Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sam Mendes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Sam Mendes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Away We Go (2009)

Ο Mark και η Verona ανακαλύπτουν - με ένα παράδοξο, είναι η αλήθεια, τρόπο - ότι περιμένουν παιδί. Και μπορεί να παραμένουν ανύπαντροι, δεν παραμένουν όμως εφησυχασμένοι στην αμφισβητήσιμη ευτυχία που τους προσφέρει η μέχρι τώρα ζωή τους, γι αυτό και ξεκινάνε ένα (wannabe) indie οδοιπορικό σε διάφορες πόλεις όπου βρίσκονται συγγενείς και φίλοι με προσαρμοσμένη ευτυχία, μήπως και μπορέσουν να τους αποσπάσουν την απάντηση για το τι πραγματικά είναι καλύτερο για ένα ευτυχισμένο σπιτικό. Και είναι στα πρώτα πέντε εισαγωγικά λεπτά, πριν ακόμα οι δύο πρωταγωνιστές πακετάρουν τις βαλίτσες τους, που η ιστορία των Vendela Vida και Dave Eggers (Where the Wild Things Are) καταφέρνει και σπέρνει σκέψεις και αμφιβολίες στο μυαλό του τριαντάρη θεατή, περιμένοντας μετά να θερίσει τις διαφορετικές - για τον καθένα από εμάς - απαντήσεις. Ίσως γιατί τα περισσότερα από αυτά που κάνουμε μέχρι την ηλικία των τριάντα τα κάνουμε τελείως αυθόρμητα. Και ενώ κάποια από αυτά μας αναστατώνουν, κάποια άλλα μας κάνουν να χαμογελάμε σαν χαζοί. Άλλα πάλι έχουν την δύναμη να τα κάνουν και τα δύο. Όπως μια (σχεδόν) απρόσμενη εγκυμοσύνη η οποία φέρνει τα πάνω κάτω στις ζωές και τις σκέψεις των ανθρώπων.

Δεν ξέρω αν αυτή είναι η πιο αχρείαστη ταινία του Mendes, θέλω να πιστεύω όμως ότι είναι η πιο αυθόρμητη. Με μια ανάλαφρη διάθεση που δεν θέλει να εμβαθύνει σε υπερσυντέλικα λάθη και ματαιόδοξες επιθυμίες (ελάχιστα, ίσως να αφήνει το μυαλό του θεατή να το κάνει), η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το παράταιρο alter ego του σκηνοθέτη. Εδώ δεν υπάρχει κάποια υπαρξιακή αποδόμηση της σύγχρονης Αμερικής, ούτε κάποια κρεσεντική κινηματογραφική αφηγηματικότητα (που χαρακτηρίζει το ύφος του Mendes). Υπάρχει όμως μια ζηλευτή στωικότητα στις σκέψεις και τα βλέμματα των δύο πρωταγωνιστών, η οποία με την σειρά της αποπνέει μια ανόθευτη και ανέμελη απλότητα. Βέβαια, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η απλότητα στον κινηματογράφο έγινε συνώνυμο με την ανουσιότητα (όπως κάποιοι ακράδαντα θέλουν να υποστηρίζουν) και νομίζω πως ούτε τώρα θα βρω κάποια απάντηση. Θα βρω όμως δύο χαρακτήρες που μέσα στα ανασφαλή μπαγκάζια τους, κουβαλάνε περισσότερη ανεξάρτητη αισιοδοξία και λιγότερη «αμερικάνικη ομορφιά» από αυτή που κάποιος θα περίμενε να δει.

Οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές ταξιδεύουν με σκοπό να βρούνε απαντήσεις. Δεν είναι το ότι οι ζωές τους έχουν πάρει τον λάθος δρόμο, είναι το ότι ακόμα δεν έχουν βρει τον σωστό. Στο ταξίδι τους συναντάνε ανθρώπους που στα μάτια τους φαίνονται δυσλειτουργικοί, περίεργοι και απομονωμένοι (μερικοί μπορεί και να είναι). Κάποιοι από αυτούς αναζητούν την ευτυχία, κάποιοι την άγγιξαν και δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν, ενώ άλλοι δεν την συνάντησαν ποτέ. Στο σύνολό τους όμως θα αποδείξουν στον Mark και την Verona (κατ’ επέκταση και στον θεατή) ότι η (κάθε) ευτυχία δεν αποκωδικοποιείται, ούτε φυσικά αντιγράφεται. Μοναχά αναζητείται και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε μέσα στο (κάθε) λοξοδρόμημα της αναζήτησης είναι να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα μας κοιτάξει, χαμογελώντας μας λυτρωτικά. Αρκεί να είμαστε εκεί την κατάλληλη στιγμή για να το αντιληφθούμε.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Revolutionary Road (2008)

“I'm glad about one thing, though. You know what I'm glad about? I'm glad I'm not gonna be that kid!”

Στην Αμερική του 50, στα προάστια του Connecticut, οι Wheelers μοιάζουν να είναι το ιδανικό ζευγάρι. Μοιάζουν και το ξέρουν ότι μοιάζουν. Σχεδόν γιαυτό προσπαθούσαν μια ζωή. Σε μια κοινωνία που πασχίζει να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, να τους πείσει θα έλεγε κανείς, ότι έχουνε πετύχει διάνα στους στόχους τους (και τις περισσότερες φορές τα καταφέρνει), οι δύο αυτοί άνθρωποι γίνονται (άθελά τους) η φωνή για την αποκάλυψη της αλήθειας, όχι της Αμερικής, αλλά ολάκερης της ιδιοτελούς και εξιδανικευμένης (μας) πραγματικότητας.

Το συγκεκριμένο film του Sam Mendes κινδυνεύει με παρεξήγηση (και τελικά με απόρριψη) λόγω της θρασύτητάς του. Διότι από την αρχή του ακόμα, μέχρι λίγο πριν το τέλος του, ο Mendes χρησιμοποιεί αυτό το νεαρό(!) ζευγάρι για να μιλήσει για πράγματα που όλοι γνωρίζουν αλλά οι περισσότεροι παραμιλάνε συνήθως παρά αναφέρονται ευθέως σε αυτά. Για να μπορέσεις όμως να αποκρυπτογραφήσεις πλήρως τα λεγόμενά του και να εκτιμήσεις αυτή την τεράστια ταινία, δεν θα πρέπει να σταθείς στους ομηρικούς καβγάδες και τις διαπεραστικές φωνές των δύο πρωταγωνιστών. Δυστυχώς θα πρέπει να προχωρήσεις λίγο παραπέρα για να μπορέσεις να αντιληφθείς γιατί η αλήθεια είναι αυτή που πονάει περισσότερο από καθετί.

Σαν αγρίμια στα κελιά τους, οι Wheelers είναι εγκλωβισμένοι στη δική τους παρανοϊκή πραγματικότητα. Δεν παύει όμως για αυτούς να είναι (η) πραγματικότητα. Αγοράσανε την ευτυχία τους και τώρα είναι αναγκασμένοι να υποκρίνονται. Και το κάνουν τόσο καλά που για κάποιους αποτελούν το ιδανικό ζεύγος. Δεν είναι όμως ξεχωριστοί. Παρασύρθηκαν στην ίδια γελοία ψευδαίσθηση με τόσους άλλους, δύο υπέροχα πλάσματα που αυτοτιμωρούνται διότι ξέχασαν να ζήσουν ελεύθερα.

Το Παρίσι είναι αυτό που τόσο λαχταράνε. «The only place worth living», όπως επιθυμητά μαρτυράει η γυναίκα, χωρίς αυτό όμως να είναι όλη η αλήθεια. Διότι, μέσα από τις πολύχρωμες ευκαιρίες, τα λαμπερά του φώτα και τον αποπνέον ερωτισμό του, το Παρίσι δεν είναι τίποτα άλλο από μια ψευδαίσθηση λύσης, μια ρομαντική φαντασίωση. Μια παράλληλη πραγματικότητα στην οποία πρέπει οπωσδήποτε να βρεθούνε. Όχι οπωσδήποτε εκεί, αλλά σίγουρα κάπου μακριά από αυτή που βρίσκονται τώρα.

Η αλήθεια ακούγεται από το στόμα ενός ήλεκτροσοκαρισμένου επιστημονικοφανή νέου, ο οποίος μπορεί να έχει χάσει την μαθηματική του διαύγεια, δεν έχει χάσει όμως και την ικανότητά του να αναγνωρίζει και να εκφράζεται με όλο τον ζήλο και το θράσος που κρύβει μέσα του. Διότι όλοι ξέρουν ποια είναι η αλήθεια, όσο καιρό και αν έζησαν χωρίς αυτήν. Κανείς δεν ξεχνά την αλήθεια, απλά γίνονται καλύτεροι στα ψέματα.

Μέσα σε μια κοινωνία γεμάτη συντηρήσιμες υπάρξεις, τρέχουν να ξεφύγουν από την άδεια, δίχως νόημα ζωή τους. Είναι λίγο φοβισμένοι αλλά δεν το δείχνουν. Είναι και αυτή η φαντασίωση του Παρισιού που τους κάνει να ελπίζουν. Και αυτό τους στερεί την ελευθερία τους και τους κάνει να υποκρίνονται ακόμα περισσότερο. Όσο περισσότερο υποκρίνεσαι όμως, τόσο περισσότερο πιέζεσαι. Και όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση τόσο μεγαλύτερη είναι και η εκτόνωση. Και η επανάσταση μοιάζει μονό-δρόμος που λίγοι ακολουθούν. Μέχρι το φινάλε της διαδρομής όπου ελπίδα και φόβος εξανεμίζονται και οι “Wheelers” είναι πλέον ελεύθεροι. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, (πάντα όμως) ο ένας συναρτήσει του άλλου.

Στα πρόσωπα αυτών των δύο πρώην φερέπλιδων νέων, το μινιμαλιστικό αλλά πανίσχυρο σινεμά του Mendes βρίσκει τους ιδανικούς εκφραστές του, παρουσιάζοντάς μας τα απομεινάρια μιας (και κάθε) αναπτυσσόμενης κοινωνίας υποσχέσεων, προσμονής, αμφισβήτησης και τελικά αποξένωσης. Από τον διαπεραστικό κρότο των λέξεων μέχρι την εκκωφαντική σιωπή του επώδυνου φινάλε, οι Wheelerς έκαναν την επανάστασή τους. Και απέτυχαν. Χειροκροτήστε τους.


Chris Zafeiriadis