Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Whatever Works (2009)


Ο Boris μας βλέπει. Όπως τον βλέπουμε, τον ακούμε και τον νιώθουμε και εμείς. Μόνο που αυτός μπορεί να μας μιλήσει, ενώ εμείς όχι. Μάλιστα αυτός μπορεί να μιλήσει σε όλους όσους τον παρακολουθούν ενώ εμείς μόνο σε όσους βρίσκονται δίπλα μας. Αυτό δεν είναι δείγμα μεγαλομανίας φυσικά, αλλά χάρη. Η χάρη τού να βρίσκεσαι από την άλλη πλευρά την οθόνης και να εκθέτεις τον εαυτό σου, χωρίς να σε νοιάζει (ίσως επειδή έχει σταματήσει να σε νοιάζει), εκθέτοντας παράλληλα και την αλήθεια που κατάφερες να εκμαιεύσεις από την ζωή. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις, δεν λένε; Και στις εκπλήξεις δεν κάνει εξαιρέσεις.

Πνιγμένος ανάμεσα στην στρυφνότητα και την απαισιοδοξία ενός σχεδόν γεροπαράξενου υποχόνδριου, μονίμως κατσουφιασμένου (και μεμψίμοιρου) αστού, απρόσμενα αγενής και (συμπερασματικά) άτυχος, χωρίς ίχνος γοητείας ή χαμόγελου, ο Boris είναι από εκείνους τους χαρακτήρες που τους αρέσει να μιλάνε έξω από τα δόντια. Γεγονός που κάποιους τους ελκύει σαν μαγνήτης, ενώ κάποιους άλλους (τους περισσότερους, μάλλον) τους απωθεί. Ένας άνθρωπος αυστηρός και θυμωμένος με τους ανθρώπους στα όρια της μισανθρωπίας, με μοναδική επιθυμία την ησυχία και την τετελεσμένη κριτική του.

Μέσου αυτού του περίεργου χαρακτήρα, αποκαλύπτεται το προσωπείο ενός θυμωμένου με τον (οποιονδήποτε) Θεό ανθρώπου, ο οποίος δεν συνειδητοποιεί απλά την θνησιμότητα που κουβαλάμε στην πλάτη μας όλοι, αλλά και την ματαιότητα της ατέρμονης αναζήτησης ενός απώτερου νοήματος. Ή για να το πω απλά (μιας και ο δημιουργός το παρουσιάζει χαριτωμένα εμμέσως) ενός ανθρώπου που δεν του έχει κάτσει ακόμα, γι’ αυτό και έχει σταματήσει να ελπίζει. Σε κάνει να αναρωτιέσαι βέβαια πως ένας τέτοιος χαρακτήρας χωράει σε μια παθιασμένη φιλμογραφία, η οποία βρίθει από ερωτοχτυπημένα συναισθήματα, αυθαίρετες απολαύσεις και αναλλοίωτα γυναικεία αρώματα. Η απάντηση δίνεται από την τύχη η οποία καμιά φορά σου χτυπάει την πόρτα την πιο απρόσμενη στιγμή. Στην κυριολεξία όμως.

Ένα κορίτσι ονόματι Melody από την Εδέμ του Mississippi, φέρνει την ευτυχία στη ζωή του Boris (η μελωδία της ευτυχίας, ίσως). Με το γλυκό προσωπάκι, το απαλό δέρμα, τις πολύχρωμες κάλτσες και το στρογγυλό κωλαράκι, η Melody είναι από τα κορίτσια που δεν μπορείς να αντισταθείς. Όπως δεν της αντιστέκεται και ο Boris, παραβλέποντας τις γιγαντιαίες – σε όλα τα επίπεδα - διαφορές ανάμεσά τους. Έτσι ο ιδιοφυής Woody πλάθει μερικούς από τους απολαυστικότερους διαλόγους της καριέρας του και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την Melody για να μεταπείσει τον ήρωά του. Όχι να του χαρίσει την ευτυχία αλλά να του δώσει το έναυσμα της αναζήτησης για εκείνο που θα τον κάνει ευτυχισμένο. Με ό,τι. Άλλωστε δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για πολλά πράγματα σε αυτό τον κόσμο.

Οι εκπλήξεις τελικά συνεχίζουν να συμβαίνουν, η ζωή κυλάει όπως πρέπει να κυλάει με τις ταραχές, τις ανησυχίες και τις γκρίνιες να παραμένουν, Μόνο που αυτή την φορά είναι λιγότερο επικριτικές, ενώ ο Boris φαίνεται για πρώτη φορά να νοιάζεται. Παράλληλα χρησιμοποιεί την χάρη που έχει να μας μιλάει, χαρίζοντάς μας απλόχερα μερικές ακόμα αποφθεγματικές διαπιστώσεις για την ζωή και ένα χαμόγελο. Και ενώ όλοι, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία εύχονται happy new year στο ισορροπημένο φινάλε της ταινίας, εμένα δεν μου μένει τίποτα παραπάνω απ’ το να ευχηθώ ακριβώς το ίδιο σε όσους η μοίρα έριξε, παραμονή πρωτοχρονιάς, επάνω σε αυτές τις γραμμές.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

The Shop Around the Corner (1940)


Παρευρισκόμενο ανάμεσα στη δύση των οικονομοπληγμένων ‘30s και την αυγή των προ/μετα/πολεμικών ‘40ς, η ταινία του Lubitsch καταφέρνει να αναπνέει με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στα επίσης οικονομοπληγμένα ’010s και τα χρόνια που θα τα ακολουθήσουν. Γεγονός που δεν την καθιστά σπουδαία, αναδεικνύει όμως την εσωτερική δύναμη που κρύβει μέσα του ο κινηματογράφος, νικώντας τον φθοροποιό χρόνο ο οποίος δεν χαρίζεται σε κανέναν από εμάς.

Το Shop Around the Corner ακολουθεί τα γεγονότα μέσα και έξω από ένα… shop around the corner στη Βουδαπέστη, το οποίο εμπορεύεται είδη ταξιδίου, δώρα και αξεσουάρ για άντρες και γυναίκες. Ως εκ τούτου, άντρες και γυναίκες είναι και οι μικρουπάλληλοί τους οποίους απασχολεί. Μικρουπαλλήλοι οι οποίοι εν μέσω μιας αιωρούμενης οικονομικής ανισορροπίας, πυκνά συχνά σκύβουν το κεφάλι στις εντολές του αυστηρού ιδιοκτήτη, πάντα όμως με το χαμόγελο στο πρόσωπό τους. Ένα χαμόγελο το οποίο ευωδιάζει την βεβαρημένη ατμόσφαιρα και που ο Lubitsch μάλλον χρησιμοποιεί περισσότερο ως εργαλείο και λιγότερο ως συμπλήρωμα των έξυπνων διαλόγων.

Ανάμεσα στους υπαλλήλους βρίσκεται και ο Alfred (η καριέρα του James Stewart μόλις είχε αρχίσει να απογειώνεται) στον χαρακτήρα του οποίου αντανακλούνται δύο σημαντικά χαρακτηριστικά. Από την μία αναγνωρίζεις έναν άνθρωπο με εμπιστοσύνη στον εαυτό του, τον οποίο δύσκολα μπορείς να φοβίσεις (και να λυγίσεις) και από την άλλη στο πρόσωπο αυτού του νέου διαφαίνεται η πειθαρχημένη ανασφάλεια της μοναξιάς. Μια ανασφάλεια η οποία αντίκειται στο χριστουγεννιάτικο κλίμα της ταινίας (Χριστούγεννα στη Βουδαπέστη δεν έχω κάνει αλλά φαντάζομαι η μοναξιά πονάει παντού το ίδιο εκείνους που θέλησαν να έχουν κάποιον δίπλα τους και δεν τα κατάφεραν) και που ο Alfred προσπαθεί να πολεμήσει μέσω μιας ανώνυμης αλληλογραφίας. Να παρατηρήσω εδώ ότι η αλληλογραφία εκείνη την εποχή δεν είχε την μορφή που έχει σήμερα. Τότε δεν υπήρχαν τα emails, το facebook και η αδιακριτικότητα του Skype για να έρχονται σε επαφή οι ανά τον κόσμο ανώνυμοι ρομαντικοί. Μονάχα ένα φύλλο χαρτί, δυο κουβέντες γραμμένες και η φαντασία του καθενός να πλάθει ό,τι επιθυμούσε. Και να ονειρεύεται, ελεύθερη υποθέτω.

Κάπως έτσι ξεκινάει ένα εξόχως απολαυστικό παιχνίδι ρόλων, μιας και η άλλη πλευρά της αλληλογραφίας βρίσκεται στο στενό περιβάλλον του Alfred (έξοχη η Margaret Sullavan στον ρόλο της μαζεμένης πλην όμως διαθέσιμης νεαρής). Ένα παιχνίδι που δίνει την ευκαιρία στον Lubitsch να ξετυλίξει για ακόμα μια φορά τον screwball χαρακτήρα που τόσο αγαπήθηκε εκείνη την εποχή, ενώ ταυτόχρονα του δίνεται η δυνατότητα να αφυπνίσει συνειδήσεις, ταλαντευόμενος ανάμεσα στις έννοιες της χαράς και την λύπης, την μοναξιάς και της ελπίδας, του πλούτου των αγαθών και του πλούτου την συντροφικότητας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι ολιγοπληρωμένοι υφιστάμενοι, παρουσιάζονται ευδιάθετοι και πρόθυμοι, ενώ ο μεγαλέμπορος ιδιοκτήτης έρχεται αντιμέτωπος με μια αυτοκτονική απόρριψη του προσωπικού του περίγυρου.

Και ενώ η ιστορία, η μοίρα και η τύχη αποκαλύπτουν τους σκοπούς τους, τόσο στους πρωταγωνιστές όσο και στον θεατή, η αλήθεια που αναπνέει στην ταινία έρχεται σιγά-σιγά στην επιφάνεια. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης δεν βρίσκεται μέσα στο μικρό μαγαζάκι, γεγονός που επιβεβαιώνει εκείνους που από πάντα πίστευαν ότι σπίτι δεν είναι εκεί που τρως και κοιμάσαι αλλά εκεί που βρίσκονται όλα όσα αγαπάς και σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός, δωρίζοντάς σου γενναιόδωρα χαμόγελο και χαρά. Χαρά, η οποία ενισχύεται με την σειρά της από το χριστουγεννιάτικο κλίμα της Βουδαπέστης, δίνοντας την δυνατότητα στον Lubitsch να υπερηφανεύεται, ακόμα και σήμερα, για μια από την απολαυστικότερες ταινίες των ημερών.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Casus Belli (2010)


Αιτία εξέλιξης.

Με το πολυβραβευμένο Casus Belli ζεις για έντεκα λεπτά στο τούνελ ενός ομφάλιου λώρου. Σε συνθήκες αέρα πολέμου βλέπεις να χτίζεται ο τοίχος της εξέλιξής μας, με τουβλάκια ντόμινο. Ακουμπάς στον τοίχο να ξαποστάσεις ενώ περιμένεις όρθιος στις ουρές.

Οι πύλες διαδέχονται η μία την άλλη, συσκευασμένα στοματικές, παιχνιδιάρικες και προκλητικά χορευτικές, διανοητικοποιημένες, της Εδέμ, της «κουλτούρας», του πλαστικού πράσινου. Οι ουρές αναδεικνύουν την υπομονή, σου μαθαίνουν να υπομένεις τον άλλον.

Περιμένεις κάτι γόνιμο στην ουρά του ομφάλιου λώρου, αλλά αυτή προδίδει, είναι σπειροειδής. Η μικρογραφία της προόδου του είδους σου θα ήθελες να οδηγεί σε μια κραυγή από τη ξαφνική ελευθερία και την επαφή με το οξυγόνο. Το κρύο στην τελευταία ουρά όμως σε πνίγει οξύμωρα. Εσύ θες τη ζεστασιά της αρχής.

Η κραυγή έρχεται. Είσαι μεγάλος πια, κι όμως περιμένεις να τροφοδοτηθείς. Ένα συσσίτιο που δε ζήτησες αλλά νοσταλγείς. Έρχεται τότε φυσικά: rewind και κραυγή. Καταστροφή για να υπάρξει γέννηση. Σε έναν τόπο όπου η τροφοδοσία είναι έννοια έξωθεν. Παθητική. Είναι αναπόφευκτο, το καλάθι με το ψωμί με τα πολλά συνοδά του θα γυρίσει πίσω στους αγρούς.

Αρχετυπικά αγριωπός, έχεις θυμώσει, είναι πολλά τα χρόνια. Θέλεις να σπρώξεις το καλάθι, εκεί στην ερημιά, να μπεις πάλι στην αλυσίδα της παραγωγής, να δημιουργήσεις. Ο πόλεμος συννεφιάζει το βλέμμα, αλλά το ντόμινο πέρασε από μπροστά, έχοντας σαν αντίστιξη τις αιτίες.

Κάπου άλλου, μέσα σου, κάθεται ένα παιδάκι σε ένα κόκκινο χαλί και παίζει με τα στρατιωτάκι του. Το βλέμμα του πέφτει στην εικόνα στον τοίχο απέναντι: ο αρχετυπικός άνθρωπος περπάτα πολλαπλασιαζόμενος, εξελισσόμενος, παρατά το όπλο και είναι πιο ελαφρύς για να τρέξει στους αγρούς. Το παιδάκι σηκώνεται και τολμά να αναμετρηθεί στο ύψος με την τελευταία εκδοχή του ανθρώπου. Κι εκείνο ήδη άφησε το όπλο. Είναι έτοιμο να καλλιεργήσει για να καλλιεργηθεί.

Εύη Αβδελίδου

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Rise of the Planet of the Apes (2011)

“All hail Caesar... Hail! Hail!”


Χαμογελάω ευχάριστα όταν βλέπω ιστορίες του παρελθόντος να αναπνέουν στο σήμερα. Δείχνει ότι κάποιες ταινίες κατάφεραν να ξεπεράσουν τον σκόπελο του χρόνου, αποδεικνύοντας τόσο την κινηματογραφική τους ποιότητα όσο και την επιρροή τους απέναντι σε κάποιους ανθρώπους. Το franchise του Πλανήτη των Πιθήκων συνάντησε το καλλιτεχνικό ζενίθ του στην πρώτη, μυθική ταινία του ’68. Από εκεί και έπειτα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, τα sequels ήρθαν για να θρέψουν τους οπαδούς της σειράς (εδώ κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν το ρήμα «εκμεταλλευτούν» - και ποιος να τους κατηγορήσει), ενώ το remake του κ.Burton, πέραν του αυθορμητισμού του, δεν πρέπει να βρήκε πολλούς υποστηρικτές. Άνθρωποι στιγματίστηκαν, ίσως και να επωφελήθηκαν με την πάροδο του χρόνου και κανείς δεν μπορεί να πει ότι σήμερα συμβαίνει κάτι το διαφορετικό. Με την διαφορά ότι η φετινή Εξέγερση, διαθέτει όλα εκείνα που έπρεπε αλλά μέχρι τώρα έλειπαν από τις ταινίες που προηγήθηκαν. Και το ευχάριστο χαμόγελο, μετατρέπεται σε σαρδόνιο…

Τοποθετημένο χρονικά λίγο μετά την εκτόξευση του διαστημοπλοίου που μετέβαινε το πλήρωμα της πρώτης ταινίας, αλλά αρκετά πριν από τα γεγονότα που (το) ακολούθησαν, η ταινία ακολουθεί τον επίμονο βιολόγο Will (James Franco, χμμ) στην προσπάθειά του προς την ανακάλυψη ενός ιού με την δυνατότητα να επαναπροσδιορίζει και να τροποποιεί τις διανοητικές ικανότητες του εγκεφάλου. Ενός ιού που αυξάνει την νοημοσύνη των πιθήκων αλλά παράλληλα αποτελεί αντίδοτο για τον ανθρώπινο Alzheimer. Αυτή είναι και η αιτία που θα χρησιμοποιήσουν οι σεναριογράφοι για να δώσουν την ευκαιρία στον Will να πειραματιστεί έχοντας από την μια έναν πίθηκο και από την άλλη έναν άρρωστο πατέρα ως πειραματόζωα. Όπως όμως συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες, ένας ιός είναι πάντοτε απρόβλεπτος ενώ ένας άνθρωπος είναι αρκετά υπερόπτης για να το αντιληφθεί εγκαίρως.

Κάπως έτσι, ένας πίθηκος ονόματι Caesar, ξυπνάει από τον λήθαργο της κατώτερης ύπαρξης (όπως αντιμετωπίζονται όλα τα ζωντανά όντα αυτού του πλανήτη από τον άνθρωπο) και εξεγείρεται, διεκδικώντας την ευκαιρία να ζήσει ως ίσος. Μια ευκαιρία που του δόθηκε από ανθρώπινο χέρι. Έτσι το αναπόφευκτο “Rise” του τίτλου αποτελεί κατ’ εξοχήν ανθρώπινο προϊόν και σκέφτομαι ότι η ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται «Fall of the Planet of the Humans». Μάλιστα, μ’ αυτή την τελευταία παρατήρηση είμαι σίγουρος θα συμφωνήσουν και όσοι έχουν ήδη παρακολουθήσει το αποκαλυπτικό φινάλε. Για όλους τους υπόλοιπους που δεν έχουν φτάσει ακόμα εκεί, η ταινία έχει να προσφέρει τα μέγιστα.

Πίσω στην ιστορία. Στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία κυλάει ήρεμα προσπαθώντας να χτίσει τους χαρακτήρες της, παράλληλα με τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους (Will με Caesar, Will με τον πατέρα του, Caesar με τους άλλους πίθηκους). Και σε αυτό τον τομέα τα καταφέρνει άψογα, αν αναλογιστεί κανείς ότι διαθέτει διαφορετικές μορφές ζωής που μάλιστα δεν κατέχουν την ομιλία. Έτσι, η μεγαλύτερη απόλαυση του Rise έγκειται στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται. Παράλληλα, αναπτύσσεται και ο Caesar. Από νεογέννητος πίθηκος μέχρι πλήρως αναπτυγμένος ανθρωποχαρακτηριστικός ηγέτης, αυτός ο ήρωας κλέβει την παράσταση (αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και την εξαιρετική δουλεία που έχει γίνει στα ειδικά εφέ). Ένας χαρακτήρας που για κάποιο περίεργο λόγο διαθέτει πολλά από τα χαρακτηριστικά του Charlton Heston στην ταινία του ’68, από το παρατσούκλι «bright-eyes» και τον εγκλεισμό του σε ένα κλουβί-φυλακή, μέχρι το περιλαίμιο που του φόρεσαν, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

Σε αυτό τον υπέροχο πίθηκο μοιάζει να αφιερώνεται το σοφά μελετημένο σενάριο του Rise. Από τις κινήσεις, τους μορφασμούς και τα συναισθήματα που αποπνέουν τα μάτια του Caesar, ο σιωπηλός πρωταγωνιστής σιγά σιγά αποπιθηκοποιείται, εξωτερικεύοντας αέναα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, με πρώτο και καλύτερο την θέληση για ελευθερία. Με αυτό τον τρόπο χτίζεται ένα δραματικό υπόβαθρο το οποίο ξεπερνάει τον sci-fi χαρακτήρα της ταινίας, διαμορφώνοντας έτσι μια πολύανθη ιστορία, ανοιχτή σε αναγνώσεις. Ωστόσο, η ταινία παραμένει ένα blockbuster. Γι' αυτό και δεν ξεχνάει τις mainstream καταβολές της, κρατώντας μια επική σκηνή μάχης για το φινάλε. Μια σκηνή η οποία μετατρέπει τον Caesar σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη, όχι μιας ομάδας επιτιθέμενων προς την κατάκτηση του πλανήτη, αλλά μιας ομάδας αφυπνισμένων πιθήκων που απλά επιζητούν να απομακρυνθούν από τον ανθρώπινο παράγοντα, αφήνοντάς το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη στην δικαιοδοσία του.

Πρέπει όμως να πω ότι το Rise λειτουργεί και σαν αυτόνομη παραγωγή, αποδεσμευμένο από στενά όρια που μπορεί να θέτει μια ιστορία 50 και βάλε χρόνων. Μια παραγωγή που εκτός των παχουλών επιταγών και ακριβοπληρωμένων συντελεστών, διαθέτει επιπλέον ένα μεγάλο προτέρημα σε αντίθεση με τα τις περισσότερες υπερπαραγωγές του σύγχρονου Hollywood. Τον σεβασμό. Σεβασμό τόσο προς την ιστορία του Πλανήτη των Πιθήκων, την οποία επ’ ουδενί καπηλεύεται αλλά ανανεώνει, όσο και προς τον υποψήφιο θεατή που θα επιλέξει να του χαρίσει 105 λεπτά από τον χρόνο του για να την παρακολουθήσει. Σπάνιο αυτό.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Cul-de-sac (1966)

L’ humour, L’ amour, La mort…

Ένα χρόνο μετά το ντελιριακό Repulsion και κανά δύο πριν απ’ το πανέμορφο Μωρό της Rosemary, o Πολωνός σκηνοθέτης μάς χάρισε δύο ταινίες, οι οποίες ελάχιστα μνημονεύονται πλέον στις σινεφιλικές συζητήσεις των κινηματογραφόφιλων. Η μια έχει να κάνει με κάποιους χαβαλέδες κυνηγούς βρικολάκων (για την αξία της οποίας θα μιλήσω κάποια άλλη στιγμή) και η άλλη είναι ετούτη εδώ, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, την όμορφη ηθοποιό (και τους άσχημους συμπρωταγωνιστές της), τις διαταραγμένες κότες , το απόμακρο σκηνικό, τις παλιρροιακές συνθήκες και τον φόνο που δεν συντελείται αρχικά, παραμένει όμως (ο) μονόδρομος για να βγουν από το αδιέξοδο(!) κάποιοι απ’ τους ήρωες της ταινίας.

Για αυτή την τρίτη μεγάλου μήκους του ταινία ο Polanski επιλέγει ένα νιόπαντρο ζευγάρι και το απομονώνει, τοποθετώντας το σε ένα πυργόσπιτο, περικυκλωμένο από την μοναχικότητα μιας παλίρροιας. Ένα ζευγάρι που ζωγραφίζει πορτραίτα στους καμβάδες του, ακούει δίσκους στο πικάπ και επικοινωνεί κάτω από το λιγοστό φως της Μικρής Άρκτου. Με εκείνον (έναν περιέργως διασκεδαστικό Donald Pleasence) λίγο περισσότερο φιλήσυχο απ’ το κανονικό και εκείνη (μια υπέροχη Françoise Dorléac) λίγο περισσότερο αγενή απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Ανάμεσά τους ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει μία υπέροχη δυσαρμονία, μιας και εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι δύο τους, εκτός από αταίριαστοι, δεν αγαπιούνται κάν (αλήθεια, πόσο φοβίζει η ιδέα την απομόνωσης με μια γυναίκα που φαίνεται να μην νοιάζεται για κανέναν, πέραν του εαυτού της;). Με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι που τους συνδέει με τους Andrzej και Krystyna του Μαχαιριού, λες και οι δυο τους είναι η φυσική συνέχεια εκείνου του ταραγμένου ζευγαριού και εδώ είναι το σπίτι στο οποίο οδήγησαν το αυτοκίνητό τους μετά το φινάλε της πρώτης ταινίας του Πολωνού. Απροσδιόριστες εικασίες….

Στο (επι)κέντρο εμφανίζεται ο αποτρόπαιος γκάνγκστερ με τους τραμπουκισμούς μικρού παιδιού. Η επιβλητική φιγούρα και η χαλικώδη φωνή του Lionel Stander βρίσκουν την απόλυτη ταύτιση στον χαρακτήρα που έπλασε η φαντασία του Polanski, ενός χαρακτήρα η ιδιοσυγκρασία του οποίου μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα με το ανισσόροπο περιβάλλον του απομονωμένου ζευγαριού.

Και η σύγκρουσή των τριών (πλέον) μοιάζει με γιορτή για τους πιο κλινικούς. Οι σχέσεις κυριαρχίας και οι συγκρούσεις για την εξουσία εδώ εδραιώνονται για τα καλά στο σινεμά του Πολωνού, με την διαφορά ότι οι συγκεκριμένοι τρεις χαρακτήρες διαθέτουν αρκετά από τα χαρακτηριστικά της Carole του Repulsion. Γεγονός που ανατρέπει τις οποιεσδήποτε φυσιολογικές δράσεις και αντιδράσεις των χαρακτήρων, μετατρέποντας το Cul-de-sac σε ένα απολαυστικό διαμάντι. Ένα διαμάντι πνιγμένο στο σιωπηλό χιούμορ του δημιουργού και την μέθη μιας συνεχόμενα ανατρεπτικής ατμόσφαιρας, ικανής να προκαλέσει την αποστροφή στους ανέτοιμους θεατές.

Από την τρικυμία των τριών θα περάσουν αρκετοί ακόμα χαρακτήρες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης για να επαληθεύσει και να ενισχύσει την μάχη που δίνεται (υπέροχο το βλέμμα της Dorléac όταν αναγκάζει τον γκάγκστερ να υποδυθεί τον υπηρέτη του σπιτιού). Και αν κάποιος μου πει ότι σεναριακά η ταινία πάσχει, θα του απαντήσω ότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η απόλαυση του. Δεν υπάρχει αφέλεια, προχειρότητα ή παραλογισμός εδώ, υπάρχει η συγκρατημένη σοφία ενός φιλμ, μαύρου μέχρι το μεδούλι του. Σοφία, τόσο προς τον έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε, όσο και στην μεταμόρφωση ενός φιλήρεμου ανθρώπου σε ολετήρα της σχέσης, του σπιτιού, της συνείδησης και, τελικά της ζωής.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Dog Soldiers (2002)


Το Dog Soldiers δεν είναι η ταινία που θα αγαπήσεις. Δεν είναι καν η ταινία που θα συμπαθήσεις. Είναι όμως η ταινία που υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα καταφέρεις να απολαύσεις, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός της.

Για τον Neil Marshall δεν έχεις να κάνεις και πολλά κομπλιμέντα. Αν έχεις παρακολουθήσει της ταινίες του αντιλαμβάνεσαι ότι όλες βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι (μια ομάδα κυνηγημένων, απειλείται και αποδεκατίζεται αργά και σταθερά, μέχρι την επιβίωση του ενός) με μοναδική διαφοροποίηση το τοπίο και την χρονολογία. Εδώ χρονογραφεί το νυχτοκάματο μιας ομάδας, όχι και τόσο, σκληροτράχηλων αλλά περισσότερο φωνακλάδων, γκρινιάρηδων και πολυλογάδων στρατιωτών, σε μια αποστολή στα άγνωστα δάση της Ιρλανδικής υπαίθρου. Μια ομάδα η οποία πολύ όμορφα θα καταδιωχθεί από μια άλλη, λιγότερο ανθρωπόμορφη και περισσότερο λυκανθρώπινη.

Πιάνομαι από αυτή την τελευταία λέξη. Το είδος του λυκανθρώπου, όσο αστείο και αν ακούγεται σαν έννοια, είναι αυτό με τις λιγότερες παρουσίες (κατ’ επέκταση και επιτυχίες) από καταβολής κινηματογράφου. Είναι όμως και από τα πιο αναγνωρίσιμα. Από τους μασκαρεμένους ηθοποιούς των 30s και 40s(Werewolf of London, Wolfman), τις αποτροπιαστικές αλλά πάντοτε εμπνευσμένες μεταμορφώσεις των 80s (An American Werewolf in London, Howling) μέχρι τις πολύχρωμες υπερβολές του hype της εποχής μας (Red Riding Hood), οι ιστορίες με λύκους, μετριούνται ανά δεκαετία, κυριολεκτικά στα δάχτυλα. Αυτό δεν τις μετατρέπει φυσικά σε διαμάντια, τις κηρύσσει όμως αυτόματα σε must-see για εκείνους που απεχθάνονται τα βαμπιροσαλιαρίσματα, αναζητώντας την συγκίνηση κάτω από το πλήρες φως της πανσελήνου.

Με αυτό το ίδιο φως είναι λουσμένο και ολόκληρο το Dog Soldiers. Μια ταινία που μπορεί να στερείται σεναριακής πρωτοτυπίας και χαρισματικής σκηνοθεσίας (αυτά για αρχή), διαθέτει όμως την αρετή της ειλικρίνειας. Ειλικρίνεια που πηγάζει από τις προθέσεις του Marshall, και που διαφαίνεται στα αιμοβόρα τριχωτά τέρατα, τους απομονωμένους στην εγκαταλελειμμένη κατοικία επιζώντες (πόσο Night of the Living Dead μπορείς να θυμίσεις), τα ασημένια ξίφη (ξεχασμένα από τα σκηνικά του …Centurion), τα διασκορπισμένα εντόσθια, το αστείρευτο Ιρλανδικό χιούμορ και τον ασταμάτητο ρυθμό της ιστορίας που σε πιάνει από τα μούτρα και δεν σε αφήνει μέχρι να πέσουν οι αιματοβαμμένοι τίτλοι τέλους. Μια ειλικρίνεια η οποία συναντάει το απενοχοποιημένο κοινό της την στιγμή της μεταμεσονύχτιας προβολής και τελικά αποδεικνύει ότι για να κάνεις μια καλή ταινία χρειάζεται απλά να πιστεύεις σε αυτήν.

Chris Zafeiriadis