Ένα χρόνο μετά το ντελιριακό Repulsion και κανά δύο πριν απ’ το πανέμορφο Μωρό της Rosemary, o Πολωνός σκηνοθέτης μάς χάρισε δύο ταινίες, οι οποίες ελάχιστα μνημονεύονται πλέον στις σινεφιλικές συζητήσεις των κινηματογραφόφιλων. Η μια έχει να κάνει με κάποιους χαβαλέδες κυνηγούς βρικολάκων (για την αξία της οποίας θα μιλήσω κάποια άλλη στιγμή) και η άλλη είναι ετούτη εδώ, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, την όμορφη ηθοποιό (και τους άσχημους συμπρωταγωνιστές της), τις διαταραγμένες κότες , το απόμακρο σκηνικό, τις παλιρροιακές συνθήκες και τον φόνο που δεν συντελείται αρχικά, παραμένει όμως (ο) μονόδρομος για να βγουν από το αδιέξοδο(!) κάποιοι απ’ τους ήρωες της ταινίας.
Για αυτή την τρίτη μεγάλου μήκους του ταινία ο Polanski επιλέγει ένα νιόπαντρο ζευγάρι και το απομονώνει, τοποθετώντας το σε ένα πυργόσπιτο, περικυκλωμένο από την μοναχικότητα μιας παλίρροιας. Ένα ζευγάρι που ζωγραφίζει πορτραίτα στους καμβάδες του, ακούει δίσκους στο πικάπ και επικοινωνεί κάτω από το λιγοστό φως της Μικρής Άρκτου. Με εκείνον (έναν περιέργως διασκεδαστικό Donald Pleasence) λίγο περισσότερο φιλήσυχο απ’ το κανονικό και εκείνη (μια υπέροχη Françoise Dorléac) λίγο περισσότερο αγενή απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Ανάμεσά τους ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει μία υπέροχη δυσαρμονία, μιας και εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι δύο τους, εκτός από αταίριαστοι, δεν αγαπιούνται κάν (αλήθεια, πόσο φοβίζει η ιδέα την απομόνωσης με μια γυναίκα που φαίνεται να μην νοιάζεται για κανέναν, πέραν του εαυτού της;). Με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι που τους συνδέει με τους Andrzej και Krystyna του Μαχαιριού, λες και οι δυο τους είναι η φυσική συνέχεια εκείνου του ταραγμένου ζευγαριού και εδώ είναι το σπίτι στο οποίο οδήγησαν το αυτοκίνητό τους μετά το φινάλε της πρώτης ταινίας του Πολωνού. Απροσδιόριστες εικασίες….
Στο (επι)κέντρο εμφανίζεται ο αποτρόπαιος γκάνγκστερ με τους τραμπουκισμούς μικρού παιδιού. Η επιβλητική φιγούρα και η χαλικώδη φωνή του Lionel Stander βρίσκουν την απόλυτη ταύτιση στον χαρακτήρα που έπλασε η φαντασία του Polanski, ενός χαρακτήρα η ιδιοσυγκρασία του οποίου μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα με το ανισσόροπο περιβάλλον του απομονωμένου ζευγαριού.
Και η σύγκρουσή των τριών (πλέον) μοιάζει με γιορτή για τους πιο κλινικούς. Οι σχέσεις κυριαρχίας και οι συγκρούσεις για την εξουσία εδώ εδραιώνονται για τα καλά στο σινεμά του Πολωνού, με την διαφορά ότι οι συγκεκριμένοι τρεις χαρακτήρες διαθέτουν αρκετά από τα χαρακτηριστικά της Carole του Repulsion. Γεγονός που ανατρέπει τις οποιεσδήποτε φυσιολογικές δράσεις και αντιδράσεις των χαρακτήρων, μετατρέποντας το Cul-de-sac σε ένα απολαυστικό διαμάντι. Ένα διαμάντι πνιγμένο στο σιωπηλό χιούμορ του δημιουργού και την μέθη μιας συνεχόμενα ανατρεπτικής ατμόσφαιρας, ικανής να προκαλέσει την αποστροφή στους ανέτοιμους θεατές.
Από την τρικυμία των τριών θα περάσουν αρκετοί ακόμα χαρακτήρες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης για να επαληθεύσει και να ενισχύσει την μάχη που δίνεται (υπέροχο το βλέμμα της Dorléac όταν αναγκάζει τον γκάγκστερ να υποδυθεί τον υπηρέτη του σπιτιού). Και αν κάποιος μου πει ότι σεναριακά η ταινία πάσχει, θα του απαντήσω ότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η απόλαυση του. Δεν υπάρχει αφέλεια, προχειρότητα ή παραλογισμός εδώ, υπάρχει η συγκρατημένη σοφία ενός φιλμ, μαύρου μέχρι το μεδούλι του. Σοφία, τόσο προς τον έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε, όσο και στην μεταμόρφωση ενός φιλήρεμου ανθρώπου σε ολετήρα της σχέσης, του σπιτιού, της συνείδησης και, τελικά της ζωής.
Για αυτή την τρίτη μεγάλου μήκους του ταινία ο Polanski επιλέγει ένα νιόπαντρο ζευγάρι και το απομονώνει, τοποθετώντας το σε ένα πυργόσπιτο, περικυκλωμένο από την μοναχικότητα μιας παλίρροιας. Ένα ζευγάρι που ζωγραφίζει πορτραίτα στους καμβάδες του, ακούει δίσκους στο πικάπ και επικοινωνεί κάτω από το λιγοστό φως της Μικρής Άρκτου. Με εκείνον (έναν περιέργως διασκεδαστικό Donald Pleasence) λίγο περισσότερο φιλήσυχο απ’ το κανονικό και εκείνη (μια υπέροχη Françoise Dorléac) λίγο περισσότερο αγενή απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Ανάμεσά τους ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει μία υπέροχη δυσαρμονία, μιας και εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι δύο τους, εκτός από αταίριαστοι, δεν αγαπιούνται κάν (αλήθεια, πόσο φοβίζει η ιδέα την απομόνωσης με μια γυναίκα που φαίνεται να μην νοιάζεται για κανέναν, πέραν του εαυτού της;). Με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι που τους συνδέει με τους Andrzej και Krystyna του Μαχαιριού, λες και οι δυο τους είναι η φυσική συνέχεια εκείνου του ταραγμένου ζευγαριού και εδώ είναι το σπίτι στο οποίο οδήγησαν το αυτοκίνητό τους μετά το φινάλε της πρώτης ταινίας του Πολωνού. Απροσδιόριστες εικασίες….
Στο (επι)κέντρο εμφανίζεται ο αποτρόπαιος γκάνγκστερ με τους τραμπουκισμούς μικρού παιδιού. Η επιβλητική φιγούρα και η χαλικώδη φωνή του Lionel Stander βρίσκουν την απόλυτη ταύτιση στον χαρακτήρα που έπλασε η φαντασία του Polanski, ενός χαρακτήρα η ιδιοσυγκρασία του οποίου μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα με το ανισσόροπο περιβάλλον του απομονωμένου ζευγαριού.
Και η σύγκρουσή των τριών (πλέον) μοιάζει με γιορτή για τους πιο κλινικούς. Οι σχέσεις κυριαρχίας και οι συγκρούσεις για την εξουσία εδώ εδραιώνονται για τα καλά στο σινεμά του Πολωνού, με την διαφορά ότι οι συγκεκριμένοι τρεις χαρακτήρες διαθέτουν αρκετά από τα χαρακτηριστικά της Carole του Repulsion. Γεγονός που ανατρέπει τις οποιεσδήποτε φυσιολογικές δράσεις και αντιδράσεις των χαρακτήρων, μετατρέποντας το Cul-de-sac σε ένα απολαυστικό διαμάντι. Ένα διαμάντι πνιγμένο στο σιωπηλό χιούμορ του δημιουργού και την μέθη μιας συνεχόμενα ανατρεπτικής ατμόσφαιρας, ικανής να προκαλέσει την αποστροφή στους ανέτοιμους θεατές.
Από την τρικυμία των τριών θα περάσουν αρκετοί ακόμα χαρακτήρες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης για να επαληθεύσει και να ενισχύσει την μάχη που δίνεται (υπέροχο το βλέμμα της Dorléac όταν αναγκάζει τον γκάγκστερ να υποδυθεί τον υπηρέτη του σπιτιού). Και αν κάποιος μου πει ότι σεναριακά η ταινία πάσχει, θα του απαντήσω ότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η απόλαυση του. Δεν υπάρχει αφέλεια, προχειρότητα ή παραλογισμός εδώ, υπάρχει η συγκρατημένη σοφία ενός φιλμ, μαύρου μέχρι το μεδούλι του. Σοφία, τόσο προς τον έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε, όσο και στην μεταμόρφωση ενός φιλήρεμου ανθρώπου σε ολετήρα της σχέσης, του σπιτιού, της συνείδησης και, τελικά της ζωής.
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου