Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Woody Allen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Woody Allen. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Blue Jasmine (2013)


Θέλω να κοιτάξεις στα μάτια την Jasmine και να μου πεις αυτό που βλέπεις. Να μου πεις αν αναγνωρίζεις κάτι γνώριμο στη συμπεριφορά της, κάτι το οικείο σε όσα σκέφτεται και πράττει ή όλα σου φαίνονται απόμακρα και ξένα. Θέλω να μου πεις ακριβώς το σημείο που θα την κατηγορήσεις για τις επιλογές που έχει κάνει και τα λάθη που βαραίνουν τη συνείδησή της, για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις αμαρτίες των άλλων αλλά και εκείνες που είναι ολότελα δικές της. Ό,τι και αν είναι αυτό που θα μου πεις, οφείλεις να αναγνωρίσεις πως η Jasmine είναι περισσότερο θύμα και λιγότερο θύτης της κατάστασής της. Γι’ αυτό και δεν την παρεξηγώ που μονολογεί, άλλωστε σε αντίθεση με τους περισσότερους ήρωες του Woody Allen, αυτή κατάφερε να κατακτήσει εκείνο που της άξιζε, απλά δεν μπόρεσε να το κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά της. Και αυτό είναι αλήθεια, πονάει ακόμα περισσότερο.

Καθαρόαιμη αυτοκράτειρα του εγωισμού της, η Jasmine ταλαντεύεται ανάμεσα στα χρώματα που θέλει να την χαρακτηρίζουν, ξεκινώντας από το πράσινο του δυτικού χρήματος, το χρυσαφένιο των αστραφτερών κοσμημάτων και το γαλαζοκόκκινο του αμερικάνικου ονείρου, για να υποκύψει στο γραμματειακό λευκό της απόγνωσης και της αναγκαιότητας. Ο κόσμος της είναι γεμάτος αξιοπρέπεια, πείσμα αλλά και γενναιόδωρες ψευδαισθήσεις, όλα μέχρι το σημείο της μεγάλης φανέρωσης, όπου ο εγωισμός συν-θλίβεται κάτω από μερικούς τόνους ατέρμονης πραγματικότητας.

Ο Allen επιστρέφει στα πάτρια εδάφη της Νέας Υόρκης παρουσιάζοντας με μαεστρία το πορτραίτο μιας γυναίκας που ξεκίνησε με πολυτελείς προσδοκίες για να καταλήξει ένα ανεπανόρθωτα τσακισμένο λουλούδι με ανισόρροπη ψυχολογία, επιμένοντας να καταδιώκει ένα ανισόρροπο όνειρο. Το δράμα εκκολάπτεται με κωμικό καμουφλάζ, παραμένοντας κραταιό για να μπορέσει να θλίψει την Jasmine και να την μετατρέψει σε φίλη καρδιακή. Μια φίλη που θα σου ψιθυρίσει ένα μελαγχολικό τραγούδι και θα περιγράψει ένα κομμάτι του εαυτού σου, ακόμα και αν δεν το καταλάβεις με την πρώτη. Θα περιγράψει το πάθος της υπερβολής της εξιδανίκευσης, απέναντι στην ταπεινότητα της συγκατάβασης της ευτυχίας, βεβαιώνοντας ότι τη μικρή ζωή που σου δόθηκε πρέπει να την ζεις και όχι να την σπαταλάς. Άλλωστε τα όσα σου προσφέρονται είναι κολοσσιαία ανεπαρκή για να μπορέσεις να την κατανοήσεις. 

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Midnight in Paris (2011)


Κάπου εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, γεμάτο από κάθε λογής ανθρώπους, πρόσωπα και χαρακτήρες, έρχεσαι. Γεννιέσαι χωρίς επίγνωση και χωρίς σκέψη, αλλά με ψυχή βαθειά. Μια ψυχή που αγαπά, ποθεί , πονά, και λαχταρά όλο και περισσότερα, συνήθως πολλά, κάποια από τα οποία δεν θα καταφέρει ποτέ της να έχει.

Σε αυτόν τον ίδιο κόσμο μεγαλώνεις και μαθαίνεις. Γνωρίζεις την ιστορία, τις αξίες, τις αναποδιές, κάποιους από τους ανθρώπους που στέκονται δίπλα σου και κάποιους άλλους που στάθηκαν πριν από σένα, στο ίδιο ακριβώς σημείο. Αν είσαι τυχερός, ίσως να γνωρίσεις και τον εαυτό σου. Θα μάθεις ποια είναι εκείνα που σε κάνουν να χαμογελάς, εκείνα που σε κάνουν να δακρύζεις σαν μικρό παιδί και όλα εκείνα που κάνουν την ψυχή σου να λαχταρά για το λίγο παραπάνω. Και κάπου μέσα σε όλο αυτό τον λαβύρινθο επιλογών και συναισθηματικών (απο)προσανατολισμών, συνειδητοποιείς ότι πολλά από αυτά που γνωρίζουμε στη μικρή πορεία της ζωής, δεν είναι της εποχής μας. Μπορεί να είναι όμως αυτά που θα αγαπήσουμε με όλη μας την καρδιά. Και στα οποία θα χαρίσουμε ένα κομμάτι της άφθαρτης ψυχής μας.

Μέσα σε όλα αυτά, έχεις μάθει και να ονειρεύεσαι.

Μπορεί οι εμπειρίες της ζωής να είναι περιορισμένες, στα όνειρα όμως δεν μπαίνουν όρια και φραγμοί. Όταν ονειρεύεσαι μπορείς να ζήσεις τα πάντα, να ταξιδέψεις σε όποιο μέρος θέλεις, με όποιον εσύ θέλεις. Και να χαμογελάσεις. Μπορείς ακόμα και να ερωτευτείς (“in love with a fantasy”) βιώνοντας ξανά την νιότη, όπως τότε. Και ξέρεις, κάποιοι έρωτες, λένε οι ρομαντικοί, κρατάνε για πάντα. Για τον Woody Allen το όνειρο ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Και δεν τελείωσε ποτέ. Όπως δεν θα πρέπει να τελειώνει για κανέναν άνθρωπο. Το ίδιο ισχύει και για τον έρωτα. Μέσα στα 45 χρόνια της καλλιτεχνικής του παρουσίας κατάφερε να αφηγηθεί μερικές μόνο από τις ιστορίες που είχε στο μυαλό του, για όλους εμάς που τον κοιτάμε με μάτια ορθάνοιχτα και χαμογελαστά. Και ο μπαγάσας, λέει πάντοτε την αλήθεια, περιγράφοντάς μας όπως πραγματικά είμαστε, ακόμα και όταν εμείς αδυνατούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Και τις περισσότερες φορές ταυτίζει την δική του ψυχή βαθειά, με την δική μας.

Το Midnight in Paris δεν είναι τίποτα παραπάνω από το μεταμεσονύχτιο όχημα για ένα ακόμα όνειρο. Μόνο που αυτή την φορά μοιάζει να είναι αυτεξούσιο. Με τις αρετές του όχι κρυμμένες αλλά εξόφθαλμα διασκορπισμένες μπροστά στα μάτια μας. Ο Woody Allen, ο ρομαντικός αυτός περιηγητής, παραμυθάς, τραγουδοποιός, ονειρευτής και ό,τι άλλο θέλεις εσύ να είναι, αφήνει την φαντασία του ελεύθερη, να δείχνει τον δρόμο σε εμάς τους υπόλοιπους. Με την jazz μουσική του, τα πολύχρωμα τοπία και τους ευγενείς του ήρωες που λαχταρά να συναντήσει. Αυτούς τους τεράστιους φιλόσοφους της ζωής με τους οποίους έχουν γαλουχηθεί γενεές ολόκληρες ονειροπολούντων ταξιδευτών. Και δεν είναι η πρώτη φορά που τους συναντάει κανείς στο έργο του. Στο (υποτιμημένο) Anything Else, ας πούμε, οι Fitzgeralds ήταν παρόντες. Απλά στο Παρίσι αυτόπροσωποποιούνται χωρίς καμία ντροπή.

Έρχεται όμως μια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου να αντιμετωπίσει μια αέναη πραγματικότητα. Από τον κόσμο που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και απολαύσαμε, θα πρέπει να αναχωρήσουμε, δίνοντας την θέση μας στους επόμενους. Όλοι μας κάποια στιγμή θα συναντήσουμε ένα ψηλό μελαχρινό άντρα, ο τελευταίος φίλος που θα κάνεις, λένε, και σε αυτόν θα πρέπει να εκμυστηρευτείς την ψυχή σου. Ίσως τότε βρεις την δύναμη να κάνεις και τον προσωπικό σου απολογισμό. Θα αναμετρηθείς με τους αγγέλους και τους δαίμονές σου, να χωρίσεις τον κόσμο σε εχθρούς και φίλους. Αυτούς που σε κρίνουν για όλα όσα δεν είσαι και εκείνους που σε αγαπούν για όλα όσα κατάφερες να είσαι. Οι πρώτοι δεν σε αφορούν, οι δεύτεροι όμως είναι αυτοί που σε έχουν διαμορφώσει. Με αυτούς θέλεις να μιλήσεις, να γελάσεις και να πιεις ακόμα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Θα θελήσεις να ταξιδέψεις κοντά τους, να τους φέρεις δίπλα τους. Άλλωστε, το αντίδοτο στον θάνατο είναι ο πόθος, όπως ισχυρίζεται και ο T. Williams. Το Midnight in Paris με κάνει να μη φοβάμαι το σούρουπο της ζωής ούτε για μια στιγμή. Το ίδιο, φαντάζομαι, ισχύει και για τον δημιουργό του.

Και τότε καταλαβαίνεις ότι το βροχερό Παρίσι των 20’s είναι η από καρδιάς εξομολόγηση ενός μεγάλου δημιουργού. Το Gran Torino ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη που εκτίθεται χωρίς ίχνος φόβου και ανησυχίας, και τον οποίο είμαι σίγουρος στο μέλλον, κάποιοι άλλοι ονειροπόλοι θα ταξιδεύουν στη δική μας εποχή για να τον συναντήσουν. Για μια κουβέντα μόνο, να γελάσουν με τα χάλια τους και να χαμογελάσουν με τις αρετές τους, όπως κάνουμε και εμείς σήμερα, περήφανοι που βαδίζουμε πλάι πλάι μαζί με έναν τέτοιο φιλόσοφο.

Μη κάνεις όμως το λάθος και ξεχαστείς διότι το Παρίσι είναι ένας διαφορετικός τόπος για τον καθένα από εμάς. Τα μεσάνυχτα θα σου διδάξουν, δείχνοντάς σου απλά τον δρόμο. Κάπου εκεί ο Gil θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο εκείνης την μετενσάρκωση μιας άλλης, ιδανικής φαντασίωσης. Εκείνης που ζει παράλληλα με σένα και λαχταρά να περπατήσει μαζί σου στη νυχτερινή βροχή. Έτσι το όνειρο μετατρέπεται σε βίωμα αναντικατάστατο. Αθάνατο. Ένα βίωμα μέσα από το οποίο θα μάθεις ότι η πιο όμορφη εποχή που θα γνωρίσεις είναι η εποχή που θα ζήσεις. Και ότι για να αφηγηθείς μια όμορφη ιστορία δεν χρειάζεται να πιστεύεις στα παραμύθια, αλλά στα όνειρά σου.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Whatever Works (2009)


Ο Boris μας βλέπει. Όπως τον βλέπουμε, τον ακούμε και τον νιώθουμε και εμείς. Μόνο που αυτός μπορεί να μας μιλήσει, ενώ εμείς όχι. Μάλιστα αυτός μπορεί να μιλήσει σε όλους όσους τον παρακολουθούν ενώ εμείς μόνο σε όσους βρίσκονται δίπλα μας. Αυτό δεν είναι δείγμα μεγαλομανίας φυσικά, αλλά χάρη. Η χάρη τού να βρίσκεσαι από την άλλη πλευρά την οθόνης και να εκθέτεις τον εαυτό σου, χωρίς να σε νοιάζει (ίσως επειδή έχει σταματήσει να σε νοιάζει), εκθέτοντας παράλληλα και την αλήθεια που κατάφερες να εκμαιεύσεις από την ζωή. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις, δεν λένε; Και στις εκπλήξεις δεν κάνει εξαιρέσεις.

Πνιγμένος ανάμεσα στην στρυφνότητα και την απαισιοδοξία ενός σχεδόν γεροπαράξενου υποχόνδριου, μονίμως κατσουφιασμένου (και μεμψίμοιρου) αστού, απρόσμενα αγενής και (συμπερασματικά) άτυχος, χωρίς ίχνος γοητείας ή χαμόγελου, ο Boris είναι από εκείνους τους χαρακτήρες που τους αρέσει να μιλάνε έξω από τα δόντια. Γεγονός που κάποιους τους ελκύει σαν μαγνήτης, ενώ κάποιους άλλους (τους περισσότερους, μάλλον) τους απωθεί. Ένας άνθρωπος αυστηρός και θυμωμένος με τους ανθρώπους στα όρια της μισανθρωπίας, με μοναδική επιθυμία την ησυχία και την τετελεσμένη κριτική του.

Μέσου αυτού του περίεργου χαρακτήρα, αποκαλύπτεται το προσωπείο ενός θυμωμένου με τον (οποιονδήποτε) Θεό ανθρώπου, ο οποίος δεν συνειδητοποιεί απλά την θνησιμότητα που κουβαλάμε στην πλάτη μας όλοι, αλλά και την ματαιότητα της ατέρμονης αναζήτησης ενός απώτερου νοήματος. Ή για να το πω απλά (μιας και ο δημιουργός το παρουσιάζει χαριτωμένα εμμέσως) ενός ανθρώπου που δεν του έχει κάτσει ακόμα, γι’ αυτό και έχει σταματήσει να ελπίζει. Σε κάνει να αναρωτιέσαι βέβαια πως ένας τέτοιος χαρακτήρας χωράει σε μια παθιασμένη φιλμογραφία, η οποία βρίθει από ερωτοχτυπημένα συναισθήματα, αυθαίρετες απολαύσεις και αναλλοίωτα γυναικεία αρώματα. Η απάντηση δίνεται από την τύχη η οποία καμιά φορά σου χτυπάει την πόρτα την πιο απρόσμενη στιγμή. Στην κυριολεξία όμως.

Ένα κορίτσι ονόματι Melody από την Εδέμ του Mississippi, φέρνει την ευτυχία στη ζωή του Boris (η μελωδία της ευτυχίας, ίσως). Με το γλυκό προσωπάκι, το απαλό δέρμα, τις πολύχρωμες κάλτσες και το στρογγυλό κωλαράκι, η Melody είναι από τα κορίτσια που δεν μπορείς να αντισταθείς. Όπως δεν της αντιστέκεται και ο Boris, παραβλέποντας τις γιγαντιαίες – σε όλα τα επίπεδα - διαφορές ανάμεσά τους. Έτσι ο ιδιοφυής Woody πλάθει μερικούς από τους απολαυστικότερους διαλόγους της καριέρας του και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την Melody για να μεταπείσει τον ήρωά του. Όχι να του χαρίσει την ευτυχία αλλά να του δώσει το έναυσμα της αναζήτησης για εκείνο που θα τον κάνει ευτυχισμένο. Με ό,τι. Άλλωστε δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για πολλά πράγματα σε αυτό τον κόσμο.

Οι εκπλήξεις τελικά συνεχίζουν να συμβαίνουν, η ζωή κυλάει όπως πρέπει να κυλάει με τις ταραχές, τις ανησυχίες και τις γκρίνιες να παραμένουν, Μόνο που αυτή την φορά είναι λιγότερο επικριτικές, ενώ ο Boris φαίνεται για πρώτη φορά να νοιάζεται. Παράλληλα χρησιμοποιεί την χάρη που έχει να μας μιλάει, χαρίζοντάς μας απλόχερα μερικές ακόμα αποφθεγματικές διαπιστώσεις για την ζωή και ένα χαμόγελο. Και ενώ όλοι, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία εύχονται happy new year στο ισορροπημένο φινάλε της ταινίας, εμένα δεν μου μένει τίποτα παραπάνω απ’ το να ευχηθώ ακριβώς το ίδιο σε όσους η μοίρα έριξε, παραμονή πρωτοχρονιάς, επάνω σε αυτές τις γραμμές.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

You Will Meet a Tall Dark Stranger (2010)

Τους ήρωες του Woody Allen τους αγαπάς χωρίς να το πολυσκεφτείς. Όχι γιατί είναι τόσο αξιαγάπητοι σαν χαρακτήρες, αλλά γιατί διαθέτουν κάτι το εξαιρετικά οικείο, όσα δεκάδες χιλιόμετρα μακριά και αν βρίσκονται από την δική μας πραγματικότητα. Καμιά φορά μάλιστα μοιάζουν τόσο πολύ με τους εαυτούς μας (τους αληθινούς εαυτούς μας) που ασυναίσθητα αποδεσμεύουν τον δημιουργό τους από το βάρος της ανάπτυξής τους. Διότι όταν κάποιος μιλάει για σένα, δεν χρειάζεται να εξιστορήσει σελίδες ολόκληρες για να το καταλάβεις, αρκεί μια κίνηση μόνο, ένα βλέμμα. Σαν αυτό που έριξες την τελευταία φορά που συνάντησες τυχαία στο δρόμο μια όμορφη κοπέλα με ένα κόκκινο κοντό φόρεμα.

Στο σινεμά του Woody Allen πάντοτε έβαζα τον εαυτό μου στις καταστάσεις και τις συνθήκες που βρίσκοντας οι ήρωες των ταινιών του. Ασυναίσθητα. Και ασυναίσθητα, σκεφτόμουν με τον ίδιο τρόπο, έπραττα ακριβώς με την ίδια λογική, χωρίς να ντρέπομαι να το εξομολογηθώ. Άλλωστε, αυτή δεν είναι και η μαγεία του σινεμά; Ξεπερνάει την ψευδαίσθηση του παραμυθιού και σε κοιτάει μες στα μάτια. Μέσα στη καρδιά. Βέβαια, το πόσο σε αγγίζουν αυτές οι ταινίες είναι θέμα χαρακτήρα και προσωπικής εξομολόγησης. Σχεδόν αυτοκριτικής θα έλεγα. Που συνήθως καταλήγουν σε ένα μικρό κομμάτι αυτογνωσίας που σε κάνει να χαμογελάς.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η παραπάνω φλυαρία θα ταίριαζε σε οποιαδήποτε ταινία του σκηνοθέτη. Χωρίς αυτό να είναι απόλυτα σωστό, δεν είναι και απόλυτα αναληθές. Το βροχερό Λονδίνο που συνειδητά έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης, μοιάζει το κατάλληλο ντεκόρ για τους ανασφαλείς πρωταγωνιστές του να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Να εκθέσουν τον θεατή, έχοντας πρώτα εκθέσει τους εαυτούς τους. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα, ούτε και οι ιδιότητες του καθενός. Γιατί αυτούς τους ήρωες όλο και κάπου θα τους έχεις πετύχει στο παρελθόν, είτε σε κάποια διπλανή πολυκατοικία, είτε σε κάποια παλιότερη ταινία. Τους γνωρίζεις. Όπως επίσης γνωρίζεις την κοινωνία στην οποία ανήκουν. Μια κοινωνία που έχει μάθει να ανταμείβει μόνο τους πετυχημένους, καθοδηγώντας τους ανθρώπους στη δημιουργία προσωπικών μικρόκοσμων και αποξενωμένων στιγμών.

Σε αυτή την ταινία όλοι οι χαρακτήρες κοιτάζουν μια ευτυχία που βρίσκεται στο απέναντι παράθυρο, χωρίς να μπορούν να κοιτάξουν την ευτυχία που βρίσκεται δίπλα τους. Και όλοι τους προετοιμάζονται και καθοδηγούνται από την ζωή για να συναντήσουν ένα ψηλό, σκοτεινό - μυστήριο είναι η αλήθεια - άντρα, που μπορεί να μην εμφανίζεται ποτέ στο πανί, μοιάζει όμως να έχει βγει από εκείνη την ταινία του Bergman που τόσο εκτιμά ο σκηνοθέτης. Όχι, ο Woody Allen δεν είναι τόσο νευρωτικά αστείος εδώ, είναι όμως αυθεντικά γλυκόπικρος, κινηματογραφώντας με μια αριστοτεχνική απλότητα ανθρώπους που αδυνατούνε να κοιτάξουν τη ζωή στα ίσια. Και δεν έχει χάσει ούτε στιγμή την κινηματογραφική του διαύγεια και ευφυΐα. Οι ήρωες του μεθάνε με τα πάθη τους και χάνουν τον προσανατολισμό τους, επιθυμώντας κάτι το οποίο κανείς τους δεν αξίζει. Κάποιοι από αυτούς το αποκτούν, κάποιοι άλλοι όχι. Όλοι τους όμως έρχονται αντιμέτωποι με την ειρωνεία της ζωής. Και μόνο ένας καταλήγει να χαμογελά, έστω για μια αλήθεια που μοιάζει αυταπάτη. Γελάω με τα χάλια μας (όπως γελάει και ο δημιουργός) και ταυτόχρονα σκέφτομαι…

Από τον εβδομηντατετράχρονο Woody Allen δεν περιμένεις να σου αλλάξει την ζωή, περιμένεις απλά να σου δείξει ένα κομμάτι της. Το πιο απ’ όλα θα διαλέξει όμως δεν μπορείς να το ξέρεις. Άλλωστε η ζωή είναι πολύπλοκη, με κάθε λογής σκαμπανεβάσματα. Την μία πάει πάνω, την άλλη κάτω, την μία είναι έτσι, την άλλη αλλιώς. Το θέμα είναι τι κάνεις εσύ για να την αντιμετωπίσεις. Σε αυτή την ταινία δεν θα βρεις κάποια λύση (πως θα μπορούσες άλλωστε;), θα βρεις όμως τον τρόπο. Θα κοιτάξεις, έχοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να αγγίξεις. Ναι, εδώ μπορείς. Γιατί το άγγιγμα είναι αμφίδρομο. Όπως ήταν πάντα. Και αυτό δεν μπορεί να του το πάρει κανείς, όσες ταινίες και αν περάσουν.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Vicky Cristina Barcelona (2008)

Η Vicky, η Cristina, ο Juan Antonio και η Maria Elena, σε ένα ερωτικό τρίγωνο, τετράγωνο (πεντάγωνο αν λάβεις υπ’ όψιν και την υπέροχη Βαρκελώνη), όπου ο καθένας προσπαθεί να συνειδητοποιήσει με ποιον είναι ερωτευμένος, ενώ ταυτόχρονα μπλέκουν τα μπούτια τους με τρόπο τόσο παρορμητικό, όσο και (ελάχιστα) εκκεντρικό.

Κωμική τραγωδία (ή και τραγική κωμωδία) καταστασιακών υπό-σχέσεων, ένοχων προβληματισμών και διάχυτου ερωτισμού (που πηγάζουν απ’ όλα τα παραπάνω) είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της απίθανης ταινίας που σκάρωσε ο Woody Allen για το 2008. Μη μπορώντας να απεγκλωβίσει τον ταλαιπωρημένο εαυτό του από την ανεμελιά των τελευταίων χρόνων, έπαιξε και κέρδισε στα σημεία, χρησιμοποιώντας σαν όπλο καθαρά και μόνο την αστείρευτη ευφυία του.

Έχοντας για ακόμα μια φορά (και αυτή περισσότερο από ποτέ) ηθοποιούς κράχτες, (Bardem, Cruz, Johansson) καταπιάνεται με ένα περιπαιχτικό σενάριο το οποίο μας αφορά όλους, διότι όλοι μας ζήσαμε, ζούμε ή θα θέλαμε να ζήσουμε κάποια στιγμή μια ερωτική ιστορία σαν και τούτη, σε οποιαδήποτε μορφή της, με οποιοδήποτε κόστος, βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο. Οπότε και η ταύτιση του ανυποψίαστου θεατή με κάποιον από τους χαρακτήρες καθίσταται από αναπόφευκτη έως απόλυτη, αποτέλεσμα της οποίας είναι τα διάφορα σιγομουρμουρίσματα μέσα στην σκοτεινή αίθουσα, τα οποία, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, μεταμορφώνονται σε αέναες συζητήσεις μετά την προβολή.

Αυτό έιναι και το μεγάλο όπλο που χρησιμοποιεί εδώ ο Woody Allen. Δεν είναι τόσο το ότι εκθέτει τον εαυτό του με αυτό το όμορφο έργο, αλλά το ότι εκθέτει τον ίδιο τον θεατή. Εκθέτει τα πάθη του, τις αδυναμίες του, τις ανασφάλειές του, τις προσδοκίες και τους φόβους που πολλές φορές ενυπάρχουν μέσα μας, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε εκείνη την στιγμή που συμβαίνει. Ειρωνική και (αυτο)σαρκαστική, αλλά παράλληλα αστεία και ειλικρινής, η ταινία καταφέρνει και μιλάει για/σε όλους μας, για όλα όσα μας αρέσει να μιλάμε.

Ωστόσο, καμία σύγκριση με περασμένες δεκαετίες δεν είναι εφικτή, διότι όλα εξελίσσονται σε αυτό τον κόσμο και όλα ίδια μένουν. Όπως οι σχέσεις των ανθρώπων, που μπορεί να αλλάζουν πρόσωπα και σκηνικά, παραμένουν όμως ένας καλά δομημένος γρίφος τον οποίο όσες γενιές και να περάσουν, λύση δεν πρόκειται να βρεθεί. Οπότε και να συγκρίνεις με τις φαινομενικά όμοιες αλλά με διαφορετική προσέγγιση καταστάσεις κάνοντας ανούσιους συσχετισμούς, δεν οδηγεί πουθενά. Στο ίδιο τέλμα που έφτασες εσύ προσπαθώντας ακόμα και σήμερα με πιο ώριμο (?) μυαλό να καταλάβεις τον εαυτό σου και τους (πολλούς) γύρω σου, στο ίδιο τέλμα θα σε οδηγήσουν και οι περαιτέρω σκέψεις για το εν λόγω film.

Above self-preservation for sure








Chris “Skinny legs and all” Zafeiriadis



P.S.: Γοητευτικός εραστής ο ένας, ακαταμάχητη Αφροδίτη η δεύτερη, ανισόρροπα τέλεια η τρίτη. Αψεγάδιαστοι όλοι τους.