Πριν αρχίζω να αραδιάζω τα γραφόμενά μου για το ντεμπούτο του κ.Spielberg για την μεγάλη οθόνη, θα έπρεπε ίσως να κάνω μια μικρή, πλην όμως σημαντική, εξομολόγηση: Ξεκινώντας να τοποθετώ τις διάφορες σκέψεις για το επικείμενο γραπτό μου, συνειδητοποίησα ότι αναζητούσα τα κοσμητικά εκείνα επίθετα που θα αναδείκνυαν και θα παρουσίαζαν την συγκεκριμένη ταινία σαν ένα μικρό αριστούργημα, χαμένο ίσως κάτω από την διασημότητα των ταινιών που το ακολούθησαν. Όμως πάντα αριστούργημα. Λίγο πριν ολοκληρώσω τις σκέψεις μου «θυμήθηκα» (όπως πολλάκις έχει αποδείξει η ιστορία) ότι κάποιες ταινίες δεν έχουν ανάγκη από επιχρυσωμένα επίθετα, ούτε χρειάζονται οποιουδήποτε είδους φανφαρολογίας από πολυλογάδες σαν και του λόγου μου για να αποδειχθούν σπουδαίες. Διότι πολύ απλά η σπουδαιότητα τους έγκειται σε εκείνα που δεν φαίνονται στις μπροστινές εικόνες της, αλλά σε εκείνα που πηγάζουν από την προσωπικότητα του καθενός που τις παρακολουθεί. Κάπως έτσι, το Sugarland Express έχει διαφορετική αξία για τον καθένα από εμάς, κυρίως όμως για τον διάσημο δημιουργό του. Έναν δημιουργό τον οποίο θα βρεις στις μικρές λεπτομέρειες που κάνεις δεν προσέχει και φυσικά ελάχιστη σημασία έχουν για την κριτική στην παρούσα στιγμή.
Η ταινία ξεκινάει με ένα υπέροχο πλάνο του αμερικανικού επαρχιακού αυτοκινητόδρομου, παρμένο κατευθείαν από τον εξοντωτικό Duel, με τον ήχο των βενζινοκίνητων κινητήρων να διαπερνά την ατμόσφαιρα. Κάπου εκεί, ξεπροβάλλει και η νεαρή πρωταγωνίστρια (υπέροχη η Goldie Hawn την οποία για κάποιο λόγο δεν καταφέραμε ποτέ να ερωτευτούμε στην διάρκεια της καριέρα της), με σκοπό να «κλέψει» το έτερόν της ήμισυ από ένα επαρχιακό κρατητήριο. Ως μοναδική πρόθεση των δύο, είναι να ξαναπάρουν στα χέρια τους τον δίχρονο γιό τους, τον οποίο η πρόνοια αποφάσισε να τους στερήσει. Με αυτό τον τρόπο ξεκινάει μια σκονισμένη καταδίωξη, παρόμοια με εκείνη του Duel, μόνο που εδώ ο Spielberg εισάγει για πρώτη φορά και το στοιχείο της οικογένειας (το οποίο αποκωδικοποιείται πλήρως εδώ). Έτσι, μια ιστορία που πασχίζει να αποδείξει ότι once an outlaw, always an outlaw, μετατρέπεται σε μια αγνή αφιέρωση σ’ ένα νεαρό ζευγάρι που για χάριν της οικογενειακής συνένωσης, είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει όλη την σεριφο-βλαχιά της αμερικανικής αφέλειας. Οι δύο ανυπότακτοι νέοι επικηρύσσονται μονομιάς (κάτι σαν Bonnie και Clyde αλλά χωρίς τα εγκλήματα των τελευταίων) και όταν δεκάδες περιπολικά κυνηγάνε δύο τέτοιους μικροδραπέτες, σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος ασχολείται με όλους τους υπόλοιπους παράνομους αυτής της χώρας.
Βέβαια η ιστορία των δύο, αν και αληθινή, πάσχει από παντού. Δεν νοείται δηλαδή να καταδιώκεσαι από δεκάδες αντιπρόσωπους του νόμου και να θεωρείς ότι θα καταφέρεις να ζήσεις το όνειρο. Νομίζω όμως ότι έτσι αναδεικνύεται ένας ασυνήθιστος ρομαντισμός ο οποίος σιγά σιγά μοιάζει να εξαλείφεται από την καθημερινότητά μας. Ένας ρομαντισμός εμπλουτισμένος με μια soundtrack-ική φυσαρμόνικα, εφηβική ανυπομονησία και μπόλικο χιούμορ, όχι κατασκευασμένο αλλά ανόθευτο και ανεπιτήδευτο, σαν αυτό που μας χαρίζει που και που η ζωή (και στο οποίο λίγα χρόνια αργότερα θα αφιερωθούν οι περιπέτειες του μεγάλο Indy - και όχι μόνο).
Για να ολοκληρώσω: Μπορείς να ισχυριστείς ότι η ταινία στερείται καλλιτεχνικής σπουδαιότητας που θα την τοποθετήσει στο δημιουργικό πάνθεο του σκηνοθέτη (αν και τα περισσότερα πλάνα με τις παρθένες συγκρούσεις και τις φασαριόζικες ρήξεις, είμαι σίγουρος ότι τα ζηλεύουν ακόμα και σήμερα αρκετοί χολιγουντιακοί). Οφείλεις όμως να παραδεχτείς ότι μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους στο ηλιοβασιλεματικό φινάλε, η κινηματογράφηση της εκκεντρικής ιστορίας του ανυπότακτου αυτού ζευγαριού (το οποίο δεν χαρίστηκε σε κανέναν πλην του ισχυρότερου θεσμού), διαθέτει και, για να είμαστε ειλικρινείς, υπόκωφα συστήνει τα χαρακτηριστικά ενός εκ των σπουδαιότερων δημιουργών της κινηματογραφικής κουλτούρας. Γι’ αυτό και, εμμέσως, την απολαμβάνεις περισσότερο από όσο νομίζεις. Και ας μη το πιάνεις με την πρώτη.
Chris Zafeiriadis





