Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα '10s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα '10s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

The Spectacular Now (2013)


Το Ονειρεμένο Τώρα είναι μια νεανική ταινία που προσπαθεί να γίνει ευχάριστη και χαμογελαστή, επιθυμώντας να αγαπηθεί από ανθρώπους που τους αξίζει να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, αλλά δεν γνωρίζουν ακριβώς τον τρόπο. Ανθρώπους όπως οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες (του Sutter και της Aimee) που, η αλήθεια είναι, τους θαυμάζεις για τον τρόπο που διαχειρίζονται τις ιδέες, τις ζωές και τα όνειρά τους, σε μια εποχή όπου το internet, τα βιντεοπαιχνίδια και οι άσκοπες συζητήσεις κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα. Σε μια εποχή όπου το σεξ έχει γίνει προϊόν φτηνής ταχυφαγίας και όχι αποτέλεσμα προσωπικής αναζήτησης ενός απίθανου έρωτα. Στη ζωή δεν είναι σπάνιο αυτό, είναι όμως κάτι που το απολαμβάνεις, κάθε μια από τις ελάχιστες φορές που το συναντάς σε μικρές αμερικάνικες ταινίες σαν κι αυτή εδώ.

Ο Shutter και η Aimee γνωρίζονται απρόσμενα, περνούν τον χρόνο τους κάνοντας παρέα και τελικά ερωτεύονται, όπως πρέπει να ερωτεύονται οι άνθρωποι όταν καταφέρνουν να έρθουν ανέμελα κοντά. Με έναν αργό, σταθερό και αυθόρμητο τρόπο που, αν και δε σε αφήνει να το καταλάβεις στην αρχή, το συνειδητοποιείς όταν βρίσκεσαι μόνος και ο άλλος αρχίζει να σου λείπει εντυπωσιακά.

Εκείνη είναι η καλή μαθήτρια που προσπαθεί σιωπηλά αλλά με ζήλο να παραμείνει αφοσιωμένη στις μαθητικές της υποχρεώσεις. Εκείνος αδιαφορεί για το σχολείο και προσπαθεί να ζήσει την κάθε του στιγμή στο έπακρο, όντας επιρρεπής σε μικρές ποσότητες αλκοόλ. Ο Ponsoldt τους σέβεται, τους κινηματογραφεί υπέροχα σε ρεαλιστικούς ρυθμούς, και αναδεικνύει την ανάγκη τους για επικοινωνία, φέρνοντάς τους τελικά κοντά με ένα αυθόρμητο φιλί σε ένα υπαίθριο πάρκο που θα ζήλευαν οι περισσότερες ρομαντικές κομεντί του σύγχρονου Hollywood. Κάπως έτσι γεννάται μια σχέση που, όπως όλες οι σχέσεις, έχει τα πάνω της και τα κάτω της, με τους πρωταγωνιστές να χτίζουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, όπως αυθόρμητα πρέπει να συμβαίνει με όλα τα νέα ζευγάρια.

Ακόμα, όμως, κι αν η πρώτη ώρα είναι αφιερωμένη στο νεανικό έρωτα, αυτή δεν είναι μια ταινία για τα ζευγάρια που πιστεύουν ότι θα μείνουν μαζί για πάντα, αφού στην πραγματικότητα αυτό που μένει για πάντα είναι οι αναμνήσεις μιας ζωής γεμάτης συγκινήσεις. Μέσα από τη σχέση των δύο, τις ερωτικές εκδηλώσεις και τις εφήμερες απογοητεύσεις, χτίζεται μια βαθύτερη αναζήτηση της ταυτότητας και της ελευθερίας, η οποία κλιμακώνεται σιωπηλά στο τελευταίο μισάωρο. Ο Sutter θα μείνει δίπλα στην Aimee, θα αντλήσει τη δύναμη που του έλειπε και θα ξεκινήσει την προσπάθεια για την επανένωση με τον από καιρό χαμένο του πατέρα. Το ύφος της ταινίας αγκαλιάζει το δράμα και οι χαρακτήρες ξεφεύγουν από το όνειρο, διασχίζοντας το κατώφλι της πραγματικής ζωής. Αντιμετωπίζουν τις αλήθειες και προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους, όχι για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, αλλά για να γνωρίσουν τελικά το ποιοι πραγματικά είναι, να κατακτήσουν το θάρρος που τους έλειπε και να χιμήξουν με μανία στη ζωή που τους ανήκει ολοκληρωτικά.

Κάπως έτσι το «τώρα» αποκτά ουσία και μετατρέπεται από ονειρεμένο σε αληθινά συναρπαστικό.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

The Blackcoat's Daughter (2015)


Δεν είναι όλες οι ταινίες σαφείς και εύκολα προσβάσιμες. Υπάρχουν ταινίες οι οποίες απαιτούν περισσότερη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητές, απαιτούν λίγο παραπάνω πνευματική διαύγεια, ίσως και αυθάδη φαντασία, για να μπορέσει ο θεατής να αντιληφθεί αυτό που θέλει να του πει ο εκάστοτε δημιουργός. Για κάποιους, μια τέτοια προσέγγιση απορρίπτεται άμεσα γιατί αδυνατεί να επικοινωνήσει ευθέως αυτό που επιθυμεί στο θεατή, ενώ η ταινία έχει ήδη αποτύχει πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος της, αφού τις περισσότερες φορές η αφήγηση υποτάσσεται στη φόρμα και το στιλ/τεχνοτροπία υπερισχύει του περιεχομένου. Για κάποιους άλλους, όμως, κάτι τέτοιο αποτελεί αναμφίβολη αρετή, μια σπάνια δοκιμασία στην οποία ένας θεατής καλείται να βουτήξει βαθιά μέσα στα κάδρα, στο ασαφές σενάριο και στο δυσανάγνωστο τρόπο αφήγησης για να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβει μέσα της η ιστορία.

Με μία μινιμαλιστική προσέγγιση, τόσο στους διαλόγους όσο και στον τρόπο αφήγησης, το Blackcoat’s Daughter του Oz Perkings (ναι, ο γιος του Antony) ακολουθεί δύο κορίτσια ενός καθολικού σχολείου θηλέων που σπάνια χαμογελάνε και που το καθένα, για τους δικούς του λόγους, αδυνατεί να φύγει από τη Σχολή για τις διακοπές του Φεβρουαρίου(;). Ο σκηνοθέτης σού δίνει το ελάχιστο των πληροφοριών που χρειάζεσαι για να καταλάβεις το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, ενώ ζητά από εσένα να γεμίσεις τα κενά που επιμελώς αλλά και χωρίς φειδώ δημιουργεί. Μέχρι να αντιληφθείς ότι αυτή εδώ είναι μια underground ιστορία δαιμόνων και εξορκισμών που ξεκινάει μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτήριο του Χριστιανισμού (η απόλυτη ήττα της εκκλησίας), η ταινία σε έχει ήδη ρουφήξει μέσα στην πνιγερή της ατμόσφαιρα και ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σε αφήσει, πάρα μόνο όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Κι όμως, ακόμα και μια τέτοια προσέγγιση είναι ικανή να μοιάζει ανανεωτική και να αποδειχθεί υπέροχα απολαυστική. Ο σκηνοθέτης δεν κάνει το λάθος να αναλωθεί σε ανούσιες παρουσίες δαιμόνων και αφελείς εξορκισμούς που στην καλύτερη θα προκαλούσαν γέλιο στο κοινό. Αντίθετα, μέσα από το απλοποιημένο στήσιμο των κάδρων, τους ελάχιστους διαλόγους, τις κινήσεις και τα βλέμματα των κοριτσιών, καθώς επίσης και μέσα από την φαινομενική αταραξία της χιονισμένης και μοναχικής ατμόσφαιρας (η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ψυχοσύνθεση των ηρώων), κάθε εμφάνιση ενός σημαντικού για την εξέλιξη της ιστορίας στοιχείου αγωνίας και τρόμου καταφέρνει να ξεχωρίσει, αποκτά ακόμα περισσότερη βαρύτητα και λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από ότι αν βρισκόταν θαμμένο μέσα σε κάποιο σωρό ανούσιων πληροφοριών.

Μέσα από αυτή την προσέγγιση, παρουσιάζεται ένα άμορφο κακό το οποίο αναδύεται σιωπηρά από την άβυσσο του πουθενά και φωλιάζει βαθιά στα σωθικά (εκεί που απέτυχαν να φωλιάσουν οι αρετές του Χριστιανισμού), οδηγώντας τον άνθρωπο σε πράξεις βασανιστικές και αιματοβαμμένα αποτρόπαιες. Πράξεις που μερικές φορές μοιάζουν τόσο πολύ ανθρώπινες και οικείες που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τη φύση από την οποία πηγάζουν. Το κακό βέβαια σε αυτή την ταινία δεν μπορεί να υποταχθεί, ούτε καν να ελεγχθεί από τη φλόγα και τη δύναμη του ιερού, μοιάζει να μη μας έχει καν ανάγκη και, κάποια στιγμή, το ίδιο σιωπηρά όπως μας πλησίασε, θα μας αφήσει πίσω στην απομόνωση του μικρόκοσμού μας.

Και είναι κάπου εκεί, λίγο πριν το τρίτο μέρος της ιστορίας, όπου ο Perkings σταματάει να αναζητά της απαντήσεις που περικλείουν τα κορίτσια της ιστορίας και σου αποκαλύπτει αυτό που με μαεστρία σου έκρυβε όση ώρα εσύ αναρωτιόσουν, ενώ η ταινία παίρνει μία αναπάντεχη και ακόμα πιο σκοτεινή τροπή. Βλέπεις, ο άνθρωπος δεν χρειάζεται κολασμένα δαιμόνια και φτερωτούς αγγέλους που θα του υποδείξουν πώς να εξαπολύσει το κακό ή το καλό προς τον κόσμο που τον περιβάλλει. Μια αφορμή χρειάζεται μόνο, μια ευκαιρία για να γεμίσει την ψυχή του και να την μετατρέψει από ανούσια σε σημαίνουσα, γι’ αυτόν, αναγκαιότητα. Βέβαια, ως θεατές και πρωταγωνιστές της ζωής δεν χρειαζόμαστε κάποια ταινία για να μας το πει αυτό, χρειαζόμαστε όμως που και που να το υπενθυμίζει, αφού πολλές φορές αναζητούμε τις αιτίες εκεί που δεν υπάρχουν και προσπαθούμε μάταια να δικαιολογήσουμε όσα δεν δύνανται να δικαιολογηθούν. Από την άλλη, δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που μια ταινία προσπάθησε να αγκαλιάσει με τόσο πεσιμισμό την ανθρώπινη φύση. Μου αρκεί όμως που δε διστάζει να το κάνει και ταυτόχρονα με κάνει να αναρωτιέμαι με πόσες μαχαιριές πεθαίνει το ανθρώπινο κορμί.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

The Beatles: Eight Days a Week - The Touring Years (2016)


Όσο κι αν μιλήσει κάποιος για τους Bealtes νομίζω δε θα είναι αρκετό. Βλέπεις, υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που όσες φορές κι αν δεις ή ακούσεις κάτι γι’ αυτούς, ποτέ δε θα μπορέσεις να ικανοποιηθείς. Θα θέλεις ακόμα περισσότερο, ακόμα μια φορά να τους δεις να παίζουν τα αγαπημένα σου κομμάτια live στη σκηνή. Οι Beatles ανήκουν σε μια κατηγορία συγκροτημάτων που δεν κατάφεραν απλώς να αγγίξουν την επιτυχία της εποχής τους αλλά και κάθε επόμενης που έρχεται, αφού η κληρονομιά που έχουν αφήσει πίσω τους οι τέσσερεις μουσικοί δεν εξαντλείται, δεν χορταίνεται και φυσικά δεν μπορεί να ηττηθεί από την πάροδο του χρόνου. Κάπως έτσι, εμείς που ζούμε σήμερα πενήντα-εξήντα χρονιά μπροστά, μπορεί να μην έχουμε πια την ευκαιρία να τους απολαύσουμε επί σκηνής, μπορούμε όμως να αντικρίσουμε το μεγαλείο τους μέσα από ντοκιμαντέρ σαν κι αυτό εδώ. Το ξέρω, δεν είναι κάτι σπουδαίο να παρακολουθείς κάτι όμορφο μέσα από μια οθόνη, αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό μπορούμε να έχουμε στην εμπειρία μιας συναυλίας. Για όλα τα υπόλοιπα θα υπάρχουν πάντα τα τραγούδια.

Η ταινία του Ron Howard, ξεκινάει με ένα βίντεο των Σκαθαριών όπου παίζουν ζωντανά το She Loves You στο ABC cinema του Manchester το 1963 κι αυτό που γίνεται πρώτα από όλα αντιληπτό είναι οι φρενήρεις αντιδράσεις του κοινού που τους παρακολουθεί. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνεντεύξεις και κυρίως ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος την περίοδο 1963-1966, με το βάρος να πέφτει στα γράμματα των κοριτσιών, στις αφηγήσεις των περιστατικών, στις εμφανίσεις στην τηλεόραση (πόσο υπέροχο μέσο για να δεις ό,τι αγαπάς, χωρίς να μπορείς να το αγγίξεις) και κυρίως στις μεγάλες συναυλίες που έδωσαν οι Beatles εκείνη την περίοδο. Όλα αυτά μέσα σε μια περίοδο δύσκολη και ψυχολογικά απαιτητική όπου ο κόσμος (όπως και σήμερα;) μοιάζει να έχει την ανάγκη από κάπου να πιαστεί.

Μπορεί να άλλαξαν πολλά τα τελευταία χρόνια στη μουσική βιομηχανία, μπορεί τα είδη να εξελίχτηκαν όπως κανένας δε μπορούσε να προβλέψει, αυτό όμως που ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξει είναι το πάθος των αφοσιωμένων ακροατών. Ακροατών ανεξαρτήτου ηλικίας, γεωγραφικής διεύθυνσης και μουσικής προτίμησης, ακροατών που είτε λατρεύουν τους Beatles, είτε τη Maria Callas είτε τους Slayer, κάθε φορά που βρίσκονται κοντά στο ίνδαλμα τους θα είναι έτοιμοι να κάνουνε χαμό. Αυτή είναι μια ταινία για όλους αυτούς τους ανθρώπους και το πάθος που χαρακτηρίζει τις στιγμές που βλέπουν το αγαπημένο τους συγκρότημα να παίζει ζωντανά. 

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Supersonic (2016)


Στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας είναι λίγες οι φορές που από το πουθενά εμφανίστηκε ξαφνικά ένας καλλιτέχνης ή ένα συγκρότημα που κατάφερε να κατακτήσει σε χρόνο αστραπιαίο τόσο τα μουσικά τσαρτ όσο και τις καρδιές των ακροατών. Είναι λίγες οι φορές που οι καλλιτέχνες αυτοί δεν ήταν φτηνά προϊόντα της ίδιας της βιομηχανίας, φούσκες που δεν είχαν τίποτα το ουσιαστικό να προσφέρουν, αλλά καθημερινοί άνθρωποι που με την έμπνευση, το μεράκι και κυρίως τη σκληρή δουλειά τους, προσπάθησαν να βγάλουν από μέσα τους αυτό που θα τους έκανε να νιώσουν ζωντανοί και να επικοινωνήσουν με όσο περισσότερο κόσμο μπορούσαν. Ένα από αυτά τα συγκροτήματα είναι και οι Oasis, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τα αδέρφια Gallagher στο Manchester του 1991 και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να κατακτήσουν τις ψηλότερες κορυφές, με τον κόσμο να τους κοιτά και να τους αποθεώνει.

Στο ντοκιμαντέρ του Mat Whitecross (The Road to Guantanamo, Sex & Drugs & Rock & Roll), η ιστορία ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια συγκρότησης και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ίδια η μπάντα και περνάει μέσα από τις αντιξοότητες, τις παρέες, τις αμέτρητες ουσίες και τους έντονους καυγάδες, καταλήγοντας, λίγο πριν ολοκληρωθούν τα πρώτα πέντε χρόνια πορείας, σε μια από τις μεγαλύτερες συναυλίες που έδωσαν ποτέ οι Oasis, στο Knebworth, μπροστά σε 250.000 τρελαμένους οπαδούς τους. Μέσα σε αυτές τις δύο ώρες τεκμηρίωσης, ο σκηνοθέτης δε θα εστιάσει στα τραγούδια, τις επιτυχίες, τους έξυπνους στίχους και τις εκατομμύρια πωλήσεις (οι λίγο μεγαλύτεροι θυμούνται πώς το “Champagne Supernova” όρισε χιλιάδες νεανικούς έρωτες εκείνη την εποχή). Περισσότερο θα ενδιαφερθεί για τους ίδιους τους δημιουργούς, το πόσο αυτοί επηρεάστηκαν από τη μουσική σκηνή την οποία εν μέρει δημιούργησαν και τον (σωστό ή λάθος) τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν τη γρήγορη επιτυχία τους.

Το Supersonic είναι έξυπνο, καλοφτιαγμένο, αναπνέει νεανικό αέρα και κεντρίζει το ενδιαφέρον, όχι μόνο όσων λατρεύουν την Britpop και κατ’ επέκταση τους Oasis, αλλά κυρίως όσων ενδιαφέρονται να ρίξουν μια πιο εσωτερική ματιά σε ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα των τελευταίων χρόνων. Μια ματιά που πέφτει επάνω στις αυτοκαταστροφικές προσωπικότητες ανθρώπων που κατάφεραν να γράψουν τη δική τους ιστορία, γράφοντας παράλληλα ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια στην μουσική των 90’s. Και ξέρεις, δεν είναι δα και τόσοι πολλοί αυτοί που έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

The Void (2016)

“There’s a demon inside, Bloodlet it out,
Bloodlet it out, ‘Til you love me again”
(Munroe, 2015) 

Μέσα από τ’αχαρτογράφητα βάθη του ανθρώπινου παραλογισμού (που μετουσιώνονται σε κινηματογραφική επιθυμία και, μετά, εμπειρία) αναδύεται το ‘Void’, το οποίο, αφού δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες πρωτοτυπίας μέσα από το σενάριό του, προσπαθεί να διεκδικήσει μια θέση στο πάνθεον του φανταστικού σινεμά, κυρίως μέσα από τον τρόπο αφήγησης και την κατασκευή του. Το αν το καταφέρνει ή όχι, εξαρτάται αποκλειστικά από την ανοχή των λάτρων του είδους, αφού γι’ αυτούς και μόνο φαίνεται να προορίζεται. Άλλωστε το σινεμά του φανταστικού μοιάζει να συγχωρεί πολλά και να επαινεί ακόμα περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο είδος, σε κάθε κατασκευή που φαίνεται να πάσχει σε αρκετά σημεία αλλά διαθέτει τις κατάλληλες αρετές για να το απολαύσεις.

Ταινίες σαν το ‘Void’ αξίζει να μνημονεύονται γιατί έχουν το θάρρος και τολμάνε να βαδίσουν σε δύσβατα μονοπάτια, κάτι που οφείλεται κυρίως στους δύο τρελαμένους δημιουργούς του. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κύριοι Gillespie και Kostanski είναι αφοσιωμένοι κινηματογραφόφιλοι, αγαπάνε το φανταστικό σινεμά – κυρίως της δεκαετίας των 80’s (οι στα όρια της κλοπής επιρροές δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν εδώ, αφού αναγνωρίζονται εύκολα με την πρώτη ματιά) – και σε αυτό φαίνεται να θέλουν να επενδύσουν, αφού, όπως και σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής, η κατανάλωση χωρίς δημιουργία δεν οδηγεί πουθενά.

Στημένο με μεράκι, προσήλωση στο σκοτάδι, απολαυστικά practical effects (τα οποία πάντα θα κερδίζουν με διαφορά τη μάχη με τα άψυχα cgi των υπολογιστών) και με μια σχετική περιρρέουσα αναρχία στην πλοκή, το ‘Void’ ακολουθεί μια ομάδα επαρχιωτών που παγιδεύονται σε ένα υπό εγκατάλειψη νοσοκομείο της περιοχής και απειλούνται από μια ομάδα αιρετικών, ντυμένων με άσπρα σεντόνια κι ένα μαύρο τρίγωνο στην περιοχή του προσώπου – σύμβολο ενός απροσδιόριστου κακού που μοιάζει να κυριαρχεί υπόγεια στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, και χωρίς καμία εξήγηση, μέσα στο ίδιο το νοσοκομείο αρχίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα των κόσμων που έχει πλάσει η ανθρώπινη φαντασία (επίγειων, ουράνιων και κολασμένων). Κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι αυτό που παρακολουθείς δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ακατανόητη ταλάντευση ανάμεσα στη βίαιη πραγματικότητα και την αρρωστημένη φαντασία που πλάθει το μυαλό, μια ταλάντευση που ξεκινάει από αυτό που προσπαθείς να κατανοήσεις και καταλήγει σε έναν never-ending αιματοβαμμένο εφιάλτη για τους ήρωες της ιστορίας.

Η ιστορία ξεκινάει απίθανα, χτίζοντας ένα μυστήριο που σε κεντρίζει και σε κάνει να αναρωτιέσαι. Η συνέχεια εξελίσσεται μέσα σε μια αινιγματική ατμόσφαιρα η οποία εισάγει απειλητικές φιγούρες που προκαλούν τον τρόμο, ενώ αρκετά νωρίς περνάει σε body-horror εξάρσεις, καταδύεται σε ένα υπόγειο γεμάτο ζωντανά πτώματα και, τελικά, χάνεται μέσα σ’έναν κυκεώνα κρεουργημένης σάρκας και ονείρων από έναν άλλο κόσμο – εκεί όπου ο ομφάλιος λώρος της μητέρας δίνει ζωή σε πλάσματα από το υπερπέραν. 

Αυτό που ίσως ενοχλήσει κάποιους είναι η έλλειψη μιας ουσιαστικότερης ερμηνείας των όσων συμβαίνουν, η οποία θα ωθούσε την ταινία σε ένα ψηλότερο σκαλοπάτι και θα χρησιμοποιούσε τα όμορφα εξωτερικά χαρακτηριστικά για κάτι πραγματικά πνευματώδες. Αντίθετα, όμως, τα όσα περίεργα συμβαίνουν μένουν μετέωρα χωρίς ίχνος δικαιολόγησης, οπότε και οι προθέσεις των δημιουργών τίθενται υπό αμφισβήτηση. Κάπως έτσι το Void παραμένει χαμένο μέσα στην άβυσσο την οποία υπηρετεί, σαν ένα εφιαλτικό παραμύθι εγκλωβισμένο μέσα στο χρόνο και το χώρο. Από την άλλη, βέβαια, ως λάτρεις τέτοιων ελλειπτικών, σχεδόν ακρωτηριασμένων ιστοριών, μπορούμε να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη και να χρησιμοποιήσουμε την περιορισμένη αφήγηση της πλοκής ως ένα εργαλείο για τη δημιουργία μιας ολότελα δικής μας προσέγγισης της ιστορίας. Μπορούμε έτσι να δώσουμε τη δική μας ερμηνεία στην αλλοιωμένη πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται στην οθόνη, να έρθουμε κοντά στο Κενό και να το αναγνωρίσουμε ως ένα μικρό διαμάντι του cosmic horror subgenre. Αν, φυσικά, υπάρχει κάτι τέτοιο.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Late Phases (2014)


Το Late Phases είναι μια παλιομοδίτικα κατασκευασμένη μεταμεσονύχτια ταινία τρόμου με λυκανθρώπους, σαν εκείνες που έφτιαχναν οι μερακλήδες τουλάχιστον 30 χρόνια πριν. Ίσως να ποντάρει λιγότερο στον τρόμο και περισσότερο στο χαρακτηριστικό του παλιομοδίτικου, αλλά στη σημερινή εποχή του αδηφάγου cgi και των αδιάφορων, ψυχρών και, τελικά, άψυχων ψηφιακών εφέ, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αποδεκτό και φυσικά αρκούντως απολαυστικό. Ωστόσο η ιστορία προσπαθεί να σου μιλήσει για τόσα παραπάνω από τα προφανή, που οι λύκοι, τα τέρατα και η πανσέληνος καταλήγουν να είναι δευτερεύουσας σημασίας – όχι όμως και τα αίματα που βάφουνε αλύπητα τα κάδρα.

Η αγγλόφωνη ταινία του ισπανού Adrián García Bogliano ξεκινάει όταν ένας τυφλός βετεράνος του Βιετνάμ μεταφέρεται σε μια επαρχιακή κοινότητα για ηλικιωμένους. Ο Ambrose (Nick Damici) είναι ένας μοναχικός γερόλυκος που προσπαθεί να περάσει τον χρόνο που του απομένει με όση περισσότερη αξιοπρέπεια του αναλογεί, αντιλαμβανόμενος και αποδεχόμενος την μοναξιά που χαρακτηρίζει τις στιγμές των γηρατειών που του χτυπούν την πόρτα. Έχοντας ως μοναδικό φίλο ένα πιστό σκύλο που είναι πάντα η σκιά του («Shadow») προσπαθεί να διαχειριστεί και να συμφιλιωθεί με την πρόσφατη απώλεια της γυναίκας του. Δεν είναι φυσικά ένας ανήμπορος γεροξεκούτης, αλλά ένας ενοχλητικός, αντικοινωνικός, σε στιγμές αγενής (με όσους αξίζουν να είσαι αγενής μαζί τους) άντρας, ο οποίος έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και ξέρει ακριβώς τι συμβαίνει γύρω του κάθε στιγμή που περνάει. Για την ακρίβεια θα λέγαμε ότι μέσα από τη στωικότητα του χαρακτήρα του «βλέπει» πολλά περισσότερο από όσα ο περίγυρός του αντιλαμβάνεται, κι ας έχει χάσει προ πολλού την αίσθηση της όρασης. Γι’ αυτό και δε διστάζει, όταν χρειαστεί, να τα βάλει με όλους, ακόμα και με τους θεοσεβούμενους ιερείς (αφού ένας άνθρωπος μπορεί να κρύψει πολλά κάτω από μια στολή).

Για έναν τέτοιο άνθρωπο ο συμβιβασμός δεν είναι κάτι που μπορεί να επιλέξει, ωστόσο προσπαθεί, ακόμα κι όταν δεν του είναι ευχάριστο, να μη γίνεται ένα ανυπόφορο βάρος για το μοναχογιό του - έναν γιο με τον οποίο διατηρεί μια σχέση έντασης που κυμαίνεται ανάμεσα στην αγάπη, την αμφισβήτηση, το δισταγμό και την απαίτηση. Δεν είναι για να απορείς, καθώς είναι αρκετοί οι πατεράδες που συντηρούν μια τέτοιου είδους σχέση με τους γιους τους και αυτό είναι κάτι που ο Bogliano φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά, γι’ αυτό και κινηματογραφεί τους δύο άντρες με συνομιλίες, συναισθήματα και βλέμματα που κόβουν την ατμόσφαιρα σε χίλια μύρια αγιάτρευτα κομμάτια.

Σε αυτή την μοναχική κοινότητα όπου το ανώτατο όριο ταχύτητας ορίζεται στα 25χλμ/ώρα, οι άνθρωποι μεταβαίνουν στη δύση της ζωής τους για να πεθάνουν ο ένας δίπλα στον άλλο και κάποιος επιτέλους να δείξει ότι νοιάζεται. Ο Ambrose δεν ενδιαφέρεται να κάνει τον οποιοδήποτε να νοιαστεί. Αντίθετα, επιχειρεί να έρθει κοντά στον απομακρυσμένο του γιο κι εκεί έγκειται όλο το συναισθηματικό βάρος της ταινίας. Μιας ταινίας που αποκαλύπτει τις αιματηρές της προθέσεις μόλις στα πρώτα 14 λεπτά όπου γίνεται και η πρώτη επίθεση του λύκου, χωρίς όμως κάποιος από την κοινότητα να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιστατικό. Και αυτό γιατί τα θύματα δεν είναι κάποιοι νεαροί που χάθηκαν στο δάσος, αλλά ηλικιωμένοι που δύσκολα θα λείψουν από κάποιον. Η συνέχεια αφήνεται στους ήρωες, ώστε να διατηρήσουν, να αναπτύξουν ή να εξομαλύνουν τις σχέσεις μεταξύ τους - κυρίως ο Ambrose με τον από καιρό απομακρυσμένο του γιο.

Κάπως έτσι, καθώς οι επιθέσεις των λύκων αυξάνονται, κάποιοι σκίζουνε τις σάρκες τους για να μεταμορφωθούν σε κτήνη (σε μερικές από τις ωραιότερες μεταμορφώσεις ανθρώπου σε λύκο των τελευταίων ετών) και κάποιοι άλλοι γίνονται κομμάτια για να θρέψουν τη αχόρταγη μανία που προκαλεί το φεγγαρόφως. Ανάμεσα σε αυτούς, υπάρχουν και εκείνοι, οι σιωπηλοί, περήφανοι και ταπεινοί, που δεν περιμένουν μια ουρανοκατέβατη άφεση για να συγχωρεθούν, αλλά με όση τόλμη τους έχει απομείνει διεκδικούν περήφανα την αξιοπρέπεια που τους έχουνε στερήσει. Διεκδικούν το κομμάτι εκείνο της ζωής που θα χαρίσει το από καιρό χαμένο νόημα στις τελευταίες τους στιγμές και θα μετατρέψει τον λιγοστό χρόνο που τους έχει απομείνει από παγωμένα ασήμαντο σε ονειρικά λυτρωτικό.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Después de Lucía (2012)


Υπάρχουν ταινίες που σε ταξιδεύουν σε τόπους εξωτικούς κι ονειρεμένους, δημιουργώντας σου χαρούμενα συναισθήματα που σε κάνουν να χαίρεσαι και να χαμογελάς. Υπάρχουν όμως και ταινίες που ενώ κατασκευάζονται σε κάτι τέτοιους τόπους, καταφέρνουν μέσα από τη θεματική τους να σου προκαλέσουν έναν κόμπο στο στομάχι, όχι γιατί αυτό που βλέπεις στην οθόνη είναι ακραία σοκαριστικό, αλλά γιατί γνωρίζεις ότι μέσα στη μυθοπλασία εμπεριέχονται αλήθειες που λίγοι θα σου διηγηθούν. Με αυτό τον τρόπο, οι ταινίες αυτές σε φέρνουν αντιμέτωπο με την πραγματική ζωή, με στιγμές που είτε έχεις ζήσει και θέλεις να ξεχάσεις σαν ένα κακό όνειρο, είτε εύχεσαι να μη σου τύχουνε ποτέ. Μετά από αυτές, υπάρχουν και οι ταινίες σαν την ‘Lucia’, οι οποίες παίρνουν φόρα και σε χτυπούν με δύναμη στα μούτρα.

Η ταινία του μεξικανού Michel Franco είναι μια σκόπιμα σκληρή ιστορία που σου μιλάει για την απώλεια, το θρήνο που αισθάνεται κάποιος όταν έχει χάσει αυτόν που αγαπάει και την οδύνη με την οποία φορτώνεται όταν πρέπει να προχωρήσει παρακάτω. Σε πρώτο πλάνο συναντάμε τον Roberto και την έφηβη κόρη του Alejandra. Οι δυο τους, μετά το θάνατο της μητέρας της οικογένειας σε αυτοκινητικό δυστύχημα – μια γυναίκα που δεν γνωρίζουμε ποτέ (η Lucia του τίτλου, ίσως;), μετακομίζουν σε μια καινούρια και άγνωστη κωμόπολη του Μεξικού. Η μοναξιά τους είναι φυσικά αδιανόητα επώδυνη, όπως επίσης και το ασήκωτο βάρος της θύμησης της χαμένης μητέρας. Ωστόσο, βλέπεις τους δύο τους να παλεύουν σιωπηλά όταν βρίσκονται μαζί, αναγνωρίζοντας ότι αν κάτι έχουν περισσότερο ανάγκη είναι ο ένας την παρουσία και τη δύναμη του άλλου.

Είναι θαυμαστός ο τρόπος που ο Franco κινηματογραφεί τη σχέση πατέρα και κόρης, από την ευαισθησία που ακτινοβολούν οι μικρές αλλά σημαντικές στιγμές της καθημερινότητας, μέχρι τον τρόπο που κοιτάζονται στα μάτια και λένε την αλήθεια, ακόμη κι όταν ξέρουν ότι κάπου έχουν σφάλει. Οι δύο αυτοί ήρωες που διασταυρώθηκαν με την ασχήμια και τη φρίκη της ζωής, κουβαλούν αθόρυβα τα τραύματά τους και προσπαθούν να ενσωματωθούν αρμονικά σε ένα νέο κοινωνικό σύνολο. Ο Roberto, ως σεφ που είναι, πιάνει δουλειά σε ένα μικρό και ασήμαντο εστιατόριο (περισσότερο ως λύση ανάγκης και όχι επιλογής), ενώ η Alejandra βρίσκεται σε ένα νέο σχολικό συγκρότημα, προσπαθώντας να προσαρμοστεί με τους καινούριους της συμμαθητές.

Όλα τα παραπάνω, όπως αποτυπώνονται λακωνικά στο πανί, είναι ένα κομμάτι μονάχα από τη γνωριμία δύο ανθρώπων με τη νοσηρή πλευρά της ζωής και τη διαχείριση των συναισθημάτων που προκαλεί ένας αιφνίδιος και άδικος θάνατος στους κόλπους μιας μικρής οικογένειας. 

Από ‘κει κι έπειτα φανερώνεται το τέρας.

Είναι ένα τέρας άσχημο, αχόρταγο και πολύ καλά κρυμμένο στους κόλπους του κοινωνικού συνόλου. Είναι ένα τέρας που, αν κάνεις το λάθος και το αφήσεις να αναπτυχθεί, θα σε κατασπαράξει κι εσένα χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό. Το φαινόμενο του bullying, βλέπεις, δεν είναι προνόμιο μονάχα του Μεξικού, της Ελλάδας ή άλλων μεμονωμένων περιοχών του πλανήτη. Είναι μια μάστιγα που ξεκινάει δειλά-δειλά από το σπίτι και εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς στις αίθουσες και στις αυλές των σχολείων, ενώ από εκεί περνάει στις γειτονιές ολόκληρου του κόσμου.

Μετά από ένα αθώο πάρτι και μια αυθόρμητη ερωτική συνεύρεση, η Alejandra νιώθει το τέρας να της επιτίθεται. Δέχεται την αναίτια κακοποίηση και τον εξευτελισμό από το σύνολο των συμμαθητών της, οι οποίοι αποκαλύπτουν ότι έψαχναν απλώς ένα θύμα για να ξεσπάσουν την οργή τους. Δεν χρειάζεται πάνω από μια κάμερα σε ολόκληρη την ταινία για να σου δείξει ο Franco την ανελέητη ενδοσχολική ψυχολογική και σωματική βία που δέχεται αυτό το κορίτσι, με τη ντροπή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό να γιγαντώνει το φόβο της αποβολής, όχι μόνο από το σχολείο αλλά κι από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η Alejandra απομονώνεται από το περιβάλλον της (όπου οι καθηγητές είναι εντυπωσιακά απόντες) και σιωπά, θεωρώντας ότι δέχεται τις συνέπειες των πράξεών της, όταν στην πραγματικότητα δέχεται την απρόκλητη βαρβαρότητα των συμμαθητών της, συμμαθητών που είναι αρκετά μεγάλοι για να χρειάζονται συνεχή επιτήρηση αλλά και πολύ νέοι για να έχουν συναίσθηση των πράξεών τους.

Γνωρίζεις, βέβαια, ότι οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν βάρβαροι. Η βαρβαρότητά τους, όμως, δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αφού υποβόσκει κάτω από την εικόνα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να φανερωθεί. Φυσικά κανένας δεν γεννήθηκε βάρβαρος, έγινε όμως στην πορεία της ζωής από τις διδαχές μιας κοινωνίας που μοιάζει να έχει δυσανεξία στην ευγένεια και τη λογική. Είναι η ίδια κοινωνία στην οποία ανήκουμε όλοι και κάπως έτσι το σινεμά μιας χώρας γίνεται σινεμά παγκόσμιο. Ένα σινεμά που δεν σου μιλάει απλώς για το φαινόμενο, αλλά σε φέρνει αντιμέτωπο με μια αλήθεια που δύσκολα φανερώνεται, αντηχώντας με ευλάβεια τα γεγονότα της τραγωδίας ενός και κάθε Βαγγέλη Γιακουμάκη. Νιώθεις έτσι την ανάγκη να ουρλιάξεις για ό,τι μπορεί να συμβαίνει (άλλωστε η σιωπή μπορεί να σε μετατρέψει σε συνένοχο, δεν το ‘ξερες;), αισθάνεσαι τη μοναξιά της Alejandra και, τελικά, έρχεσαι κοντά και γίνεσαι ένα μαζί της. Σε αυτήν την έξοχη και σκληρή συνάντηση κινηματογράφου και πραγματικότητας μπορείς να ακούσεις καθαρά το τέρας να βρυχάται, ενώ λίγο πριν την τραγική έκβαση της ιστορίας νιώθεις την ανάγκη να αποδράσεις και να φύγεις μακριά, την ανάγκη να αισθανθείς και πάλι ελεύθερος, κατακτώντας τη γαλήνη που σου χαρίζουν τα κύματα της θάλασσας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

It Follows (2014)


Έλα κοντά και δώσ’ μου μερικά φιλιά. Δεν θα σου ζητήσω κάτι παραπάνω, αν και θα ήθελα τα πάντα. Όχι μόνο τα φιλιά αλλά και τα χάδια που ξεχνάμε να χαρίσουμε, τα όμορφα λόγια που ξεχνάμε να πούμε και τις αγκαλιές που τόσο λαχταράμε ο ένας απ’ τον άλλο. Τα θέλω όλα αυτά και ακόμη περισσότερα. Όχι γιατί απ’αυτά πρέπει να διέπεται ένας αθώος και ειλικρινής έρωτας, αλλά γιατί είμαστε νέοι και αξίζει να έχουμε τα πάντα. Αξίζει να διεκδικούμε το καλύτερο ο ένας από τον άλλο, να βγάζουμε τον καλύτερό μας εαυτό και να τον δωρίζουμε σε εκείνον που μπορεί να τον εκτιμήσει. Να τον χαρίζουμε απλόχερα σε εκείνον τον άνθρωπο που μαζί του μπορούμε να περπατήσουμε στα δυσκολότερα μονοπάτια, να κατακτήσουμε ακόμα και τις πιο ψηλές κορυφές. Ο κόσμος όλος βρίσκεται εκεί έξω και, φυσικά, μας ανήκει ολοκληρωτικά. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε εμείς, σαν τρελοί κι ατίθασοι ονειροπόλοι, είναι να τον κοιτάξουμε όπως ακριβώς είναι και να τον διεκδικήσουμε με πάθος. Τόσο απλά.

Όμως εγώ θα σου ζητήσω μόνο μερικά φιλιά και θα περιμένω από εσένα το κάτι παραπάνω. Θα περιμένω το μυαλό να αφεθεί, οι καρδιές μας να αρχίσουν να χτυπάνε σαν τρελές και τα χείλη μας να νιώσουν πώς ζούνε κάτι μαγικό. Όχι γιατί αυτό είναι το αναμενόμενο να συμβεί, αλλά γιατί αν τα κορμιά μας δεν μιλήσουν παθιασμένα, αν δεν ιδρώσουμε όταν θα είμαστε μαζί, τότε κάτι δεν κάνουμε σωστά. Αν δεν νιώσουμε πώς είμαστε ένα την κατάλληλη στιγμή, τότε θα είμαστε για πάντα καταδικασμένοι. Αν όμως σταθούμε περήφανα ο ένας δίπλα στον άλλο, αν κάποια ανέμελη στιγμή πιαστούμε χέρι-χέρι και βαδίσουμε παρέα προς το άγνωστο, τότε ίσως και να πιστέψουμε για λίγο στην αθανασία. Κι αν είναι όλα μια υπόθεση τρελή, μια προσπάθεια που μοιάζει το ίδιο καταδικασμένη με όλους τους έρωτες που χάθηκαν στο χρόνο, τότε δεν θα έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Τουλάχιστον θα έχουμε προσπαθήσει. Θα έχουμε ζήσει τις στιγμές της συναισθηματικής μας ευφορίας, προσπαθώντας να κατακτήσουμε ακόμα και τους μεγαλύτερούς μας φόβους. Φόβους που, μη γελιέσαι, ακόμα κι αν μοιάζουν να είναι μακριά, φαίνεται να μας ακολουθούνε πάντα.

Όλα τα παραπάνω φαίνεται να μην συνάδουν με ένα κινηματογραφικό κείμενο για μια ταινία τρόμου, μοιάζουν όμως άρρηκτα συνδεδεμένα με τα πάθη και τις επιθυμίες των νεαρών πρωταγωνιστών μέσα σε αυτή. Επιθυμίες που μπορεί να μην εξομολογούνται ευθέως στην οθόνη, παραμένουν όμως κρυμμένες μέσα στα βλέμματα, τα λόγια και τις αντιδράσεις απέναντι σε ό,τι τους συμβαίνει. Άλλωστε η (κάθε) επιθυμία γεννάται πάντοτε από την έλλειψη κι αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει σε όποια χρονική στιγμή κι αν κοιτάξεις τις ζωές των ανθρώπων.

Η ταινία του David Robert Mitchell δείχνει από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα τα χαρακτηριστικά της, όταν μια ταραγμένη κοπέλα τρέχει έξω από το σπίτι της, προσπαθώντας από κάτι να ξεφύγει. Κάτι που εκείνη βλέπει αλλά εμείς ως θεατές όχι, κάτι που έρχεται προς το μέρος της και την πλησιάζει απειλητικά χωρίς κάποιος να αντιλαμβάνεται το παραμικρό, σ’ένα υπέροχο 360 μοιρών ευρυγώνιο πλάνο μιας αραιοκατοικημένης, ήρεμης και αθόρυβης γειτονιάς του Detroitt. Στη συνέχεια, η ίδια κοπέλα βρίσκεται νεκρή και μόνη σε κάποια επίσης ήρεμη, αθόρυβη και ερημική παραλία της περιοχής και, τότε, καταλαβαίνεις ότι η γαλήνη αυτού του τόπου έχει πλέον διαταραχτεί.

Η συνέχεια διατηρεί τα ίδια τρομακτικά χαρακτηριστικά (δανεισμένα από διάφορες περιόδους και δημιουργούς του σινεμά του φανταστικού, αφού ο ίδιος ο Mitchel είναι λάτρης του είδους) και τα χαρίζει απλόχερα στους νεαρούς πρωταγωνιστές της ιστορίας. Μιας ιστορίας που θέλει μια αγνώστου ταυτότητας και προέλευσης κατάρα να παίρνει μια διαφορετική κάθε φορά μορφή, να ακολουθεί συνεχώς και να κοιτάζει κατάματα το εκάστοτε θύμα της, με μοναδικό σκοπό το θάνατο. Ένα θάνατο που βλέπεις ότι πλησιάζει με αργό ρυθμό αλλά χωρίς σταματημό και μοναδική διέξοδο για το θύμα να περάσει την κατάρα σε κάποιον άλλο, απλώς κάνοντας μαζί του σεξ. Πολλά μπορείς να σκεφτείς εδώ και ο Mitchell σε αφήνει ελεύθερο να κάνεις όσους συνειρμούς και υποθέσεις θέλεις για τη νεανική σεξουαλικότητα, το τέλος της αθωότητας, την ενοχή του περιστασιακού έρωτα, τους κινδύνους που γεννοβολά η επιπολαιότητα και την αθανασία του πνεύματος μέσω της τεκνοποίησης.

Ό,τι κι αν φέρεις στο μυαλό σου, όπως κι αν συνδέσεις τη φανταστική αυτή ιστορία με την πραγματικότητα, πάλι μέσα θα είσαι. Απάντηση από τον ίδιο το δημιουργό δεν θα πάρεις ποτέ, θα βρεθείς όμως σε ένα περιβάλλον όπου οι γονείς είναι σχεδόν απόντες, ανίκανοι να πλησιάσουν, να καταλάβουν ή να βοηθήσουνε τα παιδιά τους. Θαρρείς και μια ολόκληρη γενιά που πίστεψε και επένδυσε στο αμερικάνικο όνειρο με τόσο ζήλο και θέρμη, μεγάλωσε, καθάρισε με τις υποχρεώσεις της και τώρα έχει χρησιμοποιήσει όλη της τη δεξιοτεχνία και την αρετή για να (εξ)αφανιστεί.

Έτσι κι εμείς, μακριά από τις κούφιες συμβουλές και την ψευδή σοφία των μεγαλυτέρων, θέτουμε τον πήχη σε πιο ρεαλιστικά ύψη, αποζητώντας μερικές μονάχα στιγμές επάνω στις οποίες θα εναποθέσουμε τις ελπίδες και τα πάθη μας. Άλλωστε οι προσδοκίες δεν γεννιούνται τυχαία μέσα σε ένα όνειρο, οι προσδοκίες καλλιεργούνται από την πραγματικότητα μέσα στην οποία βρεθήκαμε και οφείλουμε να αποδεχτούμε. Και μπορεί τη μια στιγμή να κάνουμε έρωτα στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου και την επόμενη να βρισκόμαστε δεμένοι σε μια καρέκλα όπου κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παραιτηθούμε. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου ζητήσω μονάχα μερικά φιλιά. Θα μείνω κοντά, ίσως να σε κοιτάξω και λίγο στα μάτια, και θα περιμένω να μου πιάσεις το χέρι και να μου πεις ότι μαζί θα πορευτούμε προς το άγνωστο που κανείς δεν μας υποσχέθηκε ότι θα είναι ευοίωνο και ανθηρό. Θα περιμένω να αισθανθούμε δυνατοί και να παλέψουμε απέναντι σε ό,τι είναι αυτό που μας ακολουθεί και μπορεί να μας σκοτώσει (σωματικά και ψυχικά), σε ένα μελαγχολικό horror για τη ματαιότητα και το αναπόφευκτο τέλος του (δικού μας) κόσμου και σε μια υπέροχη ταινία που βλέπεται εξίσου απολαυστικά και από VHS με ξεθωριασμένο και φθαρμένο εξώφυλλο.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

The Green Inferno (2013)


Θα ακουστεί περίεργο αυτό που θα πω αλλά είναι κάτι μέρες που αναζητάς ταινίες με κανίβαλους αλλά δεν μπορείς να τις βρεις εύκολα. Από τις πρώτες ημέρες αυτού του horror υπό-είδους και τις ταινίες Deep River Savages, Ultimo mondo cannibale και Cannibal Holocaust μέχρι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα του Wrong Turn, Welcome to the Jungle και We Are What We Are, η αλήθεια είναι ότι οι παραγωγές είναι ελάχιστες αφού αφορούν μάλλον ελάχιστο κόσμο (πόσο μάλλον το συγκεκριμένο κείμενο για τους Κανίβαλους του Roth). Όταν όμως καταφέρεις και βρεις μια τέτοια ταινία, ξεκινάς και σκέφτεσαι ότι έχεις απαιτήσεις που πηγάζουν πρωτίστως από την φύση της ταινίας και της εκάστοτε ιστορίας. Απαιτήσεις που αν δεν εκπληρωθούν, το αποτέλεσμα αφήνει την αίσθηση του ανικανοποίητου που δυστυχώς είναι ικανή να ρίξει την ταινία πιο χαμηλά από αυτό που της αξίζει. Αυτά τα λίγα ως μικρή εισαγωγή για να μπορέσω να δικαιολογήσω τους λόγους που το Green Inferno στέκεται πιο ψηλά από τις περισσότερες πρόσφατες παραγωγές, χωρίς όμως να φτάνει τις απαιτήσεις των θεατών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Όταν κάνεις μια ταινία με κανίβαλους, ένας είναι ο δρόμος που μπορείς να ακολουθήσεις. Υψώνεις το ανάστημά σου, αφομοιώνεις τις επιρροές σου, αφήνεις την φαντασία σου ελεύθερη και αγγίζεις τα όρια, με την θέληση και το πείσμα να τα ξεπεράσεις. Πιστεύεις σε αυτό που θέλεις να κάνεις και κινηματογραφείς αδέσμευτα σκορπώντας αίμα, συκώτια, δάκρυα και διαμελισμένα σώματα προς πάσα κατεύθυνση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει η αρρωστημένη βία στο ανυποψίαστο κοινό - αφού το κοινό που στ’ αλήθεια σε ενδιαφέρει είναι το υποψιασμένο. Όταν κάνεις μια ταινία με κανίβαλους και θέλεις να ξεράσεις τα σωθικά σου στα μούτρα του συντηρητισμού, δεν διστάζεις να κατακρεουργήσεις την ανθρώπινη σάρκα μπροστά στο φακό, δικαιολογώντας τη σφοδρότητά σου με την οποιαδήποτε πολιτική θέση επιθυμείς να κρατήσεις στο background. Αν δεν τα κάνεις όλα αυτά, η ταινία παραμένει ένα αποτέλεσμα καλών προθέσεων που όμως σκοντάφτει στην ατολμία της παραγωγής ή, ακόμα χειρότερα, στην ατολμία και την άγνοια του ίδιου του σκηνοθέτη να διαχειριστεί μια ιδέα ή μια έμπνευση όπως της αξίζει. Οι θεατές (οι υποψιασμένοι) δεν δέχονται ημίμετρα, ενώ η μετριότητα, όσο κι αν επιχρυσώνεται, παραμένει μια μετριότητα, αδύνατη να ικανοποιήσει τους περισσότερο απαιτητικούς.

Ήθελα το Green Inferno (με το αιματοβαμμένο trailer και το hype που έχει προκαλέσει) να ξερνάει ασταμάτητα αίματα, ανθρώπινο κρέας και σωθικά χωρίς ενδοιασμούς, διεκδικώντας τη φήμη μιας αρρωστημένης ταινίας που δεν δίνει δεκάρα για τον οποιονδήποτε καθωσπρεπισμό της σύγχρονης κινηματογραφικής πραγματικότητας. Ήθελα το Green inferno να είναι μια αδίστακτη και ασυγκράτητη ταινία που θα ταρακουνούσε και τελικά θα ενοχλούσε τις συνειδήσεις εκείνων τους οποίους στοχεύει, χωρίς κανένα έλεος για τους ήρωες και τους θεατές του. Όμως το Green Inferno δεν είναι μια τέτοια ταινία - και αυτό διότι ο δημιουργός της διστάζει και συγκρατείται τις στιγμές που πρέπει να είναι περισσότερο αιμοσταγής και ανελέητος. Διστάζει να γεμίσει τα περισσότερα κάδρα του με κρέατα, αίματα και τρίχες, ενώ παράλληλα αρκείται στο ότι κατασκευάζει μια ταινία εμπνευσμένη από ανάλογες ταινίες του παρελθόντος, τοποθετημένη απλώς στην σύγχρονη horror αμερικάνικη πραγματικότητα.

Η ιστορία ακολουθεί μια μικρή ομάδα φοιτητών που αφήνουν για λίγο την πανεπιστημιακή κοινότητα, τα ακριβά τους smartphones και τις πανεπιστημιακές διαδηλώσεις (που κατευνάζουν την ενοχή όταν χρειάζεται) και αποφασίζουν να γίνουν για λίγο οι ρομαντικοί ακτιβιστές (“social justice warriors”) που θα σώσουν ένα δάσος Αμαζονίου, καθώς και τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτό. Φυσικά πρόκειται για νέους που δεν έχουν ιδέα τι είναι αυτό που θέλουν να κάνουν, αφού κάποιοι πηγαίνουν εκεί για ακτιβισμό και άλλοι για παραθερισμό. Η κάμερα του Roth ακολουθεί τις προσπάθειές τους για περίπου 40 λεπτά, εκθέτοντας τόσο την ευκολία με την οποία πείθονται τα αγαθά μυαλά τους, όσο και την επιπολαιότητα με την οποία κάποιοι από αυτούς αντιμετωπίζουν την συγκεκριμένη αποστολή. Μέχρι την στιγμή που το μικρό τους αεροπλάνο θα συντριβεί μέσα στη χαώδη ζούγκλα και οι επιζήσαντες θα πέσουν θύματα μιας αρχαίας φυλής που τρώει ανθρώπους.

Από αυτό το σημείο κι έπειτα η βία ξεχύνεται στην οθόνη, με τους κανίβαλους να ενσαρκώνουν τους χειρότερους εφιάλτες αυτών των νέων που θεώρησαν ότι με την χορτοφαγία, το twitter και την πολιτική σκέψη ενός έφηβου θα αλλάξουνε τον κόσμο. Οι «σωτήρες» σφαγιάζονται ο ένας μετά τον άλλο (με τον πρώτο θάνατο να είναι ακραία απολαυστικός και τους επόμενους να ακολουθούν λιγότερο ακραία αισθητική), ενώ μαζί με τα σώματά τους σφαγιάζεται με ευκολία και ο ευτελής ιδεαλισμός τους.

Φυσικά ο Roth δεν είναι τυχαίος σε αυτό που κάνει, ξέρει να βάζει τα πλάνα του στη σειρά, έχει φαντασία, έχει ρυθμό και γνωρίζει πώς να αφηγηθεί μια ιστορία φυσικού τρόμου και tribal ατμόσφαιρας, προκαλώντας εφιάλτες στους πιο ευαίσθητους θεατές του - και αυτό τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους σύγχρονους σκηνοθέτες του horror είδους. Αυτό που δεν γνωρίζει, όμως, είναι πώς να ισοπεδώσει τα όρια που προσπαθεί να αγγίξει και να παρουσιάσει την ιστορία του με τρόπο απάνθρωπο και προσβλητικό, ξεφτιλίζοντας τη σύγχρονη νεανική αλαζονεία. Ενώ θέλει να φερθεί στους ιθαγενείς όπως τους αξίζει (δηλαδή, με σεβασμό), δεν κάνει το ίδιο και για την κεντρική του αντι-ηρωίδα (δηλαδή, να της φερθεί αλύπητα), αφού την κατάλληλη στιγμή της χαρίζει την ελευθερία, όπως ακριβώς θα έκανε ο οποιοσδήποτε τυχαίος σκηνοθέτης - ακριβώς την στιγμή που θα έπρεπε να βγάλει τον πιο άσπλαχνο εαυτό του (όπως ακριβώς έκανε ο Hooper όταν άφησε την Sally ψυχικά κατακρεουργημένη από τα χέρια του Σχιζοφρενή). 

Η ευκαιρία για θρίαμβο μπορεί να χάνεται καθώς φτάνει το φινάλε, όμως ακόμα κι έτσι το Green Inferno παραμένει μια αιματοβαμμένη ταινία υπέροχου κυνισμού, η οποία ξεχωρίζει από τον σωρό χωρίς να αφήνει τίποτα χαριτωμένο πίσω της. Μια ταινία που οι περισσότεροι θεατές - και κυρίως, οι περισσότεροι κριτικοί - θα μισήσουν αδιαπραγμάτευτα. Αρκεί για να το απολαύσεις, δεν αρκεί όμως για να το(ν) λατρέψεις. 

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Νορβηγία (2014)


Τη Νορβηγία δεν την προσεγγίζεις όπως θα έκανες με μια φυσιολογική ταινία. Δεν είναι το ότι από κατασκευής της θεωρήθηκε κάπως αλλόκοτη (που μεταξύ μας, είναι λίγο), αλλά το γεγονός ότι δεκάρα δεν δίνει για το αν θα χαρακτηριστεί μια αναμενόμενη και φυσιολογική ταινία της ελληνικής κινηματογραφικής πραγματικότητας. Περισσότερο κινείται σε μονοπάτια τα οποία σε αυτή τη χώρα ελάχιστοι θα καταφέρουν να περπατήσουν, όχι γιατί είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι, ούτε καν, αλλά γιατί το σινεμά του φανταστικού σε κάποιους ανθρώπους χαρίζει περισσότερες ανάσες ζωής και αλήθειας από οποιοδήποτε άλλο κινηματογραφικό είδος, με αποτέλεσμα να του συγχωρούν με ευκολία τα ελαττώματα και παραστρατήματά του.

Νυχτερινά εμπνευσμένη, παλιομοδίτικη, απλοϊκή και διαβολεμένα διεγερτική, φανερά ολιγόλογη, αλλά γενναία στον λόγο της, ξενυχτισμένη, αλλά με περίσσεια διάθεση (και ανάγκη) για χορό, η Νορβηγία δεν κατασκευάστηκε για να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε το σινεμά στην Ελλάδα, ούτε φυσικά για να αλλάξει τη ζωή των ελάχιστων εκείνων θεατών που θα την απολαύσουν (αφού η χειμώνας του ’84 ήταν σκέτη κόλαση - και κόλαση θα παραμείνει, αν με ρωτάς). Η Νορβηγία κατεβαίνει στη Μεσόγειο από τον έναστρο ουρανό, μαζί με όλες τις ατέλειες που τις χάρισε ο δημιουργός της, και μέσα στην παραδοξότητά της επιθυμεί να έρθει κοντά σε εκείνους που την έχουνε ανάγκη, να ζεστάνει τις παγωμένες τους καρδιές και να κάνει αυτό που οφείλει να κάνει μια ταινία του φανταστικού - να κρατήσει, δηλαδή, τη νύχτα ζωντανή.

Θα πρέπει εδώ να πω ότι τα πλάσματα της νύχτας είχαν πάντοτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγαπημένη μας τέχνη. Ίσως γιατί ποτέ δεν φωτίζονται με επιμέλεια, κι έτσι εξάπτουν περισσότερο την φαντασία, ίσως γιατί έχουν την ικανότητα να μας αποκαλύπτουν μυστικά για τον κόσμο γύρω μας τα οποία διαφορετικά δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Ένα από αυτά τα πλάσματα είναι και ο Ζανό, ένας βρικόλακας που φτάνει σε μια ξεχασμένη ντισκοτέκ της Αθήνας ονόματι Ζαρντόζ, αναζητώντας κάποιον νεκροθάφτη. Σε αυτή τη ντισκοτέκ εξελίσσεται το πρώτο μέρος της ταινίας, με τον Μουρίκη να φοράει τα γυαλιά του ηλίου του (αφού ως βρικόλακας δεν θα μπορέσει ποτέ να τα φορέσει την ημέρα) και να χορεύει ασταμάτητα, διαφορετικά η καρδιά του θα σταματήσει να χτυπάει. Σε αυτό το μέρος, με τα αθόρυβα πρεζόνια και τους πεθαμένους ονειροπόλους, ο συμπαθής Ζανό γνωρίζει μια όμορφη πόρνη και μαζί περπατούν προς τα έγκατα ενός σκοτεινού δάσους για την εκτέλεση μιας αινιγματικής δουλειάς, σε ένα νυχτοφορεμένο ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Γιάννης Βεσλεμές χτίζει ένα σύμπαν synth pop μουσικών και ονείρων, ανεκπλήρωτων πόθων, 48 σιωπών και ενός ανέφικτου έρωτα χωρίς επιστροφή. Εντάξει, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι η τελειότητα δεν είναι το μεγάλο χαρακτηριστικό της Νορβηγίας, αν συμφωνήσεις κι εσύ ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Γιατί αυτό το σύμπαν μοιάζει με μια μοντέρνα νέον αντανάκλαση της Ελλάδας που ταξιδεύει από το χτες της βιντεοκασέτας, του αναλογικού ήχου και του Τσιτσάνη, στο σήμερα του pop περιθωρίου, των πλατωνικών φιλιών, του σκοταδιού και της πολιτικής κατάστασης (ολόκληρης της Ευρώπης, όπως αποδεικνύεται στο τελευταίο μέρος).

Η αισθητική του Βεσλεμέ παραμένει υπέροχα αναχρονιστική, ενώ τα συναισθήματα των ηρώων παλεύουν να μείνουν αθάνατα, αφού στο σινεμά, οι ήρωες, λένε, δεν πεθαίνουνε ποτέ. Ήρωες που παραμένουν καταραμένοι μέσα στον καπνό, τα χαλάσματα και την διασκεδαστική ασημαντότητα μιας εκστατικής ψυχεδέλειας με μωβ και τιρκουάζ αποχρώσεις. Ήρωες που σου κερνάνε χαμομήλι, πηδιούνται μέσα στις αναθυμιάσεις της μυθολογίας τους και διαβάζουν βίους αγίων κάτω από το φεγγαρόφως, παρέα με ηλεκτρικούς αγγέλους και αφανείς λυκάνθρωπους, ενώ παρακαλούν αυτή η μουσική να μην τελειώσει ποτέ. Και αλήθεια, δεν θυμάμαι άλλη ελληνική ταινία να έχει τόσο ανάγκη τον ρυθμό και να χορεύει δαιμονισμένα κάτω από τα φώτα και τους πολύχρωμους προβολείς μιας άλλης εποχής. Κι αν νομίζεις ότι οι ήρωες της Νορβηγίας (όπως και οι άνθρωποι της κάθε εποχής) θα μείνουνε νεκροί και θα σταματήσουν μια μέρα να χορεύουν, θα σου απαντήσω ότι κάποιοι από αυτούς φοράνε τα γυαλιστερά παπούτσιά τους και χορεύουν περήφανα και κάτω από το χώμα.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Only Lovers Left Alive (2013)


Επάνω στις ουλές που αφήνει στο σώμα μας ο χρόνος, στα σημάδια εκείνα που δεν μπορείς ποτέ να αφαιρέσεις, διαγράφονται όλα τα χαρακτηριστικά μας. Πρέπει όμως να κοιτάξεις πέρα από το χρώμα και το σχήμα τους για να μπορέσεις να αναγνωρίσεις έστω κάποια από αυτά και στη συνέχεια να συνειδητοποιήσεις ότι μέσα τους παραμένουν ζωντανά τα συναισθήματα, τα πάθη και οι αναμνήσεις, θυμίζοντας για πάντα τις στιγμές που σε έκαναν να νιώθεις ζωντανός. Οι Εραστές του Τζάρμους, μοιάζουν σαν μια νεκρώσιμη και εύθραυστη στιγμή από τη ζωή του Αδάμ και της Εύας, δύο πλάσματα της νύχτας δεσμευμένα με την αθανασία και καταδικασμένα να δέχονται αβίαστα τα κύματα του χρόνου που περνάνε από πάνω τους, ιχνογραφώντας μια σιωπηλή πορεία μέσα στο σκοτάδι και σημαδεύοντας ,παράλληλα, ένα ακόμα κομμάτι του κορμιού τους. Άλλωστε, χωρίς σημάδια δεν υπάρχει ανάμνηση και χωρίς ανάμνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ζωή.

Οι Εραστές δεν είναι μια ταινία για αδηφάγα και αιμοδιψή πλάσματα, ούτε για τον τρόπο που επιβιώνουν μέσα στους αιώνες, κατασπαράζοντας ανθρώπινα σώματα και καταπίνοντας αχόρταγα τα αίματά τους. Οι Εραστές είναι μια ταινία για την καλλιέργεια της ευγένειας και του σεβασμού μέσα στη φιλία, για το φόβο των φαντασιώσεων που αρνούμαστε να εκπληρώσουμε, για την ομορφιά και την αναγκαιότητα της αγάπης που όταν ανθίσει μια φορά, δε λέει ποτέ να μαραθεί. Κάτω από το λιγοστό φως του φεγγαριού και την ευαίσθητη τρυφηλότητα της νύχτας, οι Εραστές γίνονται μία ταινία που καρδιοχτυπά, αντανακλώντας την ομορφιά δύο ψυχών που μέσα στην ερημιά των αιώνων, χάθηκαν για να βρεθούν ξανά αγκαλιασμένοι, αρνούμενοι να υποκύψουν στο χάος της εποχής που χτίσαμε και αναπόδραστα τους περιβάλλει.

Μέσα σε μια ψυχεδελίζουσα και μυστηριακή ατμόσφαιρα κινηματογραφικής γοητείας, οι Εραστές ευωδιάζουν και φιλοσοφούν, (υπόγεια, ανέμελα και, φυσικά, περήφανα) για τη νίκη του έρωτα απέναντι στο χρόνο, προσκαλώντας μας να ζήσουμε, (αβίαστα κι εμείς,) τη στιγμή της ψυχικής μας αθανασίας, να ξεδιπλώσουμε και να εξερευνήσουμε τις φαντασιώσεις που ίσως σε μια ονειρική στιγμή καταφέρουμε να ενώσουμε. Οι Εραστές μας προσκαλούν να πιαστούμε χέρι-χέρι και να αισθανθούμε την ηχώ του σεληνόφωτος, να αγκαλιαστούμε και να χορέψουμε γυμνοί κάτω απ’ τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις της ατέρμονης μοναξιάς μας, προτού ο χρόνος που μας δόθηκε εξαντληθεί χωρίς επιστροφή, προτού να φτάσουμε στο τέλος και νιώσουμε την άμμο στον πάτο της κλεψύδρας.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

The Battery (2012)


Η ταινία του Jeremy Gardner αποτελεί έναν μικρό άθλο. Όχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε μέσα σε μόλις 16 ημέρες από τα 6.000 δανεικά δολάρια που μάζεψε ο δημιουργός της, χωρίς αυτό να την καθιστά φτηνή ή επιπόλαια, αλλά γιατί καταφέρνει μέσα από μια ιστορία ζωντανών νεκρών να αναδείξει όλη τη κρυμμένη μελαγχολία στο πρόσωπο των χαρακτήρων του. Καταφέρνει να αναδείξει την μοναξιά των επιζώντων μέσα σε ένα κόσμο που άνθισε από τον πολιτισμό, για να καταρρεύσει στη συνέχεια από άγνωστη αιτία και να μετατρέψει τους κατοίκους του σε αιμοδιψή ανθρωπόμορφα πλάσματα, περιφερόμενα χωρίς ψυχή και χωρίς συναίσθηση της πραγματικότητάς τους.

Μπορεί οι νεκροζώντανοι να περιφέρονται αιματοβαμμένοι και με διαθέσεις κανιβαλισμού, ωστόσο ο Gardner δεν κάνει το λάθος να επικεντρωθεί σε αυτούς και χρησιμοποιεί την εικόνα τους με φειδώ, όταν θέλει δηλαδή να δημιουργήσει στιγμές ανόθευτου τρόμου. Διαθέτει λοιπόν τον περισσότερο χρόνο του στους δύο αντρικούς του χαρακτήρες. Δυο χαρακτήρες που προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν τόπο που δεν έχει και πολλά να κάνεις, δεν έχεις και πολλά να πεις, αφού έχει ερημώσει από φωνές και το μόνο που απομένει είναι η ηχώ των αναμνήσεων μιας εποχής που έχει αφήσει τους ανθρώπους ανεπιστρεπτί.

Η πρώτη ώρα της ταινίας αναλώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι δύο αυτοί κεντρικοί χαρακτήρες περιπλανιόνται στην εγκαταλελειμμένη αμερικανική ύπαιθρο αναζητώντας καταφύγιο και τροφή, αλλά και τον τρόπο που ο καθένας τους ξεχωριστά προσπαθεί να διαχειριστεί την Αποκάλυψη. Ο πρώτος είναι ένας κυνικός ρεαλιστής που σχεδόν διασκεδάζει με όσα ελάχιστα συμβαίνουν και τις περισσότερες φορές παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, ενώ ο δεύτερος ακούει μουσική σε ένα παλιό ντίσκμαν, δυσκολευόμενος να αποδεχτεί την καινούρια πραγματικότητα στην οποία ανήκει. Οι δυο τους ταξιδεύουν συνεχώς και αναλώνονται σε λιγοστές συζητήσεις και στιγμές ανέμελου baseball αφού αυτό είναι το μόνο χαρακτηριστικό που έχουνε κοινό.

Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας (λίγο πριν ο Gardner ξεμείνει από ιδέες) όπου οι δύο πρωταγωνιστές πέφτουν θύματα της εναπομένουσας ανθρώπινης κοινωνίας και εγκλωβίζονται με ελάχιστα τρόφιμα και καμία διέξοδο σε ένα αμετακίνητο Volvo station wagon, περικυκλωμένοι από μερικές ντουζίνες αγριεμένους νεκροζώντανους. Κάπως έτσι η ταινία υιοθετεί έναν πιο δραματουργικό τόνο και μέσω του μινιμαλισμού της αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεσαι ένα παγκόσμιο budget για να κάνεις μια καλή ταινία τρόμου, απλά να χρησιμοποιήσεις την βαρβαρότητα όχι ως μέτρο εντυπωσιασμού αλλά ως κινηματογραφική ουσία.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

The Martian (2015)


Για να μπορέσεις να έρθεις κοντά και τελικά να φτάσεις στο σημείο να απολαύσεις το Martian για όλα όσα είναι – χωρίς να το κατακρίνεις για όσα δεν κατάφερε να είναι - ίσως θα πρέπει πρώτα να ρίξεις μια ματιά στο παρελθόν του δημιουργού του, από το πιο πρόσφατο έως και το πιο μακρινό. Θα δεις έτσι ότι από τις πρώτες του ημέρες, ο Scott δεν έδειξε μόνο ότι είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την επιστημονική φαντασία αλλά κι ένας χαρισματικός αφηγητής, ο οποίος χάρισε στο είδους του sci-fi δύο αριστουργήματα που κατάφεραν να μείνουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου (Alien, Blade Runner). Από εκεί κι έπειτα, θα δεις ότι ολόκληρη η πορεία του είχε τα πάνω της (The Duellists, Gladiator, Matchstick Men) αλλά και τα αρκετά κάτω της (G.I. Jane, Black Hawk Down), μερικές αμφίβολες στιγμές κοινωνικού διχασμού (Thelma and Louise, Counselor, Prometheus), καθώς επίσης και μερικές άλλες, διεκπεραιωτικής εμπορικότητας (Body of Lies, Kingdom of Heaven).

Η αναγνώριση και η επιτυχία δεν άργησαν να έρθουν, αυτό όμως που δε ήρθε ποτέ για τον Scott είναι μια προσωπική σφραγίδα που θα χαρακτήριζε τις δημιουργίες μια ξεχωριστή ματιά και μια έκφραση σκέψης επάνω στα θέματά του που θα τον έκαναν ,τουλάχιστον στα μάτια μου, έναν άνθρωπο μοναδικό που θα ξανασυναντούσα σε κάθε νέα του ταινία. Κάπως έτσι, ο Scott παρέμεινε για πάντα ένας (μοντέρνος, ταλαντούχος και αμερικάνος) σκηνοθέτης ικανός για τα καλύτερα αλλά και για τα χειρότερα, ένας σκηνοθέτης που οι ταινίες του δεν διαθέτουν τον προσωπικό στοχασμό ενός ποιητή, αλλά την κοινωνική ψυχαγωγία ενός διασκεδαστή που άλλες φορές βρίσκει τον στόχο του και κάποιες άλλες δεν περνάει ούτε από δίπλα. Αυτό από μόνο του είναι ρίσκο τόσο για τους παραγωγούς που περιμένουν τα εισιτήρια, όσο και για τους σινεφίλ που λαχταράνε μια υπέροχη ταινία. Υπό αυτό το πρίσμα, νομίζω οι πρώτοι βρήκαν τον άνθρωπο που έψαχναν, ενώ οι δεύτεροι έχουν προ πολλού σταματήσει να τον αναζητούν στο πρόσωπο του Scott.

Όλα τα παραπάνω δεν τα αναφέρω για να δικαιολογήσω κάποιο παραστράτημα, ούτε για να αναγάγω κάποια αμφίβολη και επιπόλαιη ταινία του σε αριστούργημα. Θα ήταν όμως τουλάχιστον άδικο να περιμένει κάποιος από τον Scott, σήμερα στα 78 του χρόνια και μετά από είκοσι δύο περίπου ταινίες, να αλλάξει χαρακτήρα και να δει την τέχνη που υπηρετεί διαφορετικά. Όπως θα ήταν άδικο να περιμένει κάποιος από το Martian (του Scott, όχι του Weir) να διαθέτει την απεραντοσύνη μιας Οδύσσειας, τον κωδικοποιημένο και πολυδιάστατο χαρακτήρα ενός Interstellar, ή έστω την εσωτερική ανάγκη της επιστροφής σε έναν δικό σου κόσμο που αβίαστα ένιωθε ο E.T.. Αυτό που μπορεί κάποιος να περιμένει, όμως, είναι μια μοντέρνα ιστορία χαμένη στο διάστημα, μια ιστορία που σκοπό έχει να σε συναρπάσει όσο μπορεί να σε συναρπάσει η ψυχαγωγική ματιά του δημιουργού της και να σε μεταφέρει, έστω και κλασματικά, σε ένα άγνωστο σύμπαν, μακριά από το δικό σου, πάντοτε όμως ανίκανο να σου δώσει τις λύσεις που αναζητάς πίσω στη γη.

Η ταινία ξεκινάει όταν, μετά από ένα ατύχημα, ο αστροναύτης και βοτανολόγος Mark Watney (ενσαρκωμένος από τον θαυμάσιο Matt Damon) ξεμένει στο περιβάλλον τού Κόκκινου Πλανήτη, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα της αποστολής, θεωρώντάς τον νεκρό, ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής για τη Γη. Ο Mark αφήνεται έτσι μόνος σε έναν έρημο τόπο, με μοναδικό αντίπαλο τα ψυχικά και βιολογικά του όρια. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οποιοσδήποτε άλλος απλός άνθρωπος είχε βρεθεί στην ίδια κατάσταση θα είχε, δεδομένων των αντιξοοτήτων, χάσει τη ζωή του από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Όμως ο Mark Watney δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ένας έξυπνος, εφευρετικός, αστείος αλλά και πεισματάρης επιστήμονας που χρησιμοποιεί τις επιστημονικές του γνώσεις για να επιβιώσει και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν το ένα μετά το άλλο, χωρίς να το βάζει κάτω ούτε για ένα λεπτό. Τον παρακολουθούμε λοιπόν να μιλάει σε ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο ώστε να μην τρελαθεί και να κρατάει τον μυαλό του σε συνεχή έλεγχο, αντιμετωπίζοντας την κατάστασή του με σοβαρότητα, χιούμορ αλλά και μια απίθανη ελαφρότητα που του χαρίζει τόσο η προσέγγιση του Scott, όσο και η πανέξυπνη χρήση της μουσικής ντίσκο που είναι και η μόνη μουσική που έχει μαζί του ο Mark.

Στον Άρη βέβαια δεν μπορείς να μείνεις για πολύ, ακόμα κι αν βρεις τον τρόπο να καλλιεργήσεις πατάτες. Γι’ αυτό και, παράλληλα με τον Mark, παρακολουθούμε τις προσπάθειες των επιστημόνων της NASA πίσω στη Γη αλλά και του πληρώματος του σκάφους τού Mark (με κυβερνήτη την υπέροχη Jessica Chastain), οι οποίοι κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να φέρουν τον άνθρωπό τους/μας πίσω. Έναν άνθρωπο που, σύμφωνα με την ιστορία, γίνεται σύμβολο ολόκληρου του δυτικού κόσμου, ενός κόσμου που μοιάζει να παρασύρεται από την αβάσταχτη πραγματικότητα που ζει ο Mark, έχοντας προς στιγμήν ξεχάσει τα ουσιαστικά προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα του δικού μας πλανήτη (αρρώστιες, φτώχια, μεταναστευτικό και ό,τι άλλο προσωπικό κουβαλάει ο καθένας μέσα του).

Είπαμε, όμως, ο Scott είναι ένας διασκεδαστής και η Διάσωση είναι μια διασκεδαστική, σχεδόν εφηβική ταινία που σκοπό έχει να ψυχαγωγήσει όσους βρεθούν στη σκοτεινή αίθουσα για να την απολαύσουν για τις αρετές που διαθέτει. Και θα την απολαύσουν, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο του αστρικού ουρανού της. Θα την απολαύσουν για τα ερωτήματα που κοιτάει, που θέλει αλλά δυσκολεύεται να θέσει (πρωτίστως στον εαυτό της), για την ομορφιά της εξερεύνησης ενός άγνωστου τόπου, αλλά και την επιπολαιότητα με την οποία μπορείς να απολαύσεις μια τέτοια ταινία τη στιγμή που την έχεις περισσότερο ανάγκη. Μη τον παρεξηγείς τον Scott, γιατί εδώ γνωρίζει τα όριά του (νιώθοντας και ο ίδιος έφηβος;). Και, για να πω την αλήθεια, είναι προτιμότερο να αναλώνεται σε τέτοιου είδους ελαφρότητες και να αριστεύει, από το να αποδεικνύει την αδυναμία του να διαχειριστεί σοβαρότερες προσεγγίσεις και να αποτυγχάνει. Και ξέρεις, αυτός που δεν βρίσκει ίχνος απόλαυσης στην επιπολαιότητα, στην νεανική διασκέδαση και, τελικά, στην αγωνιώδη ακινδυνότητα μέσα σε μια ψυχαγωγική ταινία, δεν έχει ιδέα τι πάει να πει ψυχαγωγικό σινεμά.

Ή απλώς, σινεμά.

Chris Zafeiriadis 

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Begin Again (2013)


Δεν ξέρω με τι ακριβώς θα έπρεπε να είμαστε ευτυχισμένοι σε αυτή τη ζωή. Αν με ρωτήσεις να σου πω ειλικρινά, δεν ξέρω καν που ακριβώς να κοιτάξω όταν προσπαθώ να συμμαζέψω την καθημερινότητά μου. Ανάμεσα σε τρυφερές κακοτυχίες και αλκοολούχα όνειρα, βαθιά μέσα σε μια ελαττωματική αλλά πανέμορφη πραγματικότητα που και να θέλαμε δεν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε, οφείλουμε να ενορχηστρώσουμε τις σκέψεις και το χάος που επικρατεί από το απαιτητικό σήμερα μέχρι την κάθε επόμενη μέρα. Λίγο παραπέρα νομίζω θα ήταν ανώφελο, αφού οι στροφές που παίρνει η ζωή είναι ανελέητες για τους περισσότερους από εμάς που έχουμε μάθει να κάνουμε όνειρα. Αυτό που αναζητούμε σαν χαζοί, φυσικά, δεν είναι κάποια μεγαλεπήβολη αλήθεια για να μας σώσει, αλλά ένα μικρό και ανόθευτο κομμάτι ρομαντισμού. Ένα ειλικρινές κομμάτι θαρραλέου ρομαντισμού, το οποίο θα μας δώσει τη δύναμη να διαχειριστούμε τις αποτυχίες και να ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή, χαρίζοντας απλόχερα το χρώμα που λείπει από τα ξεθωριασμένα συναισθήματά μας. 

Το Begin Again διαθέτει τον ρομαντικό αυθορμητισμό μιας ταινίας ικανής να μας ταρακουνήσει, έστω κι αν είναι μόνο για λίγο. Δεν το κάνουν πολλές ταινίες αυτό, ούτε και η συγκεκριμένη το κάνει με άριστο τρόπο. Είναι, ωστόσο, οι χαρακτήρες, οι κινήσεις και το βλέμμα τους τέτοιο που, αλήθεια, δε με νοιάζει να ανακαλύψω τη τελειότητα στο σύνολό της, αφού αυτός ο αυθορμητισμός και η αυθεντικότητά του στέκονται πάνω από το επιβεβλημένο στιλ και την άρτια σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Και μετά είναι τα τραγούδια που γράφτηκαν θαρρείς για τη μοναξιά μέσα στη πόλη, τον έρωτα που έχουμε ποθήσει και τους όρκους που αθετήσαμε χωρίς να το καταλάβουμε. Τραγούδια που προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν χρειάζονται γυαλισμένες υπερπαραγωγές για να αγγίξεις την επιτυχία, μια κιθάρα μόνο, ένα μικρόφωνο και όλη η διάθεση της αστικής μελαγχολίας αρκούν για να σε κάνουν να ερωτευτείς τη πόλη, τους ήχους, τους δρόμους και τα μπάρ μέσα στη νύχτα. Ίσως ακόμα να σε κάνουν να ερωτευτείς κι αυτόν που στέκεται δίπλα σου γιατί, όπως ξέρεις αφού έχεις φτάσει σε αυτό το κείμενο, κάποια τραγούδια έχουν τη δύναμη να το κάνουν και αυτό. 

Φυσικά ο Carney δεν είναι έχει σκοπό να σώσει τις ζωές μας. Φτιάχνει όμως μια ταινία που πιστεύει στους ανθρώπους, και μέσω της μουσικής προσπαθεί να τους φέρει λίγο πιο κοντά. Μια ταινία που αναζητά τη λάμψη των χαμένων αστεριών και προσπαθεί να μιλήσει για τις προσδοκίες και τα όνειρα που χάθηκαν στον άνεμο, όμως δεν πειράζει και τόσο, αρκεί που έχουν δώσει τη θέση τους στα επόμενα που έρχονται χωρίς σταματημό. Μια ταινία που θέλει να καρδιοχτυπήσει και απλώς ψάχνει τον τρόπο, που δημιουργεί καινούριες επιθυμίες και με κάνει να θέλω να σε πάρω τηλέφωνο για να σου πω να πάμε ξανά στον κινηματογράφο της γειτονιάς μας. Και ποιος ξέρει, ίσως αυτή τη φορά να πιούμε παρέα και μια μπίρα…
Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Blackhat (2015)


Υπάρχουν δύο κόσμοι παράλληλοι επάνω στη γη. Ο ένας είναι αυτός που βλέπουμε κι ακούμε καθημερινά γύρω μας, ο κόσμος, δηλαδή, στον οποίο ανήκουμε και μέσα σε αυτόν συναναστρεφόμαστε με κάθε λογής χαρακτήρες, μιλάμε, μαλώνουμε, φιλιόμαστε και πυροβολούμε με όπλα ατομικής και μαζικής καταστροφής τους διπλανούς μας. Ο άλλος κόσμος είναι ο εικονικός, αυτός που δεν φαίνεται ποτέ με γυμνό μάτι και λειτουργεί υπογείως με έναν ηλεκτρονικό τρόπο, επικοινωνώντας με αλγόριθμους, γλώσσες μηχανής και στατιστικά υπολογιστών. Είναι ένας κόσμος που διαχειρίζονται λίγοι και ικανοί, ενώ η εξουσία δεν ανήκει στους πλουσιότερους ή σε εκείνους με τις περισσότερες γνωριμίες, αλλά σε εκείνους που οι εφαρμοσμένες ηλεκτρονικές τους ικανότητες φαίνονται απεριόριστες. Φυσικά, όπως σε κάθε κόσμο, έτσι και εδώ ο πόλεμος υφίσταται, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τις δύο αυτές πραγματικότητες με τρόπο που πολλές φορές δεν αντιλαμβάνεται ένας απλός πολίτης σαν εμάς.

Το Blackhat, από τα πρώτα κιόλας λεπτά του, σπεύδει να διαχωρίσει την δύναμη αυτών των δύο κόσμων, αναδεικνύοντας την (αόρατη) απόσταση που υπάρχει μεταξύ τους αλλά και την απόσταση που διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων μεταξύ των ανθρώπων που τους κατοικούν. Η σύγκρουση εξουσίας και συμφερόντων δεν αργεί να έρθει, δρομολογώντας έτσι έναν αόρατο πόλεμο, όπου οι τρομοκράτες του κυβερνοχώρου (με πυρηνικές απειλές στην κατοχή τους) καταδιώκονται από τους κυβερνητικούς πράκτορες, μέσα σε μια ζούγκλα όπου φυσικά ο ισχυρότερος επικρατεί. Στο πλαίσιο αυτής της καταδίωξης, ένας βαρυποινίτης χάκερ δέχεται να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες της κυβέρνησης με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής του, αναδεικνύοντας/ έτσι τόσο την ανάγκη των δύο κόσμων για συνύπαρξη, όσο και την αλληλεξάρτησή τους.

Το Blackhat μοιάζει μια ταινία που εμπνέεται από τη σύγχρονη ηλεκτρονική ιστορία (Stuxnet) και μέσα από τα κρυπτογραφημένα δεδομένα της προσπαθεί να αντιμετωπίσει την μοναχικότητα του ανθρώπου. Του ανθρώπου που παλεύει για να διατηρήσει τις αξίες του, του ανθρώπου που περιπλανιέται χωρίς να γνωρίζει ακριβώς τι είναι αυτό που ωθεί τις επιλογές του, και, τελικά, του ανθρώπου που προσπαθεί να νικήσει την μοναξιά που του επιβάλει η ζωή. Δεν είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδεί στο σινεμά του Mann. Είναι όμως μια αναμέτρηση, η οποία ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, από τις ψυχαναλυτικές ημέρες ενός σπουδαίου δημιουργού, και φτάνει σήμερα στην ανάγκη κατανόησης ενός σύγχρονου λαβύρινθου στον οποίο βρέθηκαν παγιδευμένοι οι ήρωές του. Το Blackhat μοιάζει με ταινία κατασκευασμένη περισσότερο γι’ αυτούς και λιγότερο για εμάς που την παρακολουθούμε. Αν με ρωτήσεις για την πιθανότητα να τους μοιάζουμε, άλλοι λιγότερο και κάποιοι άλλοι περισσότερο, δεν μπορώ να μιλήσω, γιατί αυτό καλείται να το απαντήσει ο καθένας από εμάς ξεχωριστά.

Δεν ξέρω αν τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά είναι τόσο ενδελεχώς μελετημένα, αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν έχει και τόση σημασία, μιας και η καρδιά της ταινίας χτυπάει σε διαφορετικό σημείο, δίνοντάς σου να καταλάβεις γιατί ο Mann είναι ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της εποχής μας. Θα δεις έτσι ήρωες, αντιήρωες και πολυπρόσωπους εχθρούς να κυνηγιούνται και να συγκρούονται στο ηλεκτρονικό και αστικό τοπίο, με σκηνές δράσεις τόσο υπέροχα κινηματογραφημένες και αυστηρά προσηλωμένες στη λεπτομέρεια που θα κολλήσουν το βλέμμα σου επάνω στην οθόνη. Θα δεις ένα επιπόλαιο και καχύποπτο (προς τη λάθος κατεύθυνση) σύστημα να αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει αυτούς που έχει καταδικάσει για να αντιμετωπίσει την αληθινή απειλή, αποκαλύπτοντας έτσι ότι όσα χτίσαμε στο πέρασμα των χρόνων παραμένουν τρωτά και ευάλωτα, αφού τα προστατεύουμε με τον πιο ακατάλληλο τρόπο. Τέλος, θα δεις τον Chris Hemsworth να προσπαθεί ως high-tech ιδιοφυία να διασώσει την ακεραιότητά του – έναν ήρωα που βρέθηκε από το περιθώριο στο επίκεντρο και από εκεί πάλι πίσω στο σημείο όπου τα φώτα της πόλης δεν μπορούν να φωτίσουν. Δίπλα του στέκονται οι άνθρωπου της αστικής καθημερινότητας, καταδικασμένοι και αυτοί με έναν δικό τους τρόπο, αναζητώντας την ηθική και τον τρόπο να αποφύγουνε το λάθος, αναζητώντας το κατάλληλο είδος διακομιστή για την επικοινωνία με τον κάθε διπλανό τους.


Καθώς το Blackhat ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου, θα διαπιστώσεις ότι πρόκειται για ένα τεχνολογικό θρίλερ που κινείται μεταξύ ανατολής και δύσης, που έχει αρκετές ατέλειες σε σχέση με το παρελθόν του δημιουργού του, αφήνει όμως μια ιδιόμορφη αλλά υπέροχη υπαρξιακή αίσθηση καμουφλαρισμένης ψηφιακής και αστικής μελαγχολίας. Μιας μελαγχολίας σπάνιας (που δεν θα αντιληφθούν οι κυνικοί), η οποία σε φέρει πιο κοντά στην αλήθεια ότι οι δύο κόσμοι που περιγράφονται στην αρχή της ταινίας μοιράζονται πολλά περισσότερα από όσα αρχικά αφήνεται να εννοηθεί. Η τελική σύγκρουση δεν γίνεται φυσικά σε κάποιο post apocalyptic βιομηχανοποιημένο τοπίο απρόσωπης ηλεκτρονικής δυαδικότητας, αλλά στην πραγματικότητα των αληθινών ανθρώπων που ζούνε κι αναπνέουν για μερικές στιγμές ανόθευτης ελευθερίας. Στον ίδιο τόπο που έζησαν και οι ήρωες του Mann, πολέμησαν και τελικά αγάπησαν με πάθος, ό,τι είναι αυτό που αξίζει να αγαπηθεί.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Still Alice (2014)


Ο μεγαλύτερος εφιάλτης στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι να χάνει τις αναμνήσεις του και κατ’ επέκταση τον εαυτό του, να χάνει όσα υπάρχουν μέσα στο μυαλό, την καρδιά και όσα έφτασαν για να χαρακτηρίσουν την προσωπικότητα του. Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι μια ανίατη ασθένεια που σε χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις, μια αμείλικτη μορφή άνοιας που ως κατάσταση συνεχώς επιδεινώνεται, διαταράσσοντας και αλλοιώνοντας τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του κάθε ασθενούς. Στην ταινία των Glatzer και Westmoreland η νόσος χτυπάει την Alice, μια γοητευτική πενηντάχρονη διακεκριμένη επιστήμονα και καθηγήτρια γλωσσολογίας, η οποία αποδεχόμενη την καινούρια της κατάσταση προσπαθεί να κρατήσει στο ακέραιο την αξιοπρέπειά της, δίνοντας μια μάχη ετεροχρονισμένα πρόωρη και άδικη.

Το Still Alice διαπραγματεύεται ένα βαρύ και δύσκολο θέμα, αφού η συγκεκριμένη νόσος είναι μια από τις πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμες, τόσο για κάθε ασθενή που τη βιώνει όσο και για κάθε έναν από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά του. Η κάμερα κοιτάζει την Alice και την ακολουθεί στην καθημερινότητά της, από τα πρώτα σημάδια εμφάνισης της ασθένειας σε μικρές λεπτομέρειες που κανένας δεν προσέχει, μέχρι την επιδείνωση και τον σιωπηλό πανικό που χαρακτηρίζει τις περισσότερες στιγμές της. Παρακολουθούμε έτσι το χρονικό μιας ψυχολογικής και πνευματικής αποδόμησης που (καλώς) δεν γίνεται ακραία σοκαριστικό (αυτά φαντάζομαι αφορούν την πραγματική ζωή) και καταφέρνει να μιλήσει με ειλικρίνεια για το δύσκολο αγώνα ενός ανθρώπου ενάντια σε μια ασθένεια που ξεριζώνει συναισθήματα και μνήμες.

Οι ασθένειες, βεβαίως, δεν κάνουν διακρίσεις αφού χτυπούν τον οποιονδήποτε, την οποιαδήποτε στιγμή. Κι όπως κάθε σκληρή ασθένεια, έτσι και η συγκεκριμένη σε αλλάζει, σε κάνει να φαίνεσαι διαφορετικός, εκνευριστικός και κάποιες φορές κωμικοτραγικός. Παραμένεις όμως ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν και πριν, απλώς αυτοί που είναι γύρω σου κοιτάζουν και βλέπουν τα συμπτώματα της νόσου και όχι την προσωπικότητά σου. Το Still Alice ρίχνει το βλέμμα του στον τρόπο που ο ασθενής καταβάλλεται από την ασθένεια και σταδιακά χάνει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο που τον περιβάλλει, με αναπόφευκτη έτσι την φθορά των σχέσεων με τους περίγυρους ανθρώπους. Παράλληλα παρουσιάζει τον τρόπο που ένας άνθρωπος αντιδρά και αντιμετωπίζει τη σωματική και ψυχική φθορά και προσπαθεί κάθε μέρα απ’ την αρχή να επανεκτιμά την κατάστασή του. 

Μπορεί η ταινία να στηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι της στην οσκαρική ερμηνεία της Julian Moore, η οποία εδώ είναι σπουδαία (και όχι παραδόξως - αυτό μάλλον της το χρωστούσα), η αλήθεια όμως είναι ότι δεν σου δίνει ξεκάθαρα να καταλάβεις αν προσπαθεί να μιλήσει για την ίδια την ασθένεια ή για τον εφιάλτη εκείνου που νοσεί και σβήνει αργά αλλά σταθερά μπροστά στα μάτια εκείνων που τον αγαπούν. Φαντάζομαι πως τα όρια για κάτι τέτοιο είναι δυσδιάκριτα, αλλά τα δεδομένα εδώ δεν φαίνεται να διαχειρίζονται με απόλυτη επιτυχία, με αποτέλεσμα οι προθέσεις να είναι κάπως δυσανάγνωστες. Ωστόσο, η ιστορία παρουσιάζεται με έναν ευαίσθητο τρόπο που την συγκρατεί από το να μετατραπεί σε κάποιο φθηνό μελόδραμα, αφού οι στιγμές του μελοδραματισμού και του φθηνού συναισθηματισμού είναι ελάχιστες και τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο μέσα στην ταινία που δεν ενοχλούν τον σκεπτόμενο θεατή.

Ως θεματική, το Still Alice ίσως θυμίσει τα πρόσφατα Away From Her και Amour, χωρίς όμως να συναγωνίζεται ούτε την σκληρότητα της αλήθειας τους ούτε τον αστείρευτο συναισθηματισμό τους. Κι αυτό διότι ως ταινία είναι μάλλον λίγο μικρότερη από το θέμα της, όμως και πάλι, δεν πειράζει γιατί πολύ απλά η καρδιά της φαίνεται να χτυπάει με τον σωστό τρόπο, καταφέρνοντας να αγγίξει εκείνους που επιθυμεί - και αυτό είναι το σπουδαιότερο κατόρθωμά της. Μια καρδιά που συγχρονίζει τους χτύπους της με αυτούς του Glatzer, ο οποίος διαγνώστηκε το 2011 με τη νόσο του Κινητικού Νευρώνα, μετατρέποντας έτσι αυτή την τελευταία του συνεργασία με τον Westmoreland την πιο προσωπική και ειλικρινή σκηνοθετική του δουλειά.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Another Earth (2011)


Σε αυτή τη Γη και τον κόσμο που μας έτυχε, δεν θα είμαστε ποτέ εφησυχασμένοι. Ακόμα κι αν τα δεδομένα φαίνονται ακλόνητα, πάντα θα υπάρχουν οι ρομαντικοί αμφισβητίες, οι αμετανόητοι ονειροπόλοι, αυτοί που θα έδιναν και τη ζωή τους ακόμα για την εξερεύνηση του άγνωστου, για την ανακάλυψη του καινούριου, του ανεπανάληπτου, αυτού που θα τους συναρπάσει περισσότερο από το προβλεπόμενο και θα αλλάξει την ιστορία των ανθρώπων με έναν τρόπο γοητευτικό. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που αναζητούν την άκρη του ξυραφιού για να την κατακτήσουν, τρελοί που δεν ανήκουν σε κανέναν κόσμο, γι’ αυτό και το μυαλό τους βρίσκεται σε μια διαρκή περιπλάνηση. Σαν τους μεγάλους εξερευνητές, τους επιστήμονες που στο παρελθόν αμφισβήτησαν τα δεδομένα της εποχής τους, όπως ας πούμε το ότι η γη είναι επίπεδη, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας. Δίπλα σε αυτούς φυσικά, υπάρχουν πάντοτε και αυτοί οι απλοί άνθρωποι, που ονειρεύονται μονάχα να είχαν ζήσει κάπου διαφορετικά.

Στο περίβλημά του το Another Earth είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που συναρπάζει. Μια ταινία αφιερωμένη στον ρομαντισμό της ανακάλυψης, που μιλάει για την απεραντοσύνη του διαστήματος και τις άπειρες πιθανότητες να βρεθούν σε αυτό δείγματα ζωής ενός άλλου πλανήτη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν μια Δεύτερη Γη κάνει την εμφάνισή της στο σκοτεινό νυχτερινό ουρανό. Είναι ένας πλανήτης πανομοιότυπος με τον δικό μας όπως τον γνωρίζουμε, από τη δομή των Ηπείρων και των Ωκεανών, μέχρι τα χαρακτηριστικά και τις ταυτότητες των ανθρώπων. Αυτό που απομένει για τους επιστήμονες είναι η επικοινωνία και στη συνέχεια το ταξίδι. Για όλους τους υπόλοιπους, αυτός ο δεύτερος πλανήτης, εκτός από μία συναρπαστική είδηση, ίσως αποτελεί και μια δεύτερη ανάσα για ζωή, μια ευκαιρία για να χτίσουν και να ζήσουν ένα όνειρο που παραμένει ανεκπλήρωτο. Άλλωστε το σινεμά χρησιμοποιούσε ανέκαθεν την επιστημονική φαντασία ως συμβολισμό για να εκφράσει τον πόνο που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, την επιθυμία και την λαχτάρα του ανθρώπου να ονειρεύεται μια δυνατότητα απρόσμενης αλλαγής.

Στο Another Earth, η Rhoda, ένα κορίτσι που μόλις μαθαίνει ότι έχει εισαχθεί στο αστροφυσικό τμήμα του MIT, προκαλεί ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και γίνεται η αιτία για να χάσουν τη ζωή τους ένα μικρό παιδί και η έγκυος μητέρα του (ειρωνικό αν σκεφτείς ότι ως επιστήμονας πιθανότατα θα είχε ασχοληθεί εκτενώς με το φαινόμενο της Δεύτερης Γης). Τραγική φιγούρα παραμένει ο σύζυγος της οικογένειας ο οποίος πέφτει για ένα διάστημα σε κώμα, χωρίς πριν να έχει δει το πρόσωπο του νεαρού κοριτσιού που προκάλεσε το δυστύχημα. Λίγα χρόνια αργότερα, η αποφυλακισθείσα Rhoda έρχεται κοντά στον μοναχικό πατέρα που ζει απομονωμένος και επιχειρεί να του χαρίσει μερικές στιγμές αξιοπρέπειας, αποκρύπτοντας ωστόσο την πραγματική της ταυτότητα. Η Rhoda είναι ένα κορίτσι που αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων που της αναλογούν και ζει με τις συνέπειες τους, έχοντας αλλάξει πλέον κατεύθυνση στην ζωή. Δεν ζητά την συγχώρεση, μιας και αναγνωρίζει το ασυγχώρητο της απερισκεψίας της, παρά μόνο ένα λόγο για να μπορέσει να αποδεχτεί τον εαυτό της σε αυτή τη ζωή.

Η καθαρότητα και η γαλήνη του μυαλού δεν είναι κάτι εφικτό για τους δύο πρωταγωνιστές, αφού η μοίρα τους δεν μπορεί να αλλάξει - τουλάχιστον όχι σε αυτό τον πλανήτη. Υπάρχει όμως η Δεύτερη Γη, η οποία ξεκίνησε να διαφέρει από τη δική μας τη στιγμή που πρωτοαντικρίθηκε, την ίδια τη στιγμή του μοιραίου δυστυχήματος. Η Δεύτερη Γη είναι ένας κόσμος όπου τα γεγονότα ίσως συμβαίνουν διαφορετικά από τη δική μας, ένας τόπος όπου ίσως κατοικεί μια δεύτερη ευκαιρία για την ευδαιμονία των ηρώων. Μιλώντας καθαρά επιστημονικά, ίσως κάτι τέτοιο να μην μπορεί να συμβεί, ωστόσο η ουσία της ταινίας δεν βρίσκεται σε αυτή την (α)πιθανότητα. Το ενδεχόμενο και μόνο γεννάει τη σκέψη ότι σε ένα υποθετικό σενάριο συνεύρεσης, μπορεί να αγαπήσεις ή και να φοβηθείς τον δεύτερο εαυτό σου, τα συναισθήματα όμως θα είναι μάλλον αμοιβαία.

Η μελαγχολία της ιδέας δεν είναι φυσικά καινούρια. Έχει ήδη γεννηθεί στο σινεμά, από την εποχή του Méliès ακόμα, μπολιάστηκε με τη φιλοσοφική ανησυχία μιας Οδύσσειας και την ελεγειακή ονειρικότητα ενός Σολάρις, για να καταλήξει στο συναισθηματικό ορυμαγδό του Wall-Ε, κι αυτά είναι μόνο τα πιο φημισμένα παραδείγματα του είδους. Κινηματογραφικές ιστορίες είναι όλες, όπως αυτή που έστησε ο Mike Cahill, που χρησιμοποιούν τα υλικά της επιστημονικής φαντασίας, έχουν ως θέμα τους τον άνθρωπο και αφιερώνονται σε αυτόν ολοκληρωτικά. Έτσι και το Another Earth, κάτω από το Sci-Fi περίβλημά που το σκεπάζει, παραμένει μια βαθύτατα κοινωνική αλλά και αισιόδοξη ταινία. Μια ταινία που καταφέρνει να μιλήσει για την ψυχοσύνθεση του άνθρωπου που δεν μπορεί να αποφύγει το λάθος, ακόμα κι αν πρόκειται να αποβεί μοιραίο, και στη συνέχεια αναζητά μια ευκαιρία για να εξιλεωθεί. Έτσι, το Another Earth προσεγγίζει τον άνθρωπο που πριν συναντήσει την βεβαιότητα του θανάτου, παλεύει να νικήσει τους δαίμονες που κατοικούνε μέσα του, ή τουλάχιστον, προσπαθεί να συμβιβαστεί με την συνύπαρξη τους.

Σε έναν τόπο που μέσα στην απεραντοσύνη του διαστήματος δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μικρή μπλε κουκίδα που παρατηρούμε μέσα από τα μάτια ενός Voyager, σήμερα που έχουμε νικήσει τον εγωισμό και φτάσαμε επιτέλους να πιστεύουμε ότι σε αυτό το σύμπαν δεν είμαστε μόνοι, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε περισσότερο ευτυχισμένοι με την ιδέα ότι έχουμε τη δύναμη να νικήσουμε τον φόβο του πεπρωμένου που μας έτυχε. Αυτό ακριβώς κάνει και το Another Earth. Κι ας μην έχουμε ακόμα κατακτήσει την ομορφιά στο σύνολό της (αυτό ίσως να μην το καταφέρουμε ποτέ), κι ας φτάνουμε πάντοτε στο σημείο του παραλίγο να φιληθούμε.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Οι Αισθηματίες (2014)


Υπάρχουν οι ταινίες που σου αφηγούνται μια ιστορία σε αυστηρή, προκαθορισμένη δομή, και οι ταινίες που θέλουν απλώς να σου μεταφέρουν τα συναισθήματα των ηρώων τους. Υπάρχουν οι ταινίες που έχουνε καθορισμένη αρχή, μέση και τέλος και οι ταινίες που κινούνται ελεύθερες μέσα στον χωροχρόνο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που διαθέτει όσα δεν μπορούν ποτέ να ειπωθούν με λόγια. Οι Αισθηματίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη ανήκουν σαφέστατα στη δεύτερη κατηγορία, στις ταινίες εκείνες που κουβαλούν όλα τα λάθη, τις ανασφάλειες αλλά και όλες τις επιθυμίες των ανθρώπων, καταφέρνοντας να τις εκθέσουν μπροστά στα μάτια σου σε λίγα μόλις λεπτά κινηματογραφικού συναισθηματισμού. Δεν το συναντάς συχνά αυτό το στο Ελληνικό σινεμά, όμως όταν το συναντήσεις, οφείλεις να του συμπεριφερθείς με κατανόηση και ευγένεια, όπως θα έκανες με έναν καλό φίλο που έρχεται κοντά για να σου εξομολογηθεί την πιο κρυφή του αμαρτία.

Οι Αισθηματίες δεν πρέπει να υπερηφανεύονται για την πλοκή τους. Πρέπει όμως να υπερηφανεύονται για όσα πιστεύουν, για όσα τους χάρισε ο δημιουργός τους και όσα αβίαστα σου αφήνουν μετά την προβολή. Γιατί, περισσότερο από όλα, οι Αισθηματίες είναι μια αίσθηση, μια πολύχρωμη μυρωδιά, και η μελαγχολική ηχώ που αφήνει η ανάμνηση ενός φανταστικού ταξιδιού προς έναν τόπο που μπορεί να γίνει αληθινός. Ενός ταξιδιού που ξεκινάει από την Ελλάδα του σήμερα και φτάνει μέχρι την ανάγκη των ανθρώπων να νιώθουν ζωντανοί. Σε μια χώρα που βυθίζεται από το ανομολόγητο βάρος των αμαρτιών της, αυτοί οι ρομαντικοί ήρωες αναζητούν τον τρόπο να επιβιώσουν όχι ως κομπάρσοι, αλλά ως πρωταγωνιστές μιας ζωής που τους ανήκει ολοκληρωτικά.

Μέσα σε έναν κόσμο που δεν σώθηκε ποτέ κανείς από την αμαρτία, οι Αισθηματίες γίνονται εραστές. Και οι εραστές το πρώτο που κάνουν είναι να φιλιούνται, αλλιώς τι σόι εραστές μπορεί να είναι; Αν (κρυφο)κοιτάξεις προσεκτικά, θα καταλάβεις ότι αυτοί οι όμορφοι αλλά καταδικασμένοι ήρωες είναι οι άνθρωποι που βλέπεις γύρω σου. Είναι οι άνθρωποι που ζούνε κάτω από τον ίδιο ήλιο με εμάς και ψάχνουν τον τρόπο να ερωτευτούν, τον τρόπο να ζουν περήφανα, χωρίς να φοβούνται για όσα τους χαρακτηρίζουν. Γι’ αυτό χορεύουνε ξυπόλυτοι μέσα στη νύχτα, ενώ η μέρα τους βλέπει και καρδιοχτυπά.

Αυτό που απομένει λίγο πριν να τους επισκεφτεί ο θάνατος, είναι η αναζήτηση μιας υπέροχης και αληθινής αγάπης. Όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, το ξέρω. Απλώς οι Αισθηματίες προτιμούν να πεθαίνουν κάθε μέρα από το να παραδοθούν και να σταματήσουν την αναζήτηση.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Honeymoon (2014)


Μια από τις πρώτες και ευτυχέστερες στιγμές στη ζωή ενός ζευγαριού είναι ο μήνας του μέλιτος. Μια περίοδος όπου οι νιόπαντροι απομονώνονται από όλους και όλα όσα βασανίζουν την καθημερινότητα και ζουν ελεύθερα τον έρωτά τους. Αυτός δεν είναι ισχυρισμός δικός μου, αφού δεν έχω περάσει από αυτή τη διαδικασία, είναι όμως κάτι που θα σου εξομολογηθούν τα περισσότερα ζευγάρια που παντρεύτηκαν από συναίσθημα και όχι από κάποιο προϋποσχόμενο συμφέρον. Σε αυτή την περίοδο χαλάρωσης και ψυχικής ανάτασης και ανασυγκρότησης, έχεις όλο το χρόνο να έρθεις ακόμα πιο κοντά στο άλλο σου μισό και να κάνεις όνειρα. Ονειρεύεσαι να είναι όλα τέλεια (ακόμα κι αν υποψιάζεσαι ότι δεν θα ’ναι), ενώ μέσα σου ελπίζεις ότι έχεις κάνει την καλύτερη επιλογή και δεν θα σου βγει ο άλλος εξωγήινος. Φυσικά η καρδιά σπάνια σου λέει ψέματα κι εγώ, ως ρομαντικός που είμαι αυτήν την περίοδο, θα πρότεινα να την ακούς και να μη δίνεις σημασία στη λογική.

Η Bea και ο Paul είναι ένα νιόπαντρο ζευγάρι που αποφασίζει να περάσει τις πρώτες ημέρες του έγγαμου βίου του σε μια έρημη καλύβα μέσα στο δάσος. Σίγουρα αποτελεί εναλλακτική πρόταση για μήνα του μέλιτος, αλλά οι δυο τους δεν μπορούν να είναι πιο ευτυχισμένοι. Κάτι το οποίο γίνεται γνωστό από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, με τον έρωτα και την ανεμελιά που γεννά η σύζευξη να κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα. Ωστόσο, αυτή δεν είναι μια ρομαντική ταινία για την αγάπη και τις απρόβλεπτες συνέπειές της, γι’ αυτό και η ιστορία δεν επαναπαύεται στην ευθυμία, αντίθετα επιτίθεται στις τρυφερές στιγμές του ζευγαριού και προκαλεί τον τρόμο. Έναν τρόμο που γεννάται όταν η Bea αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα ξεχνώντας βασικές λεπτομέρειες της πραγματικότητας, ενώ το σώμα της αρχίζει σιγά-σιγά να αλλοιώνεται. Κάπως έτσι έρχεται και η διάσπαση του ζευγαριού με τον ανήσυχο Paul να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη γυναίκα που επέλεξε να έχει στο πλευρό του και που φαίνεται ξεκάθαρα ότι κρύβει ένα ανομολόγητο μυστικό.

Γραμμένο και σκηνοθετημένο από την αμερικανίδα Leigh Janiak και με έναν σχετικά περιορισμένο προϋπολογισμό (τέσσερα άτομα ολόκληρο το cast), το Honeymoon επιφανειακά μοιάζει με μια ‘μικρή’ ταινία που χωρίς ακρότητες και υπερβολές είναι ικανή να προκαλέσει τον τρόμο (φυσικό και υπερφυσικό), ακόμα και στον πιο υποψιασμένο θεατή. Και το κάνει με τρόπο που τις περισσότερες στιγμές βρίσκει τον στόχο του, αφού η σκηνοθέτις στήνει τις σκηνές της με προσοχή και αφηγείται την ιστορία της άλλοτε στη σιωπή και άλλοτε στη σύγχυση του φόβου και της ανασφάλειας των πρωταγωνιστών. Αφήνει έτσι το μυστήριο να εκκολαφθεί σταθερά, όχι όμως και με απόλυτη ακρίβεια στις λεπτομέρειες, αφού το σενάριο μοιάζει κάπως συγκρατημένο και το φινάλε ελαφρώς ακαλλιέργητο. Κάτι που θα ενοχλήσει τους οπαδούς της κινηματογραφικής ορθότητας, είναι όμως δευτερεύουσας σημασίας για τους λάτρεις τέτοιου είδους underground ταινιών του φανταστικού.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως, βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια, όπου το Honeymoon αποδεικνύεται μια ταινία που φλερτάρει με την απαισιόδοξη πλευρά μιας γαμήλιας πραγματικότητας. Μια ταινία που δημιουργεί επιφυλακτικές σκέψεις για την κοινωνία, τις επιλογές και τελικά τον συμβιβασμό μέσα στο πλαίσιο του γάμου και της συνύπαρξης με έναν άνθρωπο που ποτέ δεν θα είσαι σίγουρος ότι γνωρίζεις πραγματικά. Δεν το κάνει με τον επιβλητικό και απόλυτο τρόπο ενός Gone Girl, αλλά συμπυκνώνει ολόκληρο τον συμβολισμό στη μετάλλαξη σώματος και πνεύματος, η οποία δημιουργείται μέσα από την παγίδα μιας ονειρικής πλάνης. Η αποκάλυψη φυσικά θα έρθει, όποια στάση κι αν κρατήσεις στη ζωή, όμως η ρομαντική και αισιόδοξη πλευρά μου θέλει να σταθεί απέναντι από τον εφιάλτη που παρουσιάζει το Honeymoon. Από την άλλη, ίσως να μην είμαι και ο πιο αρμόδιος να κρίνω τις προθέσεις της Janiak, αφού όπως είπα και στην αρχή αυτού του αυθόρμητου κειμένου, η γαμήλια πραγματικότητα δεν είναι κάτι που γνωρίζω. Ακόμα κι αν όλα σε αυτή τη ζωή είναι θέμα χαρακτήρα, φυσικά, και όχι ευκαιριών.
Chris Zafeiriadis