Το Dog Soldiers δεν είναι η ταινία που θα αγαπήσεις. Δεν είναι καν η ταινία που θα συμπαθήσεις. Είναι όμως η ταινία που υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα καταφέρεις να απολαύσεις, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός της.
Για τον Neil Marshall δεν έχεις να κάνεις και πολλά κομπλιμέντα. Αν έχεις παρακολουθήσει της ταινίες του αντιλαμβάνεσαι ότι όλες βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι (μια ομάδα κυνηγημένων, απειλείται και αποδεκατίζεται αργά και σταθερά, μέχρι την επιβίωση του ενός) με μοναδική διαφοροποίηση το τοπίο και την χρονολογία. Εδώ χρονογραφεί το νυχτοκάματο μιας ομάδας, όχι και τόσο, σκληροτράχηλων αλλά περισσότερο φωνακλάδων, γκρινιάρηδων και πολυλογάδων στρατιωτών, σε μια αποστολή στα άγνωστα δάση της Ιρλανδικής υπαίθρου. Μια ομάδα η οποία πολύ όμορφα θα καταδιωχθεί από μια άλλη, λιγότερο ανθρωπόμορφη και περισσότερο λυκανθρώπινη.
Πιάνομαι από αυτή την τελευταία λέξη. Το είδος του λυκανθρώπου, όσο αστείο και αν ακούγεται σαν έννοια, είναι αυτό με τις λιγότερες παρουσίες (κατ’ επέκταση και επιτυχίες) από καταβολής κινηματογράφου. Είναι όμως και από τα πιο αναγνωρίσιμα. Από τους μασκαρεμένους ηθοποιούς των 30s και 40s(Werewolf of London, Wolfman), τις αποτροπιαστικές αλλά πάντοτε εμπνευσμένες μεταμορφώσεις των 80s (An American Werewolf in London, Howling) μέχρι τις πολύχρωμες υπερβολές του hype της εποχής μας (Red Riding Hood), οι ιστορίες με λύκους, μετριούνται ανά δεκαετία, κυριολεκτικά στα δάχτυλα. Αυτό δεν τις μετατρέπει φυσικά σε διαμάντια, τις κηρύσσει όμως αυτόματα σε must-see για εκείνους που απεχθάνονται τα βαμπιροσαλιαρίσματα, αναζητώντας την συγκίνηση κάτω από το πλήρες φως της πανσελήνου.
Με αυτό το ίδιο φως είναι λουσμένο και ολόκληρο το Dog Soldiers. Μια ταινία που μπορεί να στερείται σεναριακής πρωτοτυπίας και χαρισματικής σκηνοθεσίας (αυτά για αρχή), διαθέτει όμως την αρετή της ειλικρίνειας. Ειλικρίνεια που πηγάζει από τις προθέσεις του Marshall, και που διαφαίνεται στα αιμοβόρα τριχωτά τέρατα, τους απομονωμένους στην εγκαταλελειμμένη κατοικία επιζώντες (πόσο Night of the Living Dead μπορείς να θυμίσεις), τα ασημένια ξίφη (ξεχασμένα από τα σκηνικά του …Centurion), τα διασκορπισμένα εντόσθια, το αστείρευτο Ιρλανδικό χιούμορ και τον ασταμάτητο ρυθμό της ιστορίας που σε πιάνει από τα μούτρα και δεν σε αφήνει μέχρι να πέσουν οι αιματοβαμμένοι τίτλοι τέλους. Μια ειλικρίνεια η οποία συναντάει το απενοχοποιημένο κοινό της την στιγμή της μεταμεσονύχτιας προβολής και τελικά αποδεικνύει ότι για να κάνεις μια καλή ταινία χρειάζεται απλά να πιστεύεις σε αυτήν.
Για τον Neil Marshall δεν έχεις να κάνεις και πολλά κομπλιμέντα. Αν έχεις παρακολουθήσει της ταινίες του αντιλαμβάνεσαι ότι όλες βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι (μια ομάδα κυνηγημένων, απειλείται και αποδεκατίζεται αργά και σταθερά, μέχρι την επιβίωση του ενός) με μοναδική διαφοροποίηση το τοπίο και την χρονολογία. Εδώ χρονογραφεί το νυχτοκάματο μιας ομάδας, όχι και τόσο, σκληροτράχηλων αλλά περισσότερο φωνακλάδων, γκρινιάρηδων και πολυλογάδων στρατιωτών, σε μια αποστολή στα άγνωστα δάση της Ιρλανδικής υπαίθρου. Μια ομάδα η οποία πολύ όμορφα θα καταδιωχθεί από μια άλλη, λιγότερο ανθρωπόμορφη και περισσότερο λυκανθρώπινη.
Πιάνομαι από αυτή την τελευταία λέξη. Το είδος του λυκανθρώπου, όσο αστείο και αν ακούγεται σαν έννοια, είναι αυτό με τις λιγότερες παρουσίες (κατ’ επέκταση και επιτυχίες) από καταβολής κινηματογράφου. Είναι όμως και από τα πιο αναγνωρίσιμα. Από τους μασκαρεμένους ηθοποιούς των 30s και 40s(Werewolf of London, Wolfman), τις αποτροπιαστικές αλλά πάντοτε εμπνευσμένες μεταμορφώσεις των 80s (An American Werewolf in London, Howling) μέχρι τις πολύχρωμες υπερβολές του hype της εποχής μας (Red Riding Hood), οι ιστορίες με λύκους, μετριούνται ανά δεκαετία, κυριολεκτικά στα δάχτυλα. Αυτό δεν τις μετατρέπει φυσικά σε διαμάντια, τις κηρύσσει όμως αυτόματα σε must-see για εκείνους που απεχθάνονται τα βαμπιροσαλιαρίσματα, αναζητώντας την συγκίνηση κάτω από το πλήρες φως της πανσελήνου.
Με αυτό το ίδιο φως είναι λουσμένο και ολόκληρο το Dog Soldiers. Μια ταινία που μπορεί να στερείται σεναριακής πρωτοτυπίας και χαρισματικής σκηνοθεσίας (αυτά για αρχή), διαθέτει όμως την αρετή της ειλικρίνειας. Ειλικρίνεια που πηγάζει από τις προθέσεις του Marshall, και που διαφαίνεται στα αιμοβόρα τριχωτά τέρατα, τους απομονωμένους στην εγκαταλελειμμένη κατοικία επιζώντες (πόσο Night of the Living Dead μπορείς να θυμίσεις), τα ασημένια ξίφη (ξεχασμένα από τα σκηνικά του …Centurion), τα διασκορπισμένα εντόσθια, το αστείρευτο Ιρλανδικό χιούμορ και τον ασταμάτητο ρυθμό της ιστορίας που σε πιάνει από τα μούτρα και δεν σε αφήνει μέχρι να πέσουν οι αιματοβαμμένοι τίτλοι τέλους. Μια ειλικρίνεια η οποία συναντάει το απενοχοποιημένο κοινό της την στιγμή της μεταμεσονύχτιας προβολής και τελικά αποδεικνύει ότι για να κάνεις μια καλή ταινία χρειάζεται απλά να πιστεύεις σε αυτήν.
Chris Zafeiriadis
2 σχόλια:
Μπράβο Chris για αυτό το μικρό διαμαντάκι. Ένα απολαυστικότατο b-movie slatter/Horror που δεν διεκδικεί τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι, με αποκλειστικό στόχο την ένοχη διασκέδαση των φαν αυτού του είδους. Κάτι που το καταφέρνει στο maximum γιατί εκτός από γερές δόσεις splatter και τρόμου, έχει σασπένς, μυστήριο, ανατροπές και πάνω από όλα μια υπόθεση που να στηρίζει το όλο σκηνικό (δίνω μεγάλη βάση σε αυτό). Επίσης πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και η πολύ καλή σκηνοθεσία του Marshall όπου καταφέρνει να σε έχει συνέχεια στην τσίτα όχι με φτηνά τεχνάσματα αλλά με αληθινά εμπνευσμένη σκηνοθεσία (κάτι σπάνιο στις μέρες μας διότι οι περισσότεροι σκηνοθέτες προτιμούν τα άσκοπα ξεκοιλιάσματα και χίλια δυο άλλα κλισέ από το να χτίζουν αργά και μεθοδικά μια αποτελεσματική ατμόσφαιρα σασπένς ή τρόμου).
Μπορεί όντως να είναι λίγες οι παρουσίες των λυκανθρώπων στην μεγάλη οθόνη, όμως είναι λίγες και καλές. Έχω βαρεθεί όλη αυτήν την βαμπιρομανία. Τα ζόμπι τα λατρεύω!!!
Καλημέρα…
3,5/5: Αρκετά καλή
Αργύρη το χάρηκα το σχόλιό σου. Ξέρεις, δεν υπάρχουν και πολλοί που να θέλουν/μπορούν να σχολιάσουν ουσιαστικά σε τέτοιου είδους αναρτήσεις. Ο Marshall μου έχει δημιουργήσει πολλές απορίες σε σχέση με τις ικανότητές του. Από την μία κάνει τα Dog Soldiers και Descent που είναι υπέροχες ταινίες και απ΄την άλλη το Doomsday στο οποίο έχασε τελείως τον δρόμο του. Και τα σενάριά του κινούνται όλα στο ίδιο μονοπάτι. Θεωρώ πως ο χρόνος θα είναι ο καλύτερος κριτής και είτε θα τον αναδείξει σε έναν απολαυστικό σκηνοθέτη, είτε σε θύμα της βιομηχανίας.
Καλή σου μέρα…
Υ.Γ. : Οι ταινίες με ζωντανούς νεκρούς είναι απόλαυση…
Δημοσίευση σχολίου