Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Denis Villeneuve. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Denis Villeneuve. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Incendies (2010)


Μια από αυτές τις ημέρες, όπου η ζέστη καταπράυνε όλες τις αισθήσεις και απέκλειε οποιαδήποτε μορφή αντίδρασης, αναλογιζόμουν ότι φέτος διανύουμε ένα από τα πιο παράδοξα καλοκαίρια. Αμφισβήτηση ενός ολόκληρου συστήματος ζωής και τρόπου σκέψης, συνεχής βομβαρδισμός ειδήσεων και πληροφοριών και μια αίσθηση αμηχανίας, μπροστά στο άγνωστο που καταφτάνει. Γύρω μας οι άνθρωποι κινούνται σπασμωδικά και νωχελικά, αναζητώντας καταφύγιο σε παραλίες, πλατείες και θερινά σινεμά.

Η ταινία του Καναδού Denis Villeneuve, αποτελεί ιδανική ευκαιρία για πνευματική και νοητική αφύπνιση, παρά τη ραστώνη των ημερών, κατακλύζοντας και προκαλώντας ευθέως το θεατή. Η παραγωγή είναι γαλλο-καναδική και τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο Κεμπέκ του Καναδά και διάφορες τοποθεσίες της Ιορδανίας. Βασίζεται στο θεατρικό έργο του Wadji Mouawad, το οποίο ο σκηνοθέτης δούλεψε ενδελεχώς, ώστε να εμφυσήσει στην ταινία την αίσθηση της ρέουσας κίνησης και δράσης. Ενδεικτικά της ανταπόκρισης που είχε ήταν και τα βραβεία που συνέλεξε από διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο (βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Ρότερτναμ, βραβείο καλύτερης καναδικής ταινίας στο φεστιβάλ Βανκούβερ, βραβείο καλύτερης ταινίας στο Venice Days), με αποκορύφωμα την υποψηφιότητά του στα φετινά Όσκαρ, στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Ο σκηνοθέτης κινεί τα νήματα μυθιστορηματικά, χωρίζοντας το έργο σε κεφάλαια και βουτώντας ανεπαίσθητα σχεδόν από το παρόν στο παρελθόν, έχοντας ως πυρήνα του δυο στοιχεία. Το πρώτο η πολυτάραχη ιστορία του Λιβάνου, η οποία εμποτίστηκε βαθιά από το θρησκευτικό και πολιτικό μίσος, οδηγώντας τους κατοίκους της σε ένα αέναο γαϊτανάκι θανάτου και καταστροφής. Το δεύτερο ο θεσμός της οικογένειας, η οποία χρησιμοποιείται πρωταγωνιστικά και ως βιτρίνα του αιματηρού διχασμού.

Μια μητέρα, χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο, στον Καναδά, λίγο πριν πεθάνει, αφήνει δυο γράμματα στα δίδυμα παιδιά της, με την εντολή να παραδοθούν στον πατέρα, που θεωρούσαν νεκρό και στον άγνωστο, μέχρι τώρα, αδερφό τους. Εκείνα θα ξεκινήσουν αργά να ξετυλίγουν το μυστήριο μίτο του παρελθόντος της μητέρας τους, για να έρθουν αντιμέτωποι με μια άγνωστη πλευρά της και για να τους δοθεί απρόσμενα η ευκαιρία να την κατανοήσουν και να την πλησιάσουν περισσότερο από ποτέ.

Τα δυο αδέρφια δρουν και αντιδρούν μπροστά στον καταιγισμό των εξελίξεων τελείως διαφορετικά. Από τη μια η νεαρή γυναίκα, με ένα απίστευτο πείσμα να ανακαλύψει τις ρίζες της και από την άλλη ο αδερφός που διστάζει και αρνείται να ακολουθήσει την τελευταία παράκληση μιας μητέρας που ήταν πάντα «απούσα» από το γνωστό πρότυπο της μάνας τροφού.

Η ιστορία ξετυλίγεται αριστοτεχνικά, έχοντας ενσωματώσει μέσα της βαθιά, τα βασικά στοιχεία της Σοφόκλειας τραγωδίας. Οι χαρακτήρες του παρουσιάζονται μεγαλοπρεπείς, βίαιοι, σκληροί, αλλά και ως πραγματικοί άνθρωποι, που ακόμα και όταν διαπράττουν σφάλματα διακατέχονται από μια μεγαλόπρεπη ευγένεια. Είναι ήρωες που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα και εμφανίζονται γενναιότεροι από το μέσο θνητό, καθώς παλεύουν μέχρις εσχάτων, έστω και αν είναι προδομένοι από θεούς και ανθρώπους, ακολουθώντας τη βαριά αίσθηση του χρέους. Ένα χρέος που κάθε φορά παίρνει και μια διαφορετική μορφή, μεταμφιεζόμενο, άλλοτε στην αγάπη, άλλοτε στο ρόλο της οικογένειας, της αδερφικής και της μητρικής στοργής. Αυτή η προσήλωση των πρωταγωνιστών στον ανώτερο σκοπό που θέτουν, είναι η ατομική τους ευθύνη, η οποία εν τέλει αναπαριστά μια σημαντική πράξη προκαλώντας στο θεατή τον έλεο και το φόβο, οδηγώντας τον στη λυτρωτική κάθαρση.

Η κάμερα ακολουθεί σε όλη αυτή τη διαδρομή τα βλέμματα ανθρώπων που πονούν, πολεμούν, πεθαίνουν, αγαπούν, μισούν, αγνοούν και μαθαίνουν, διανύοντας τις ίδιες διαδρομές, παράλληλα ή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Επιπλέον, δεν ξεχνά να καταγράψει τη λεπτή ηθική γραμμή που δημιουργείται εν καιρώ πολέμου, τους άγραφους ηθικούς κώδικες που διέπουν τις κοινωνίες και τις οικογένειες σφραγίζοντας τη πορεία που διαγράφει ο καθένας μέσα από τα στερεότυπα που διαιωνίζουν.

Πάνω απ’ όλα όμως το Incendies είναι ένα ανθρώπινα ρεαλιστικό παραμύθι το οποίο έρχεται να μας διδάξει κάτι απόλυτα απλό, αλλά τόσο δύσκολο, στη σημερινή εποχή που έχουμε επιλέξει την ατομική και πνευματική περιχαράκωση. Ακόμα και μέσα στην απόλυτη καταστροφή ενός πολέμου, η αγάπη και η πίστη στα προσωπικά ιδανικά μπορεί να είναι μια ανέλπιστη πηγή δύναμης ικανής να λυγίσει και την πιο ζοφερή πραγματικότητα.

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Polytechnique (2009)

Τον Δεκέμβριο του 1989 ένας μισογύνης νεαρός εισβάλει οπλισμένος στην πολυτεχνική σχολή του πανεπιστημίου του Montreal και με απόλυτη ηρεμία και ξεκάθαρους σκοπούς, δολοφονεί εν ψυχρώ όσες περισσότερες φοιτήτριες έχουν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση της ταινίας του Villenueve και όσο σοκαριστική μπορεί να είναι μια τέτοια (αληθινή) ιστορία, άλλο τόσο καταφέρνει και γίνεται η μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη. Ίσως διότι ο σκηνοθέτης επιλέγει (πολύ σωστά) να μείνει αμέτοχος και άγνωμος απέναντι στα όσα διαδραματίζονται, μεταφέροντας με έναν απλό αλλά χαρισματικό τρόπο τον θεατή από την θέση που βρίσκεται, στην καρδιά της πολυτεχνικής σχολής, χαρίζοντάς του ένα κομμάτι από το βίωμα εκείνης της ημέρας.

Χωρίς να ζητάει απαντήσεις και χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες, η ταινία αναπαράγει πιστά την εφιαλτική ατμόσφαιρα της μαύρης εκείνης μέρας και χαράσσεται μονομιάς στην μνήμη αυτών που την παρακολουθούν. Όπως τα γεγονότα στην μνήμη εκείνων που τα έζησαν. Όμως σε τέτοιες ιστορίες δεν χωράνε χρώματα. Γι αυτό και ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί σε ασπρόμαυρο φιλμ και με μια κλινικά ασφυκτική ατμόσφαιρα που σπάνια συναντάς στο σινεμά, αφήνει χιλιόμετρα πίσω του παρόμοιες Ελεφάντινες προσεγγίσεις του παρελθόντος. Χωρίς να επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον εναγή θύτη (πέραν κάποιων βασικών του στοιχείων), αποφασίζει να δημιουργήσει μια ταινία αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στα αθώα θύματα εκείνης της μέρας. Αναπόδραστα όμως δημιουργεί και ένα βάναυσο σχόλιο στη σύγχρονη παράνοια και την λαίλαπα που αυτή εξαπολύει όταν της δοθεί η ευκαιρία. Χωρίς όμως αυτός να είναι και ο μοναδικός σκοπός του κ.Villenueve.

Η ταινία ξεκινάει με τον ξαφνικό ήχο ενός ημιαυτόματου που ξεσκίζει τους συνήθεις θορύβους των φοιτητών και μερικά σαστισμένα (και ματωμένα) πρόσωπα να περιφέρονται στους ταραγμένους διαδρόμους του πανεπιστημίου. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης λειτουργεί με flashbacks, για να βρεθεί λίγες ώρες πριν το μακελειό στο σπίτι του νεαρού φονιά ο οποίος με voice over σκέψεις (οι οποίες είναι ουσιαστικά το αληθινό σημείωμα αυτοκτονίας που βρέθηκε αργότερα) παρουσιάζει τους λόγους που τον οδήγησαν στην ειδεχθή του πράξη. Σε αυτό το σημείο σκέφτεσαι ότι ένας τέτοιος μισογυνικός χαρακτήρας δεν επιλέγει τυχαία την πολυτεχνική σχολή και δη της μηχανολογίας, ένα κατ’ εξοχήν ανδροπρεπή τμήμα που μόνο οι πιο θαρραλέες γυναίκες παρακολουθούν. Ή οι πιο θρασύτολμες. Όπως η Valérie την οποία κεντράρει ο Villenueve στην ταινία, μια γυναίκα που μέσα στη θρασυτολμία της είναι έτοιμη να διεκδικήσει μια θέση σε μια ανδροκρατούμενη αγορά εργασίας και στο πρόσωπο της οποίας μοιάζει να αντιπροσωπεύεται όλο το μίσος που αισθάνεται ο δολοφόνος απέναντι στο γυναικείο φύλο.

Βαθύτερα όμως δημιουργείται ακόμα ένα σχόλιο για τις μεγάλες πληγές που ανοίγουν και δεν μπορούν να κλείσουνε ποτέ. Ο οπλισμένος παρανοϊκός νεαρός με την εισβολή του στο πανεπιστήμιο, εκτός από τις ψυχές των αποθανόντων προσπάθησε να κλέψει και τα όνειρα όσων επέζησαν. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Κάποιοι άλλοι όμως (και αυτό θα έπρεπε να είναι το μεγάλο μάθημα της ζωής) ακόμα και αν τους άγγιξε ο θάνατος, κατάφεραν να βγούνε νικητές και να διεκδικήσουν ξανά το δικαίωμά τους στη ζωή. Όχι κατακλυσμένοι από μίσος, αλλά από μια αξιοθαύμαστη δύναμη προερχόμενη από τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, μια δύναμη ικανή να σταθεί δίπλα στα αιμόφυρτα (πια) όνειρα και μαζί τους να χαράξει μια πορεία προς ένα πιο αισιόδοξο αύριο. Ένα πιο γαλήνιο αύριο. Ακόμα και αν εκείνη η μέρα δεν σβηστεί ποτέ από την μνήμη. Ακόμα και αν οι εκκωφαντικοί κρότοι των πυροβολισμών δεν θα σταματήσουν ποτέ να αντηχούν στους αιματοβαμμένους διαδρόμους αυτού του πολυτεχνείου.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Maelström (2000)

Το Maelstrom είναι μια μικρή ιστορία που ξεκινάει με μια έκτρωση και το ταξίδι που κάνει η πρώην μέλλουσα μητέρα, από το σημείο που βρίσκεται έως την πραγματικότητα. Αυτή την ιστορία την διηγείται ένα χοντρό ψάρι το οποίο έπεσε στην παγίδα, πιάστηκε στα δίχτυα ενός Νορβηγού ψαρά και τώρα ο δήμιος είναι έτοιμος να του πάρει το κεφάλι με ένα κοφτερό μπαλτά. Γι αυτό και πιστεύω ότι αυτά τα τελευταία του λόγια μαρτυράνε την αλήθεια. Ή τουλάχιστον, αυτό προσπαθούνε να κάνουν. Όχι όμως την αλήθεια των ψαριών αλλά των ανθρώπων. Ακριβώς επειδή αυτή είναι μια ανθρώπινη ιστορία και όχι κάποιο ανέμελο παραμύθι.

Στην ιστορία αυτή οι άνθρωποι πρωταγωνιστές συμπεριφέρονται σαν τα ψάρια, έξω όμως από το νερό. Δεν μπορούν να καταλάβουν το περιβάλλον που ξαφνικά βρίσκονται, αδυνατούν να διαχειριστούνε τις ζωές τους και κάποιοι από αυτούς αδυνατούν να διαχειριστούνε και τον θάνατό τους. Στη συνέχεια, χάνουν την ψυχή τους. Και όπως τα κατεψυγμένα ψάρια στην ψαραγορά στέκονται και περιμένουν να χαθεί και η τελευταία απόδειξη της ύπαρξής τους, έτσι και αυτές οι κατεψυγμένες ψυχές, στέκονται στο κέντρο μιας μεγαλούπολης περιμένοντας να κατ-αναλωθούνε σε στιγμές που θα καταλήξουν στον θάνατο. Άλλωστε, όπως απέλπιδα φιλοσοφεί και ένας τυχαίος περαστικός, όλοι κάποτε εκεί θα καταλήξουμε.

Ο Villeneuve παίρνει αυτή την φιλοσοφία και την κάνει χίλια κομμάτια. Στρογγυλοκάθεται στο καλύτερο εστιατόριο μιας βρώμικης γειτονιάς και γράφει το σενάριό του με ένα σχεδόν αισιόδοξο ύφος και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί να συνοδεύει το χταπόδι που έχει παραγγείλει. Από αυτή την θέση παρατηρεί ανθρώπους που συμπεριφέρονται με λάθος τρόπο και μετά ζητάνε καλοσύνη. Τις περισσότερες φορές, σεξουαλική καλοσύνη και μάλιστα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Δεν έχουν άδικο αυτοί που υποστηρίζουν ότι όλα σε αυτή την ζωή συνδέονται με τον έρωτα και το σεξ. Ακόμα και ο θάνατος, ο οποίος μέσα στην αμεροληψία του, αποδεικνύεται τελικά άδικος με κάποιες επιλογές του και προσπαθεί μετά να διορθώσει τα αδιόρθωτα.

Σε αυτή την ιστορία ο σκηνοθέτης παίρνει πρώτα την γυναίκα και την τοποθετεί στη δίνη της αυτοκαταστροφής της. Στη συνέχεια τοποθετεί σε εκείνο το σημείο και τον άντρα, αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές μόνους να κάνουν αυτό που οι άνθρωποι ξέρουν να κάνουν καλύτερα. Να λουστούνε από έναν έρωτα που τον έχουνε ανάγκη. Όμως κάποιες αμαρτίες δεν ξεπλένονται με τίποτα. Ούτε φυσικά μπορούνε να κρυφτούν. Το μόνο που τους μένει είναι να φανερωθούν, γεννώντας στη συνέχεια τις συνέπειές τους.

Η ιστορία αυτή όμως δεν αποζητά την τιμωρία, ούτε τον ευτελισμό κανενός. Αποδεικνύει απλά ότι είμαστε όλοι κομμάτι μιας ζωής γεμάτης με αλληλένδετα περιστατικά και αλληλοεξαρτώμενους ανθρώπους. Όμως το μυστικό της ύπαρξής μας δεν κάνει να το μάθουμε ποτέ. Όσα και αν ζήσουμε σε αυτή την ζωή, όσα και αν καταφέρουμε να βιώσουμε. Σε κάνει όμως να αναρωτιέσαι. Πότε είμαστε ικανοί να κλάψουμε για κάποιον που έχουμε χάσει; Έστω και αθόρυβα. Ποιοί από εμάς αξίζουνε μια δεύτερη ευκαιρία και ποιοι όχι; Και τελικά, πόσες φορές μπορούμε να πεθάνουμε σε μια ζωή;

Chris Zafeiriadis