Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 90s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 90s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Ringu (The Ring, 1998)


Η πιο διάσημη γιαπωνέζικη ταινία μυστηρίου των 90’s είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο τρομακτικές. Μια ταινία αρχέγονα απολαυστική, γιατί πολύ απλά δεν προσπαθεί να σε πλησιάσει με κάποια φτηνή και επιπόλαια μέθοδο αιματοβαμμένης εκπόρνευσης, αλλά καταφέρνει και συνδυάζει το αίνιγμα, τη φρίκη και την αγωνιώδη μάχη για επιβίωση, με έναν παλαιάς κοπής κινηματογραφικό τρόμο, βγαλμένο από τις πιο όμορφες εποχές του φανταστικού σινεμά. Έναν τρόμο άγνωστο, απρόσωπο και επικίνδυνο που γεννάει η χειρουργική λεπτότητα του Hideo Nakata, ο οποίος με ελάχιστα μέσα και συγκεκριμένες κατευθυντήριες προθέσεις, καταφέρνει και δημιουργεί μία από τις πιο αναγνωρίσιμες ταινίες του είδους. Σήμερα, μετά την πρώτη του 15ετία, το Ringu ωριμάζει σαν το καλό κρασί και το βλέπεις να κερδίζει τη μάχη με τον χρόνο που προσπαθεί να φθείρει τα πάντα, χωρίς όμως να αλλοιώνει τα horror χαρακτηριστικά της ταινίας.

Η ιστορία του Ringu αρχίζει με την αναφορά σε μια καταραμένη βιντεοκασέτα, που όποιος την παρακολουθεί δέχεται ένα αγνώστου ταυτότητος τηλεφώνημα και πεθαίνει από άγνωστα αίτια μετά από επτά ημέρες. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σε δύο ανέμελα κορίτσια, σε μία υπέροχα κινηματογραφημένη εναρκτήρια σεκάνς που την θυμάσαι για την ψυχολογική αμφισβήτηση, τους τηλεφωνικούς ήχους και τα φοβισμένα μάτια που γεμάτα αγωνία περιμένουν να συναντήσουν τον τρόμο. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει από πού προήλθε αυτή η βιντεοκασέτα ή ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενό της. Μέσα από τις θολές εικόνες που προβάλλονται στην οθόνη δεν υπάρχει συνοχή, δεν υπάρχει εξήγηση, υπάρχει μόνο μια μοναχική γυναικεία φιγούρα, η οποία εμφανίζεται σιωπηλά για να στοιχειώσει όσους την αντικρίζουν με περιέργεια. Μια περιέργεια που μετατρέπεται σε αποτροπιασμό, όταν η οργή της υπερφυσικής αυτής οντότητας φανερώσει τις σκιές που κρύβουν μέσα τους τον θάνατο - και η καρδιά σταματήσει να χτυπάει.

Τα πάντα στο Ringu λειτουργούν άψογα. Από το μεθοδικό χτίσιμο της αινιγματικής ιστορίας (βασισμένης στην καθημερινότητα μιας εποχής που φαίνεται να μας έχει αποχαιρετήσει ανεπιστρεπτί), την κατάρα ενός βίντεο που δεν ανήκει στον δικό μας κόσμο, και την εξιχνίαση του μυστηρίου από μια δημοσιογράφο, μέχρι την μουχλιασμένη αποκάλυψη ενός ξεχασμένου φονικού και την υπέροχη μουσική που ντύνει το φινάλε, η ταινία μοιάζει με μια επίδειξη υπεραισθητικής οργής. Μια κατάδυση στα όρια μιας παραισθητικής και ανεξήγητης ιστορίας, όπου ως θεατής, καλείσαι να αντιμετωπίσεις τα παγωμένα βλέμματα των πρωταγωνιστών, τα παραμορφωμένα πρόσωπα που σου αποκαλύπτει μια ξεχασμένη Polaroid, τους ψιθύρους που μετουσιώνονται σε κραυγές, και το τρόμο που κατοικεί στις πιο σιωπηλές γωνιές της μνήμης, περιμένοντας υπομονετικά να αφήσει τη δική του θανατηφόρα ηχώ.

Πρόκειται φυσικά για ταινία ατμόσφαιρας και όχι χαρακτήρων. Μιας ατμόσφαιρας που δομείται επάνω στη μακάβρια και αινιγματική αφήγηση του Nakata και αναπτύσσεται ατελώς (γι’ αυτό ίσως να μοιάζει και τόσο πνευματικά εύστοχη), για να καταλήξει σε ένα ανελέητο και επιδέξιο φινάλε. Ένα ανεξέλεγκτο και μαυροφορεμένο κρεσέντο, το οποίο εσωκλείει όλη την οργή μιας ψυχής κατακερματισμένης και έρημης. Μιας ψυχής που φορτώθηκε τις αμαρτίες των ανθρώπων και χάθηκε για πάντα, εγκλωβισμένη στα βάθη ενός εγκαταλελειμμένου πηγαδιού. Μιας ψυχής που δε χωράει μέσα στα κάδρα που την περιορίζουν, δε συγχωρεί τους ανθρώπους και συνεχίζει να σπέρνει κυκλικά (‘ring’) τη φονική κατάρα της σε όσους συνεχίζουν να βρίσκονται στο πέρασμά της. Η ευχή της ψυχικής γαλήνης χάνεται μαζί με τον εγωισμό, την αναίδεια και την αυτάρεσκη ανάγκη του πολιτισμένου ανθρώπου να ικανοποιήσει το αίσθημα της επιβίωσης σε έναν κόσμο που προσπαθεί να κατανοήσει εξόφθαλμα αυτό που δεν καταλαβαίνει, τη στιγμή που θα έπρεπε να συνομιλεί και να χάνεται ελεύθερα μέσα στα ανεξάντλητα κύματα των θαλασσών μας.

Γοητευτικές αλλά ασήμαντες φιλοσοφίες Ανατολής και Δύσης θα μου πεις...
Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Braindead (1992)



Ήταν αρχές της δεκαετίας του ‘90 όταν ο Jackson αποφάσισε να ταξιδέψει στο κινηματογραφικό(;) Skull Island, γνωστό και ως σπίτι του βασιλιά Kong, όχι όμως για να αναμετρηθεί με το υπερμεγέθες μεγαλείο του πελώριου αυτού γορίλα (αυτό θα το κάνει λίγα χρόνια αργότερα, χαρίζοντάς μας ένα αριστουργηματικό remake), αλλά για να ανακαλύψει/αποκαλύψει ένα σπάνιο υβρίδιο ζώου, διασταύρωση τρωκτικού και κερκοπιθήκου, υβρίδιο ικανό να προκαλέσει τρόμο, αποστροφή, θάνατο και τελικά ανάσταση σε όσους έχουν την ατυχία να αναμετρηθούν μαζί του. Άλλωστε το νησί στο οποίο φιλοξενείται το αλλόκοτο αυτό είδος, μοιάζει σαν τόπος ξεχασμένος από τον φθοροποιό χρόνο, ανέπαφος από τις ανθρώπινες εξελίξεις και τελικά απομακρυσμένος από οποιοδήποτε είδος ανθρώπινης λογικής. Το παράλογο εδώ, έχει την τιμητική του.

Όμως ο Jackson θέλει να δημιουργήσει μια ταινία στον τόπο που τον γέννησε. Έτσι, μετά από τα πρώτα εισαγωγικά λεπτά, το τερατουργηματικό υβρίδιο πέφτει θύμα της ανθρώπινης απληστίας, παγιδεύεται, ταξιδεύει και φυλακίζεται σε έναν φτωχό ζωολογικό κήπο, στο Wellington της Νέας Ζηλανδίας. Και αν δεν έχεις ταξιδέψει στη Νέα Ζηλανδία, παρόλο που η χώρα τοποθετήθηκε κυριολεκτικά στην άκρη της γης, ο σκηνοθέτης θα σου περιγράψει πώς οι άνθρωποι εκεί δεν διαφέρουν καθόλου από όλους τους υπόλοιπους συνοίκους  αυτού του πλανήτη. Με τον ίδιο τρόπο γεννιούνται,  αναπτύσσονται, φαντασιώνονται, ποθούν σαν μικρά παιδιά (όχι πάντοτε όμορφα) και ενηλικιώνονται, μερικοί από αυτούς εγκλωβισμένοι σε μια πλήρως ανεπτυγμένη μητρική φυλακή. Όπως ο πρωταγωνιστής Lionel, έρμαιο των προσταγών της χήρας μητέρας του, απομονωμένοι και οι δυο σε ένα μοναχικό σπίτι στην άκρη της πόλης, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση, θαρρείς, του οίκου των Bates από το αινιγματικό Ψυχώ.

Η επίθεση σε αυτό το μητρικό αντί-πρότυπο γίνεται διπλά.

Από την μία η εμφάνιση της νεαρής και όμορφης Paquita η οποία υπό την καθοδήγηση μιας τράπουλας tarot διεκδικεί από τον Lionel έναν έρωτα που θα κρατήσει μια ζωή (sic), διεκδικώντας παράλληλα μια θέση στην καρδιά του νεαρού αυτού άντρα. Μια θέση η οποία μέχρι τώρα ανήκε σε μια μητέρα η οποία δεν νοεί να αποχωριστεί το μονάκριβό της τέκνο και μέσα στην ασυμφωνία του παράλογου και απολυταρχικού μυαλού της, θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει αυτή τη «συνεύρεση». Διακωμώδηση εδώ δεν υπάρχει από τον σκηνοθέτη, τουλάχιστον όχι όσο προστάζουν οι περιστάσεις, υπάρχει όμως μια απαστράπτουσα πραγματικότητα που θέλει τους δύο συμμετέχοντες στο δίπολο μητέρα-γιος αλληλένδετα εξαρτημένους και απόλυτα αλληλοεπιδράσιμους. Όχι όμως για πάντα.

Από την άλλη, το τερατουργηματικό υβρίδιο επιτίθεται και μολύνει τη μάνα σε μια στιγμή αδυναμίας της, μετατρέποντάς την σταδιακά σε μια παραμορφωμένη και απέθαντη απειλή. Ένα νεκροζώντανο και νεκραναστημένο κουφάρι το οποίο με τη σειρά του εξαπολύει τον θάνατο σε όσους πλησιάζουν το σπίτι, σε όσους παρέμειναν συνένοχοι στην εθελοτυφλία τους (αχόρταγα αφοσιωμένοι στις δικές τους κρεμώδεις αδυναμίες) και σε όσους αμφισβητούν την αδιάλειπτη αγάπη προς τον μονάκριβο γιο της (κυρίως μετά θάνατο).  Κάπου εκεί ένας αιματοβαμμένος  χορός απέθαντων ξεκινά .


Μετά την μεταμόρφωση της μητέρας σε απέθαντη, καταβροχθίστρια σάρκας, ο Jackson οργιάζει. Μέσα στα εμπνευσμένα του καρέ παρελαύνουν όλοι οι σινεματικοί του ήρωες, όσοι αγάπησε και όσοι αναπόδραστα του δίδαξαν τους φανερούς και κρυφούς μηχανισμούς του κινηματογράφου. Μέσα στο Braindead αναπνέουν οι νεκροζώντανοι του Romero φιλτραρισμένοι από την ανεμελιά του Raimi και το μεράκι του Yuzna, η ακρότητα του Gordon Lewis παρέα με τον όραμα του εφετζή Harryhausen, μερικές σταγόνες από την διασκεδαστική παράνοια των ταινιών του Henenlotter, ένα παραμύθι αναλλοίωτης πίστης, και ένα φιλί βγαλμένο από ολόκληρη τη ρομαντζάδα των χολιγουντιανών 40ς.

Όλα τα παραπάνω πολλαπλασιασμένα …επί χίλια (εκτός του φιλιού), καταλήγουν σε ένα φιλάνε άξιο απέραντης μνείας, με τον νεαρό Lionel να αγωνίζεται με στρατιές παραμορφωμένων εχθρών, να πνίγεται από την ακατάστατη αιματοχυσία και τελικά να απογαλακτίζεται και να αναγεννιέται μέσα από τα σπλάχνα της μητέρας που τον γέννησε, ασπαζόμενος την τότε ανεξαρτητοποιημένη Νέο-Ζηλανδική πραγματικότητα (στο πλαίσιο ανεξαρτησίας της χώρας το 1947 – άλλωστε η ταινία τοποθετείται αόριστα στα 50’s). Μια αναγέννηση όμοια με εκείνη του ντεμπούτου Bad Taste που μεταμόρφωσε τον Jackson από ονειροπόλο κινηματογραφόφιλο σε ερασιτέχνη κινηματογραφιστή και τώρα σε δημιουργό παγκόσμιας εμβέλειας και λατρείας.

Κάπου εκεί το Braindead αποκαλύπτεται και μου θυμίζει γιατί αγαπώ αυτή τη τέχνη. Μπορεί η ταινία του Jackson να είναι λουσμένη στο αίμα και τα εντόσθια, μπορεί από τα θεμέλιά της να είναι χτισμένη επάνω στη κωμωδία και την σάτιρα, παραμένει όμως η επίτευξη ενός ονείρου, απόσταγμα της νεανικής και ακόρεστης φαντασίας ενός ανθρώπου, ικανού να πλάθει και να γκρεμίζει (κινηματογραφικούς) κόσμους, χωρίς ούτε για μια στιγμή να γίνεται θρασύς ή μεγαλομανής. Σαν ένα μικρό παιδί που του έδωσαν το αγαπημένο του παιχνίδι και άφησαν να το χαρεί οργιάζοντας χωρίς φειδώ και χωρίς περιορισμούς, με την φαντασία του αχαλίνωτη και το πείσμα του για δημιουργία ακλόνητο. Ένα πείσμα που μεταμορφώνει τις ευχές του σε πραγματικότητα και τα όνειρά του σε εικόνες καθιστώντας το Braindead ως την απολαυστικότερη κωμωδία των 90’s, την πιο αιματοβαμμένη ταινία που μπορώ να θυμάμαι και την καλύτερη γραφή ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, η καριέρα του οποίου ακόμα ξετυλίγεται.

Υπερβολές, έτσι; Χμμ…

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (1998)

Παρακολουθώ τους ήρωες του Τσιώλη και νομίζω ότι βρίσκομαι μαζί τους. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους, χωρίς αυτοί να με βλέπουν, τους αφήνω στην ησυχία τους και στα διαολεμένα τους τα ντέρτια, να προσπαθούν να ζυγίσουν τις ζωές τους. Και τους ακούω. Σε στιγμές τους νιώθω κιόλας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ τους μόνοι, ποτέ τους διαφορετικοί. Και δύσκολα θα βρεθούνε μακριά από εμάς, όσο και αν εμείς πασχίζουμε, όσο και τρέχουμε για να προλάβουμε, ούτε και εγώ δε ξέρω τι. Σε μια Ελλάδα καψερή όλοι χωρέσαμε, χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε, όσο και αν προσπαθούμε ακόμα και σήμερα να ξεπεράσουμε τα σύνορά μας.

Με ένα βανάκι γύφτικο και μια καρδιά γκρινιάρα, βρίσκονται στο δρόμο οι δυο από τους τρεις μπατζανάκηδες, σε μια διαδρομή Θεσσαλονίκη προς Καβάλα και από εκεί στις οικογένειές τους, στη Θάσο. Από τον επαρχιακό τον δρόμο, τον παλιό. Εκείνον με τις στενές λωρίδες και τις κρυφές λακκούβες. Ούτε και εγώ ξέρω πόσες φορές έχω κάνει αυτό το δρομολόγιο, κοιτάζοντας μια δεξιά και μια αριστερά αυτόν τον περίεργο τόπο που ακόμα δεν έχω καταλάβει αν αγαπάει τους ανθρώπους ή τους απεχθάνεται, γι αυτό και τους ταλαιπωρεί. Όπως ταλαιπωρεί και αυτούς εδώ. Διότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτοί οι ήρωες ταλαιπωρούνται από μόνοι τους. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι όπως έστρωσαν θα κοιμηθούν. Κάποιος άλλος έχει στρώσει για αυτούς και τους έχει κοιμίσει προ πολλού, όπως κοίμισε και τόσους άλλους, μέχρι και σήμερα ακόμα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία αυτού του τόπου.

Στο δρόμο ο ένας απ’ τους δύο πέφτει για τα μάτια ενός κοριτσιού που βρίσκεται σε ένα άλλο αυτοκίνητο, λίγο πιο καλό απ’ το βανάκι το δικό τους. Από εκείνα τα ακριβά, τα γερμανικά, που τα οδηγάνε συνήθως κάποιοι ματσωμένοι μεγαλοαστοί. Και όταν εκείνη χάνεται στις στροφές με τον δικό της ματσωμένο χωρίς να κοιτάξει πίσω, εκείνος χάνει τα μυαλά του με το βλέμμα καρφωμένο στο κορμί της. Και την καρδιά του να χτυπάει για όλα εκείνα που δεν έζησε, για όλα εκείνα που δεν πρόλαβε να τα χαρεί, ούτε και να λαχταρήσει. Και τότε σκέφτομαι, πόσοι να’ ναι οι Έλληνες που έχουνε βρεθεί σε αυτή τη θέση, πόσοι είχανε τα κότσια να πονέσουν ή ακόμα και να ονειρευτούν μια άλλη ζωή, όχι τόσο διαφορετική απ’ την δική τους, αλλά λίγο πιο τολμηρή, λίγο πιο αναγκαία αυθαίρετη.

Κάτι τέτοια είναι που μας ανακατεύουν τις ζωές φέρνοντας τα πάνω κάτω. Έτσι η στάση στην ηλιοκαμένη Βόλβη είναι η καλύτερη λύση για αυτούς. Εκεί που λένε ότι έγινε και το ιστορικό συνέδριο του κόμματος. Η άλλη ιστορία αυτού του τόπου που λέγαμε. Αυτή που μοιράζει ελπίδες, μας χωρίζει αυστηρά σε μονόχρωμους οργανισμούς και ανάλογα με το χρώμα το καθενός μάς δια-κρίνει. Όλοι τα ζήσαμε, ακόμα τα ζούμε. Όμως οι ήρωες του Τσιώλη έχουν μάθει να λένε την αλήθεια. Όχι αυτή που τους συμφέρει αλλά αυτή που υπάρχει. Η πολιτική αυτού του τόπου ποτέ δεν τάισε κανέναν, δεν μας έδωσε να φάμε. Αν δεν δουλέψει ο Έλληνας δεν θα επιβιώσει. Εκτός αν τον κεράσεις κανένα ποτηράκι και σταματήσει για λίγο να γκρινιάζει.

Εκεί στη Βόλβη θα εμφανιστεί και ο τρίτος μπατζανάκης ο οποίος έρχεται από την Θάσο για να τους μαζέψει, Αυτός είναι του κόμματος, με το γερμανικό αυτοκίνητο, το χλιδάτο ντύσιμο και το ύφος εκατό καρδιναλίων. Όμως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να νικήσει τις λαχτάρες της καρδιάς. Κολλάει και αυτός μαζί τους όταν ερωτεύεται μια νεαρή γιατρίνα που του παίρνει τα μυαλά (και όχι μόνο). Όλοι μπορούν να πέσουν για τα μάτια μιας γυναίκας, ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις. Και όταν χτυπήσει τους ανυποψίαστους ανθρωπάκους οι φιλοσοφίες για την ζωή πάνε και έρχονται η μία μετά την άλλη, παρέα με το αλκοόλ το παγωμένο και το κοκορέτσι το βρώμικο. Έτσι είμαστε εμείς. Πάνω στις απολαύσεις τις μεγάλες εξομολογούμαστε τις αλήθειες μας. Και ευτυχώς έχουμε ανακαλύψει πολλούς τρόπους για να απολαμβάνουμε την αυθαίρετη ελευθερία μας. Την υπαρξιακή αγωνία μας.

Αν με ρωτούσε κάποιος σε ποια Ελλάδα αναφέρεται ο Τσιώλης θα απαντούσα ευθύς αμέσως στην Ελλάδα που φαίνεται. Όχι στην Ελλάδα που κρύβεται. Μέσα από τα καλαμπούρια και τις ανησυχίες, τα λόγια των τριών φίλων προκαλούν χαμόγελα και χτυπάνε στην καρδιά. Γι αυτό και σου μένουν. Αντανακλούν όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μπορεί να μοιάζει με σουρεαλιστικό αστείο αλλά οι αυτοί οι ήρωες ζούνε (σ)την δική τους πραγματικότητα. Δική τους αλλά Ελληνική. Μια πραγματικότητα με λάθη, ανυπομονησίες, συγκινήσεις και γυναίκες. Αλλά γαμώτο, και εμείς εδώ ανήκουμε. Παγιδευμένοι μες στα σύνορά μας, χάνουμε το βλέμμα μας, χάνουμε τα λογικά μας. Γυναίκες μας καταστρέφουν, γυναίκες θα μας σώσουν. Και αυτός ο τόπος είναι γεμάτος από δαύτες. Απλά πρέπει να περιμένουν λίγο να ανθίσει και αυτή η δόλια η καρδιά. Διότι, που αλλού να πάμε, δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Εδώ θα αφήσουμε τα κόκκαλα μας, που λέει και ο Πάνος και φοβάμαι πως έχει δίκιο. Αι λαβ γιου μάι ντάρλινγκ.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Edward Scissorhands (1990)

Είναι μερικές φορές που μέσα στη μοναξιά της παρακολούθησης μιας ταινίας, κάποιοι χαρακτήρες μπορεί να φαίνονται περισσότερο αληθινοί και περισσότερο κοντά μας από κάποιους ανθρώπους της ζωή μας. Πιο ζωντανοί. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκέφτονται και να λένε οι θεωρητικοί, η παραπάνω διαπίστωση όμως κρύβει μέσα της περισσότερη αλήθεια από όλες τις θεωρίες του κόσμου.

Το τελευταίο διάστημα είχα την ατυχία/τύχη να περάσω κάποιες στιγμές μόνος, μακριά από συγγενείς, φίλους και παρέες. Τις πολύτιμες μοναχικές αυτές στιγμές αποφάσισα να τις μοιραστώ με τον Edward, έναν καλό φίλο που έτυχε να γνωρίσω μικρός και που το ομολογώ, είχα καιρό να επισκεφτώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο σπάνια ήταν η παρέα που κάναμε μαζί, πόσα συναισθήματα μοιραζόμασταν από τότε ακόμα, πόση απέραντη ομορφιά κρύβεται κάτω από τα ψαλιδωτά του χέρια και τα θλιμμένα του μάτια, που είμαι σίγουρος, ακόμα και σήμερα μας κοιτάζουν απορώντας.

Ο Ψαλιδοχέρης Edward δεν μοιάζει με κάποιον από εμάς. Μάλιστα, δεν μοιάζει με κανέναν άνθρωπο που μπορεί να έχουμε γνωρίσει. Γεννημένος από την μοναξιά ενός εφευρέτη ο οποίος τον κατασκεύασε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ για να τον ολοκληρώσει, παραμένει κλεισμένος στη σοφίτα ενός πύργου με την πιο όμορφη θέα, χωρίς όμως να μπορεί να αγγίξει την ομορφιά που τον περιβάλει. Χωρίς καν να μπορεί να αγγίξει τον εαυτό του. Ο άτυχος Ψαλιδοχέρης, έτσι ημιτελής και μόνος όπως είναι, χαίρεται την μοναδικότητά του, καταδικασμένος να μη φαίνεται, να μην υπάρχει, να μη σκέφτεται ότι μπορεί να μοιραστεί την ζωή με τους άλλους ανθρώπους. Μέχρι που μια μέρα η τύχη του χαμογελά φωτίζοντας το πρόσωπό του, μαζί και την πολύχρωμη κωμόπολη την οποία μέχρι τώρα κοίταζε από το παράθυρο του γκριζωπού του πύργου.

Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται ο μαυροφορεμένος αυτός ήρωας είναι ένας κόσμος ανθρώπινα πολιτισμένος. Με προαστιακά σπίτια, τετραμελείς οικογένειες, μικρούς κύριους και μικρές κυρίες που τους αρέσει να κουτσομπολεύουν φορώντας φρεσκοβαμμένα κουρέματα και φανταχτερά ρούχα. Ένας τόπος με ανεξάντλητο γκαζόν, ανεξάντλητο εγωισμό και ανεξάντλητη περιέργεια για το κάθε τι που συμβαίνει γύρω του. Ο Ψαλιδοχέρης εισέρχεται σ’ αυτό τον κόσμο όχι για να πολεμήσει την μοναξιά του αλλά για να σπείρει την ομορφιά που κρύβει στη ψυχή του. Σαν άλλος κρυφός καλλιτέχνης που αφέθηκε ελεύθερος, ζωγραφίζει με τα ψαλίδια-χέρια του, χρησιμοποιώντας τους θάμνους σαν καμβάδες και τα φύλλα τους για χρώματα. Καμιά φορά παίζει και με το τρίχωμα των σκύλων. Φτιάχνει αριστουργήματα και χαρίζει έτσι ζωή σε έναν τόπο που μοιάζει να μη μπορεί να γευτεί τις αρετές του, να μη μπορεί πια να χαρεί την ελευθερία του, αποδεικνύοντας παράλληλα την μοναδικότητα ενός χαρακτήρα που δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι υπόλοιποι, γι αυτό και οι χτύποι της καρδιάς του δεν συγχρονίζονται ποτέ με τους δικούς μας.

Αυτή του η μοναδικότητα είναι που φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους από εμάς. Ίσως ο πολιτισμικός μας χαρακτήρας να μην είναι έτοιμος ακόμα να δεχτεί κάτι τόσο διαφορετικό και όμορφο, κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, γι αυτό και τον ενοχλεί. Έτσι, εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι, προσπαθήσαμε να κάνουμε τον Ψαλιδοχέρη να μας μοιάσει. Του φορέσαμε την ανθρώπινη στολή μας, τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα και παπούτσια και νομίσαμε για λίγο ότι είναι σαν και εμάς. Ή ότι εμείς είμαστε σαν και αυτόν. Αυτό όμως είναι αυταπάτη. Χαρακτήρες σαν τον δικό του δεν κρύβονται πίσω από φτηνά κοστούμια και ψεύτικες αγκαλιές. Έτσι ο Edward με την όμορφη καρδιά και την κακή εμφάνιση, επιστρέφει ξανά εκεί όπου είναι πραγματικά ελεύθερος, στον πανύψηλο και γκρίζο πύργο του, ατενίζοντας από κάτω εμάς τους φυσιολογικούς ανθρώπους, έχοντας πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για όποιον θελήσει να τον επισκεφτεί. Διότι χαρακτήρες σαν αυτόν μπορεί να λέμε ότι κατοικούν μόνο στα παραμύθια αλλά αυτά τα παραμύθια είναι που ομορφαίνουν την ζωή μας, πληρούν την καρδιά μας και γεμίζουν τις μοναχικές στιγμές του καθενός μας.

Ο Tim Burton γνωρίζει. Κοίταξε στην ψυχή του Ψαλιδοχέρη και κατάλαβε. Του αφιέρωσε μια ταινία και του χάρισε έτσι την αιωνιότητα. Και αυτός με την σειρά τους μας ανταμείβει όλους κάθε φορά που εμείς το θελήσουμε, δημιουργώντας πάντοτε κάτι το διαφορετικό με την αστείρευτη έμπνευση και τα κοφτερά του χέρια. Συνήθως, οι μέρες που τον έχουμε περισσότερο ανάγκη είναι και οι πιο κρύες, σαν αυτές που ζούμε τώρα. Έριξε και λίγο χιόνι. Είδα τις νιφάδες στον αέρα να χορεύουν σαν τρελές. Κάτι θα φτιάχνει φαίνεται εκεί πάνω στον πύργο του και είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ όμορφο. Σ’ ευχαριστούμε Edward. Ξέρω ότι είσαι ακόμα εκεί ψηλά και μας κοιτάζεις.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Meet the Feebles (1990)

“The entire movie was made so we could be as disgusting as possible with puppets. “
- Peter Jackson -

Με τους Feebles (υγειές αποκύημα της αστείρευτης φαντασίας του δημιουργού τους) ο Peter Jackson δεν αστειεύεται. Το επόμενο βήμα μετά την Τρομερή Γεύση που είχε το πετυχημένο (για τα δεδομένα της παραγωγής) κινηματογραφικό του ντεμπούτο έπρεπε να ήταν ακόμα πιο ακραίο, ακόμα πιο επαγγελματικό και ακόμα πιο …τρομερό. Όχι για να αποδείξει το οτιδήποτε στον οποιοδήποτε (άλλωστε ο Jackson μόνο επιδειξιομανής δεν είναι) αλλά για να εξωτερικεύσει την εκκολαπτόμενη καλλιτεχνική του έκφραση, πραγματοποιώντας με σταθερά βήματα το όραμά του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε αν κατακρεουργήσει με το πλέον ολοκληρωμένο τρόπο τα ίδια τα Muppets.

Η ιστορία ξεκινάει λίγες μόλις ώρες προτού βγει live στη σκηνή μια ζωντανή μουσική παράσταση, «the most spectacular show in entertainment history» όπως οι ίδιοι οι Feebles το αποκαλούν και τελικά αποδεικνύεται ότι ακριβώς αυτό είναι. Ένα φαντασμαγορικό και άκρως εντυπωσιακό show αποτελούμενο από τα πιο άσχημα, παραποιημένα και ανθρωπομορφικά (για αυτό και βρωμερά) ζώα που μπορεί να (μη) φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Μόνο που ο Jackson δεν ενδιαφέρεται και τόσο για όσα συμβαίνουν on stage, αλλά περισσότερο παρουσιάζει τα backstage τεκταινόμενα, αυτά που έχουν και το περισσότερο ενδιαφέρον.

Στους Feebles υπάρχουν τα πάντα. Ένας big fat bastard θαλάσσιος ελέφαντας που είναι ο παραγωγός, η μικροκαμωμένη σέξυ γάτα ερωμένη who sucks him under the table, ένας τραγουδοποιός σκηνοθέτης ο οποίος μοιάζει επικίνδυνα με τον fantastic mr fox, ένας απελπισμένος μπλε ελέφαντας που δεν αναγνωρίζει τον γιο που έχει με την κότα φίλη του, ένας αφελής σκαντζόχοιρος που ερωτεύεται μια όμορφη σκυλίτσα χορεύτρια, ένας ναρκομανής βάτραχος που πετάει μαχαίρια σε ζωντανούς στόχους (και ενίοτε τους πετυχαίνει), ένα γερασμένο σκουλήκι που εκτελεί χρέη stage manager, μια κοπρολάγνα και κοπροφάγα μύγα δημοσιογράφος που όλοι αντιπαθούν, κρυφές πορνοταινίες που γυρίζονται στο υπόγειο, drug deals, ξερατά, εντόσθια, πυροβολισμοί, εκβιασμοί, το πέρασμα στην Ινδία και μια σκηνή παρμένη κατευθείαν από την αφιλόξενη ζούγκλα του Ελαφοκυνηγού.

Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει η πρωταγωνίστρια του show, η πληθωρική ιπποποταμίνα (ή καλύτερα ιπποποταμινάρα) Heidi, πρώην star ένδοξου μεγέθους η οποία ξεχάστηκε από τον κόσμο και ξεπεράστηκε από την βιομηχανία, ενώ τώρα σαν άλλη Norma Desmond προσπαθεί να διεκδικήσει ξανά την χαμένη της δόξα και την από καιρό ξεθωριασμένη της λάμψη. Όχι όμως με την καλλιτεχνική εμμονή της αλλά με τον πλέον διακεκριμένο τρόπο, χαρίζοντας το κορμί της στον παραγωγό αυτού του show που όμως στη θέα της γύμνιας της μοιάζει περισσότερο αηδιασμένος παρά γοητευμένος. Γεγονός που την οπλίζει με ένα αλά Rambo machine gun και μέσα στη θολή διαπίστωση της αλήθειας, εκδικείται άπαντες για την άδικη εκμετάλλευση που υπέστη (αξεπέραστη η σκηνή όπου η αρχή του τελικού μακελειού ντύνεται με το ερμηνευμένο live τραγούδι “sodomy”).

Όμως αυτό το show είναι πολλά περισσότερα από ένα λουτρό αίματος, ναρκωτικών, σιχαμάτων και βρισιών. Μπορεί οι Feebles να κατέχουν παντός τύπου χαριτωμένες μορφές του ζωικού βασιλείου, διακατέχονται όμως από μια λιγότερο σατιρική και περισσότερο ειρωνική διάθεση ταύτισης με το ανθρώπινο είδος. Μια ταύτιση που τους προσφέρει την επικινδυνότητα που έψαχνε ο σκηνοθέτης για να οργιάσει κινηματογραφικά και μαζί να οργιάσουν και οι λούτρινοι πρωταγωνιστές του. Άλλωστε ο Jackson ήταν αξιοσημείωτος σκηνοθέτης πολύ πριν αναγνωριστεί το ταλέντο του και εδώ παραδίδει μαθήματα κινηματογραφικής γραφής για έναν άπειρο πλην όμως φιλόδοξο σκηνοθέτη.

Κατ-έχοντας υποδειγματικό επαγγελματισμό και υπέρμετρο μεράκι για το έργο του, ο Jackson καταφέρνει να δομήσει μια διεφθαρμένη showbiz κοινωνία και στην συνέχεια να την εξολοθρεύσει και μάλιστα με την εκ των έσω επίθεση της μανιασμένης του πρωταγωνίστριας. Όμως η δική του κοινωνία θεάματος (η οποία θα μπορούσε να μοιάζει με κάποια εκσυγχρονισμένη Φάρμα των Ζώων τοποθετημένη σε κάποια σημερινή μεγαλούπολη) δεν έχει πάψει να υπενθυμίζει την αθλιότητα τέτοιου είδους μηχανισμών, μια βίαιη κοινωνία που σχολιάζει με τον δικό του αποκρουστικό τρόπο ο Jackson (και στην οποία αργότερα κατάφερε να διεισδύσει, όχι για να την εξυπηρετήσει αλλά για να την χρησιμοποιήσει προς όφελός του). Ο ειρωνικός (και ταυτόχρονα αδιάκοπος) σχολιασμός είναι τόσο πετυχημένος που καταφέρνει εν μέρει να χαρίσει έναν ουμανιστικό χαρακτήρα στα βρώμικα ζώα, γεγονός που ελάχιστοι έχουν καταφέρει στην κινηματογραφική ιστορία χωρίς την χρήση πραγματικών ανθρώπων (τα animation είναι άλλη ιστορία και αξιολογούνται διαφορετικά).

Αυτός είναι και ο λόγος που το show των Feebles, ενώ διαθέτει εξ ολοκλήρου μη ανθρώπινες φιγούρες, παράγει μια διεστραμμένα ανθρώπινη οικειότητα, η οποία σε κάνει να θαυμάζεις τον δημιουργό για το θάρρος και την φαντασία του, ενώ ταυτόχρονα, με έναν ύπουλο τρόπο δημιουργεί στον θεατή την πολύ εύστοχη απορία: Σε αυτόν τον ζωώδη θεατρικό μικρόκοσμο, όπου οι χαρακτήρες μοιάζουν τόσο με τους ανθρώπους και όλοι εμείς τόσο έντονα μαζί τους, ποιοι ακριβώς είναι οι τελικοί πρωταγωνιστές της ταινίας;

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

La fille sur le pont (Girl on the Bridge) (1999)

Στο σινεμά του Leconte οι συνήθως μοναχικοί άνθρωποι πρωταγωνιστές βρίσκονται πλημμυρισμένοι από πανίσχυρα συναισθήματα, είτε ευτυχίας που ποτέ δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γευτούν (ίσως και να μη το άξιζαν), είτε θλίψης για όλα εκείνα που τους έτυχαν (ή δεν τους έτυχαν) στην πορεία της ζωής τους. Συναισθήματα τα οποία μπορεί τις περισσότερες φορές να αδυνατούν να διαχειριστούν με επιτυχία, πάντοτε όμως τα αποδέχονται ως ακατάβλητους και απόλυτους εξουσιαστές τους. Όπως και η όμορφη κομμώτρια μερικά χρόνια πριν, έτσι και αυτό το νεαρό κορίτσι στέκεται επάνω σε μια γέφυρα, αδυνατώντας να συμβιβαστεί με όλα εκείνα που αισθάνεται χωρίς να το έχει ζητήσει, όλα εκείνα που την έφεραν να κοιτάζει ακριβώς πάνω από έναν κατάμαυρο Σηκουάνα, έτοιμος να καταπιεί με μανία τα θύματα μιας θλιμμένης και ανούσιας ζωής. Μιας ζωής που δεν έτυχε κάποιας επιθυμητής συγκυρίας και ποτέ δεν ευδοκίμησε σε κάτι ουσιαστικό.

Ο Leconte ανοίγει την ταινία τοποθετώντας την θλιμμένη του ηρωίδα ενώπιον ενός απροσδιόριστου κοινού, δίνοντάς της την δυνατότητα να αφηγηθεί διάσπαρτα κομμάτια της ζωής της, να μοιραστεί συναισθήματα και να αναπτύξει σκέψεις, εκθέτοντας με αυτό τον απλό τρόπο μια μοναχικά ακραιφνή καρδιά στον θεατή. Μια καρδιά που δεν είναι ευτυχισμένη, δεν είναι όμως και δυστυχισμένη. Διότι σε αυτή την καρδιά δεν συμβαίνει τίποτα και αυτό είναι το παράπονό της. Παραμένει γαλήνια εξαγριωμένη με την τύχη που δεν της χαμογέλασε ποτέ, δεν τις χάρισε την ευκαιρία να ζήσει μια αγάπη αληθινή, από αυτές που αξίζει να ζει ένα τέτοιο κορίτσι και να την χαίρεται σαν να ‘ναι η τελευταία. Όμως ελλείψει συναισθημάτων της ψυχής, οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων, δακρύων που κρύβουν ένα ολοκληρωτικά δικό τους κόσμο.

Το κορίτσι αυτό πιστεύει ότι η ζωή ξεκινάει όταν κάνεις έρωτα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα σωστό αλλά είναι σίγουρος ότι η ζωή σταματά όταν σταματάς να κάνεις έρωτα. Ή καλύτερα, όταν σταματάς να τον παράγεις. Όχι με σεξουαλικό τρόπο αλλά πρωτίστως συναισθηματικό, εγκεφαλικό. Αυτή η νεαρή ψυχή , το ομολογεί και η ίδια, δεν έχει ζήσει τίποτα παραπάνω από κενές στιγμές σαρκικής απόλαυσης με ανθρώπους που γνώριζε ή δεν γνώριζε, δεν έχει σημασία. Διότι μέσα από τα λόγια της καταλαβαίνεις ότι στο τέλος οποιασδήποτε συνεύρεσης παρέμενε και πάλι μόνη. Μάλιστα, πλέον φαίνεται να ειδικεύεται στη μοναξιά. Αλλά εδώ που τα λέμε, όλοι μας έχουμε ειδικευτεί σε μοναχικές στιγμές, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Αυτό το κορίτσι, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, φέρνει στο νου τις στιγμές εκείνες που πονάνε πιο πολύ, τις στιγμές που όσο και αν το θέλεις, δύσκολα ξεχνάς. Τις πιο μοναχικές.

Η Adèle με τα μεγάλα μάτια και τα μαύρα μαλλιά, λίγο πριν χαρακτηριστεί ως αυτόχειρας, σώζεται από την παρουσία εκείνου. Έτσι είναι η τύχη, της χαμογελάει στην πιο ακατάλληλη και προσωπική της στιγμή. Και πλέον όλα αλλάζουν. Εκείνος είναι ένας καλλιτέχνης του τσίρκου, ένας μοναχικός showman που έχει μάθει να πετάει μαχαίρια αποφεύγοντας τους ζωντανούς στόχους. Ένας άντρας που δεν παίζει με την τύχη αλλά την εκμεταλλεύεται. Το κορίτσι με το υπέροχο σώμα και το ακόμα πιο υπέροχο πρόσωπο αποφασίζει να μείνει μαζί του, ακολουθώντας τον σε ένα μικρό ευρωπαϊκό οδοιπορικό και γίνεται η μούσα που χρειάζεται ένας άντρας για να μεγαλουργήσει. Μαζί, αλλά όπως από κοινού αποφασίζουν, για λίγο.

Φυσικά, δεν είναι τυχαίο που ο Leconte κινηματογραφεί τους δύο πρωταγωνιστές του σε ασπρόμαυρό φιλμ. Η αποχρωμάτισή του αποδυναμώνει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, δημιουργεί όμως μια γοητευτική ατμόσφαιρα χαρίζοντας μια απρόσμενη φωτεινότητα στο πρόσωπο της Adèle (αξέχαστα υπέροχη η Vanessa Paradis που εδώ πραγματικά λάμπει). Ένα πρόσωπο στο οποίο χρωστάει πολλά η ταινία καθώς με την βοήθεια του contrast (αλλά και του Daniel Auteuil) καταφέρνει και αναδεικνύει όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις αυτού του μοναχικού κοριτσιού, την αγωνία, την θλίψη, την χαρά και την ηδονή. Όμως…

Η ηδονή αυτού του κοριτσιού δεν έχει να κάνει με την σάρκα. Ο έρωτας μεταξύ των δύο, αν και φαινομενικά ανέκφραστος κατά την διάρκεια της ταινίας, παραμένει εγκεφαλικός. Εγκεφαλικός αλλά απόλυτος. Οι δύο τους, σαν κρυφοί εραστές που είναι (χωρίς όμως να το γνωρίζουν από την αρχή), γεύονται την ηδονή κατά την διάρκεια του show. Εκείνος της πετάει μαχαίρια που κόβουν τον αέρα, κόβουν την ανάσα και σταματάνε την καρδιά, ενώ εκείνη επιτέλους αισθάνεται ζωντανή. Ο Leconte χρησιμοποιεί την αγέραστη φωνή της Marianne Faithful και χωρίς καν να φέρει τους δύο τους σωματικά κοντά, κινηματογραφεί την πεμπτουσία του έρωτα και της ηδονής σε μια από τις πιο έντονα ερωτικές σκηνές στην ιστορία του Ευρωπαϊκού σινεμά, μια σκηνή που σε κάνει να θλίβεσαι και να δακρύζεις που δεν κατάφερες να ζήσεις κάτι ανάλογο, εκλιπαρώντας για μια στάλα μόνο τέτοιου έρωτα.

Και αφού πρώτα χωρίσει τους πρωταγωνιστές του, τελικά ο Leconte τους χαρίζει ένα ανακουφιστικό φινάλε. Το κορίτσι επανατοποθετείται στη γέφυρα αλλά με άλλη ιδιότητα αυτή την φορά, έχοντας πια την δύναμη να μεταφέρει τα συναισθήματά της στον θεατή κάνοντάς τον να αποδεχτεί την παραδοξότητα της σχεδόν ονειρικής ολοκλήρωσης της ιστορίας, η οποία μέσα από τον κρυφό σουρεαλισμό που την διακρίνει καταλήγει στην αποθέωση της πιο λυτρωτικής και ειλικρινούς αγκαλιάς. Γιατί καμιά φορά το «για πάντα» δεν κρατάει για πολύ και το «για λίγο» κρατάει μια ζωή.

Αυτό το όνειρο δεν θα μας το πάρει κανείς…

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Los amantes del Círculo Polar - The Lovers of the Arctic Circle (1998)

Την πρώτη φορά που είδα τους Εραστές, με τσάκισαν. Ήταν μερικά χρόνια πριν, μια παγωμένη νύχτα του Οκτώβρη, όταν ήρθα αντιμέτωπος μαζί τους, ανακαλύπτοντας με έκπληξη την δύναμή που μπορεί να κρύβει μέσα της μια ταινία. Την δύναμη που μπορούν να έχουν κάποιοι χαρακτήρες, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά να τεμαχίζουν οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα, σκορπίζοντας τα κομμάτια στον αέρα και αφήνοντας το κρύο της νύχτας να τα παρασύρει μακριά. Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου κατέχουν την ακατάβλητη ιδιότητα να ορμάνε στον ψυχισμό του θεατή και βρίσκοντας τα ευαίσθητα σημεία που κρύβει ο καθένας μέσα του, να τα χτυπάνε με μανία, ξανά και ξανά, μέχρι να ισοπεδώσουν τα πάντα, αφήνοντας τελικά μόνο ένα, πανίσχυρο όμως, συναίσθημα να κυριαρχεί. Την μοναξιά.

Δύο άνθρωποι, μία ιστορία. Η Ana και ο Otto, δύο παλινδρομικά, καρκινικά ονόματα που διαβάζονται το ίδιο μπρος και πίσω, μία καρκινική ερωτική ιστορία η οποία αρχίζει και τελειώνει ακριβώς στο ίδιο σημείο, μέσα στα μάτια εκείνης. Οι δυο τους θα πρωτοσυναντηθούν σε παιδική ηλικία, έξω από ένα δημοτικό σχολείο, όταν θα αρχίσουν να τρέχουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτός κυνηγούσε μια μπάλα, αυτή κυνηγούσε την ξεροκεφαλιά της, προσπαθώντας να αντιστρέψει έναν ήδη τετελεσμένο θάνατο. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν, η σκέψη πάγωσε και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν τότε είναι να κοιτάζονται. Από εκείνη την στιγμή η μοίρα αναλαμβάνει να παίξει το δικό της παιχνίδι, θέτοντας τους δικούς της, αλγεινούς κανόνες.

Και είναι η ίδια μοίρα που φέρνει κοντά τους ανθρώπους η οποία συνωμοτεί στη συνέχεια με το σύμπαν για να κρατήσει αυτό τον έρωτα αδύνατο και απαγορευμένο, καθιστώντας την εκδήλωση του πάθους τους ανέφικτη, κρυφή. Μα είναι παιδιά ακόμα. Ναι είναι. Μέσα στην αγνότητα, την ακραιφνή τους σκέψη και την παρθένα καρδιά τους, ανόθευτα και άσπιλα, παραμένουν έτοιμα να χαρίσουν και να χαριστούν, με αντάλλαγμα ένα βλέμμα μόνο, ένα άγγιγμα. (Άραγε, πόσο στοιχίζει ένα άγγιγμα όταν είσαι παιδί? Ή μήπως να αναρωτηθώ όταν είσαι ερωτευμένος?) Οι Εραστές πέφτουν θύματα την μοίρας, των συμπτώσεων της ζωής, θα έρθουν κοντά αλλά θα χωρίσουν. Κάθε χωρισμός όμως λένε είναι και ένας μικρός θάνατος που σε επηρεάζει με τρόπο περίεργο. Σου αλλάζει την ζωή. Όπως άλλαξε ριζικά και την δική τους, αφήνοντας μόνο σιωπηλές υποσχέσεις για το μέλλον.

Θα περάσουν τα χρόνια, θα γυρίσει ο τροχός, όλα θα’ ναι σαν πρώτα, όλα θα ‘ναι αλλιώς και οι Εραστές θα τραβήξουν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Αυτή η άφευκτη μοίρα που μας ακολουθεί συνεχώς σαν αθέατη απειλή, έκανε το βρώμικο καθήκον της. Όμως ο χρόνος δεν πατάει φρένο, ούτε η ζωή σταματά, μόνο τρέχει χωρίς να λογαριάζει κανέναν, κάνοντας κύκλους συνεχώς, οι οποίοι μπορεί να μη τέμνονται πάντα, μπορούν να σε επαναφέρουν όμως σε κάποιο σημείο που έχεις ξαναβρεθεί, που έχεις ξαναζήσει. Και είναι μια σειρά κλυδωνικών συμπτώσεων που θα επαναπροσδιορίσουν την θέση των δύο. Στον μεταμεσονύχτιο ήλιο της μακρινής Λαπωνίας, εκεί που η νύχτα δεν τολμάει να πέσει, στο κέντρο του Αρκτικού Κύκλου, οι Εραστές θα ζήσουν τον έρωτα από την δραματική του όμως πλευρά, αυτή που πονάει περισσότερο, που δεν σε αφήνει να χαρείς, προσπαθώντας να αντιστρέψουν για ακόμα μια φορά τον ήδη τετελεσμένο θάνατο της σχέσης τους και επαληθεύοντας με αυτό τον τρόπο την καρκινική δομή των ονομάτων τους και τελικά του έρωτά τους, αφήνοντας την αγάπη τους μετέωρη πάνω στο μεταίχμιο της φυσικής της ολοκλήρωσης.

Λένε όμως ότι ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται δεν επαληθεύεται. Αλλά εδώ ο Medem δεν ενδιαφέρεται για τον φυσικό σωματικό έρωτα. Διότι ο απόλυτος έρωτας είναι μεταφυσικός, δεν έχει να κάνει με το σώμα και την σάρκα, αλλά με το μυαλό και την ψυχή. Έτσι αφήνει τους ίδιους τους Εραστές να αφηγηθούν την ιστορία τους, μια μεταφυσική ιστορία με (σκοπίμως) ελλειπτική αφήγηση, σαν ένα επώδυνο όνειρο που μετά το τέλος του αποπνέει μια βαριά πνιγηρή μελαγχολία, αφήνοντας εκείνον μόνο στη μέση ενός άγνωστου δρόμου να κυνηγάει τη δική του αλήθεια, κλείνοντας ταυτόχρονα έναν ακόμα κύκλο και ολοκληρώνοντας (έστω κλασματικά) τον έρωτα στο μοναδικό σημείο που μπορούσε να ολοκληρωθεί, εκεί όπου όλα είχαν ξεκινήσει. Στα μάτια εκείνης… Τι μοναξιά…!

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

eXistenZ (1999)

"The world of games is in kind of a trance: People are programmed to accept so little... but the possibilities are so great."
- Allegra Geller -

Κοιτώντας πίσω στην φιλμογραφία του μεγάλου Cronenberg, υπάρχουν στιγμές, πραγματικά αριστουργήματα, οι οποίες χαίρουν τεράστιας εκτίμησης από απανταχού κινηματογραφόφιλους, καταξιωμένους «θεωρητικούς» ή ακόμα και «καχύποπτους» κριτικούς (οι οποίοι αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν αυστηρή δουλειά και όχι σαν κάτι που τους «χαρίζεται» για να το απολαύσουν). Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες, οι πιο περίεργες στιγμές, εκείνες που αγαπήθηκαν εξίσου από τους φανατικούς (και το λέω αυτό μιας και έχω την χαρά/τύχη να γνωρίζω κάνα δυο από αυτούς – cronenfreaks όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ) αλλά δεν κατάφεραν να αγγίξουν τους υπολοίπους, όντας περισσότερο προσωπικές, ή καλύτερα, περισσότερο εμμονικές από το αναμενόμενο.

Βέβαια, σε μια τέτοια φιλμογραφία ελάχιστες είναι οι αποστάσεις που χωρίζουν τις τεράστιες από τις λιγότερο κλασικές στιγμές και αυτό διότι όλες παραμένουν αλληλένδετες, εξ-υπηρετώντας σταθερά την φιλοσοφία και τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμμονές του δημιουργού τους. Εμμονές που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, την τεχνολογία, το μυαλό, τις αρρώστιες και κυρίως την ηδονή. Είτε αυτή είναι σαρκική, είτε εγκεφαλική. Σαν να θέλουν οι ήρωες του να ικανοποιήσουν το σώμα και το μυαλό, πριν αυτά φθαρούν και χάσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα απόλαυσης. Και εδώ το μυαλό είναι ο άφθαστος πρωταγωνιστής.

Χρησιμοποιώντας την εθιστική videodromική ανάγκη της τηλεοπτικής και εικονικής ηδονής, το eXistenZ άπτεται το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών και της εικονικής πραγματικότητας. Έννοιες ευρύτερα διαδεδομένες, όχι όμως απόλυτα αποσαφηνισμένες και σίγουρα συνεχώς εξελισσόμενες. Έχουν όμως έναν σταθερό, κοινό παρανομαστή. Την διαφυγή από την πραγματικότητα, την απόδραση του νου από αυτό που ορίζεται ως πραγματικό. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και την ανάγκη που έχει δημιουργηθεί σε κάποιους ανθρώπους για κάτι τέτοιο. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, την επιδιωκόμενη απόλαυση του μυαλού για κάτι που δεν είναι αληθινό.

“Death to the demoness Allegra Geller!”

Το eXistenZ ξεκινάει με την εφιαλτικά υπνωτιστική μουσική του Howard Shore και την απόπειρα δολοφονίας μιας σχεδιάστριας ηλεκτρονικών παιχνιδιών η οποία λατρεύεται και μισείται από εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η Allegra Geller λατρεύεται σαν Θεά διότι έχει την δυνατότητα και την δύναμη να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, κοινωνίες εικονικής πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι ζούνε εκεί εγκεφαλικά, μακριά από την βαρετή πραγματικότητα στην οποία ανήκουν φυσικά. Όμως η εικονική πραγματικότητα δεν είναι πραγματικότητα, είναι μια εξαπάτηση του εγκεφάλου, μια ψευδαίσθηση. Άρα, η Allegra Geller δεν είναι Θεά αλλά μια δαιμόνισσα, μια ευφυής παραπλανεύτρα η οποία έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Και γι’ αυτό καταδιώκεται.

Η αναζήτηση, η προσωπική λύτρωση και τελικά η ηδονή της παραίσθησης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, μέσα σε έναν κόσμο που η ίδια έχει κατασκευάσει και που τώρα θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει για να βγει νικήτρια και να συνεχίσει να υπάρχει (eXistenZ). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να παίξει. Για να εισέλθει κάποιος στο παιχνίδι χρειάζεται μια «ζωντανή» βάση (μάνα) η οποία συνδέεται με τον παίκτη με έναν λώρο χαμηλά στη πλάτη δημιουργώντας έναν δεύτερο αφαλό, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και ενέργεια με το σώμα, το νευρικό σύστημα, το ψυχισμό και το μυαλό. Ο παραλληλισμός είναι προφανής, ο εθισμός αναπόφευκτος και εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την ταύτιση του κάθε παίκτη με τον «χαρακτήρα» του στο παιχνίδι, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του αληθινού σώματος και την αποδοχή της μετάλλαξης σε ένα νέο, σε κάτι που το μυαλό είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένο αλλά ταυτόχρονα ολότελα αποκομμένο από την πραγματικότητα. Και είναι τόσο πετυχημένο το σκηνικό που στήνεται που είναι αδύνατο να γνωρίζεις πότε τελειώνει το παιχνίδι και πότε ξεκινάει η αληθινή ζωή. Ή το αντίθετο.

Το ίδιο το EXistenZ όμως μοιάζει απόλυτα συνυφασμένο με την πραγματικότητα και δη, με το μέλλον αυτής, προειδοποιώντας (μας) για τον επερχόμενο ιό του 21ου αιώνα και την επικείμενη παρα-μόρφωση του συνειδητού. Το eXistenZ είναι ο πόλεμος μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, σε ένα κόσμο όπου η αλήθεια είναι κάτι το έξω-πραγματικό, η παραίσθηση μετατρέπεται σε αίσθηση και το παράλογο σε κάτι απόλυτα λογικό. Μια ιδέα, που στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ξεκίνησε σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, για να καταλήξει σήμερα εφιαλτική πραγματικότητα. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια. Το eXistenZ δεν ήταν ποτέ μπροστά από την εποχή του. Η εποχή του όμως βρισκόταν πολύ πίσω από αυτό. Και δυστυχώς, ακόμα να το φτάσει.

Long live the new flesh!

Chris Zafeiriadis

P.S.: Τις θερμές μου ευχαριστίες στο kioy ο οποίοs μου έδωσε τη χαρά, ουσιαστικά να διαφημίσω αυτή την υπέροχα παρεξηγημένη ταινία.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Arizona Dream (1993)

Στο αντίκρισμα του πρώτου πλάνου της ταινίας, μια απρόσμενη φωνή μέσα μας θα μπορούσε να πει μια και μόνο λέξη: “'Άσχετο”. Όμως, όταν μιλάμε για όνειρα τίποτα δεν είναι άσχετο, αλλά ακόμη και εάν φαίνεται έτσι, αξίζει να ψάξουμε τον λόγο ύπαρξης αυτής της πρώτης εντύπωσης, όχι μόνο επιδερμικά άλλα κυρίως ουσιαστικά. Κάποιος φαίνεται να το κάνει. Άσχετα ή μη, πολύπλοκα ή αστεία, ακραία ή “ανόητα” δεν έχει σημασία για τον Emir Kusturica, γιατί το μόνο που δείχνει να τον απασχολεί είναι να αποκαλούνται “Όνειρα”...

Ο Axel (ένας συνεσταλμένος νεαρός που ασχολείται με την καταμέτρηση των ψαριών), ο Leo (ένας μακρινός θείος που τον προσκαλεί για να παραβρεθεί στον επικείμενο γάμο του), η Elaine (μια μητέρα εγκατεστημένη “στην κοσμάρα της”) και η Grace (μια κόρη η οποία έχει πλήρη επίγνωση της “κοσμάρας” της μητέρας της) υπάρχουν, συναντιούνται, γνωρίζονται. Και δύο τινά μπορούν να συμβούν όταν γνωρίζονται άνθρωποι μεταξύ τους• ή να ταιριάξουν ή να μην ταιριάξουν. Εδώ όμως φαίνεται να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα.

Ιδιαίτεροι χαρακτήρες - με ιδιαίτερες συμπεριφορές - , οι οποίοι όμως δεν δυσκολεύονται ιδιαίτερα να εκθέσουν τα κρυφά τους πάθη και όνειρα. Έχοντας λοιπόν ως βάση το έμφυτο χαρακτηριστικό του ανθρώπου να ποθεί και να ονειρεύεται, η ταινία αυτή σκαλίζει τα ευαίσθητα κομμάτια του κάθε χαρακτήρα που έχει την ανάγκη να πιαστεί από κάποιον δυνατότερο που θα τον κρατήσει μακριά από όλους εκείνους τους λόγους που δεν τον αφήνουν «ελεύθερο». Ο κάθε ένας βλέπει στα μάτια του άλλου την προσωπική του σωτηρία, το μέσον για να πραγματοποιήσει την βαθύτερη επιθυμία του - ακόμα και την πιο ακραία• να ζήσει κάπου αλλού, να αγαπηθεί, να πετάξει μακριά. Ο Axel, ως ένας υπέρ-ευαίσθητος νέος ο οποίος αφουγκράζεται τα όνειρα των ψαριών, θα «ακούσει» και τα όνειρα των υπολοίπων και θα γίνει - άθελά του - ο πόλος έλξης, ο απρόσμενος εκείνος άνθρωπος που όλοι θέλουν να έχουν στην ζωή τους, ο καθένας με τον δικό του - ιδιαίτερο πάντα – τρόπο.

Δεν είναι όμως τόσο το θέμα του ονείρου που συγκινεί, όσο ο τρόπος που αυτό αποδίδεται. Το Arizona Dream, μέσα από τους "λασκαρισμένους" χαρακτήρες τους (οι οποίοι ζουν την προσωπική τους "τρέλα" στο μελαγχολικό τοπίο της ερήμου) σε παρασύρει να τους παρακολουθήσεις να τους ψάξεις. Αλλά προσοχή, αυτό είναι εφικτό εφόσον και εάν μπορείς να τους νιώσεις. Το - ίσως όχι τυχαία - μοναχικό σκηνικό από μόνο του ενισχύει την σχεδόν εμμονική ερημιά των ηρώων οι οποίοι από την μία νιώθουν έντονη την ανάγκη της συντροφικότητας και από την άλλη την επιθυμία να κλειστούν ερμητικά στον εαυτό τους, προσπαθώντας να εξισορροπήσουν την διαφορετικότητα που τους κυριεύει. Αλλά όταν ενυπάρχουν τόσες αντιφατικές συμπεριφορές, αναπόφευκτα συγκρούονται, άλλοτε ελεγχόμενα, τις περισσότερες όμως φορές ανεξέλεγκτα...

Η ιδιότυπη σκηνοθετική ματιά του Kusturica (ενός μη Αμερικανού που επιλέγει να αποδώσει το όνειρο μέσα από μια αμερικάνικη ταινία), δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε λιγότερο από ένα ηλιοκαμένο και ιδιόμορφο παζλ με τόσο διαφορετικά και ανόμοια μεταξύ τους κομμάτια, που όμως φαίνεται να κολλάνε τόσο απόλυτα μεταξύ τους. Όλη η δημιουργική του «τρέλα» βγαίνει στην επιφάνεια, εκφραζόμενη μέσα από σουρεαλιστικές λεπτομερειακές εικόνες ανέμελων Εσκιμώων, περιφερόμενων χελωνών, αυτοσχέδιων ιπτάμενων μηχανών και παράφωνων ακορντεόν, τις οποίες κεντά ο Goran Bregovic με τις έθνικ μελωδίες του, επιβεβαιώνοντας την σκέψη ότι σε αυτήν την ταινία καμιά επιλογή δεν είναι τυχαία.

Το Arizona Dream δεν είναι μια ταινία για όλα τα γούστα, δεν είναι όμως και απρόσιτη. Προσωπικά διαχρονικά αγαπημένη, σου δίνει την ελευθερία να την πλησιάσεις όσο εσύ θέλεις, καλλιεργώντας παράλληλα μια κρυφή επιθυμία να κάνεις ένα ταξίδι στα δικά σου σαλεμένα όνειρα. Δεν έχει σημασία πόσες φορές θα δεις μια ταινία για να την αγαπήσεις, πόσες φορές θα κοιτάξεις κάποιον για να τον ερωτευθείς, αλλά ούτε κι αν ονειρεύεσαι ψάρια και με τα δυο τους μάτια από την μία πλευρά να πετάνε νωχελικά στον αέρα. Σημασία έχει τι χαράζει μέσα σου η κάθε εμπειρία και πόσο σε κάνει να νιώθεις ζωντανός.
And as - cranky & hypnotic - Iggy sings:
“In the death car we are alive...”


Πηνελόπη Παπαδοπούλου