Κάπου εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, γεμάτο από κάθε λογής ανθρώπους, πρόσωπα και χαρακτήρες, έρχεσαι. Γεννιέσαι χωρίς επίγνωση και χωρίς σκέψη, αλλά με ψυχή βαθειά. Μια ψυχή που αγαπά, ποθεί , πονά, και λαχταρά όλο και περισσότερα, συνήθως πολλά, κάποια από τα οποία δεν θα καταφέρει ποτέ της να έχει.
Σε αυτόν τον ίδιο κόσμο μεγαλώνεις και μαθαίνεις. Γνωρίζεις την ιστορία, τις αξίες, τις αναποδιές, κάποιους από τους ανθρώπους που στέκονται δίπλα σου και κάποιους άλλους που στάθηκαν πριν από σένα, στο ίδιο ακριβώς σημείο. Αν είσαι τυχερός, ίσως να γνωρίσεις και τον εαυτό σου. Θα μάθεις ποια είναι εκείνα που σε κάνουν να χαμογελάς, εκείνα που σε κάνουν να δακρύζεις σαν μικρό παιδί και όλα εκείνα που κάνουν την ψυχή σου να λαχταρά για το λίγο παραπάνω. Και κάπου μέσα σε όλο αυτό τον λαβύρινθο επιλογών και συναισθηματικών (απο)προσανατολισμών, συνειδητοποιείς ότι πολλά από αυτά που γνωρίζουμε στη μικρή πορεία της ζωής, δεν είναι της εποχής μας. Μπορεί να είναι όμως αυτά που θα αγαπήσουμε με όλη μας την καρδιά. Και στα οποία θα χαρίσουμε ένα κομμάτι της άφθαρτης ψυχής μας.
Μέσα σε όλα αυτά, έχεις μάθει και να ονειρεύεσαι.
Μπορεί οι εμπειρίες της ζωής να είναι περιορισμένες, στα όνειρα όμως δεν μπαίνουν όρια και φραγμοί. Όταν ονειρεύεσαι μπορείς να ζήσεις τα πάντα, να ταξιδέψεις σε όποιο μέρος θέλεις, με όποιον εσύ θέλεις. Και να χαμογελάσεις. Μπορείς ακόμα και να ερωτευτείς (
“in love with a fantasy”) βιώνοντας ξανά την νιότη, όπως τότε. Και ξέρεις, κάποιοι έρωτες, λένε οι ρομαντικοί, κρατάνε για πάντα. Για τον
Woody Allen το όνειρο ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Και δεν τελείωσε ποτέ. Όπως δεν θα πρέπει να τελειώνει για κανέναν άνθρωπο. Το ίδιο ισχύει και για τον έρωτα. Μέσα στα 45 χρόνια της καλλιτεχνικής του παρουσίας κατάφερε να αφηγηθεί μερικές μόνο από τις ιστορίες που είχε στο μυαλό του, για όλους εμάς που τον κοιτάμε με μάτια ορθάνοιχτα και χαμογελαστά. Και ο μπαγάσας, λέει πάντοτε την αλήθεια, περιγράφοντάς μας όπως πραγματικά είμαστε, ακόμα και όταν εμείς αδυνατούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Και τις περισσότερες φορές ταυτίζει την δική του ψυχή βαθειά, με την δική μας.
Το
Midnight in Paris δεν είναι τίποτα παραπάνω από το μεταμεσονύχτιο όχημα για ένα ακόμα όνειρο. Μόνο που αυτή την φορά μοιάζει να είναι αυτεξούσιο. Με τις αρετές του όχι κρυμμένες αλλά εξόφθαλμα διασκορπισμένες μπροστά στα μάτια μας. Ο
Woody Allen, ο ρομαντικός αυτός περιηγητής, παραμυθάς, τραγουδοποιός, ονειρευτής και ό,τι άλλο θέλεις εσύ να είναι, αφήνει την φαντασία του ελεύθερη, να δείχνει τον δρόμο σε εμάς τους υπόλοιπους. Με την jazz μουσική του, τα πολύχρωμα τοπία και τους ευγενείς του ήρωες που λαχταρά να συναντήσει. Αυτούς τους τεράστιους φιλόσοφους της ζωής με τους οποίους έχουν γαλουχηθεί γενεές ολόκληρες ονειροπολούντων ταξιδευτών. Και δεν είναι η πρώτη φορά που τους συναντάει κανείς στο έργο του. Στο (υποτιμημένο)
Anything Else, ας πούμε, οι Fitzgeralds ήταν παρόντες. Απλά στο Παρίσι αυτόπροσωποποιούνται χωρίς καμία ντροπή.
Έρχεται όμως μια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου να αντιμετωπίσει μια αέναη πραγματικότητα. Από τον κόσμο που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και απολαύσαμε, θα πρέπει να αναχωρήσουμε, δίνοντας την θέση μας στους επόμενους. Όλοι μας κάποια στιγμή θα συναντήσουμε ένα ψηλό μελαχρινό άντρα, ο τελευταίος φίλος που θα κάνεις, λένε, και σε αυτόν θα πρέπει να εκμυστηρευτείς την ψυχή σου. Ίσως τότε βρεις την δύναμη να κάνεις και τον προσωπικό σου απολογισμό. Θα αναμετρηθείς με τους αγγέλους και τους δαίμονές σου, να χωρίσεις τον κόσμο σε εχθρούς και φίλους. Αυτούς που σε κρίνουν για όλα όσα δεν είσαι και εκείνους που σε αγαπούν για όλα όσα κατάφερες να είσαι. Οι πρώτοι δεν σε αφορούν, οι δεύτεροι όμως είναι αυτοί που σε έχουν διαμορφώσει. Με αυτούς θέλεις να μιλήσεις, να γελάσεις και να πιεις ακόμα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Θα θελήσεις να ταξιδέψεις κοντά τους, να τους φέρεις δίπλα τους. Άλλωστε, το αντίδοτο στον θάνατο είναι ο πόθος, όπως ισχυρίζεται και ο T. Williams. Το
Midnight in Paris με κάνει να μη φοβάμαι το σούρουπο της ζωής ούτε για μια στιγμή. Το ίδιο, φαντάζομαι, ισχύει και για τον δημιουργό του.

Και τότε καταλαβαίνεις ότι το βροχερό Παρίσι των 20’s είναι η από καρδιάς εξομολόγηση ενός μεγάλου δημιουργού. Το Gran Torino ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη που εκτίθεται χωρίς ίχνος φόβου και ανησυχίας, και τον οποίο είμαι σίγουρος στο μέλλον, κάποιοι άλλοι ονειροπόλοι θα ταξιδεύουν στη δική μας εποχή για να τον συναντήσουν. Για μια κουβέντα μόνο, να γελάσουν με τα χάλια τους και να χαμογελάσουν με τις αρετές τους, όπως κάνουμε και εμείς σήμερα, περήφανοι που βαδίζουμε πλάι πλάι μαζί με έναν τέτοιο φιλόσοφο.
Μη κάνεις όμως το λάθος και ξεχαστείς διότι το Παρίσι είναι ένας διαφορετικός τόπος για τον καθένα από εμάς. Τα μεσάνυχτα θα σου διδάξουν, δείχνοντάς σου απλά τον δρόμο. Κάπου εκεί ο Gil θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο εκείνης την μετενσάρκωση μιας άλλης, ιδανικής φαντασίωσης. Εκείνης που ζει παράλληλα με σένα και λαχταρά να περπατήσει μαζί σου στη νυχτερινή βροχή. Έτσι το όνειρο μετατρέπεται σε βίωμα αναντικατάστατο. Αθάνατο. Ένα βίωμα μέσα από το οποίο θα μάθεις ότι η πιο όμορφη εποχή που θα γνωρίσεις είναι η εποχή που θα ζήσεις. Και ότι για να αφηγηθείς μια όμορφη ιστορία δεν χρειάζεται να πιστεύεις στα παραμύθια, αλλά στα όνειρά σου.