Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Steven Spielberg. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Steven Spielberg. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

The Sugarland Express (1974)


Πριν αρχίζω να αραδιάζω τα γραφόμενά μου για το ντεμπούτο του κ.Spielberg για την μεγάλη οθόνη, θα έπρεπε ίσως να κάνω μια μικρή, πλην όμως σημαντική, εξομολόγηση: Ξεκινώντας να τοποθετώ τις διάφορες σκέψεις για το επικείμενο γραπτό μου, συνειδητοποίησα ότι αναζητούσα τα κοσμητικά εκείνα επίθετα που θα αναδείκνυαν και θα παρουσίαζαν την συγκεκριμένη ταινία σαν ένα μικρό αριστούργημα, χαμένο ίσως κάτω από την διασημότητα των ταινιών που το ακολούθησαν. Όμως πάντα αριστούργημα. Λίγο πριν ολοκληρώσω τις σκέψεις μου «θυμήθηκα» (όπως πολλάκις έχει αποδείξει η ιστορία) ότι κάποιες ταινίες δεν έχουν ανάγκη από επιχρυσωμένα επίθετα, ούτε χρειάζονται οποιουδήποτε είδους φανφαρολογίας από πολυλογάδες σαν και του λόγου μου για να αποδειχθούν σπουδαίες. Διότι πολύ απλά η σπουδαιότητα τους έγκειται σε εκείνα που δεν φαίνονται στις μπροστινές εικόνες της, αλλά σε εκείνα που πηγάζουν από την προσωπικότητα του καθενός που τις παρακολουθεί. Κάπως έτσι, το Sugarland Express έχει διαφορετική αξία για τον καθένα από εμάς, κυρίως όμως για τον διάσημο δημιουργό του. Έναν δημιουργό τον οποίο θα βρεις στις μικρές λεπτομέρειες που κάνεις δεν προσέχει και φυσικά ελάχιστη σημασία έχουν για την κριτική στην παρούσα στιγμή.

Η ταινία ξεκινάει με ένα υπέροχο πλάνο του αμερικανικού επαρχιακού αυτοκινητόδρομου, παρμένο κατευθείαν από τον εξοντωτικό Duel, με τον ήχο των βενζινοκίνητων κινητήρων να διαπερνά την ατμόσφαιρα. Κάπου εκεί, ξεπροβάλλει και η νεαρή πρωταγωνίστρια (υπέροχη η Goldie Hawn την οποία για κάποιο λόγο δεν καταφέραμε ποτέ να ερωτευτούμε στην διάρκεια της καριέρα της), με σκοπό να «κλέψει» το έτερόν της ήμισυ από ένα επαρχιακό κρατητήριο. Ως μοναδική πρόθεση των δύο, είναι να ξαναπάρουν στα χέρια τους τον δίχρονο γιό τους, τον οποίο η πρόνοια αποφάσισε να τους στερήσει. Με αυτό τον τρόπο ξεκινάει μια σκονισμένη καταδίωξη, παρόμοια με εκείνη του Duel, μόνο που εδώ ο Spielberg εισάγει για πρώτη φορά και το στοιχείο της οικογένειας (το οποίο αποκωδικοποιείται πλήρως εδώ). Έτσι, μια ιστορία που πασχίζει να αποδείξει ότι once an outlaw, always an outlaw, μετατρέπεται σε μια αγνή αφιέρωση σ’ ένα νεαρό ζευγάρι που για χάριν της οικογενειακής συνένωσης, είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει όλη την σεριφο-βλαχιά της αμερικανικής αφέλειας. Οι δύο ανυπότακτοι νέοι επικηρύσσονται μονομιάς (κάτι σαν Bonnie και Clyde αλλά χωρίς τα εγκλήματα των τελευταίων) και όταν δεκάδες περιπολικά κυνηγάνε δύο τέτοιους μικροδραπέτες, σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος ασχολείται με όλους τους υπόλοιπους παράνομους αυτής της χώρας.

Βέβαια η ιστορία των δύο, αν και αληθινή, πάσχει από παντού. Δεν νοείται δηλαδή να καταδιώκεσαι από δεκάδες αντιπρόσωπους του νόμου και να θεωρείς ότι θα καταφέρεις να ζήσεις το όνειρο. Νομίζω όμως ότι έτσι αναδεικνύεται ένας ασυνήθιστος ρομαντισμός ο οποίος σιγά σιγά μοιάζει να εξαλείφεται από την καθημερινότητά μας. Ένας ρομαντισμός εμπλουτισμένος με μια soundtrack-ική φυσαρμόνικα, εφηβική ανυπομονησία και μπόλικο χιούμορ, όχι κατασκευασμένο αλλά ανόθευτο και ανεπιτήδευτο, σαν αυτό που μας χαρίζει που και που η ζωή (και στο οποίο λίγα χρόνια αργότερα θα αφιερωθούν οι περιπέτειες του μεγάλο Indy - και όχι μόνο).

Για να ολοκληρώσω: Μπορείς να ισχυριστείς ότι η ταινία στερείται καλλιτεχνικής σπουδαιότητας που θα την τοποθετήσει στο δημιουργικό πάνθεο του σκηνοθέτη (αν και τα περισσότερα πλάνα με τις παρθένες συγκρούσεις και τις φασαριόζικες ρήξεις, είμαι σίγουρος ότι τα ζηλεύουν ακόμα και σήμερα αρκετοί χολιγουντιακοί). Οφείλεις όμως να παραδεχτείς ότι μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους στο ηλιοβασιλεματικό φινάλε, η κινηματογράφηση της εκκεντρικής ιστορίας του ανυπότακτου αυτού ζευγαριού (το οποίο δεν χαρίστηκε σε κανέναν πλην του ισχυρότερου θεσμού), διαθέτει και, για να είμαστε ειλικρινείς, υπόκωφα συστήνει τα χαρακτηριστικά ενός εκ των σπουδαιότερων δημιουργών της κινηματογραφικής κουλτούρας. Γι’ αυτό και, εμμέσως, την απολαμβάνεις περισσότερο από όσο νομίζεις. Και ας μη το πιάνεις με την πρώτη.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Duel (1971) - (Original "Cut")

Έχω την εντύπωση ότι πολλοί από εμάς που (θέλουμε να) παρακολουθούμε φανατικά σινεμά, έχουμε μεγαλώσει και κινηματογραφικά ωριμάσει με τις ταινίες του Spielberg. Αυτός ο άνθρωπος κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη καρδιά μας διότι έχει την δυνατότητα να φτιάχνει σινεμά πλούσιο τόσο σε περιεχόμενο, όσο και σε οπτική. Μάλιστα, δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει κάποιος αυθεντικός κινηματογραφόφιλος εκεί έξω (επαγγελματίας κριτικός ή εραστής αυτής της τέχνης) που δεν έχει απολαύσει κάποιες από τις πιο όμορφες στιγμές του. Προσοχή όμως, χρησιμοποιώ την λέξη «απολαύσει» διότι αυτό είναι ένα δύσκολο ρήμα και κρύβει πολλά περισσότερα από πίσω, σε σύγκριση ας πούμε με το ρήμα «παρακολουθήσει» ή ακόμα και «κατανοήσει». Και η απόλαυση κύριοι, είναι από τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά αυτού του σκηνοθέτη.

Η παραπάνω εισαγωγή ίσως σε κάποιους να φαίνεται ανούσια (στους ίδιους κάποιους που φαίνονται ανούσιες και κάποιες ταινίες του Spielberg), κρύβει όμως μια παγιδευμένη αλήθεια, άρρητα συνδεδεμένη με την εν λόγω ταινία. Το Duel είναι μια σπάνια απολαυστική ταινία, όχι γιατί είναι τόσο όμορφα γυρισμένη (που είναι), αλλά γιατί καταφέρνει και μιλάει με μια διαχρονική ευκολία για τον σύγχρονο άνθρωπο, περιπαίζοντας κατά ένα τρόπο τα έμφυτα και αμετάβλητα ένστικτα επιβίωσης που υπάρχουν στον καθένα από εμάς. Μάλιστα ο Spielberg μοιάζει να προσπαθεί να εκθέσει τον ίδιο τον θεατή και την ζωή που τον έχει απορροφήσει στη μεγαλούπολή του. Όμως για να το πετύχει αυτό, he’s going to need a bigger …road. Πρέπει πρώτα να τον βγάλει από το αστικό του κέντρο και στη συνέχεια να τον τοποθετήσει στους ξεχασμένους και σκονισμένους αυτοκινητόδρομους της αμερικανικής επαρχίας. Εκεί που συντελείται το ξεγύμνωμα του πολιτισμικού του χαρακτήρα.

Ένας και μοναδικός είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο οποίος για επαγγελματικούς σκοπούς, παίρνει το αυτοκίνητό του και ταξιδεύει μόνος σε μια (σχεδόν) έρημη διαδρομή, όταν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το επιδιώκει, βρίσκεται σε ένα αγώνα δρόμου και επιβίωσης (“everybody runs”), αντιμέτωπος με ένα βρώμικο φορτηγό θηρίο. Έναν giant road shark που μοιάζει «εκ γενετής» κακός, προκαλεί τον τρόμο και επιτίθεται χωρίς προφανή κίνητρο στο θύμα του. Εντάξει, αυτό το τελευταίο ήταν πολύ εύκολο να το πω οπότε το παίρνω πίσω χωρίς να κάνω τον εύλογο συσχετισμό με την άλλη υπέροχη ταινία.

Ωστόσο, μέσα στην μοναξιά του δρόμου και των voice over σκέψεων, ο τυπικός πρωταγωνιστής του Duel χάνει την μοναδικότητά του. Ένας συνηθισμένος businessman της πόλης, με το συμβολικό όνομα Man(n), γίνεται η πλέον συμβολική μορφή του αστικού άντρα. Μεγαλωμένος με bugs bunny, McDonalds και Pinocchio, με συνηθισμένο ντύσιμο, συνηθισμένο μουστάκι και συνηθισμένη οικογένεια (σε ένα γρήγορο πλάνο φαίνονται τα δύο παιδιά μπροστά στην τηλεόραση να παίζουν με τα παιχνιδορομπότ τους, ενώ πιο σωστό θα ήταν να παίζουν με πλαστικούς δεινόσαυρους για να έχει περισσότερο ενδιαφέρον), αυτός ο καθημερινός άνθρωπος βγαίνει από την καθημερινότητά του και έρχεται σε στενές επαφές με την άγνωστη απειλή . Ένας ordinary man under extraordinary circumstances, όπως ακριβώς συνέβη έξι χρόνια αργότερα σε κάποιους άλλους τυπικούς πρωταγωνιστές, μια άλλης τυπικής κωμόπολης.

Ακριβώς απέναντί του βρίσκεται το άγνωστο «κακό». Ένα βρώμικο, απολίτιστο αλλά αποφασισμένο βυτίο, έτοιμο να σκορπίσει φλόγες (καθόλου τυχαία η επιγραφή «Flammable» στο πίσω μέρος), τρομοκρατεί τον έκπληκτο αμερικανό για λόγους που ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει, αποπνέοντας μονοξείδιο του άνθρακα και σκόνη την ίδια στιγμή που ο τρομοκρατημένος Mann αποπνέει ανασφάλεια και ανησυχία. Ο οδηγός τού βυτίου παραμένει αφανής, το μόνο που διακρίνεται είναι ένα αριστερό χέρι και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την ανθρώπινη μορφή και νοημοσύνη του (απ’ όσο γνωρίζω μπορεί να είναι ένας badass extra terrestrial που δεν του αρέσουν τα ποδήλατα και προτιμά μεγαλύτερα και ισχυρότερα οχήματα).

Αυτή η απροσδιόριστη απειλή του βρώμικου Peterbilt χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο στο τιμόνι, μονομαχεί με το μικροκαμωμένο Dodge Valiant του Mann σε ένα οδικό αγώνα επιβίωσης για έναν. Όμως την φυσιογνωμία του Mann τη γνωρίζουμε. Μάλιστα η πρώτη φορά που συστήνεται το πρόσωπό του στο κοινό, είναι μέσα από τον εσωτερικό καθρέπτη του αυτοκινήτου του. Λες και προσπαθεί ο Spielberg να δείξει ότι αυτός ο τυχαίος και μόνος άντρας, είναι ίσως η αντανάκλαση του ίδιου του θεατή, του κάθε σύγχρονου ανθρώπου (και αυτή είναι η έκθεσή του σε έναν κίνδυνο εκτός των ορίων που έχει κατασκευάσει για να τον προστατεύουν).

Και ο Mann χάνει τον προσανατολισμό του, έχοντας πρώτα χάσει την λογική του στην άσφαλτο. Χαρακτηριστική η σκηνή στο επαρχιακό καφέ όπου σταματάει για λίγο και τον ακούμε να χάνεται στις εξαντλημένες του σκέψεις, μη μπορώντας να σκεφτεί λογικά, ενώ βλέποντας τους πάντες γύρω του σαν υποψήφιους θύτες, καταλήγει τελικά αυτός να είναι ο απροσάρμοστος και ο διαφορετικός. Πλέον γίνεται φανερό ότι βρίσκεται εκτός των ορίων του πολιτισμού που γνωρίζει, χωρίς μάλιστα να μπορεί να δεχτεί βοήθεια από κανέναν. Και γι αυτό είναι αποφασισμένος να παλέψει.

Ολική επαναφορά στα πρωτόγονα ένστικτα για τον πρωταγωνιστή, ο οποίος επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του και γνωρίζει έναν άλλο Mann, εκείνον που μπορεί να αγωνιστεί, μπορεί να φτάσει στα άκρα, μπορεί ακόμα και να σκοτώσει αν χρειαστεί. Σε ένα υπέροχα κινηματογραφημένο και υπέροχα αγωνιώδες φινάλε ο Spielberg θα ολοκληρώσει τη σύγκρουση των δύο μονομάχων, φτάνοντας τον συμβολικό πρωταγωνιστή κυριολεκτικά στα άκρα, απολαμβάνοντας παράλληλα την φανέρωση της αληθινής του ταυτότητας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο διασκεδαστικό από την κατάρρευση του καμουφλάζ που έχτισε ο σύγχρονος άνθρωπος για να καλύψει την πρωτόγονη και ζωώδη φύση που κρύβει μέσα του. Ο αγώνας έχει ολοκληρωθεί και ο νικητής στέκεται μόνος ατενίζοντας το κενό που έχει απομείνει, έχοντας πια συνειδητοποιήσει ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι ενός άγνωστου και παρανοϊκού κόσμου. Τώρα όμως όλα έχουν τελειώσει, όλα έχουν αλλάξει και κατά ένα περίεργο τρόπο, όλα παραμένουν τα ίδια. Όπως ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα που χάνεται στην υπέροχη θέα ενός ανεξάντλητου ορίζοντα. Επιστροφή στη ζούγκλα.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Duel (1971)


I have the impression that many of us who are (or wannabe) avid film-goers have, not only grown up, but also cinematically matured with Spielberg’s films. This man possesses a well-earned special place in our hearts, as he is capable of making cinema rich in both content and visuals. For that matter, I find it hard to believe that there is someone out there who would call himself a true cineaste (be it a professional critic or an amateur of this art) and has not relished in some of Spielberg’s finest moments. But beware, I use the word “relished” on purpose, conscious of it being a difficult verb that connotes a lot more, in contrast to say “watched” or even “comprehended”. And relishing, ladies and gentlemen is one of the distinctive traits of this particular director.

The introductory remarks above may sound insipid (to the same people who think that some of Spielberg’s films may be insipid), yet in them lies a trapped truth, inextricably linked with the film in question. Duel is a film of rare pleasures, not so much for its elegant shooting (true as that may be), but for being able to talk about the modern man with timeless ease, and in its way mock the innate and immutable survival instincts within each one of us. As a matter of fact, Spielberg seeks to expose the viewer himself, and the way his life has been absorbed by the big bad city. But for this to be achieved, he’s going to need a... bigger road. He must first of all get him out of the urban centre and place him in the forgotten dusty roads of the American wasteland. There he will undergo a violent cultural stripping.

The film features a one and only central character, on the road for a business trip. He travels alone in an almost deserted highway, and during that trip, and without either wanting it or having sought it, he finds himself in a race of survival (“everybody runs”), face to face with a mammoth dirty truck. A giant road shark, who seems to be the ultimate-born baddy, terrifies and attacks his victim without obvious motivation. All right... the last bit was a bit too easy, so I take it back without wanting to push further the obvious reference to that other glorious movie.

Amidst the loneliness of the road and in the middle of voice-over thoughts, Duel’s typical protagonist looses his singularity. He is a common city businessman, with the name Man(n), thus becoming the ultimate symbol of the urban man. Raised with Bugs Bunny, McDonalds and Pinocchio, with the regular business apparel, the regulation moustache, and the quotidian family life (in a passing shot we can see his two children in front of the TV set playing with their toy-robots, whereas it might have been more apt to have them play with their toy-dinosaurs), this every-day man escapes his everydayness and comes in close encounter with an alien threat. An ordinary man under extraordinary circumstances, just how it would be six years later with some other typical guy from another average county town.

Across him lies an unknown “evil”. A dirty, rough but ready fuel truck, ready to shoot flames (as the sign “Flammable” on its back aptly reminds), horrifies the astounded American for reasons beyond his comprehension. It breathes carbon monoxide and dust at the same time as the terrified Mann reeks of insecurity and anxiety. The truck’s driver remains invisible, with only his left arm on show, and we can only speculate on his human form and mind (for all we know, he can be a badass extraterrestrial who hates bikes and goes for jumbo power-vehicles).

The dirty Peterbitt, an indeterminate threat with a faceless driver, duels with Mann’s relatively petit Dodge Valiant in a road race for survival, where a single man will prevail. But Mann’s face is familiar, having introduced himself to the audience through a shot in his rear-view mirror, in the beginning of the film. It is as if Spielberg is trying to show that this average Mann is the reflection of the viewer himself, of any modern average man (and that this duel is his exposure to a danger out of the boundaries he has build for his self-protection).

And as Mann loses his sense of direction, his senses have already been lost on the road. In a characteristic scene Mann stops at a small-town cafe and he is pictured lost in his exhausted ramblings, unable to think straight. Everyone around him seems a potential perpetrator, but in the end the abnormal and suspicious behaviour is his. It is obvious by that stage that he has reached beyond the bounds of the world familiar to him, unable to seek help, and therefore determined to withstand.

Total recall of the basic instincts for the protagonist, who redefines himself and gets acquainted with another Mann; he who can fight, push his limits and kill if he must. In a beautifully shot and marvellously suspenseful finale, Spielberg will bring the duel to a close, taking his symbolic protagonist literary to the edge and at the same time relishing in the revelation of his true identity. It seems that nothing is more entertaining than the collapse of the elaborate camouflage that man has built for concealing his primal and animal-like nature. The race is over with the winner looking out into the void and realising that he is an inextricable part of this unfamiliar and paranoid world. But everything is over, and everything has changed for everything to stay the same. Like a spectacular sunset, lost in the magnificent view of an infinite horizon. Return to the jungle.

Chris Zafeiriadis
Translation by (the mighty) Sylvia Karastathi