Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Derek Cianfrance. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Derek Cianfrance. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

The Place Beyond the Pines (2012)



Το δράμα έχει τη δυνατότητα να ελίσσεται. Όχι μόνο ανάμεσα στους χαρακτήρες και τα ανυποψίαστα θύματά του, αλλά και ανάμεσα στις εποχές που διαδέχονται η μία την άλλη με μανία, χωρίς ενδοιασμό και χωρίς καμία χρονοτριβή. Με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζεται ως μια διαχρονική κατάσταση την οποία το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την αποδεχτείς και να την αντιμετωπίσεις τη στιγμή που τη βιώνεις. Διαφορετικά μένει για πάντα εκεί, αφήνοντας  ανοιχτούς λογαριασμούς για τους επόμενους που θα ‘ρθουν.  Τα ίχνη βεβαίως είναι παντοτινά.

Το δράμα σε επιλέγει χωρίς κανένα δισταγμό. Επιλέγει να έρθει κοντά σου, να σε αγκαλιάσει, να σε τυραννήσει και τελικά να σε μεταμορφώσει σε κάτι που δεν πίστευες ότι μπορούσες να υπάρξεις. Στηn ταινία του Cianfrance το δράμα αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις, ισόποσες στη δυναμική τους, όχι όμως και στις επιπτώσεις που έχουν στους εκάστοτε πρωταγωνιστές. 

Τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας αφιερώνονται στον υπέροχα εκφραστικό Ryan Gosling με τα ταλαιπωρημένα  τατουάζ και τα ξεθωριασμένα αμάνικα, που τυχαίνει να είναι και ένας από τους πιο αξιολάτρευτους ηθοποιούς της γενιάς του. Ο χαρακτήρας του, Luke, είναι και ο πρώτος που δέχεται τα πυρά της τραγωδίας και αναπόδραστα μεταμορφώνεται. Μεταμορφώνεται από ριψοκίνδυνο μοτοσικλετιστή ενός συγχυσμένου λούνα παρκ, σε πατέρα ενός παιδιού που δεν ήξερε ότι υπάρχει. Καλείται έτσι να επανακαθορίσει τις προτεραιότητες που τον περιβάλλουν και να επαναφέρει στα ίσια μια ζωή γεμάτη ανισορροπίες, επανακτώντας παράλληλα  το κίνητρο που θα προσδιορίσει τις μετέπειτα επιλογές του.  Ένα κίνητρο που μετατρέπει τον Luke σε παράτολμο ληστή τραπεζών, με τρεμάμενη φωνή αλλά σταθερή πίστη στην κινδυνώδη του φύση. Μια χαμένη ψυχή που αφήνει πίσω της τον πεσιμισμό της ασημαντότητας, ανακαλύπτοντας τη λαχτάρα της ευθύνης και της αξίας του να νοιάζεσαι επιτέλους για κάτι.

Στο δεύτερο μέρος το βάρος πέφτει στον Bradley Cooper και την ενσάρκωση του Avery. Πριν τη μετάβαση όμως, μεσολαβεί η σύγκρουση με τον Luke και στη συνέχεια το ψέμα. Ένα αθέατο ψέμα μιας αστραπιαίας στιγμής που μετατρέπει τον έτερο πρωταγωνιστή από ανώνυμο αστυνομικό σε διακεκριμένο ήρωα και με το πέρασμα των χρόνων, σε ισχυρό πρόσωπο της πολιτικής. Της πολιτικής μιας χώρας ηθικά ηττημένης, που έχει μάθει να εθελοτυφλεί μπροστά στο αίσθημα της ευθύνης, με αυτό όμως είναι το πιο αδύναμο κομμάτι της ταινίας. Τη δόξα ουδείς εμίσησε, αρκετοί όμως την πόθησαν παραδίδοντας γη και ύδωρ στο βωμό της συνεχούς αναρρίχησης στο κοινωνικό σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, μια συνείδηση που μοιάζει να μένει για πάντα με το βάρος της ενοχής και του ψεύδους, αφήνοντας παρά δίπλα μια ρημαγμένη μητέρα (παραδόξως, έξοχη η κυρία Mendes) και έναν αθώο γόνο να επωμίζεται το δράμα.
  
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, η τραγωδία σταματά να επιτίθεται και ξεκινά την αναζήτηση της λύτρωσης που οφείλει στα θύματά της. Παράλληλα με μια στιγμή συγχώρεσης που έρχεται με καθυστέρηση 15 ετών, ανίκανη να αντιστρέψει τη ροή του χρόνου  που έχει λούσει με αδυσώπητες στιγμές τα θύματά του. Είπαμε, τα ίχνη είναι παντοτινά. Παντοτινή όμως είναι και η λύτρωση από τη στιγμή που θα την κατακτήσεις. Αυτό είναι κάτι που ο Cianfrance γνωρίζει και επάνω του χτίζει το φινάλε της ταινίας. Ένα φινάλε που χαμόγελα δεν έχει, προσπαθεί όμως να λυτρώσει τον θεατή από το βάρος του δράματος που προηγήθηκε, απονέμοντας  την ευθύνη σ’ αυτούς που την απαρνήθηκαν και την ελευθερία σε εκείνους που δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να την κατοικήσουν.

Με τον καβαλάρη μιας ατίθασης μοτοσυκλέτας να χάνεται στην απέραντη αναζήτηση της καινούριας, αυθύπαρκτης ζωής του.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Blue Valentine (2010)

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι που μπορεί κάποιος να δει το Blue Valentine. Από την μια μπορεί να το αναγνωρίσει ως την ειλικρινή αποδόμηση της συντροφικότητας δυο ανθρώπων και από την άλλη ως μια δήθεν ερωτική ιστορία εκβιαστικά πονεμένων ψυχών και ρημαγμένων συναισθημάτων. Και η αλήθεια είναι ότι για όλα αυτά θα μπορούσε κάποιος να αραδιάσει σελίδες ολόκληρες. Ο πιο σωστός όμως τρόπος για να κοιτάξει κάποιος τον μελαγχολικό αυτό Βαλεντίνο του κ. Cianfrance είναι σαν το εξαιρετικά δακρυσμένο αντίκτυπο που έχει μια αμφιλεγόμενη αγάπη (και κατ΄ επέκταση μια ακόμα πιο αμφιλεγόμενη σχέση) στο φυσικό καρπό δύο ανθρώπων, το παιδί. Διότι το μόνο που ζητάει μια αθώα ψυχή είναι δυο γονείς ενωμένους σαν μια γροθιά που δεν μπορεί να τους χωρίσει κανείς. Και εδώ δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο.

Πρωταγωνιστές της ιστορία είναι ο Dean και η Cindy (Gosling και Williams αμφότεροι εξαιρετικοί στους ρόλους τους) δυο νεαροί άνθρωποι που συναντήθηκαν από τύχη, έμειναν μαζί πάλι από τύχη και αποφάσισαν να ζήσουν κάτω από τον θεσμό του γάμου, ικανοποιώντας τόσο τον περίγυρό τους όσο και την μεγαλύτερη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής που είναι να συντροφεύει με κάποιον άλλο άνθρωπο. Ο καθένας βέβαια για τους δικούς του λόγους. Οι δυο τους πηδήχτηκαν μεταξύ τους, πηδήχτηκαν με κάποιους άλλους και τελικά πήδηξαν τις ζωές τους με τρόπο που μπορεί να μην ήταν ο επιδιωκόμενος, ήταν όμως ο πιο αναμενόμενος. Και δυστυχώς γι αυτούς, δεν ερωτεύτηκαν ποτέ.

Από τα πρώτα δευτερόλεπτα ακόμα, ο σκηνοθέτης φροντίζει να κάνει σαφή την απόσταση που χωρίζει τους δυο στο σήμερα. Και μέχρι το τέλος η απόσταση βρίσκεται εκεί, μεγαλώνοντας και τρέφοντας συναισθήματα που δεν πρέπει να υπάρχουν. Από την αμφισβήτηση όμως της αρχής μέχρι την επιβεβαίωση του φινάλε, παρεμβαίνουν στιγμές του παρελθόντος, μελαγχολικά flashbacks που σκοπό έχουν να γνωρίσουν τους δυο χαρακτήρες στον θεατή, παρουσιάζοντας όσα υπήρχαν αλλά χάθηκαν στην πορεία της ζωής. Όπως τα όνειρα και η ελπίδα των δυο για ένα ευτυχισμένο αύριο που όμως έδωσαν την θέση τους σε μια ασφυκτική πραγματικότητα που τους πνίγει χωρίς να τους λυπάται ούτε για μια στιγμή.

Ο σκηνοθέτης παίρνει την σχέση των δύο, την χτυπάει στον τοίχο μέχρι να την κάνει χίλια κομμάτια και στη συνέχεια μάς πετάει ότι έχει απομείνει στα μούτρα. Όσο σπαραγμό και αν κρύβει μέσα της αυτή η ιστορία (που θέλει να φέρει την ετικέτα του ρομαντικού δράματος), θα ήθελα να την είχε σκηνοθετήσει γυναίκα. Ίσως τότε να είχε λίγο παραπάνω συναίσθημα και λιγότερο ρεαλισμό. Και τότε θυμάμαι τα λόγια μιας φίλης που πίστευε ότι κάθε χωρισμός είναι και ένας μικρός θάνατος. Έτσι μοιάζει και έτσι πρέπει να βιώνεται, χωρίς να γνωρίζω τι μπορεί να υπάρχει μετά, για τον καθένα από εμάς. Στην ιστορία του Cianfrance, αυτό που τελικά απέμεινε είναι δυο ερημωμένες ψυχές, κάποια πικραμένα δάκρυα και το πληγωμένο βλέμμα ενός 5χρονου κοριτσιού που κοιτάει τον πατέρα του να απομακρύνεται από κοντά του, απλώνοντας το χέρι αλλά χωρίς να έχει την δύναμη να τον σταματήσει. Όχι πια. Και αυτό πονάει περισσότερο από κάθε μη γενόμενο έρωτα στον κόσμο ολόκληρο.

Chris Zafeiriadis