντοτε μοναδικά παράξενο και μοναχικό στο παιχνίδι της πάλης με του νου του. Με το μυαλό μας είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε πλανήτες και κόσμους ολόκληρους που είτε τους υπηρετούμε στην πραγματικότητα ή τους αφήνουμε να διαδραματίζονται παράλληλα σε ένα ονειρικό επίπεδο.
Το ανθρώπινο μυαλό έχει τη δύναμη να αναδείξει τις ικανότητές, τα ταλέντα και την προσωπικότητά, από την άλλη όμως έχει την ικανότητα να ιχνογραφεί ψυχώσεις, αδυναμίες, φαντασιώσεις και απαγορευμένες ιδέες που ενυπάρχουν στην υπο-συνείδηση όλων μας.
Με το Vertigo, ο Hitchcock όρμησε για άλλη μια φορά στη δίνη του ανθρώπινου μυαλού από την καρέκλα της ψυχανάλυσης. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε στο ιδιοφυές συγγραφικό δίδυμο των Boileau και Narcejac, που είχε δώσει δείγματα γραφής από το “Les Diaboliques” του Clouzot, για να γράψουν στη συνέχεια το “D' entres les morts”, περιμένοντας να το δραματοποιήσει στην οθόνη ο μάστορας του σασπένς. Η ιστορία που θα ξετυλίξει μοιάζει με ένα αρρωστημένο παραμύθι που ενέχει μέσα του φοβίες, σκοτεινά μυστικά, φαντάσματα, θάνατο, αγάπη, τρέλα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί έναν αλληγορικό (συμβολικό;) καθρέπτη απέναντι στους ήρωες του, θέλοντας να φωτίσει με έντονα και εναλλασσομενα χρώματα, τις πολλές διαστάσεις που κατέχει η πραγματικότητα...
Ο κεντρικός ήρωας (James Stewart) παρουσιάζεται ως ένας σκληροτράχηλος αστυνομικός, ο οποίος στην αντίθετη όψη του καθρέπτη είναι ένας αδύναμος άνθρωπος που λυγίζει ξαφνικά και αναίτια από μια έντονη ακροφοβία. Μπροστά σε αυτό το σκόπελο νιώθει ανήμπορος και αποφασίζει να προσαρμόσει τη ζωή του, και να συμπορευτεί με τους φόβους και τα ενοχικά του σύνδρομα, με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, πιο νωχελικά, άεργα και ανούσια....
Εν μέσω αυτής της καινούργιας κατάστασης θα κληθεί να βοηθήσει έναν παλιό φίλο που του ζητά να παρακολουθήσει την ευαίσθητα διαταραγμένη γυναίκα του, η οποία μπορεί να είναι τρελή ή δαιμονισμένη ή κάτι άλλο που απλά πρέπει να προσδιοριστεί .
Ο ήρωας αρχίζει να αγνοεί τη δική του νεύρωση και να βυθίζεται όλο και περισσότερο στο κυνήγι μιας άλλης ψύχωσης, πιο δυνατής από την πραγματικότητα που ζούσε μέχρι τώρα. Μέσα στη μοναχικότητά του ειδωλοποιεί αυτή τη γυναίκα και την ανυψώνει σε κάτι ανώτερο από έναν απλό ερωτικό πόθο, σε μια «ιδέα», την οποία πρέπει, να κατανοήσει, να αγγίξει και να ασπαστεί. Μέσα στο μυαλό του έχει ήδη κατασκευάσει έναν άλλο ονειρικό κόσμο, όπου σαν άλλον έρως θα ενωθεί με την ψυχή του.
Ανώφελα λοιπόν, εισχωρεί στο φαντασιακό του παιχνίδι, όπου θεωρεί ότι έχει τη δύναμη να τιθασεύσει το νοητικό του δημιούργημα το οποίο όμως θα του ξεγλιστρήσει, φέρνοντας για άλλη μια φορά στην επιφάνεια την νεύρωση του....
Για να του δοθεί, έπειτα, μια δεύτερη ευκαιρία να δημιουργήσει για άλλη μια φορά τον ονειρικά φαντασιακό του κόσμο, πλάθοντας, σαν γλύπτης, πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, το προσωπείο της γυναίκας, που λατρεύει. Είναι μια βάναυση και ψυχικά σαρωτική αγάπη, που αγνοώντας τον άνθρωπο που έχει απέναντι του, τον κακοποιεί ψυχολογικά, προκειμένου να ενωθεί με το φαντασιακό του πρότυπο.
Στο προσκήνιο της ταινίας παρακολουθούμε και δυο διαφορετικούς τύπους γυναικών. Η αιώνια «φίλη» του ήρωα μας, (Barbara bel Geddes),η οποία απ' τη μια εκφράζει την αίσθηση της λογικής και του ρεαλισμού, εκπροσωπώντας μια σύγχρονη, εργαζόμενη γυναίκα, ενώ από την άλλη έχει αφεθεί στο ρόλο της παλιάς αγαπημένης, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα καταφέρει να αποκτήσει ξανά τα πρωτεία στην καρδιά του ήρωα. Και η πρωταγωνίστρια, (Kim Novak) η οποία παίρνει τόσους διαφορετικούς ρόλους και φορά τόσες μάσκες, που ο καθένας καλείται να διαλέξει αυτή που της ταιριάζει περισσότερο. Είναι η κομψή αριστοκρατική σύζυγος, η ψυχικά βασανισμένη και εύθραυστη καλλονή, η απόλυτα ερωτευμένη γυναίκα, η φτωχή απατεώνισσα.
Ο σκηνοθέτης πλάθει αρχικά ένα μυστηριακό ονειρικό κόσμο και στη συνέχεια μας προσγειώνει απότομα στην πεζή και ειρωνική πραγματικότητα, όπου όλες οι ενέργειες εξηγούνται μέσα από τα σκοτεινά πλέγματα του ασυνείδητου, τα ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα και τις νευρωτικές φαντασιώσεις...
Οι ήρωες μας είναι άτομα κατά βάσιν μοναχικά, ίσως θλιμμένα, από τη σκληρή πραγματικότητα, χωρίς να έχουν πάντα ηθικότητα στα κίνητρα τους και τα οποία ενεργούν παρορμητικά, ελκύοντας ο ένας τον άλλον, άλλοτε μέσα από το πέπλο του ανεξήγητου, άλλοτε μέσα από την κατασκευασμένη διάσταση του κόσμου, άλλοτε από τα αισθήματά τους και άλλοτε από τους ονειρικούς κόσμους που έχουν κατασκευάσει στο μυαλό τους για καταφύγιο.
Το τέλος σε όλο αυτό το κόκκινο μύθευμα θα δώσει η ίδια η «μοίρα» αποκαθιστώντας την ομίχλη που είχαν δημιουργήσει οι σκιώδεις νευρώσεις και οι ανείπωτες αλήθειες με αυτή της καθαρτικής λύτρωσης....
Οι θεατές από την αρχή ως το τέλος κυνηγούν μαζί με τους χαρακτήρες του έργου την άγνωστη χίμαιρα, ζαλίζονται στην ιλιγγιώδη δίνη των αχαρτογράφητων φαντασιώσεων τους, απορούν, συμπάσχουν, κρίνουν και κατανοούν την πικρή αδυναμία του ανθρώπινου είδους...
Πάνω απ’ όλα μας υπενθυμίζει ότι σαν άνθρωποι στέκουμε αμήχανοι στον αέναο κύκλο της φύσης, μικροί και ανήμποροι να εξηγήσουμε τα ίχνη, τις αιτίες και τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Ίσως εν τέλει τα μόνα σημάδια που αφήνουμε είναι οι μικρές ακίδες στον κορμό ενός αιωνόβιου δέντρου….
Κατερίνα Λυτριάνη
Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου