Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Billy Wilder. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Billy Wilder. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Sabrina (1954)

Για την σπουδαιότητα του Billy Wilder μπορεί κάποιος να μιλάει για ώρες. Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, στην σχεδόν σαραντάχρονη σκηνοθετική του καριέρα, μπορείς να αντικρίσεις αναρίθμητα αριστουργήματα παντός τύπου, από μικρά και ιδιαίτερα διαμαντάκια έως υπερμεγέθεις στιγμές της ιστορίας του σινεμά που όσα χρόνια και αν περάσουν θα λάμπουν σαν αστέρια στον βαθύχρωμο και μακρινό ουρανό. Άλλωστε δεν χαρακτηρίζεται τυχαία ως ένας από τους αρχιτέκτονες του μεταπολεμικού Hollywood, όπως συχνά αναφέρεται στα βιβλία της κινηματογραφικής ιστορίας. Επιλέγω σε αυτό το σημείο να μιλήσω για την γλυκιά Sabrina, όχι γιατί είναι μια από τις γνωστότερες στιγμές του, ούτε γιατί παίζεται αυτό τον καιρό στις ελληνικές αίθουσες, αλλά γιατί μια τέτοια ταινία έχει την δύναμη να αφυπνίζει ενστικτώδη συναισθήματα αγαπησιάρικης επιθυμίας, δημιουργώντας παράλληλα μια αισιόδοξη διάθεση την οποία εποχές σαν και αυτή που διανύουμε, οι περισσότεροι από εμάς την έχουνε ανάγκη.

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια μεγάλη οικογένεια η οποία ζούσε σε μια πλούσια έπαυλη, στη βόρεια ακτή του Long Island, λίγο έξω από την Νέα Υόρκη. Και αυτό μοιάζει το κατάλληλο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσει ο σκηνοθέτης να παρουσιάσει την αμερικανική «ελίτ», λογοκρίνοντας, έστω και ακροθιγώς, ένα μέρος της πλουτοκρατικής ανα-παράστασης ιδεών και αξιών, καθώς επίσης και της εμπορευματοποίησης των σχέσεων που διέπουν τέτοιους είδους ανθρώπους. Όμως η ουσία της ταινίας θα έλεγα πως δεν είναι ακριβώς αυτή. Η εύπορη αυτή οικογένεια είχε δύο όμορφους γιούς, έναν αφοσιωμένο στις επιχειρήσεις (από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του Humphrey Bogart) και έναν άλλο αφοσιωμένο στις γυναίκες (εξόχως απολαυστική η εικόνα του William Holden). Αυτός ο τελευταίος είναι που κλέβει την καρδιά της κόρης του φτωχού σοφέρ, η οποία καρδιοχτυπά για έναν έρωτα χωρίς αντίκρισμα. Άλλωστε πλούσιοι και φτωχοί συνήθως βαδίζουν σε διαφορετικούς δρόμους, ενώ φτωχοκόριτσα σαν την Sabrina έχουν μάθει να περνάνε τελείως απαρατήρητα, χωρίς καμία δυνατότητα διεκδίκησης μιας καλύτερης ζωής. Ή μήπως δεν είναι έτσι;

Αμέσως μετά την πανέμορφη Ρώμη, η γοητευτική miss Hepburn ταξιδεύει στο λαμπερό Παρίσι, όχι για να γνωρίσει την μαγική αυτή πόλη (αυτό θα το κάνει λίγα χρόνια αργότερα στο ραντεβουδιάρικο Charade) αλλά για να αναδείξει τον εαυτό που έκρυβε μέχρι τώρα πίσω από τα αθώα μάτια της. Ο Wilder παίρνει το ταπεινό κορίτσι της ιστορίας και το μεταμορφώνει σε ποθητή (γι’ αυτό και επικίνδυνη) γυναίκα η οποία διεκδικεί όλα όσα η ζωή έμοιαζε να της χρωστάει μέχρι τώρα. Και μπορεί η Sabrina να επιστρέφει στην Αμερική ως γοητευτική (και γοητευμένη) ύπαρξη, μέσα της όμως παραμένει ένα κορίτσι που προσπαθεί να αγγίξει το φεγγάρι, όσο μακριά και αν αυτό στέκεται και την κοιτάζει. Όπως όμως στη ζωή, έτσι και στην ιστορία, ο έρωτας χτυπάει εκεί που θέλει αυτός, κοροϊδεύοντας τις περισσότερες φορές τους ανθρώπους που τον περιμένουν. Η Sabrina βρίσκεται πλέον ανάμεσα στους δυο αδερφούς, ένα σύμπλεγμα αναζήτησης συναισθημάτων και αλήθειας για το τι πραγματικά μας κάνει ευτυχισμένους. Για το τι είναι αυτό που μας κάνει να χαμογελάμε, όχι από υποχρέωση αλλά από αστραφτερή ευχαρίστηση.

Το πόνημα του Wilder μπορεί να τοποθετείται σε μια άλλη, φιλμικά ασπρόμαυρη εποχή, αποπνέει όμως μια κινηματογραφική φρεσκάδα την οποία ελάχιστες ταινίες διαθέτουν ακόμα στο σήμερα. Ίσως αυτή η διαχρονικότητα να οφείλεται στις αφελείς αντρικές αλήθειες που κρύβονται πίσω από τους διαλόγους, ίσως μέσα στα αθάνατα μάτια της λαμπερής πρωταγωνίστριας ή ακόμα και στην εξέχουσα αφηγηματική ικανότητα του σκηνοθέτη όπου εδώ προτιμά λιγότερο να λογοκρίνει και περισσότερο να χαμογελάει, προσπαθώντας να δώσει αξία στα συναισθήματα που κατακλύζουν την ζωή χωρίς να μας ρωτήσουν. Και τα όνειρα που πραγματοποιούνται, αρκεί ο κάθε ονειροπόλος να πιστέψει σε αυτά. Παραμύθια, θα μου πει κάποιος. Βγαλμένα από την ζωή θα του απαντήσω. Μια ζωή γλυκιά και όμορφη, σαν τριαντάφυλλο ανθισμένο. 'La Vie En Rose' που λένε και οι Γάλλοι.

Chris Zafeiriadis

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

The Apartment (1960)

Είμαι σίγουρος ότι και μόνο το όνομα του Billy Wilder στους τίτλους μιας ταινίας, είναι ικανό να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης στους απανταχού κινηματογραφόφιλους που αρέσκονται να ταξιδεύουν στο σινεμά του χτες. Όχι άδικα. Προσωπικά, μια γλυκόπικρη μελαγχολία με πιάνει για εκείνη την κινηματογραφική εποχή, που μπορεί να μην ζήσαμε και ίσως ποτέ να μην καταλάβουμε πλήρως, καταφέραμε όμως μέσα από τις εικόνες να γνωρίσουμε, αποκομίζοντας όσα περισσότερα μπορούμε από αυτούς που απλόχερα μας χάρισαν το έργο τους και που ακόμα και σήμερα, καταφέρνουν και ζωγραφίζουν το χαμόγελο στα χείλη των ανθρώπων. Ωστόσο, με την γκαρσονιέρα, το πιο καταστασιακό ίσως έργο του, o Wilder καταφέρνει και αναδεικνύει μερικά από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά, όχι της Αμερικής του χτες, αλλά του ανθρώπου του σήμερα (και του κάθε σήμερα), χωρίς καν να γίνεται φορτικός, διδακτικός, ή βαρύγδουπα δηλωτικός. Και αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι έχουν καταφέρει.

Σαν ένας καλός φίλος (πια), ο πρωταγωνιστής Baxter μπορεί να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός περήφανου, φιλόδοξου, επιπόλαιου - σε στιγμές εσωτερικής σύγχυσης – νεαρού των pre-swinging sixties (όχι του Λονδίνου αλλά της Αμερικής), ελάχιστα όμως διαφέρει από τους σημερινούς swingers της stressful (ή stress-fool όπως θα έλεγε κάποιος αυστηρότερος) καθημερινότητας.

Μέσα στο άγχος, την ανασφάλεια, την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τον φόβο της αυριανής μέρας, αλλά πάντα ευγενικός και με το χαμόγελο στο πρόσωπό του (και αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα της ταινίας), αυτός ο απηυδημένος εξυπηρετητής (έξοχος ο Lemmon – αλλά η αναφορά αυτή δεν χρειαζόταν καν), τοποθετημένος πίσω από το γραφείο του 19ου ορόφου της εταιριακής δουλειάς του, αναγκάζεται να επαληθεύει καθημερινά το μότο «όλοι για έναν και ένας για όλους», ανταλλάσσοντας την επαγγελματική του καταξίωση με τον προσωπικό χώρο του σπιτιού του τον οποίο παραχωρεί στους ανωτέρους του με σκοπό να ικανοποιήσουν τα ξετσίπωτα και παράνομα ένστικτά τους, όχι από οίκτο προς το πρόσωπό τους αλλά από την ανάγκη της επιβίωσης, μια ανάγκη που εκείνοι του επιβάλουν και που η αποδοχή της μοιάζει να έρχεται με απόλυτα φυσικό τρόπο. Εκβιαστικά.

Βέβαια, ο Wilder γνωρίζει αρκετά καλά τους ανθρώπους για να σταθεί μόνο σε αυτό. Δεν αφήνει ασχολίαστη την γυναίκα, μάλιστα της χαρίζει και έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο, τον ιδιαιτερότερο θα έλεγα στην ταινία, με την παρουσία της να κρίνεται τουλάχιστον καταλυτική. Η Fran, σαν μια άλλη καλή φίλη και αυτή (έξοχη η MacLaine – αλλά ούτε και αυτή η αναφορά χρειαζόταν) η οποία ερωτεύεται τον λάθος άνθρωπο, στο λάθος μέρος και την λάθος στιγμή, όπως η ίδια εξομολογείται, μπορεί να είναι μία από τις κοπέλες που επισκέπτονται την γκαρσονιέρα για να συνευρεθούν παράνομα και να ικανοποιήσουν τα χονδροειδή ένστικτα του αφεντικού, δεν παύει όμως να είναι και ο κρυφός έρωτας του Baxter, η κοπέλα που καθημερινά βλέπει στη δουλειά του αλλά αδυνατεί να πλησιάσει ερωτικά.

Και κάπου εδώ είναι που ο είρωνας Wilder τοποθετεί τον ήρωα του στο σταυροδρόμι της ζωής. Τον αφήνει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τον ρόλο του «εξυπηρετητή», ξεπουλώντας τα συναισθήματά του για την θέση του γραφείου, ή θα αρνηθεί την επαγγελματική καταξίωση, κρατώντας όμως την αξιοπρέπεια ενός μοναχικού πλην τίμιου ήρωα που δεν χάνει την πίστη του, μαθημένος να κοιτά το μέλλον με αισιοδοξία. Ταυτόχρονα όμως υπενθυμίζει σε όλους εμάς τους θεατές ότι τα πάντα σε αυτή την ζωή έχουν το τίμημά τους και οι επιλογές του σήμερα αντηχούν στο μέλλον και μάλιστα με χαρακτηριστική ευκολία.

Όμως ο Wilder δεν είναι κακός μαζί μας. Ξέρει ότι έχει δίκιο σε αυτά που λέει, μπορεί να ηθικολογεί ξεδιάντροπα, αλλά προτιμά να είναι επιεικής και χαμογελαστός, παρά να χάνεται σε μια άνευ λόγου αυστηρότητα. Με μία κωμική, σχεδόν ρομαντική θα έλεγε κανείς, διάθεση, προσεγγίζει τους ήρωες του (και κατ’ επέκταση τους εαυτούς μας), τοποθετώντας στο μόνο μέρος που μπορούν να αισθάνονται ελεύθεροι και αληθινοί, σε μια μικρή γκαρσονιέρα κρυμμένη μέσα στο χάος της μεγαλούπολης. Μια γκαρσονιέρα που δεν μπορεί να μπει σε κανένα χρονοντούλαπο γιατί πολύ απλά μέσα στους τέσσερις τοίχους της έχει χωρέσει όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, όλα τα λάθη μας αλλά και όλα τα γούστα μας. Και το κάνει με ένα αστεία οικείο τρόπο, τόσο που σε κάνει να μη θέλεις να φύγεις από αυτήν. Και που να πας άλλωστε.? Άσε που ο Baxter έχει πάρει και εκείνα τα κρακεράκια που του είχανε τελειώσει.

Φίλε, νομίζω πως θα καθίσω για ένα μαρτίνι ακόμα...

Chris Zafeiriadis