Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Edward Scissorhands (1990)

Είναι μερικές φορές που μέσα στη μοναξιά της παρακολούθησης μιας ταινίας, κάποιοι χαρακτήρες μπορεί να φαίνονται περισσότερο αληθινοί και περισσότερο κοντά μας από κάποιους ανθρώπους της ζωή μας. Πιο ζωντανοί. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκέφτονται και να λένε οι θεωρητικοί, η παραπάνω διαπίστωση όμως κρύβει μέσα της περισσότερη αλήθεια από όλες τις θεωρίες του κόσμου.

Το τελευταίο διάστημα είχα την ατυχία/τύχη να περάσω κάποιες στιγμές μόνος, μακριά από συγγενείς, φίλους και παρέες. Τις πολύτιμες μοναχικές αυτές στιγμές αποφάσισα να τις μοιραστώ με τον Edward, έναν καλό φίλο που έτυχε να γνωρίσω μικρός και που το ομολογώ, είχα καιρό να επισκεφτώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο σπάνια ήταν η παρέα που κάναμε μαζί, πόσα συναισθήματα μοιραζόμασταν από τότε ακόμα, πόση απέραντη ομορφιά κρύβεται κάτω από τα ψαλιδωτά του χέρια και τα θλιμμένα του μάτια, που είμαι σίγουρος, ακόμα και σήμερα μας κοιτάζουν απορώντας.

Ο Ψαλιδοχέρης Edward δεν μοιάζει με κάποιον από εμάς. Μάλιστα, δεν μοιάζει με κανέναν άνθρωπο που μπορεί να έχουμε γνωρίσει. Γεννημένος από την μοναξιά ενός εφευρέτη ο οποίος τον κατασκεύασε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ για να τον ολοκληρώσει, παραμένει κλεισμένος στη σοφίτα ενός πύργου με την πιο όμορφη θέα, χωρίς όμως να μπορεί να αγγίξει την ομορφιά που τον περιβάλει. Χωρίς καν να μπορεί να αγγίξει τον εαυτό του. Ο άτυχος Ψαλιδοχέρης, έτσι ημιτελής και μόνος όπως είναι, χαίρεται την μοναδικότητά του, καταδικασμένος να μη φαίνεται, να μην υπάρχει, να μη σκέφτεται ότι μπορεί να μοιραστεί την ζωή με τους άλλους ανθρώπους. Μέχρι που μια μέρα η τύχη του χαμογελά φωτίζοντας το πρόσωπό του, μαζί και την πολύχρωμη κωμόπολη την οποία μέχρι τώρα κοίταζε από το παράθυρο του γκριζωπού του πύργου.

Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται ο μαυροφορεμένος αυτός ήρωας είναι ένας κόσμος ανθρώπινα πολιτισμένος. Με προαστιακά σπίτια, τετραμελείς οικογένειες, μικρούς κύριους και μικρές κυρίες που τους αρέσει να κουτσομπολεύουν φορώντας φρεσκοβαμμένα κουρέματα και φανταχτερά ρούχα. Ένας τόπος με ανεξάντλητο γκαζόν, ανεξάντλητο εγωισμό και ανεξάντλητη περιέργεια για το κάθε τι που συμβαίνει γύρω του. Ο Ψαλιδοχέρης εισέρχεται σ’ αυτό τον κόσμο όχι για να πολεμήσει την μοναξιά του αλλά για να σπείρει την ομορφιά που κρύβει στη ψυχή του. Σαν άλλος κρυφός καλλιτέχνης που αφέθηκε ελεύθερος, ζωγραφίζει με τα ψαλίδια-χέρια του, χρησιμοποιώντας τους θάμνους σαν καμβάδες και τα φύλλα τους για χρώματα. Καμιά φορά παίζει και με το τρίχωμα των σκύλων. Φτιάχνει αριστουργήματα και χαρίζει έτσι ζωή σε έναν τόπο που μοιάζει να μη μπορεί να γευτεί τις αρετές του, να μη μπορεί πια να χαρεί την ελευθερία του, αποδεικνύοντας παράλληλα την μοναδικότητα ενός χαρακτήρα που δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι υπόλοιποι, γι αυτό και οι χτύποι της καρδιάς του δεν συγχρονίζονται ποτέ με τους δικούς μας.

Αυτή του η μοναδικότητα είναι που φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους από εμάς. Ίσως ο πολιτισμικός μας χαρακτήρας να μην είναι έτοιμος ακόμα να δεχτεί κάτι τόσο διαφορετικό και όμορφο, κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, γι αυτό και τον ενοχλεί. Έτσι, εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι, προσπαθήσαμε να κάνουμε τον Ψαλιδοχέρη να μας μοιάσει. Του φορέσαμε την ανθρώπινη στολή μας, τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα και παπούτσια και νομίσαμε για λίγο ότι είναι σαν και εμάς. Ή ότι εμείς είμαστε σαν και αυτόν. Αυτό όμως είναι αυταπάτη. Χαρακτήρες σαν τον δικό του δεν κρύβονται πίσω από φτηνά κοστούμια και ψεύτικες αγκαλιές. Έτσι ο Edward με την όμορφη καρδιά και την κακή εμφάνιση, επιστρέφει ξανά εκεί όπου είναι πραγματικά ελεύθερος, στον πανύψηλο και γκρίζο πύργο του, ατενίζοντας από κάτω εμάς τους φυσιολογικούς ανθρώπους, έχοντας πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για όποιον θελήσει να τον επισκεφτεί. Διότι χαρακτήρες σαν αυτόν μπορεί να λέμε ότι κατοικούν μόνο στα παραμύθια αλλά αυτά τα παραμύθια είναι που ομορφαίνουν την ζωή μας, πληρούν την καρδιά μας και γεμίζουν τις μοναχικές στιγμές του καθενός μας.

Ο Tim Burton γνωρίζει. Κοίταξε στην ψυχή του Ψαλιδοχέρη και κατάλαβε. Του αφιέρωσε μια ταινία και του χάρισε έτσι την αιωνιότητα. Και αυτός με την σειρά τους μας ανταμείβει όλους κάθε φορά που εμείς το θελήσουμε, δημιουργώντας πάντοτε κάτι το διαφορετικό με την αστείρευτη έμπνευση και τα κοφτερά του χέρια. Συνήθως, οι μέρες που τον έχουμε περισσότερο ανάγκη είναι και οι πιο κρύες, σαν αυτές που ζούμε τώρα. Έριξε και λίγο χιόνι. Είδα τις νιφάδες στον αέρα να χορεύουν σαν τρελές. Κάτι θα φτιάχνει φαίνεται εκεί πάνω στον πύργο του και είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ όμορφο. Σ’ ευχαριστούμε Edward. Ξέρω ότι είσαι ακόμα εκεί ψηλά και μας κοιτάζεις.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Duel (1971)


I have the impression that many of us who are (or wannabe) avid film-goers have, not only grown up, but also cinematically matured with Spielberg’s films. This man possesses a well-earned special place in our hearts, as he is capable of making cinema rich in both content and visuals. For that matter, I find it hard to believe that there is someone out there who would call himself a true cineaste (be it a professional critic or an amateur of this art) and has not relished in some of Spielberg’s finest moments. But beware, I use the word “relished” on purpose, conscious of it being a difficult verb that connotes a lot more, in contrast to say “watched” or even “comprehended”. And relishing, ladies and gentlemen is one of the distinctive traits of this particular director.

The introductory remarks above may sound insipid (to the same people who think that some of Spielberg’s films may be insipid), yet in them lies a trapped truth, inextricably linked with the film in question. Duel is a film of rare pleasures, not so much for its elegant shooting (true as that may be), but for being able to talk about the modern man with timeless ease, and in its way mock the innate and immutable survival instincts within each one of us. As a matter of fact, Spielberg seeks to expose the viewer himself, and the way his life has been absorbed by the big bad city. But for this to be achieved, he’s going to need a... bigger road. He must first of all get him out of the urban centre and place him in the forgotten dusty roads of the American wasteland. There he will undergo a violent cultural stripping.

The film features a one and only central character, on the road for a business trip. He travels alone in an almost deserted highway, and during that trip, and without either wanting it or having sought it, he finds himself in a race of survival (“everybody runs”), face to face with a mammoth dirty truck. A giant road shark, who seems to be the ultimate-born baddy, terrifies and attacks his victim without obvious motivation. All right... the last bit was a bit too easy, so I take it back without wanting to push further the obvious reference to that other glorious movie.

Amidst the loneliness of the road and in the middle of voice-over thoughts, Duel’s typical protagonist looses his singularity. He is a common city businessman, with the name Man(n), thus becoming the ultimate symbol of the urban man. Raised with Bugs Bunny, McDonalds and Pinocchio, with the regular business apparel, the regulation moustache, and the quotidian family life (in a passing shot we can see his two children in front of the TV set playing with their toy-robots, whereas it might have been more apt to have them play with their toy-dinosaurs), this every-day man escapes his everydayness and comes in close encounter with an alien threat. An ordinary man under extraordinary circumstances, just how it would be six years later with some other typical guy from another average county town.

Across him lies an unknown “evil”. A dirty, rough but ready fuel truck, ready to shoot flames (as the sign “Flammable” on its back aptly reminds), horrifies the astounded American for reasons beyond his comprehension. It breathes carbon monoxide and dust at the same time as the terrified Mann reeks of insecurity and anxiety. The truck’s driver remains invisible, with only his left arm on show, and we can only speculate on his human form and mind (for all we know, he can be a badass extraterrestrial who hates bikes and goes for jumbo power-vehicles).

The dirty Peterbitt, an indeterminate threat with a faceless driver, duels with Mann’s relatively petit Dodge Valiant in a road race for survival, where a single man will prevail. But Mann’s face is familiar, having introduced himself to the audience through a shot in his rear-view mirror, in the beginning of the film. It is as if Spielberg is trying to show that this average Mann is the reflection of the viewer himself, of any modern average man (and that this duel is his exposure to a danger out of the boundaries he has build for his self-protection).

And as Mann loses his sense of direction, his senses have already been lost on the road. In a characteristic scene Mann stops at a small-town cafe and he is pictured lost in his exhausted ramblings, unable to think straight. Everyone around him seems a potential perpetrator, but in the end the abnormal and suspicious behaviour is his. It is obvious by that stage that he has reached beyond the bounds of the world familiar to him, unable to seek help, and therefore determined to withstand.

Total recall of the basic instincts for the protagonist, who redefines himself and gets acquainted with another Mann; he who can fight, push his limits and kill if he must. In a beautifully shot and marvellously suspenseful finale, Spielberg will bring the duel to a close, taking his symbolic protagonist literary to the edge and at the same time relishing in the revelation of his true identity. It seems that nothing is more entertaining than the collapse of the elaborate camouflage that man has built for concealing his primal and animal-like nature. The race is over with the winner looking out into the void and realising that he is an inextricable part of this unfamiliar and paranoid world. But everything is over, and everything has changed for everything to stay the same. Like a spectacular sunset, lost in the magnificent view of an infinite horizon. Return to the jungle.

Chris Zafeiriadis
Translation by (the mighty) Sylvia Karastathi

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Show Bitch (2010)

Να με συγχωρέσετε αλλά θα ξεκινήσω τα γραφόμενά μου για αυτή την ταινία με δύο μικρές διευκρινήσεις οι οποίες θαρρώ πως έχουν σημασία για την κατανόηση των όσων ακολουθούν.

Πρώτον, σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι κατέχω νόηση ανώτερη από αυτή του Ζερβού. Όπως δεν θεωρώ τον εαυτό μου εξυπνότερο κανενός σκηνοθέτη, καλλιτέχνη ή απλά ανθρώπου που έτυχε να συναντήσω στο διάβα μου. Μάλιστα τις περισσότερες φορές στέκομαι αποσβολωμένος μπροστά σε ένα έργο, νιώθοντας απέραντα μικρός μπροστά στην τέχνη κάποιου άλλου. Και πάντοτε προσπαθώ να αποκομίσω από αυτήν, να μάθω, να αλλάξω έστω και ελάχιστα αυτό που είμαι. Ακόμα και αν κάποιες φορές αυτό μοιάζει να μην είναι εφικτό. Άλλωστε, αν αυτός δεν είναι ένας από τους λόγους που παρακολουθούμε σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι.

Δεύτερον, προτού παρακολουθήσω το Show Bitch στη Θεσσαλονίκη, αφιέρωσα λίγο (έως αρκετό) από τον χρόνο μου και παρακολούθησα κάποιες από τις παλιότερες ταινίες του Ζερβού, ξανα-είδα κάποια από τα αριστουργήματα που μας έχει χαρίσει, διοργανώνοντας έτσι την δική μου Ζερβιάδα. Και μάλιστα, πριν ο ίδιος (μου) το εξομολογηθεί, με ένα περιπαικτικό παράπονο στο πανί. Αυτό βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν με αναγάγει σε ειδήμων, βοηθάει όμως στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης εικόνας για το έργο του εκάστοτε σκηνοθέτη. Και στην προκειμένη περίπτωση, οφείλω να ομολογήσω ότι το διασκέδασα όσο λίγες φορές στη ζωή μου. Ίσως γιατί έτσι θεωρώ πως πρέπει να χειρίζεται κάποιος περιπτώσεις σαν του Ζερβού, ίσως γιατί δεν μου αρέσουν αυτοί που τριγυρνάνε δεξιά και αριστερά, εκθέτοντας την ισχυρογνωμική τους άποψη, σπέρνοντας απλόχερα φαρμάκι και χολή για κάτι που δεν μπορούν να καταλάβουν. Δεν θέλω να είμαι ένας από δαύτους.

Αμέσως μετά την προβολή της ταινίας, ασυναίσθητα γεννήθηκε η απορία: ποιος είναι ο λόγος που ο Ζερβός κινηματογραφεί σήμερα και κυρίως, σε ποιον απευθύνεται; Διότι δεν νομίζω ότι αυτός ο άνθρωπος, στα εξήντα του χρόνια, έχει την ανάγκη να αποδείξει κάτι, ούτε νομίζω πως φιλοδοξεί να γοητεύσει εκείνους που δεν κατάφερε να κερδίσει μέχρι τώρα. Θέλω όμως να πιστεύω ότι του αρέσει να προκαλεί και να εκνευρίζει εκείνους που εκνευρίζονται με τον χαρακτήρα του, να διασκεδάζει και να ψυχαγωγεί εκείνους που ψυχαγωγούνται με τον λόγο του. Έναν λόγο πανέξυπνο μέσα από τον αυθορμητισμό του, προσβλητικό μέσα από την οξύτητά του και καυστικό μέσα από το αστείρευτό χιούμορ του. Πάνω απ’ όλα όμως αναγκαίο για αυτόν τον τόπο. Έναν λόγο που δεν κρύβεται πίσω από τις συμβάσεις του Ελληνικού θεάματος και δεν εξ-υπηρετεί κανέναν, παρά μόνο αυτόν που τον εκφέρει και αυτόν που είναι έτοιμος να τον ακούσει. Όμως σε αυτό το σημείο το Show Bitch χωλαίνει σαν υπηρεσία του Ελληνικού δημοσίου. Και μάλιστα, όχι ανεπαίσθητα.

Στη ταινία υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα περίμενε κάποιος φανατικός Ζερβικός να αντικρίσει εν έτει 2010 (αν φυσικά υπάρχει κάποιος τέτοιος): υπέροχα ανοργάνωτα καδραρίσματα (η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα η μεγάλη Zeppelin αφίσα να μη κρύβεται πίσω από τον «αρχηγό» και το όρθιο βιβλίο του Godard στο τραπεζάκι να φαίνεται ακόμα περισσότερο), επιεικώς κάκιστο μοντάζ που έχει εξαϋλώσει οποιαδήποτε μυθοπλαστική ιδιότητα σεναρίου και αφήγησης (αν και αμφιβάλω αν οι ταινίες του Ζερβού χρειάζονται καν σενάριο), μερικές μυθικές φιγούρες του Ελληνικού σινεμά που δύσκολα συναντάς πλέον στο πανί και μερικές δολοφονικές ατάκες, σκέτο δηλητήριο. Αυτά που ακόμα μας αρέσουν και για τα οποία αγαπάμε τούτο το σινεμά. Αυτός βέβαια που φαίνεται να (μας) λείπει είναι ο πελώριος Βλάσσης, η μορφή του οποίου (θα) παραμένει αξεπέραστη.

Το Show Bitch όμως έχει την δύναμη να απογοητεύει. Δεν μιλάω για μεγάλους σινεκριτικούς και σοβαροφανείς κινηματογραφόφιλους, ούτε για αυτούς που έχουν δει τρεις ταινίες του Visconti, τρεις του Bergman και άλλες δυο του Antonioni νομίζοντας ότι το σύμπαν τους ανήκει. Αυτοί έτσι και αλλιώς στέκονται απέναντι από τον Ζερβό και νομίζω πως ο ίδιος έχει μάθει να ανέχεται και να χαμο-γελάει με τα ανάρμοστα σχόλιά τους. Το Show Bitch αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση και σε εκείνους που έχουν αγοράσει, έχουν καταναλώσει και έχουν διασκεδάσει στο παρελθόν με το έργο του σκηνοθέτη.

Με δεδομένη την πρόθεση του Ζερβού να παρουσιάσει και να σατιρίσει την κατάντια της Ελληνικής πραγματικότητας και ιδιαίτερα της τηλεόρασης, η ταινία οικειοποιείται την φτήνια της και σε αυτό το σημείο κρίνεται άκρως πετυχημένη. Διακατέχεται από έναν φτηνό επαγγελματισμό, ακόμα πιο φτηνό χιούμορ (αν και σε στιγμές εύστοχο), πουτανιές και πουτανίτσες, κατασκευασμένα είδωλα και ισχυρογνώμονες κατασκευαστές. Δυστυχώς όμως, όλα τα παραπάνω αποτελούν και το μεγάλο μειονέκτημα της ταινίας. Η ελληνική τηλεόραση ποτέ δεν είχε την δυνατότητα να εμπνεύσει κάποιον για να παρουσιάσει κάτι μέσα από αυτήν (με ελάχιστες εξαιρέσεις φυσικά) και με δεδομένη την ανεμπνευσιά της, μετατρέπει το Show Bitch σε μια ταινία που μοιάζει να γυρίστηκε σε κάποιο ξεχασμένο και προχειροσυμμαζεμένο studio της ΕΣΤΕΤ.

Και είμαι σίγουρος ότι το κοινό του Ζερβού δεν έχει ανάγκη από Πασχάλιδες και Πασχαλίτσες ούτε από φουντωμένες φουρέιρες και γυαλισμένους μορφονιούς. Το κοινό του διψάει για τον αυθορμητισμό και το μεράκι που υπήρχε στο παρελθόν. Και στο Show Bitch δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα από τα δύο. Αντιθέτως, ολόκληρη η ταινία αποπνέει μια ανειλικρίνεια, κυρίως προς το πρόσωπο του θεατή, μια ανειλικρίνεια η οποία δύσκολα χωνεύεται και ακόμα πιο δύσκολα συγχωρείται, ειδικά σε κάποιους σκηνοθέτες που στο παρελθόν έχουν χαρίσει μεγαλειώδεις στιγμές κινηματογραφικής αυτοτέλειας.

Θέλω όμως να σκέφτομαι ότι μια χαμένη ευκαιρία δίνει την θέση της σε μια άλλη. Κατά ένα προφητικό τρόπο, το λέει και μέσα στην ταινία. Άλλωστε, ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό δεν λένε; Και ο Ζερβός δεν είναι τυχαίος, γι αυτό και δύσκολα θα πέσει κάτω. Μπορεί το Show Bitch να μην αρέσει όσο θα ήθελα, ωστόσο όμως, παραμένει τιμή μου η ευκαιρία που μου δίνει να γράψω δυο λόγια αφιερωμένα στη γκριζωπή γενειάδα του δημιουργού του.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

You Will Meet a Tall Dark Stranger (2010)

Τους ήρωες του Woody Allen τους αγαπάς χωρίς να το πολυσκεφτείς. Όχι γιατί είναι τόσο αξιαγάπητοι σαν χαρακτήρες, αλλά γιατί διαθέτουν κάτι το εξαιρετικά οικείο, όσα δεκάδες χιλιόμετρα μακριά και αν βρίσκονται από την δική μας πραγματικότητα. Καμιά φορά μάλιστα μοιάζουν τόσο πολύ με τους εαυτούς μας (τους αληθινούς εαυτούς μας) που ασυναίσθητα αποδεσμεύουν τον δημιουργό τους από το βάρος της ανάπτυξής τους. Διότι όταν κάποιος μιλάει για σένα, δεν χρειάζεται να εξιστορήσει σελίδες ολόκληρες για να το καταλάβεις, αρκεί μια κίνηση μόνο, ένα βλέμμα. Σαν αυτό που έριξες την τελευταία φορά που συνάντησες τυχαία στο δρόμο μια όμορφη κοπέλα με ένα κόκκινο κοντό φόρεμα.

Στο σινεμά του Woody Allen πάντοτε έβαζα τον εαυτό μου στις καταστάσεις και τις συνθήκες που βρίσκοντας οι ήρωες των ταινιών του. Ασυναίσθητα. Και ασυναίσθητα, σκεφτόμουν με τον ίδιο τρόπο, έπραττα ακριβώς με την ίδια λογική, χωρίς να ντρέπομαι να το εξομολογηθώ. Άλλωστε, αυτή δεν είναι και η μαγεία του σινεμά; Ξεπερνάει την ψευδαίσθηση του παραμυθιού και σε κοιτάει μες στα μάτια. Μέσα στη καρδιά. Βέβαια, το πόσο σε αγγίζουν αυτές οι ταινίες είναι θέμα χαρακτήρα και προσωπικής εξομολόγησης. Σχεδόν αυτοκριτικής θα έλεγα. Που συνήθως καταλήγουν σε ένα μικρό κομμάτι αυτογνωσίας που σε κάνει να χαμογελάς.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η παραπάνω φλυαρία θα ταίριαζε σε οποιαδήποτε ταινία του σκηνοθέτη. Χωρίς αυτό να είναι απόλυτα σωστό, δεν είναι και απόλυτα αναληθές. Το βροχερό Λονδίνο που συνειδητά έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης, μοιάζει το κατάλληλο ντεκόρ για τους ανασφαλείς πρωταγωνιστές του να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Να εκθέσουν τον θεατή, έχοντας πρώτα εκθέσει τους εαυτούς τους. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα, ούτε και οι ιδιότητες του καθενός. Γιατί αυτούς τους ήρωες όλο και κάπου θα τους έχεις πετύχει στο παρελθόν, είτε σε κάποια διπλανή πολυκατοικία, είτε σε κάποια παλιότερη ταινία. Τους γνωρίζεις. Όπως επίσης γνωρίζεις την κοινωνία στην οποία ανήκουν. Μια κοινωνία που έχει μάθει να ανταμείβει μόνο τους πετυχημένους, καθοδηγώντας τους ανθρώπους στη δημιουργία προσωπικών μικρόκοσμων και αποξενωμένων στιγμών.

Σε αυτή την ταινία όλοι οι χαρακτήρες κοιτάζουν μια ευτυχία που βρίσκεται στο απέναντι παράθυρο, χωρίς να μπορούν να κοιτάξουν την ευτυχία που βρίσκεται δίπλα τους. Και όλοι τους προετοιμάζονται και καθοδηγούνται από την ζωή για να συναντήσουν ένα ψηλό, σκοτεινό - μυστήριο είναι η αλήθεια - άντρα, που μπορεί να μην εμφανίζεται ποτέ στο πανί, μοιάζει όμως να έχει βγει από εκείνη την ταινία του Bergman που τόσο εκτιμά ο σκηνοθέτης. Όχι, ο Woody Allen δεν είναι τόσο νευρωτικά αστείος εδώ, είναι όμως αυθεντικά γλυκόπικρος, κινηματογραφώντας με μια αριστοτεχνική απλότητα ανθρώπους που αδυνατούνε να κοιτάξουν τη ζωή στα ίσια. Και δεν έχει χάσει ούτε στιγμή την κινηματογραφική του διαύγεια και ευφυΐα. Οι ήρωες του μεθάνε με τα πάθη τους και χάνουν τον προσανατολισμό τους, επιθυμώντας κάτι το οποίο κανείς τους δεν αξίζει. Κάποιοι από αυτούς το αποκτούν, κάποιοι άλλοι όχι. Όλοι τους όμως έρχονται αντιμέτωποι με την ειρωνεία της ζωής. Και μόνο ένας καταλήγει να χαμογελά, έστω για μια αλήθεια που μοιάζει αυταπάτη. Γελάω με τα χάλια μας (όπως γελάει και ο δημιουργός) και ταυτόχρονα σκέφτομαι…

Από τον εβδομηντατετράχρονο Woody Allen δεν περιμένεις να σου αλλάξει την ζωή, περιμένεις απλά να σου δείξει ένα κομμάτι της. Το πιο απ’ όλα θα διαλέξει όμως δεν μπορείς να το ξέρεις. Άλλωστε η ζωή είναι πολύπλοκη, με κάθε λογής σκαμπανεβάσματα. Την μία πάει πάνω, την άλλη κάτω, την μία είναι έτσι, την άλλη αλλιώς. Το θέμα είναι τι κάνεις εσύ για να την αντιμετωπίσεις. Σε αυτή την ταινία δεν θα βρεις κάποια λύση (πως θα μπορούσες άλλωστε;), θα βρεις όμως τον τρόπο. Θα κοιτάξεις, έχοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να αγγίξεις. Ναι, εδώ μπορείς. Γιατί το άγγιγμα είναι αμφίδρομο. Όπως ήταν πάντα. Και αυτό δεν μπορεί να του το πάρει κανείς, όσες ταινίες και αν περάσουν.

Chris Zafeiriadis