Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα John Huston. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα John Huston. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

The Maltese Falcon (1941) - Uncut English Version

“Well, if you loose a son it’s possible to get another. But there’s only one Maltese falcon…”

And this was only the beginning – one could say- for the director, who not only founded what was later to be known as American Noir, but managed with his first directorial debut to shape a whole cinematic era, creating a timeless film, unfading in the history of our beloved art.

But....
While this might have been the beginning for a somewhat boldacious review on the larger-than-life, cinematic Maltese Falcon, yet, I believe that above all else such a gesture presupposes a confession, necessary on my part, to the (equally) boldacious readers. Besides, I think I owe it, for a multitude of reasons.

With regard to my taste and cinematic development, the director/auteur in question is not only a widely recognisable figure in the long history of cinematic art. He is first and foremost an artist of (bottomless) inspiration, (mentoring) talent and an object of (personal) admiration, both for the way he conducted his earthy life and for the indisputable value of his work. Therefore, the present piece (more a personal tribute than a film review) is a subjective look and not an objective approach to the Falcon. So now I can take the whole thing from the beginning.

Filmed in a still incubatory era for Western cinema, The Maltese Falcon was there at the birth of three major components of its thereafter development. First of all, the film releases the 42-year-old Bogart from (relative) obscurity, granting him one of the defining roles in his career (along with the mighty High Sierra of the same year), and giving us an idoladored actor whose performance bewitches even in its nth repeat. Second, it announces the directorial presence of Huston, who upon realising that screenwriting is not fulfilling him, embarks on a directorial debut, which in turn resulted in a mythical now film. Third and foremost, The Maltese Falcon will signal the birth of American Noir, presenting cinema goers (and especially the devoted fans of the genre) with a perfect measuring device, against which they were to judge the noirs to follow. And in my opinion few were the films that have achieved so much with such meagre means to their disposal.

Of course all of the above meant very little back then. Cinematic history had already been written in the 1930s with Hawks, Capra, Vidor, Whale, the Marx Brothers and Chaplin being the major celluloid soloists (Keaton would be my personal preference for reasons which far exceed the limits of this piece). With such cinematic history to live up to, the anticipated success of Huston’s Falcon – being the third attempt to adapt the Dashiell Hammett novella – was limited, a thing of wonder bearing in mind that it was left to a vagabond, insignificant and inexperienced director.

Yet it was Huston’s creative restlessness, story-telling genius and professional dedication that transformed the film into a pioneering masterpiece. “Every scene to be shot is to be the key scene of the film” advised the studio producer, and Huston set out to realise exactly this. A diamond falcon, imperious, ageless and magnificent as this one is, becomes the object of desire for many of film’s characters (prophesying the profit-driven Sierramadrics). Its power lies not in transforming people, but in magnetising those with the most intense, self-centred, indelible features. A vain Mafioso (Greenstreet), a deceiving female (Astor) a small-time crook of short stature (Lorre) and an unscrupulous private eye (Bogart) will clash and confront each others’ lies, quick-witted minds and instincts, in order to find themselves in the most desirable position in the whole story.

The Private Eye, who happens to combine the features of all of the above characters, will be the first beloved of the Hustonian universe. With the camera accentuating his expressive powers, Bogart defends an outdated code of honour; he will scorn and reject the stuff that dreams are made of, at the same time as he rejects the (doubtful) love of the female, leaving only echoes of false promises and lost opportunities to reverberate in an empty room. He will end up alone, alone in uncompromised honour; the loner who never surrendered to anyone but us, who until today, seventy years later marvel at the strength and integrity of his character.

And this was only the beginning...

Chris Zafeiriadis
(Translated by Sylvia Karastathi)

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

The Maltese Falcon (1941)

“Well, if you loose a son it’s possible to get another. But there’s only one Maltese falcon…”

Και αυτό ήταν μόνο η αρχή, θα μπορούσαμε να πούμε, για έναν σκηνοθέτη ο οποίος όχι μόνο θεμελίωσε αυτό που λίγο αργότερα θα αποκαλούσαμε αμερικανικό νουάρ, αλλά κατάφερε με αυτή εδώ την πρώτη του προσωπική σκηνοθετική δημιουργία, να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη κινηματογραφική εποχή, δημιουργώντας μια από τις διαχρονικότερες και πιο αναλλοίωτες ταινίες στην ιστορία της αγαπημένης μας τέχνης.

Ενώ όμως κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός θρασύτολμου κειμένου τοποθετημένου και αφιερωμένου στο υπερμεγέθες κινηματογραφικό Γεράκι της Μάλτας, εντούτοις, πριν από όλα τα υπόλοιπα, πιστεύω ότι μια τέτοια πράξη, προϋποθέτει μια προσωπική και κυρίως αναγκαία εξομολόγηση προς τους (επίσης) θρασύτολμους αναγνώστες. Άλλωστε, νομίζω πως κάτι τέτοιο, για πολλούς λόγους, το οφείλω.

Όσον αφορά το γούστο και την προσωπικότητα του γράφοντος, ο εν λόγω σκηνοθέτης-δημιουργός δεν αποτελεί απλά μια ευρέως αναγνωρισμένη φιγούρα στην μακρά ιστορία της έβδομης τέχνης. Αποτελεί κυρίως μια προσωπικότητα (αστείρευτης) έμπνευσης, (διδακτικού) ταλέντου και (προσωπικού) θαυμασμού, τόσο προς το πρόσωπό και τον βίο του, όσο και στο αδιαφιλονίκητο έργο του. Ως εκ τούτου, το παρόν (περισσότερο προσωπικό και λιγότερο κινηματογραφικό) κείμενο χαρακτηρίζεται μάλλον ως μια υποκειμενική ματιά και όχι ως μια αντικειμενική προσέγγιση του Γερακιού. Οπότε τώρα μπορώ να τα πάρω όλα από την αρχή (όσο σχετικό και αν ακούγεται αυτό).

Σε μια κινηματογραφικά εκκολαπτόμενη ακόμα εποχή για την Δύση, το Γεράκι της Μάλτας αποτελεί την γέννηση τριών σημαντικών παραμέτρων για την μετέπειτα εξέλιξη του κινηματογράφου. Πρώτον, βγάζει από την (σχετική πάντα) αφάνεια τον σαρανταδυάχρονο τότε Bogart, χαρίζοντάς σε αυτόν έναν από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους της καριέρας του (παράλληλα με το επίσης πανύψηλο High Sierra της ίδιας χρονιάς) και σε εμάς έναν ειδωλολατρεμένο ηθοποιό που όσες φορές και αν τον παρακολουθήσεις στην οθόνη τόσες θα καταφέρει να σε μαγέψει. Δεύτερον, σηματοδοτεί την σκηνοθετική πια παρουσία του Huston ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η σεναριογραφή δεν τον γεμίζει όσο θα ήθελε, χαρίζοντας στον εαυτό του ένα αδιαμφισβήτητο ντεμπούτο και σε εμάς μια μυθική πλέον ταινία. Τρίτον και σημαντικότερον, το Γεράκι της Μάλτας θα σημάνει την γέννηση του αμερικάνικου νουάρ, χαρίζοντας σε όλους (και ιδίως στους λάτρεις του είδους) ένα διαχρονικό μέτρο σύγκρισης όσων θα (το) ακολουθήσουν. Και νομίζω ότι ελάχιστες είναι οι ταινίες οι οποίες έχουν καταφέρει τόσα πολλά με τα ελάχιστα που διέθετε ο δημιουργός τους.

Όλα αυτά βέβαια ελάχιστη σημασία είχαν εκείνη την εποχή. Άλλωστε η ιστορία είχε ήδη γραφτεί στα thirties με τον Hawks, τον Capra, τον Vidor, τον Whale, τους αδελφούς Marx και τον Chaplin να δίνουν το δικό τους κινηματογραφικό ρεσιτάλ (αν και προσωπικά πάντα μου άρεσε περισσότερο ο Keaton, αλλά αυτό είναι μια ιστορία η οποία δεν χωράει εδώ). Οπότε και η επιδιωκόμενη επιτυχία του Γερακιού, η τρίτη κατά σειρά προσέγγιση της νουβέλας του Dashiell Hammett, από έναν περιπλανώμενο, άσημο και άπειρο σκηνοθέτη φάνταζε ως κάτι το ακατόρθωτο.

Όμως η καλλιτεχνική ανησυχία, η αφηγηματική δεινότητα και η επαγγελματική αφοσίωση του Huston μετέτρεψαν την ταινία σε πρωτοποριακό αριστούργημα. «Κάθε σκηνή που γυρίζεται είναι η σπουδαιότερη της ταινίας» του είχε πει ο παραγωγός και αυτός έβαλε σκοπό να το κάνει πραγματικότητα. Ένα αδαμάντινο γεράκι, αγέρωχο, αγέραστο και μεγαλοπρεπές όπως είναι, αποτελεί το αντικείμενο του πόθου των περισσοτέρων χαρακτήρων (κατά ένα profit-ικό τρόπο sierramadrικοί όλοι τους), έχοντας την δύναμη όχι να μεταλλάσσει τους ανθρώπους αλλά να μαγνητίζει εκείνους με τα πιο έντονα, εγωκεντρικά και κυρίως ανεξίτηλα χαρακτηριστικά. Ένας φίλαυτος μαφιόζος (Greenstreet), μια ψεύτρα γυναίκα (Astor) ένας μικροκαμωμένος μικροαπατεώνας (Lorre) και ένας αδίστακτος ντέντεκτιβ (Bogart) θα συγκρουστούν με τα ψέματά, την ευστροφία και τα ένστικτά τους, διεκδικώντας το πολυπόθητη θέση τους στην ιστορία.

Αυτός ο τελευταίος, που τυχαίνει να διαθέτει και όλα τα χαρακτηριστικά των υπολοίπων, θα είναι και ο πρώτος αγαπημένος του Hustonικού σύμπαντος. Κατέχοντας την εκφραστική δύναμη που του χαρίζει η κάμερα και υπερασπιζόμενος έναν χαμένο κώδικα ηθικής, θα απαξιώσει και θα αρνηθεί το υλικό από τα οποία φτιάχνονται τα όνειρα ενώ ταυτόχρονα θα απαρνηθεί και τον (αμφίβολο) έρωτα εκείνης, αφήνοντας μόνο την ηχώ των χαμένων υποσχέσεων και τον χαμένων ευκαιριών να σιγοσβήνει σε ένα άδειο δωμάτιο. Θα μείνει μόνος, αλλά ως ο μόνος τίμιος που δεν χαρίστηκε σε κανέναν, παρά μόνο σε εμάς που ακόμα και σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, θαυμάζουμε την δύναμη και το ακέραιο ενός τέτοιου χαρακτήρα.

Και αυτό ήταν μόνο η αρχή.

Chris Zafeiriadis