Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Tim Burton. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Tim Burton. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Beetlejuice (1988)


Ο κόσμος φαίνεται να αγαπάει τον ‘Σκαθαροζούμη’ ακόμα κι αν δεν τον καταλαβαίνει πλήρως. Μια ταινία που διαχειρίζεται το σκοτάδι και το παίζει με άνεση στα δάχτυλα, σε μια ύστατη προσπάθεια αναζήτησης της γαλήνης στην επιθανάτια ζωή. Ίσως γιατί ακόμα και οι νεκροί έχουν ανάγκη να γαληνέψουν, αφού έτσι κι αλλιώς έχουν αφήσει τις έγνοιες του επίγειου βίου να τυραννάνε τους υπολοίπους από εμάς που μείναμε πίσω. Όμως, ακόμα κι αν η ίδια η ιστορία μοιάζει πνιγμένη σε μια αβάσταχτη ελαφρότητα, ο “Σκαθαροζούμης” δεν είναι μια ταινία που μπορείς να χαρακτηρίσεις ως μια ασήμαντη προσθήκη στις επιπολαιότητες της κινηματογραφικής καθημερινότητας. Είναι το ύφος της ταινίας τέτοιο που σε μαγνητίζει, είναι η σπιρτάδα στα βλέμματα και τους διαλόγους των πρωταγωνιστών και, τέλος, η ασταμάτητη ενέργεια που εξαπολύει η σκηνοθεσία ενός εμπνευσμένου 30άχρονου νεαρού, έτοιμου να κατακτήσει το σκοτάδι και τη συμπάθεια όσων λατρεύουν τέτοιου είδους, μακάβρια παραμύθια.

Η ταινία του Burton ξεκινάει με τον αναπάντεχο θάνατο ενός συμπαθητικού νιόπαντρου ζευγαριού (Alec Baldwin και Geena Davis για να τους θαυμάζεις) και στη συνέχεια περνάει στον πνευματικό εγκλωβισμό τους σε ένα σπίτι φυλακή. Εγκλωβισμό που, η αλήθεια είναι, δεν γνωρίζεις ακριβώς γιατί συμβαίνει, διακατέχεται όμως από μια παραμυθένια αποδοχή, παρά τα ερωτήματα και τις απορίες που συνεπάγεται μια τέτοια «πραγματικότητα». Εντούτοις, ο Burton δεν αναλώνει τον χρόνο του σε απαντήσεις που έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε, αλλά ποτίζει την ιστορία με το αστείρευτο χιούμορ του και μερικές πένθιμες λεπτομέρειες της ανεξάντλητης φαντασίας του (τις οποίες θα αναπτύξει στο μέλλον σε ταινίες όπως τον Ακέφαλο Καβαλάρη και τη Νεκρή Νύφη), για να καταλήξει σε μια υπερφυσική συνεύρεση δαιμονίων, θνητών και αλλόκοτων πνευμάτων, έτοιμων να σου κλέψουν την καρδιά χωρίς να το καταλάβεις.

Ένα από αυτά τα πνεύματα είναι και ο Σκαθαροζούμης του τίτλου, με έναν Michael Keaton να βρίσκεται σε έκσταση. Μεθυσμένος από τις αναθυμιάσεις της μετά θάνατον ζωής, ο αδιάντροπος αυτός ταραξίας, αυτοαποκαλείται βιο-εξορκιστής του υπερφυσικού, μια έννοια απολαυστική ακόμα κι αν δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις ακριβώς τι μπορεί να σημαίνει. Η επίδραση αυτού του χαρακτήρα σε ζωντανούς, νεκρούς και ανυποψίαστους παρατηρητές είναι τέτοια που, παρά τα 17 λεπτά που εμφανίζεται στην οθόνη, αρκεί για να χαρακτηρίσει ολόκληρη την ταινία ως ένα όργιο επιθανάτιων πράξεων (σε στιγμές χωρίς συνοχή), μια grotesque ειρωνεία για το θάνατο και την αυθάδη διακωμώδηση των συνεπειών του.

Ο Burton αποδεικνύει, φυσικά, ότι ξέρει να διευθύνει τις λεπτομέρειες της σουρεαλιστικής αυτής ιστορίας, ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει το μαύρο του θανάτου προς όφελος της ευαρέσκειας του θεατή, κατασκευάζοντας μια από τις πιο αναγνωρίσιμες κωμωδίες τρόμου στην ιστορία του πρόσφατου σινεμά. Μια κωμωδία γοτθικών χαρακτηριστικών και ανέμελων δαιμονισμών, η οποία ξορκίζει τη σοβαροφάνεια και σου επιτρέπει να την απολαύσεις χωρίς να χρειάζεται να την αναλύσεις έως τα αποσυνθεμένα χαρακτηριστικά της. Μπορείς απλά να διαβάσεις το εγχειρίδιο για τους πρόσφατα αποθανόντες και να βυθιστείς σε ένα κόσμο όπου ο ίδιος ο Σκαθαροζούμης θα σου κρατήσει συντροφιά, διασκεδάζοντας με υπερβάλλοντα ζήλο τις πιο ανέμελες στιγμές σου.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Vincent (1982)


Θαυμάζω τους ανθρώπους που έχουν εμμονές. Τους θαυμάζω όταν έχουν τα κότσια να το αποδεχτούν, όταν αναγνωρίζουν αυτή τους την αδυναμία και την διαχειρίζονται προς όφελός τους. Τους θαυμάζω γιατί μέσα στο πείσμα και την αθωότητά τους έχουν το σθένος να δαμάσουν το δέος και να εκτεθούν χωρίς ντροπή, δημιουργώντας μικρά αριστουργήματα τα όποια στη συνέχεια αφήνουν ελεύθερα εκεί έξω, να περιφέρονται με όλες τις αγάπες που τους έχουν χαρίσει. Κι αυτά, έτσι μικρά και χαριτωμένα όπως είναι, περιμένουν από εμάς να τα ανακαλύψουμε. Περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να έρθουνε κοντά και να μας κάνουν χίλια κομμάτια, αγγίζοντας με έναν υπέροχο και ακραιφνή τρόπο τις στιγμές της πιο προσωπικής μας ευαισθησίας.

Η πιο διάσημη μικρού μήκους ταινία του Burton είναι ταυτόχρονα και μια σκοτεινή ελεγεία επάνω στην ονειροπόληση της ψυχής. Ένα μαυρόασπρο animation γοτθικής τέχνης που μέσα σε μόλις έξι λεπτά καταφέρνει και σκιαγραφεί όλες τις αγάπες του νεαρού τότε σκηνοθέτη, καμουφλαρισμένες με τη μοναχική επιθυμία ενός μικρού αγοριού. Η μακάβρια ποίηση του Poe, το σκοτάδι ενός σχεδόν παράφρονος νου και ο τρόμος μιας περιρρέουσας νεκρικής εμμονής συνθέτουν το πορτραίτο του μικρού Vincent, ο οποίος ονειρεύεται παθιασμένα να έρθει κοντά στη μεγαλοπρέπεια της μορφής του αγαπημένου του Vincent Price. Το αποτέλεσμα είναι μια από τις ομορφότερες ιστορίες του «μικρού» σινεμά την οποία αφηγείται μια τιτάνια φωνή, που αν την ακούσεις μέσα στη σιωπή της νύχτας, δεν θα την ξεχάσεις ποτέ ξανά…

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Edward Scissorhands (1990)

Είναι μερικές φορές που μέσα στη μοναξιά της παρακολούθησης μιας ταινίας, κάποιοι χαρακτήρες μπορεί να φαίνονται περισσότερο αληθινοί και περισσότερο κοντά μας από κάποιους ανθρώπους της ζωή μας. Πιο ζωντανοί. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκέφτονται και να λένε οι θεωρητικοί, η παραπάνω διαπίστωση όμως κρύβει μέσα της περισσότερη αλήθεια από όλες τις θεωρίες του κόσμου.

Το τελευταίο διάστημα είχα την ατυχία/τύχη να περάσω κάποιες στιγμές μόνος, μακριά από συγγενείς, φίλους και παρέες. Τις πολύτιμες μοναχικές αυτές στιγμές αποφάσισα να τις μοιραστώ με τον Edward, έναν καλό φίλο που έτυχε να γνωρίσω μικρός και που το ομολογώ, είχα καιρό να επισκεφτώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο σπάνια ήταν η παρέα που κάναμε μαζί, πόσα συναισθήματα μοιραζόμασταν από τότε ακόμα, πόση απέραντη ομορφιά κρύβεται κάτω από τα ψαλιδωτά του χέρια και τα θλιμμένα του μάτια, που είμαι σίγουρος, ακόμα και σήμερα μας κοιτάζουν απορώντας.

Ο Ψαλιδοχέρης Edward δεν μοιάζει με κάποιον από εμάς. Μάλιστα, δεν μοιάζει με κανέναν άνθρωπο που μπορεί να έχουμε γνωρίσει. Γεννημένος από την μοναξιά ενός εφευρέτη ο οποίος τον κατασκεύασε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ για να τον ολοκληρώσει, παραμένει κλεισμένος στη σοφίτα ενός πύργου με την πιο όμορφη θέα, χωρίς όμως να μπορεί να αγγίξει την ομορφιά που τον περιβάλει. Χωρίς καν να μπορεί να αγγίξει τον εαυτό του. Ο άτυχος Ψαλιδοχέρης, έτσι ημιτελής και μόνος όπως είναι, χαίρεται την μοναδικότητά του, καταδικασμένος να μη φαίνεται, να μην υπάρχει, να μη σκέφτεται ότι μπορεί να μοιραστεί την ζωή με τους άλλους ανθρώπους. Μέχρι που μια μέρα η τύχη του χαμογελά φωτίζοντας το πρόσωπό του, μαζί και την πολύχρωμη κωμόπολη την οποία μέχρι τώρα κοίταζε από το παράθυρο του γκριζωπού του πύργου.

Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται ο μαυροφορεμένος αυτός ήρωας είναι ένας κόσμος ανθρώπινα πολιτισμένος. Με προαστιακά σπίτια, τετραμελείς οικογένειες, μικρούς κύριους και μικρές κυρίες που τους αρέσει να κουτσομπολεύουν φορώντας φρεσκοβαμμένα κουρέματα και φανταχτερά ρούχα. Ένας τόπος με ανεξάντλητο γκαζόν, ανεξάντλητο εγωισμό και ανεξάντλητη περιέργεια για το κάθε τι που συμβαίνει γύρω του. Ο Ψαλιδοχέρης εισέρχεται σ’ αυτό τον κόσμο όχι για να πολεμήσει την μοναξιά του αλλά για να σπείρει την ομορφιά που κρύβει στη ψυχή του. Σαν άλλος κρυφός καλλιτέχνης που αφέθηκε ελεύθερος, ζωγραφίζει με τα ψαλίδια-χέρια του, χρησιμοποιώντας τους θάμνους σαν καμβάδες και τα φύλλα τους για χρώματα. Καμιά φορά παίζει και με το τρίχωμα των σκύλων. Φτιάχνει αριστουργήματα και χαρίζει έτσι ζωή σε έναν τόπο που μοιάζει να μη μπορεί να γευτεί τις αρετές του, να μη μπορεί πια να χαρεί την ελευθερία του, αποδεικνύοντας παράλληλα την μοναδικότητα ενός χαρακτήρα που δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι υπόλοιποι, γι αυτό και οι χτύποι της καρδιάς του δεν συγχρονίζονται ποτέ με τους δικούς μας.

Αυτή του η μοναδικότητα είναι που φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους από εμάς. Ίσως ο πολιτισμικός μας χαρακτήρας να μην είναι έτοιμος ακόμα να δεχτεί κάτι τόσο διαφορετικό και όμορφο, κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, γι αυτό και τον ενοχλεί. Έτσι, εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι, προσπαθήσαμε να κάνουμε τον Ψαλιδοχέρη να μας μοιάσει. Του φορέσαμε την ανθρώπινη στολή μας, τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα και παπούτσια και νομίσαμε για λίγο ότι είναι σαν και εμάς. Ή ότι εμείς είμαστε σαν και αυτόν. Αυτό όμως είναι αυταπάτη. Χαρακτήρες σαν τον δικό του δεν κρύβονται πίσω από φτηνά κοστούμια και ψεύτικες αγκαλιές. Έτσι ο Edward με την όμορφη καρδιά και την κακή εμφάνιση, επιστρέφει ξανά εκεί όπου είναι πραγματικά ελεύθερος, στον πανύψηλο και γκρίζο πύργο του, ατενίζοντας από κάτω εμάς τους φυσιολογικούς ανθρώπους, έχοντας πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για όποιον θελήσει να τον επισκεφτεί. Διότι χαρακτήρες σαν αυτόν μπορεί να λέμε ότι κατοικούν μόνο στα παραμύθια αλλά αυτά τα παραμύθια είναι που ομορφαίνουν την ζωή μας, πληρούν την καρδιά μας και γεμίζουν τις μοναχικές στιγμές του καθενός μας.

Ο Tim Burton γνωρίζει. Κοίταξε στην ψυχή του Ψαλιδοχέρη και κατάλαβε. Του αφιέρωσε μια ταινία και του χάρισε έτσι την αιωνιότητα. Και αυτός με την σειρά τους μας ανταμείβει όλους κάθε φορά που εμείς το θελήσουμε, δημιουργώντας πάντοτε κάτι το διαφορετικό με την αστείρευτη έμπνευση και τα κοφτερά του χέρια. Συνήθως, οι μέρες που τον έχουμε περισσότερο ανάγκη είναι και οι πιο κρύες, σαν αυτές που ζούμε τώρα. Έριξε και λίγο χιόνι. Είδα τις νιφάδες στον αέρα να χορεύουν σαν τρελές. Κάτι θα φτιάχνει φαίνεται εκεί πάνω στον πύργο του και είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ όμορφο. Σ’ ευχαριστούμε Edward. Ξέρω ότι είσαι ακόμα εκεί ψηλά και μας κοιτάζεις.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Alice in Wonderland (2010)

Θα ήταν ανώφελο να προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει την σημερινή Αλίκη του Burton με οποιαδήποτε άλλη εκδοχή του πολύχρωμου αυτού παραμυθιού, όπως ανώφελο θα ήταν να προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει οποιαδήποτε ταινία του σκηνοθέτη με κάποια άλλη κινηματογραφική παραγωγή του παρελθόντος. Όχι γιατί ο Burton είναι τόσο μοναδικά σπουδαίος (που μεταξύ μας, μπορεί και να είναι) αλλά γιατί οι ταινίες του ξεχωρίζουν από χιλιόμετρα μακριά, διαθέτοντας την ασύγκριτη μοναδικότητα τόσο ενός ονειροπόλου δημιουργού, όσο και ενός φαντασιόπληκτου παιδιού που αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η ιστορία μοιάζει να του ταιριάζει γάντι.

Δεδομένου του ότι κανείς δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει την αφηγηματική ικανότητα του μεγάλου αυτού παραμυθά, το παιχνίδι κρίνεται περισσότερο στις λεπτομέρειες και κυρίως από εκείνους στους οποίους ο Burton απευθύνεται. Tα παιδιά. Άλλωστε, μετά από καμπόσες μοναδικές επιτυχίες και με μια μεγάλη μερίδα φανατικών οπαδών στο πλευρό του, δεν νομίζω πως ο ίδιος έχει την διάθεση να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, ούτε φυσικά να παρεκκλίνει από το προσωπικό μονοπάτι που βαδίζει χρόνια τώρα, αυτό της δημιουργίας εικόνων.

Με λιγότερα τραπουλόχαρτα απ’ ότι κάποιος θα περίμενε αλλά περισσότερη φαντασία στην αναπαράσταση, με ελάχιστη παραμυθιακή διάθεση αλλά περισσότερη κινηματογραφική τεχνολογία, η Αλίκη υπόσχεται και πραγματοποιεί το μαγικό αυτό ταξίδι σε έναν θαυμαστό κρυμμένο κόσμο, ψάχνοντας παράλληλα μέσα στο κοινό που την παρακολουθεί αυτούς που θα θελήσουν να ταξιδέψουν μαζί της. Μόνο που εσύ δεν χρειάζεται να πιεις τίποτα για να συρρικνώσεις την αντίληψή σου για να βρεθείς στο κόσμο των θαυμάτων. Αρκεί μόνο να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και να προσπαθήσεις να σκεφτείς όπως τότε που ήσουν παιδί. Και όσο πιο μικρός γίνεις, τόσο πιο χαμογελαστός θα καταλήξεις.

Στον μαγικό αυτό κόσμο που βρίσκεται η ανυποψίαστη Αλίκη, ο Burton έχει στήσει ένα πραγματικό ονειρικό πανηγύρι. Ένα πολύχρωμο freak show με τρεχάμενους γιλεκοτούς λαγούς, μισότρελους ημίψηλους καπελάδες, τετράποδα τριχωτά τέρατα που μοιάζουν να τα ξέρουν όλα, ραδιούργες βασίλισσες, φτερωτούς δράκους και αιωρούμενες κάμπιες, αναπόσπαστοι χαρακτήρες ενός ανορθόδοξου τόπου που παραμένουν ζωντανοί κάτω από τον λαμπερό ουρανό, ακόμα και μετά το τέλος του παραμυθιού, αρνούμενοι όλοι τους να ξεθωριάσουν. Και όλα αυτά μέσα σε μια χαοτική κουνελότρυπα που μοιάζει να μην έχει τέλος. Γιατί ο απέραντος κόσμος της ψευδαίσθησης όπως τον φαντάστηκε ο Lewis Carroll, για κάποιους μπορεί να είναι ο κόσμος της αλήθειας.

Σ’ αυτό τον φανταχτερό κόσμο, όπου η ζωή δεν διαφέρει από το όνειρο και η φαντασία μπερδεύεται με την πραγματικότητα, το αιώνια οικείο σηματάκι της Disney είναι αυτό που εμφανίζεται πριν από οτιδήποτε άλλο στην οθόνη. Γιατί ο κύριος Burton εδώ δεν έκανε μια ταινία για να επαληθεύσει τις υποψιασμένες σκέψεις ενός ενήλικα επάνω σε αυτή την σουρεαλιστική ιστορία. Έφτιαξε μια ταινία για να ευχαριστήσει πρώτα τους μικρούς του φίλους, να θρέψει την δική τους ανόθευτη φαντασία. Σε αυτούς που νομίζω το χρωστούσε κιόλας. Τώρα για το αν θα σου αρέσει ή όχι εσένα η ταινία, θα πρέπει απλά να αναρωτηθείς: Σε ποια ηλικία (θέλεις να) βρίσκεσαι?

Chris Zafeiriadis