Τρίτη 3 Μαρτίου 2015
Ringu (The Ring, 1998)
Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012
Braindead (1992)
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011
Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (1998)
Παρακολουθώ τους ήρωες του Τσιώλη και νομίζω ότι βρίσκομαι μαζί τους. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους, χωρίς αυτοί να με βλέπουν, τους αφήνω στην ησυχία τους και στα διαολεμένα τους τα ντέρτια, να προσπαθούν να ζυγίσουν τις ζωές τους. Και τους ακούω. Σε στιγμές τους νιώθω κιόλας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ τους μόνοι, ποτέ τους διαφορετικοί. Και δύσκολα θα βρεθούνε μακριά από εμάς, όσο και αν εμείς πασχίζουμε, όσο και τρέχουμε για να προλάβουμε, ούτε και εγώ δε ξέρω τι. Σε μια Ελλάδα καψερή όλοι χωρέσαμε, χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε, όσο και αν προσπαθούμε ακόμα και σήμερα να ξεπεράσουμε τα σύνορά μας.Με ένα βανάκι γύφτικο και μια καρδιά γκρινιάρα, βρίσκονται στο δρόμο οι δυο από τους τρεις μπατζανάκηδες, σε μια διαδρομή Θεσσαλονίκη προς Καβάλα και από εκεί στις οικογένειές τους, στη Θάσο. Από τον επαρχιακό τον δρόμο, τον παλιό. Εκείνον με τις στενές λωρίδες και τις κρυφές λακκούβες. Ούτε και εγώ ξέρω πόσες φορές έχω κάνει αυτό το δρομολόγιο, κοιτάζοντας μια δεξιά και μια αριστερά αυτόν τον περίεργο τόπο που ακόμα δεν έχω καταλάβει αν αγαπάει τους ανθρώπους ή τους απεχθάνεται, γι αυτό και τους ταλαιπωρεί. Όπως ταλαιπωρεί και αυτούς εδώ. Διότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτοί οι ήρωες ταλαιπωρούνται από μόνοι τους. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι όπως έστρωσαν θα κοιμηθούν. Κάποιος άλλος έχει στρώσει για αυτούς και τους έχει κοιμίσει προ πολλού, όπως κοίμισε και τόσους άλλους, μέχρι και σήμερα ακόμα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία αυτού του τόπου.
Στο δρόμο ο ένας απ’ τους δύο πέφτει για τα μάτια ενός κοριτσιού που βρίσκεται σε ένα άλλο αυτοκίνητο, λίγο πιο καλό απ’ το βανάκι το δικό τους. Από εκείνα τα ακριβά, τα γερμανικά, που τα οδηγάνε συνήθως κάποιοι ματσωμένοι μεγαλοαστοί. Και όταν εκείνη χάνεται στις στροφές με τον δικό της ματσωμένο χωρίς να κοιτάξει πίσω, εκείνος χάνει τα μυαλά του με το βλέμμα καρφωμένο στο κορμί της. Και την καρδιά του να χτυπάει για όλα εκείνα που δεν έζησε, για όλα εκείνα που δεν πρόλαβε να τα χαρεί, ούτε και να λαχταρήσει. Και τότε σκέφτομαι, πόσοι να’ ναι οι Έλληνες που έχουνε βρεθεί σε αυτή τη θέση, πόσοι είχανε τα κότσια να πονέσουν ή ακόμα και να ονειρευτούν μια άλλη ζωή, όχι τόσο διαφορετική απ’ την δική τους, αλλά λίγο πιο τολμηρή, λίγο πιο αναγκαία αυθαίρετη.
Κάτι τέτοια είναι που μας ανακατεύουν τις ζωές φέρνοντας τα πάνω κάτω. Έτσι η στάση στην ηλιοκαμένη Βόλβη είναι η καλύτερη λύση για αυτούς. Εκεί που λένε ότι έγινε και το ιστορικό συνέδριο του κόμματος. Η άλλη ιστορία αυτού του τόπου που λέγαμε. Αυτή που μοιράζει ελπίδες, μας χωρίζει αυστηρά σε μονόχρωμους οργανισμούς και ανάλογα με το χρώμα το καθενός μάς δια-κρίνει. Όλοι τα ζήσαμε, ακόμα τα ζούμε. Όμως οι ήρωες του Τσιώλη έχουν μάθει να λένε την αλήθεια. Όχι αυτή που τους συμφέρει αλλά αυτή που υπάρχει. Η πολιτική αυτού του τόπου ποτέ δεν τάισε κανέναν, δεν μας έδωσε να φάμε. Αν δεν δουλέψει ο Έλληνας δεν θα επιβιώσει. Εκτός αν τον κεράσεις κανένα ποτηράκι και σταματήσει για λίγο να γκρινιάζει.
Εκεί στη Βόλβη θα εμφανιστεί και ο τρίτος μπατζανάκης ο οποίος έρχεται από την Θάσο για να τους μαζέψει, Αυτός είναι του κόμματος, με το γερμανικό αυτοκίνητο, το χλιδάτο ντύσιμο και το ύφος εκατό καρδιναλίων. Όμως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να νικήσει τις λαχτάρες της καρδιάς. Κολλάει και αυτός μαζί τους όταν ερωτεύεται μια νεαρή γιατρίνα που του παίρνει τα μυαλά (και όχι μόνο). Όλοι μπορούν να πέσουν για τα μάτια μιας γυναίκας, ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις. Και όταν χτυπήσει τους ανυποψίαστους ανθρωπάκους οι φιλοσοφίες για την ζωή πάνε και έρχονται η μία μετά την άλλη, παρέα με το αλκοόλ το παγωμένο και το κοκορέτσι το βρώμικο. Έτσι είμαστε εμείς. Πάνω στις απολαύσεις τις μεγάλες εξομολογούμαστε τις αλήθειες μας. Και ευτυχώς έχουμε ανακαλύψει πολλούς τρόπους για να απολαμβάνουμε την αυθαίρετη ελευθερία μας. Την υπαρξιακή αγωνία μας.
Αν με ρωτούσε κάποιος σε ποια Ελλάδα αναφέρεται ο Τσιώλης θα απαντούσα ευθύς αμέσως στην Ελλάδα που φαίνεται. Όχι στην Ελλάδα που κρύβεται. Μέσα από τα καλαμπούρια και τις ανησυχίες, τα λόγια των τριών φίλων προκαλούν χαμόγελα και χτυπάνε στην καρδιά. Γι αυτό και σου μένουν. Αντανακλούν όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μπορεί να μοιάζει με σουρεαλιστικό αστείο αλλά οι αυτοί οι ήρωες ζούνε (σ)την δική τους πραγματικότητα. Δική τους αλλά Ελληνική. Μια πραγματικότητα με λάθη, ανυπομονησίες, συγκινήσεις και γυναίκες. Αλλά γαμώτο, και εμείς εδώ ανήκουμε. Παγιδευμένοι μες στα σύνορά μας, χάνουμε το βλέμμα μας, χάνουμε τα λογικά μας. Γυναίκες μας καταστρέφουν, γυναίκες θα μας σώσουν. Και αυτός ο τόπος είναι γεμάτος από δαύτες. Απλά πρέπει να περιμένουν λίγο να ανθίσει και αυτή η δόλια η καρδιά. Διότι, που αλλού να πάμε, δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Εδώ θα αφήσουμε τα κόκκαλα μας, που λέει και ο Πάνος και φοβάμαι πως έχει δίκιο. Αι λαβ γιου μάι ντάρλινγκ.
Chris Zafeiriadis
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
Edward Scissorhands (1990)
Είναι μερικές φορές που μέσα στη μοναξιά της παρακολούθησης μιας ταινίας, κάποιοι χαρακτήρες μπορεί να φαίνονται περισσότερο αληθινοί και περισσότερο κοντά μας από κάποιους ανθρώπους της ζωή μας. Πιο ζωντανοί. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκέφτονται και να λένε οι θεωρητικοί, η παραπάνω διαπίστωση όμως κρύβει μέσα της περισσότερη αλήθεια από όλες τις θεωρίες του κόσμου.Το τελευταίο διάστημα είχα την ατυχία/τύχη να περάσω κάποιες στιγμές μόνος, μακριά από συγγενείς, φίλους και παρέες. Τις πολύτιμες μοναχικές αυτές στιγμές αποφάσισα να τις μοιραστώ με τον Edward, έναν καλό φίλο που έτυχε να γνωρίσω μικρός και που το ομολογώ, είχα καιρό να επισκεφτώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο σπάνια ήταν η παρέα που κάναμε μαζί, πόσα συναισθήματα μοιραζόμασταν από τότε ακόμα, πόση απέραντη ομορφιά κρύβεται κάτω από τα ψαλιδωτά του χέρια και τα θλιμμένα του μάτια, που είμαι σίγουρος, ακόμα και σήμερα μας κοιτάζουν απορώντας.
Ο Ψαλιδοχέρης Edward δεν μοιάζει με κάποιον από εμάς. Μάλιστα, δεν μοιάζει με κανέναν άνθρωπο που μπορεί να έχουμε γνωρίσει. Γεννημένος από την μοναξιά ενός εφευρέτη ο οποίος τον κατασκεύασε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ για να τον ολοκληρώσει, παραμένει κλεισμένος στη σοφίτα ενός πύργου με την πιο όμορφη θέα, χωρίς όμως να μπορεί να αγγίξει την ομορφιά που τον περιβάλει. Χωρίς καν να μπορεί να αγγίξει τον εαυτό του. Ο άτυχος Ψαλιδοχέρης, έτσι ημιτελής και μόνος όπως είναι, χαίρεται την μοναδικότητά του, καταδικασμένος να μη φαίνεται, να μην υπάρχει, να μη σκέφτεται ότι μπορεί να μοιραστεί την ζωή με τους άλλους ανθρώπους. Μέχρι που μια μέρα η τύχη του χαμογελά φωτίζοντας το πρόσωπό του, μαζί και την πολύχρωμη κωμόπολη την οποία μέχρι τώρα κοίταζε από το παράθυρο του γκριζωπού του πύργου.
Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται ο μαυροφορεμένος αυτός ήρωας είναι ένας κόσμος ανθρώπινα πολιτισμένος. Με προαστιακά σπίτια, τετραμελείς οικογένειες, μικρούς κύριους και μικρές κυρίες που τους αρέσει να κουτσομπολεύουν φορώντας φρεσκοβαμμένα κουρέματα και φανταχτερά ρούχα. Ένας τόπος με ανεξάντλητο γκαζόν, ανεξάντλητο εγωισμό και ανεξάντλητη περιέργεια για το κάθε τι που συμβαίνει γύρω του. Ο Ψαλιδοχέρης εισέρχεται σ’ αυτό τον κόσμο όχι για να πολεμήσει την μοναξιά του αλλά για να σπείρει την ομορφιά που κρύβει στη ψυχή του. Σαν άλλος κρυφός καλλιτέχνης που αφέθηκε ελεύθερος, ζωγραφίζει με τα ψαλίδια-χέρια του, χρησιμοποιώντας τους θάμνους σαν καμβάδες και τα φύλλα τους για χρώματα. Καμιά φορά παίζει και με το τρίχωμα των σκύλων. Φτιάχνει αριστουργήματα και χαρίζει έτσι ζωή σε έναν τόπο που μοιάζει να μη μπορεί να γευτεί τις αρετές του, να μη μπορεί πια να χαρεί την ελευθερία του, αποδεικνύοντας παράλληλα την μοναδικότητα ενός χαρακτήρα που δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι υπόλοιποι, γι αυτό και οι χτύποι της καρδιάς του δεν συγχρονίζονται ποτέ με τους δικούς μας.
Αυτή του η μοναδικότητα είναι που φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους από εμάς. Ίσως ο πολιτισμικός μας χαρακτήρας να μην είναι έτοιμος ακόμα να δεχτεί κάτι τόσο διαφορετικό και όμορφο, κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, γι αυτό και τον ενοχλεί. Έτσι, εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι, προσπαθήσαμε να κάνουμε τον Ψαλιδοχέρη να μας μοιάσει. Του φορέσαμε την ανθρώπινη στολή μας, τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα και παπούτσια και νομίσαμε για λίγο ότι είναι σαν και εμάς. Ή ότι εμείς είμαστε σαν και αυτόν. Αυτό όμως είναι αυταπάτη. Χαρακτήρες σαν τον δικό του δεν κρύβονται πίσω από φτηνά κοστούμια και ψεύτικες αγκαλιές. Έτσι ο Edward με την όμορφη καρδιά και την κακή εμφάνιση, επιστρέφει ξανά εκεί όπου είναι πραγματικά ελεύθερος, στον πανύψηλο και γκρίζο πύργο του, ατενίζοντας από κάτω εμάς τους φυσιολογικούς ανθρώπους, έχοντας πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για όποιον θελήσει να τον επισκεφτεί. Διότι χαρακτήρες σαν αυτόν μπορεί να λέμε ότι κατοικούν μόνο στα παραμύθια αλλά αυτά τα παραμύθια είναι που ομορφαίνουν την ζωή μας, πληρούν την καρδιά μας και γεμίζουν τις μοναχικές στιγμές του καθενός μας.
Ο Tim Burton γνωρίζει. Κοίταξε στην ψυχή του Ψαλιδοχέρη και κατάλαβε. Του αφιέρωσε μια ταινία και του χάρισε έτσι την αιωνιότητα. Και αυτός με την σειρά τους μας ανταμείβει όλους κάθε φορά που εμείς το θελήσουμε, δημιουργώντας πάντοτε κάτι το διαφορετικό με την αστείρευτη έμπνευση και τα κοφτερά του χέρια. Συνήθως, οι μέρες που τον έχουμε περισσότερο ανάγκη είναι και οι πιο κρύες, σαν αυτές που ζούμε τώρα. Έριξε και λίγο χιόνι. Είδα τις νιφάδες στον αέρα να χορεύουν σαν τρελές. Κάτι θα φτιάχνει φαίνεται εκεί πάνω στον πύργο του και είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ όμορφο. Σ’ ευχαριστούμε Edward. Ξέρω ότι είσαι ακόμα εκεί ψηλά και μας κοιτάζεις.Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010
Meet the Feebles (1990)
- Peter Jackson -
Με τους Feebles (υγειές αποκύημα της αστείρευτης φαντασίας του δημιουργού τους) ο Peter Jackson δεν αστειεύεται. Το επόμενο βήμα μετά την Τρομερή Γεύση που είχε το πετυχημένο (για τα δεδομένα της παραγωγής) κινηματογραφικό του ντεμπούτο έπρεπε να ήταν ακόμα πιο ακραίο, ακόμα πιο επαγγελματικό και ακόμα πιο …τρομερό. Όχι για να αποδείξει το οτιδήποτε στον οποιοδήποτε (άλλωστε ο Jackson μόνο επιδειξιομανής δεν είναι) αλλά για να εξωτερικεύσει την εκκολαπτόμενη καλλιτεχνική του έκφραση, πραγματοποιώντας με σταθερά βήματα το όραμά του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε αν κατακρεουργήσει με το πλέον ολοκληρωμένο τρόπο τα ίδια τα Muppets.Η ιστορία ξεκινάει λίγες μόλις ώρες προτού βγει live στη σκηνή μια ζωντανή μουσική παράσταση, «the most spectacular show in entertainment history» όπως οι ίδιοι οι Feebles το αποκαλούν και τελικά αποδεικνύεται ότι ακριβώς αυτό είναι. Ένα φαντασμαγορικό και άκρως εντυπωσιακό show αποτελούμενο από τα πιο άσχημα, παραποιημένα και ανθρωπομορφικά (για αυτό και βρωμερά) ζώα που μπορεί να (μη) φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Μόνο που ο Jackson δεν ενδιαφέρεται και τόσο για όσα συμβαίνουν on stage, αλλά περισσότερο παρουσιάζει τα backstage τεκταινόμενα, αυτά που έχουν και το περισσότερο ενδιαφέρον.
Στους Feebles υπάρχουν τα πάντα. Ένας big fat bastard θαλάσσιος ελέφαντας που είναι ο παραγωγός, η μικροκαμωμένη σέξυ γάτα ερωμένη who sucks him under the table, ένας τραγουδοποιός σκηνοθέτης ο οποίος μοιάζει επικίνδυνα με τον fantastic mr fox, ένας απελπισμένος μπλε ελέφαντας που δεν αναγνωρίζει τον γιο που έχει με την κότα φίλη του, ένας αφελής σκαντζόχοιρος που ερωτεύεται μια όμορφη σκυλίτσα χορεύτρια, ένας ναρκομανής βάτραχος που πετάει μαχαίρια σε ζωντανούς στόχους (και ενίοτε τους πετυχαίνει), ένα γερασμένο σκουλήκι που εκτελεί χρέη stage manager, μια κοπρολάγνα και κοπροφάγα μύγα δημοσιογράφος που όλοι αντιπαθούν, κρυφές πορνοταινίες που γυρίζονται στο υπόγειο, drug deals, ξερατά, εντόσθια, πυροβολισμοί, εκβιασμοί, το πέρασμα στην Ινδία και μια σκηνή παρμένη κατευθείαν από την αφιλόξενη ζούγκλα του Ελαφοκυνηγού.
Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει η πρωταγωνίστρια του show, η πληθωρική ιπποποταμίνα (ή καλύτερα ιπποποταμινάρα) Heidi, πρώην star ένδοξου μεγέθους η οποία ξεχάστηκε από τον κόσμο και ξεπεράστηκε από την βιομηχανία, ενώ τώρα σαν άλλη Norma Desmond προσπαθεί να διεκδικήσει ξανά την χαμένη της δόξα και την από καιρό ξεθωριασμένη της λάμψη. Όχι όμως με την καλλιτεχνική εμμονή της αλλά με τον πλέον διακεκριμένο τρόπο, χαρίζοντας το κορμί της στον παραγωγό αυτού του show που όμως στη θέα της γύμνιας της μοιάζει περισσότερο αηδιασμένος παρά γοητευμένος. Γεγονός που την οπλίζει με ένα αλά Rambo machine gun και μέσα στη θολή διαπίστωση της αλήθειας, εκδικείται άπαντες για την άδικη εκμετάλλευση που υπέστη (αξεπέραστη η σκηνή όπου η αρχή του τελικού μακελειού ντύνεται με το ερμηνευμένο live τραγούδι “sodomy”).Όμως αυτό το show είναι πολλά περισσότερα από ένα λουτρό αίματος, ναρκωτικών, σιχαμάτων και βρισιών. Μπορεί οι Feebles να κατέχουν παντός τύπου χαριτωμένες μορφές του ζωικού βασιλείου, διακατέχονται όμως από μια λιγότερο σατιρική και περισσότερο ειρωνική διάθεση ταύτισης με το ανθρώπινο είδος. Μια ταύτιση που τους προσφέρει την επικινδυνότητα που έψαχνε ο σκηνοθέτης για να οργιάσει κινηματογραφικά και μαζί να οργιάσουν και οι λούτρινοι πρωταγωνιστές του. Άλλωστε ο Jackson ήταν αξιοσημείωτος σκηνοθέτης πολύ πριν αναγνωριστεί το ταλέντο του και εδώ παραδίδει μαθήματα κινηματογραφικής γραφής για έναν άπειρο πλην όμως φιλόδοξο σκηνοθέτη.
Κατ-έχοντας υποδειγματικό επαγγελματισμό και υπέρμετρο μεράκι για το έργο του, ο Jackson καταφέρνει να δομήσει μια διεφθαρμένη showbiz κοινωνία και στην συνέχεια να την εξολοθρεύσει και μάλιστα με την εκ των έσω επίθεση της μανιασμένης του πρωταγωνίστριας. Όμως η δική του κοινωνία θεάματος (η οποία θα μπορούσε να μοιάζει με κάποια εκσυγχρονισμένη Φάρμα των Ζώων τοποθετημένη σε κάποια σημερινή μεγαλούπολη) δεν έχει πάψει να υπενθυμίζει την αθλιότητα τέτοιου είδους μηχανισμών, μια βίαιη κοινωνία που σχολιάζει με τον δικό του αποκρουστικό τρόπο ο Jackson (και στην οποία αργότερα κατάφερε να διεισδύσει, όχι για να την εξυπηρετήσει αλλά για να την χρησιμοποιήσει προς όφελός του). Ο ειρωνικός (και ταυτόχρονα αδιάκοπος) σχολιασμός είναι τόσο πετυχημένος που καταφέρνει εν μέρει να χαρίσει έναν ουμανιστικό χαρακτήρα στα βρώμικα ζώα, γεγονός που ελάχιστοι έχουν καταφέρει στην κινηματογραφική ιστορία χωρίς την χρήση πραγματικών ανθρώπων (τα animation είναι άλλη ιστορία και αξιολογούνται διαφορετικά).Αυτός είναι και ο λόγος που το show των Feebles, ενώ διαθέτει εξ ολοκλήρου μη ανθρώπινες φιγούρες, παράγει μια διεστραμμένα ανθρώπινη οικειότητα, η οποία σε κάνει να θαυμάζεις τον δημιουργό για το θάρρος και την φαντασία του, ενώ ταυτόχρονα, με έναν ύπουλο τρόπο δημιουργεί στον θεατή την πολύ εύστοχη απορία: Σε αυτόν τον ζωώδη θεατρικό μικρόκοσμο, όπου οι χαρακτήρες μοιάζουν τόσο με τους ανθρώπους και όλοι εμείς τόσο έντονα μαζί τους, ποιοι ακριβώς είναι οι τελικοί πρωταγωνιστές της ταινίας;
Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010
La fille sur le pont (Girl on the Bridge) (1999)
Στο σινεμά του Leconte οι συνήθως μοναχικοί άνθρωποι πρωταγωνιστές βρίσκονται πλημμυρισμένοι από πανίσχυρα συναισθήματα, είτε ευτυχίας που ποτέ δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γευτούν (ίσως και να μη το άξιζαν), είτε θλίψης για όλα εκείνα που τους έτυχαν (ή δεν τους έτυχαν) στην πορεία της ζωής τους. Συναισθήματα τα οποία μπορεί τις περισσότερες φορές να αδυνατούν να διαχειριστούν με επιτυχία, πάντοτε όμως τα αποδέχονται ως ακατάβλητους και απόλυτους εξουσιαστές τους. Όπως και η όμορφη κομμώτρια μερικά χρόνια πριν, έτσι και αυτό το νεαρό κορίτσι στέκεται επάνω σε μια γέφυρα, αδυνατώντας να συμβιβαστεί με όλα εκείνα που αισθάνεται χωρίς να το έχει ζητήσει, όλα εκείνα που την έφεραν να κοιτάζει ακριβώς πάνω από έναν κατάμαυρο Σηκουάνα, έτοιμος να καταπιεί με μανία τα θύματα μιας θλιμμένης και ανούσιας ζωής. Μιας ζωής που δεν έτυχε κάποιας επιθυμητής συγκυρίας και ποτέ δεν ευδοκίμησε σε κάτι ουσιαστικό.Ο Leconte ανοίγει την ταινία τοποθετώντας την θλιμμένη του ηρωίδα ενώπιον ενός απροσδιόριστου κοινού, δίνοντάς της την δυνατότητα να αφηγηθεί διάσπαρτα κομμάτια της ζωής της, να μοιραστεί συναισθήματα και να αναπτύξει σκέψεις, εκθέτοντας με αυτό τον απλό τρόπο μια μοναχικά ακραιφνή καρδιά στον θεατή. Μια καρδιά που δεν είναι ευτυχισμένη, δεν είναι όμως και δυστυχισμένη. Διότι σε αυτή την καρδιά δεν συμβαίνει τίποτα και αυτό είναι το παράπονό της. Παραμένει γαλήνια εξαγριωμένη με την τύχη που δεν της χαμογέλασε ποτέ, δεν τις χάρισε την ευκαιρία να ζήσει μια αγάπη αληθινή, από αυτές που αξίζει να ζει ένα τέτοιο κορίτσι και να την χαίρεται σαν να ‘ναι η τελευταία. Όμως ελλείψει συναισθημάτων της ψυχής, οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων, δακρύων που κρύβουν ένα ολοκληρωτικά δικό τους κόσμο.
Το κορίτσι αυτό πιστεύει ότι η ζωή ξεκινάει όταν κάνεις έρωτα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα σωστό αλλά είναι σίγουρος ότι η ζωή σταματά όταν σταματάς να κάνεις έρωτα. Ή καλύτερα, όταν σταματάς να τον παράγεις. Όχι με σεξουαλικό τρόπο αλλά πρωτίστως συναισθηματικό, εγκεφαλικό. Αυτή η νεαρή ψυχή , το ομολογεί και η ίδια, δεν έχει ζήσει τίποτα παραπάνω από κενές στιγμές σαρκικής απόλαυσης με ανθρώπους που γνώριζε ή δεν γνώριζε, δεν έχει σημασία. Διότι μέσα από τα λόγια της καταλαβαίνεις ότι στο τέλος οποιασδήποτε συνεύρεσης παρέμενε και πάλι μόνη. Μάλιστα, πλέον φαίνεται να ειδικεύεται στη μοναξιά. Αλλά εδώ που τα λέμε, όλοι μας έχουμε ειδικευτεί σε μοναχικές στιγμές, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Αυτό το κορίτσι, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, φέρνει στο νου τις στιγμές εκείνες που πονάνε πιο πολύ, τις στιγμές που όσο και αν το θέλεις, δύσκολα ξεχνάς. Τις πιο μοναχικές.
Η Adèle με τα μεγάλα μάτια και τα μαύρα μαλλιά, λίγο πριν χαρακτηριστεί ως αυτόχειρας, σώζεται από την παρουσία εκείνου. Έτσι είναι η τύχη, της χαμογελάει στην πιο ακατάλληλη και προσωπική της στιγμή. Και πλέον όλα αλλάζουν. Εκείνος είναι ένας καλλιτέχνης του τσίρκου, ένας μοναχικός showman που έχει μάθει να πετάει μαχαίρια αποφεύγοντας τους ζωντανούς στόχους. Ένας άντρας που δεν παίζει με την τύχη αλλά την εκμεταλλεύεται. Το κορίτσι με το υπέροχο σώμα και το ακόμα πιο υπέροχο πρόσωπο αποφασίζει να μείνει μαζί του, ακολουθώντας τον σε ένα μικρό ευρωπαϊκό οδοιπορικό και γίνεται η μούσα που χρειάζεται ένας άντρας για να μεγαλουργήσει. Μαζί, αλλά όπως από κοινού αποφασίζουν, για λίγο.Φυσικά, δεν είναι τυχαίο που ο Leconte κινηματογραφεί τους δύο πρωταγωνιστές του σε ασπρόμαυρό φιλμ. Η αποχρωμάτισή του αποδυναμώνει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, δημιουργεί όμως μια γοητευτική ατμόσφαιρα χαρίζοντας μια απρόσμενη φωτεινότητα στο πρόσωπο της Adèle (αξέχαστα υπέροχη η Vanessa Paradis που εδώ πραγματικά λάμπει). Ένα πρόσωπο στο οποίο χρωστάει πολλά η ταινία καθώς με την βοήθεια του contrast (αλλά και του Daniel Auteuil) καταφέρνει και αναδεικνύει όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις αυτού του μοναχικού κοριτσιού, την αγωνία, την θλίψη, την χαρά και την ηδονή. Όμως…
Η ηδονή αυτού του κοριτσιού δεν έχει να κάνει με την σάρκα. Ο έρωτας μεταξύ των δύο, αν και φαινομενικά ανέκφραστος κατά την διάρκεια της ταινίας, παραμένει εγκεφαλικός. Εγκεφαλικός αλλά απόλυτος. Οι δύο τους, σαν κρυφοί εραστές που είναι (χωρίς όμως να το γνωρίζουν από την αρχή), γεύονται την ηδονή κατά την διάρκεια του show. Εκείνος της πετάει μαχαίρια που κόβουν τον αέρα, κόβουν την ανάσα και σταματάνε την καρδιά, ενώ εκείνη επιτέλους αισθάνεται ζωντανή. Ο Leconte χρησιμοποιεί την αγέραστη φωνή της Marianne Faithful και χωρίς καν να φέρει τους δύο τους σωματικά κοντά, κινηματογραφεί την πεμπτουσία του έρωτα και της ηδονής σε μια από τις πιο έντονα ερωτικές σκηνές στην ιστορία του Ευρωπαϊκού σινεμά, μια σκηνή που σε κάνει να θλίβεσαι και να δακρύζεις που δεν κατάφερες να ζήσεις κάτι ανάλογο, εκλιπαρώντας για μια στάλα μόνο τέτοιου έρωτα.
Και αφού πρώτα χωρίσει τους πρωταγωνιστές του, τελικά ο Leconte τους χαρίζει ένα ανακουφιστικό φινάλε. Το κορίτσι επανατοποθετείται στη γέφυρα αλλά με άλλη ιδιότητα αυτή την φορά, έχοντας πια την δύναμη να μεταφέρει τα συναισθήματά της στον θεατή κάνοντάς τον να αποδεχτεί την παραδοξότητα της σχεδόν ονειρικής ολοκλήρωσης της ιστορίας, η οποία μέσα από τον κρυφό σουρεαλισμό που την διακρίνει καταλήγει στην αποθέωση της πιο λυτρωτικής και ειλικρινούς αγκαλιάς. Γιατί καμιά φορά το «για πάντα» δεν κρατάει για πολύ και το «για λίγο» κρατάει μια ζωή.Αυτό το όνειρο δεν θα μας το πάρει κανείς…
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010
Los amantes del Círculo Polar - The Lovers of the Arctic Circle (1998)
Την πρώτη φορά που είδα τους Εραστές, με τσάκισαν. Ήταν μερικά χρόνια πριν, μια παγωμένη νύχτα του Οκτώβρη, όταν ήρθα αντιμέτωπος μαζί τους, ανακαλύπτοντας με έκπληξη την δύναμή που μπορεί να κρύβει μέσα της μια ταινία. Την δύναμη που μπορούν να έχουν κάποιοι χαρακτήρες, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά να τεμαχίζουν οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα, σκορπίζοντας τα κομμάτια στον αέρα και αφήνοντας το κρύο της νύχτας να τα παρασύρει μακριά. Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου κατέχουν την ακατάβλητη ιδιότητα να ορμάνε στον ψυχισμό του θεατή και βρίσκοντας τα ευαίσθητα σημεία που κρύβει ο καθένας μέσα του, να τα χτυπάνε με μανία, ξανά και ξανά, μέχρι να ισοπεδώσουν τα πάντα, αφήνοντας τελικά μόνο ένα, πανίσχυρο όμως, συναίσθημα να κυριαρχεί. Την μοναξιά.Δύο άνθρωποι, μία ιστορία. Η Ana και ο Otto, δύο παλινδρομικά, καρκινικά ονόματα που διαβάζονται το ίδιο μπρος και πίσω, μία καρκινική ερωτική ιστορία η οποία αρχίζει και τελειώνει ακριβώς στο ίδιο σημείο, μέσα στα μάτια εκείνης. Οι δυο τους θα πρωτοσυναντηθούν σε παιδική ηλικία, έξω από ένα δημοτικό σχολείο, όταν θα αρχίσουν να τρέχουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτός κυνηγούσε μια μπάλα, αυτή κυνηγούσε την ξεροκεφαλιά της, προσπαθώντας να αντιστρέψει έναν ήδη τετελεσμένο θάνατο. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν, η σκέψη πάγωσε και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν τότε είναι να κοιτάζονται. Από εκείνη την στιγμή η μοίρα αναλαμβάνει να παίξει το δικό της παιχνίδι, θέτοντας τους δικούς της, αλγεινούς κανόνες.
Και είναι η ίδια μοίρα που φέρνει κοντά τους ανθρώπους η οποία συνωμοτεί στη συνέχεια με το σύμπαν για να κρατήσει αυτό τον έρωτα αδύνατο και απαγορευμένο, καθιστώντας την εκδήλωση του πάθους τους ανέφικτη, κρυφή. Μα είναι παιδιά ακόμα. Ναι είναι. Μέσα στην αγνότητα, την ακραιφνή τους σκέψη και την παρθένα καρδιά τους, ανόθευτα και άσπιλα, παραμένουν έτοιμα να χαρίσουν και να χαριστούν, με αντάλλαγμα ένα βλέμμα μόνο, ένα άγγιγμα. (Άραγε, πόσο στοιχίζει ένα άγγιγμα όταν είσαι παιδί? Ή μήπως να αναρωτηθώ όταν είσαι ερωτευμένος?) Οι Εραστές πέφτουν θύματα την μοίρας, των συμπτώσεων της ζωής, θα έρθουν κοντά αλλά θα χωρίσουν. Κάθε χωρισμός όμως λένε είναι και ένας μικρός θάνατος που σε επηρεάζει με τρόπο περίεργο. Σου αλλάζει την ζωή. Όπως άλλαξε ριζικά και την δική τους, αφήνοντας μόνο σιωπηλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Θα περάσουν τα χρόνια, θα γυρίσει ο τροχός, όλα θα’ ναι σαν πρώτα, όλα θα ‘ναι αλλιώς και οι Εραστές θα τραβήξουν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Αυτή η άφευκτη μοίρα που μας ακολουθεί συνεχώς σαν αθέατη απειλή, έκανε το βρώμικο καθήκον της. Όμως ο χρόνος δεν πατάει φρένο, ούτε η ζωή σταματά, μόνο τρέχει χωρίς να λογαριάζει κανέναν, κάνοντας κύκλους συνεχώς, οι οποίοι μπορεί να μη τέμνονται πάντα, μπορούν να σε επαναφέρουν όμως σε κάποιο σημείο που έχεις ξαναβρεθεί, που έχεις ξαναζήσει. Και είναι μια σειρά κλυδωνικών συμπτώσεων που θα επαναπροσδιορίσουν την θέση των δύο. Στον μεταμεσονύχτιο ήλιο της μακρινής Λαπωνίας, εκεί που η νύχτα δεν τολμάει να πέσει, στο κέντρο του Αρκτικού Κύκλου, οι Εραστές θα ζήσουν τον έρωτα από την δραματική του όμως πλευρά, αυτή που πονάει περισσότερο, που δεν σε αφήνει να χαρείς, προσπαθώντας να αντιστρέψουν για ακόμα μια φορά τον ήδη τετελεσμένο θάνατο της σχέσης τους και επαληθεύοντας με αυτό τον τρόπο την καρκινική δομή των ονομάτων τους και τελικά του έρωτά τους, αφήνοντας την αγάπη τους μετέωρη πάνω στο μεταίχμιο της φυσικής της ολοκλήρωσης.
Λένε όμως ότι ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται δεν επαληθεύεται. Αλλά εδώ ο Medem δεν ενδιαφέρεται για τον φυσικό σωματικό έρωτα. Διότι ο απόλυτος έρωτας είναι μεταφυσικός, δεν έχει να κάνει με το σώμα και την σάρκα, αλλά με το μυαλό και την ψυχή. Έτσι αφήνει τους ίδιους τους Εραστές να αφηγηθούν την ιστορία τους, μια μεταφυσική ιστορία με (σκοπίμως) ελλειπτική αφήγηση, σαν ένα επώδυνο όνειρο που μετά το τέλος του αποπνέει μια βαριά πνιγηρή μελαγχολία, αφήνοντας εκείνον μόνο στη μέση ενός άγνωστου δρόμου να κυνηγάει τη δική του αλήθεια, κλείνοντας ταυτόχρονα έναν ακόμα κύκλο και ολοκληρώνοντας (έστω κλασματικά) τον έρωτα στο μοναδικό σημείο που μπορούσε να ολοκληρωθεί, εκεί όπου όλα είχαν ξεκινήσει. Στα μάτια εκείνης… Τι μοναξιά…!
Κυριακή 7 Μαρτίου 2010
eXistenZ (1999)
Κοιτώντας πίσω στην φιλμογραφία του μεγάλου Cronenberg, υπάρχουν στιγμές, πραγματικά αριστουργήματα, οι οποίες χαίρουν τεράστιας εκτίμησης από απανταχού κινηματογραφόφιλους, καταξιωμένους «θεωρητικούς» ή ακόμα και «καχύποπτους» κριτικούς (οι οποίοι αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν αυστηρή δουλειά και όχι σαν κάτι που τους «χαρίζεται» για να το απολαύσουν). Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες, οι πιο περίεργες στιγμές, εκείνες που αγαπήθηκαν εξίσου από τους φανατικούς (και το λέω αυτό μιας και έχω την χαρά/τύχη να γνωρίζω κάνα δυο από αυτούς – cronenfreaks όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ) αλλά δεν κατάφεραν να αγγίξουν τους υπολοίπους, όντας περισσότερο προσωπικές, ή καλύτερα, περισσότερο εμμονικές από το αναμενόμενο.Βέβαια, σε μια τέτοια φιλμογραφία ελάχιστες είναι οι αποστάσεις που χωρίζουν τις τεράστιες από τις λιγότερο κλασικές στιγμές και αυτό διότι όλες παραμένουν αλληλένδετες, εξ-υπηρετώντας σταθερά την φιλοσοφία και τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμμονές του δημιουργού τους. Εμμονές που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, την τεχνολογία, το μυαλό, τις αρρώστιες και κυρίως την ηδονή. Είτε αυτή είναι σαρκική, είτε εγκεφαλική. Σαν να θέλουν οι ήρωες του να ικανοποιήσουν το σώμα και το μυαλό, πριν αυτά φθαρούν και χάσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα απόλαυσης. Και εδώ το μυαλό είναι ο άφθαστος πρωταγωνιστής.
Χρησιμοποιώντας την εθιστική videodromική ανάγκη της τηλεοπτικής και εικονικής ηδονής, το eXistenZ άπτεται το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών και της εικονικής πραγματικότητας. Έννοιες ευρύτερα διαδεδομένες, όχι όμως απόλυτα αποσαφηνισμένες και σίγουρα συνεχώς εξελισσόμενες. Έχουν όμως έναν σταθερό, κοινό παρανομαστή. Την διαφυγή από την πραγματικότητα, την απόδραση του νου από αυτό που ορίζεται ως πραγματικό. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και την ανάγκη που έχει δημιουργηθεί σε κάποιους ανθρώπους για κάτι τέτοιο. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, την επιδιωκόμενη απόλαυση του μυαλού για κάτι που δεν είναι αληθινό.
“Death to the demoness Allegra Geller!”Το eXistenZ ξεκινάει με την εφιαλτικά υπνωτιστική μουσική του Howard Shore και την απόπειρα δολοφονίας μιας σχεδιάστριας ηλεκτρονικών παιχνιδιών η οποία λατρεύεται και μισείται από εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η Allegra Geller λατρεύεται σαν Θεά διότι έχει την δυνατότητα και την δύναμη να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, κοινωνίες εικονικής πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι ζούνε εκεί εγκεφαλικά, μακριά από την βαρετή πραγματικότητα στην οποία ανήκουν φυσικά. Όμως η εικονική πραγματικότητα δεν είναι πραγματικότητα, είναι μια εξαπάτηση του εγκεφάλου, μια ψευδαίσθηση. Άρα, η Allegra Geller δεν είναι Θεά αλλά μια δαιμόνισσα, μια ευφυής παραπλανεύτρα η οποία έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Και γι’ αυτό καταδιώκεται.
Η αναζήτηση, η προσωπική λύτρωση και τελικά η ηδονή της παραίσθησης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, μέσα σε έναν κόσμο που η ίδια έχει κατασκευάσει και που τώρα θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει για να βγει νικήτρια και να συνεχίσει να υπάρχει (eXistenZ). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να παίξει. Για να εισέλθει κάποιος στο παιχνίδι χρειάζεται μια «ζωντανή» βάση (μάνα) η οποία συνδέεται με τον παίκτη με έναν λώρο χαμηλά στη πλάτη δημιουργώντας έναν δεύτερο αφαλό, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και ενέργεια με το σώμα, το νευρικό σύστημα, το ψυχισμό και το μυαλό. Ο παραλληλισμός είναι προφανής, ο εθισμός αναπόφευκτος και εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την ταύτιση του κάθε παίκτη με τον «χαρακτήρα» του στο παιχνίδι, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του αληθινού σώματος και την αποδοχή της μετάλλαξης σε ένα νέο, σε κάτι που το μυαλό είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένο αλλά ταυτόχρονα ολότελα αποκομμένο από την πραγματικότητα. Και είναι τόσο πετυχημένο το σκηνικό που στήνεται που είναι αδύνατο να γνωρίζεις πότε τελειώνει το παιχνίδι και πότε ξεκινάει η αληθινή ζωή. Ή το αντίθετο.
Long live the new flesh!
P.S.: Τις θερμές μου ευχαριστίες στο kioy ο οποίοs μου έδωσε τη χαρά, ουσιαστικά να διαφημίσω αυτή την υπέροχα παρεξηγημένη ταινία.
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009
Arizona Dream (1993)
Ιδιαίτεροι χαρακτήρες - με ιδιαίτερες συμπεριφορές - , οι οποίοι όμως δεν δυσκολεύονται ιδιαίτερα να εκθέσουν τα κρυφά τους πάθη και όνειρα. Έχοντας λοιπόν ως βάση το έμφυτο χαρακτηριστικό του ανθρώπου να ποθεί και να ονειρεύεται, η ταινία αυτή σκαλίζει τα ευαίσθητα κομμάτια του κάθε χαρακτήρα που έχει την ανάγκη να πιαστεί από κάποιον δυνατότερο που θα τον κρατήσει μακριά από όλους εκείνους τους λόγους που δεν τον αφήνουν «ελεύθερο». Ο κάθε ένας βλέπει στα μάτια του άλλου την προσωπική του σωτηρία, το μέσον για να πραγματοποιήσει την βαθύτερη επιθυμία του - ακόμα και την πιο ακραία• να ζήσει κάπου αλλού, να αγαπηθεί, να πετάξει μακριά. Ο Axel, ως ένας υπέρ-ευαίσθητος νέος ο οποίος αφουγκράζεται τα όνειρα των ψαριών, θα «ακούσει» και τα όνειρα των υπολοίπων και θα γίνει - άθελά του - ο πόλος έλξης, ο απρόσμενος εκείνος άνθρωπος που όλοι θέλουν να έχουν στην ζωή τους, ο καθένας με τον δικό του - ιδιαίτερο πάντα – τρόπο.
Η ιδιότυπη σκηνοθετική ματιά του Kusturica (ενός μη Αμερικανού που επιλέγει να αποδώσει το όνειρο μέσα από μια αμερικάνικη ταινία), δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε λιγότερο από ένα ηλιοκαμένο και ιδιόμορφο παζλ με τόσο διαφορετικά και ανόμοια μεταξύ τους κομμάτια, που όμως φαίνεται να κολλάνε τόσο απόλυτα μεταξύ τους. Όλη η δημιουργική του «τρέλα» βγαίνει στην επιφάνεια, εκφραζόμενη μέσα από σουρεαλιστικές λεπτομερειακές εικόνες ανέμελων Εσκιμώων, περιφερόμενων χελωνών, αυτοσχέδιων ιπτάμενων μηχανών και παράφωνων ακορντεόν, τις οποίες κεντά ο Goran Bregovic με τις έθνικ μελωδίες του, επιβεβαιώνοντας την σκέψη ότι σε αυτήν την ταινία καμιά επιλογή δεν είναι τυχαία.
And as - cranky & hypnotic - Iggy sings:
“In the death car we are alive...”



