Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

The Beatles: Eight Days a Week - The Touring Years (2016)


Όσο κι αν μιλήσει κάποιος για τους Bealtes νομίζω δε θα είναι αρκετό. Βλέπεις, υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που όσες φορές κι αν δεις ή ακούσεις κάτι γι’ αυτούς, ποτέ δε θα μπορέσεις να ικανοποιηθείς. Θα θέλεις ακόμα περισσότερο, ακόμα μια φορά να τους δεις να παίζουν τα αγαπημένα σου κομμάτια live στη σκηνή. Οι Beatles ανήκουν σε μια κατηγορία συγκροτημάτων που δεν κατάφεραν απλώς να αγγίξουν την επιτυχία της εποχής τους αλλά και κάθε επόμενης που έρχεται, αφού η κληρονομιά που έχουν αφήσει πίσω τους οι τέσσερεις μουσικοί δεν εξαντλείται, δεν χορταίνεται και φυσικά δεν μπορεί να ηττηθεί από την πάροδο του χρόνου. Κάπως έτσι, εμείς που ζούμε σήμερα πενήντα-εξήντα χρονιά μπροστά, μπορεί να μην έχουμε πια την ευκαιρία να τους απολαύσουμε επί σκηνής, μπορούμε όμως να αντικρίσουμε το μεγαλείο τους μέσα από ντοκιμαντέρ σαν κι αυτό εδώ. Το ξέρω, δεν είναι κάτι σπουδαίο να παρακολουθείς κάτι όμορφο μέσα από μια οθόνη, αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό μπορούμε να έχουμε στην εμπειρία μιας συναυλίας. Για όλα τα υπόλοιπα θα υπάρχουν πάντα τα τραγούδια.

Η ταινία του Ron Howard, ξεκινάει με ένα βίντεο των Σκαθαριών όπου παίζουν ζωντανά το She Loves You στο ABC cinema του Manchester το 1963 κι αυτό που γίνεται πρώτα από όλα αντιληπτό είναι οι φρενήρεις αντιδράσεις του κοινού που τους παρακολουθεί. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνεντεύξεις και κυρίως ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος την περίοδο 1963-1966, με το βάρος να πέφτει στα γράμματα των κοριτσιών, στις αφηγήσεις των περιστατικών, στις εμφανίσεις στην τηλεόραση (πόσο υπέροχο μέσο για να δεις ό,τι αγαπάς, χωρίς να μπορείς να το αγγίξεις) και κυρίως στις μεγάλες συναυλίες που έδωσαν οι Beatles εκείνη την περίοδο. Όλα αυτά μέσα σε μια περίοδο δύσκολη και ψυχολογικά απαιτητική όπου ο κόσμος (όπως και σήμερα;) μοιάζει να έχει την ανάγκη από κάπου να πιαστεί.

Μπορεί να άλλαξαν πολλά τα τελευταία χρόνια στη μουσική βιομηχανία, μπορεί τα είδη να εξελίχτηκαν όπως κανένας δε μπορούσε να προβλέψει, αυτό όμως που ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξει είναι το πάθος των αφοσιωμένων ακροατών. Ακροατών ανεξαρτήτου ηλικίας, γεωγραφικής διεύθυνσης και μουσικής προτίμησης, ακροατών που είτε λατρεύουν τους Beatles, είτε τη Maria Callas είτε τους Slayer, κάθε φορά που βρίσκονται κοντά στο ίνδαλμα τους θα είναι έτοιμοι να κάνουνε χαμό. Αυτή είναι μια ταινία για όλους αυτούς τους ανθρώπους και το πάθος που χαρακτηρίζει τις στιγμές που βλέπουν το αγαπημένο τους συγκρότημα να παίζει ζωντανά. 

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Supersonic (2016)


Στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας είναι λίγες οι φορές που από το πουθενά εμφανίστηκε ξαφνικά ένας καλλιτέχνης ή ένα συγκρότημα που κατάφερε να κατακτήσει σε χρόνο αστραπιαίο τόσο τα μουσικά τσαρτ όσο και τις καρδιές των ακροατών. Είναι λίγες οι φορές που οι καλλιτέχνες αυτοί δεν ήταν φτηνά προϊόντα της ίδιας της βιομηχανίας, φούσκες που δεν είχαν τίποτα το ουσιαστικό να προσφέρουν, αλλά καθημερινοί άνθρωποι που με την έμπνευση, το μεράκι και κυρίως τη σκληρή δουλειά τους, προσπάθησαν να βγάλουν από μέσα τους αυτό που θα τους έκανε να νιώσουν ζωντανοί και να επικοινωνήσουν με όσο περισσότερο κόσμο μπορούσαν. Ένα από αυτά τα συγκροτήματα είναι και οι Oasis, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τα αδέρφια Gallagher στο Manchester του 1991 και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να κατακτήσουν τις ψηλότερες κορυφές, με τον κόσμο να τους κοιτά και να τους αποθεώνει.

Στο ντοκιμαντέρ του Mat Whitecross (The Road to Guantanamo, Sex & Drugs & Rock & Roll), η ιστορία ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια συγκρότησης και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ίδια η μπάντα και περνάει μέσα από τις αντιξοότητες, τις παρέες, τις αμέτρητες ουσίες και τους έντονους καυγάδες, καταλήγοντας, λίγο πριν ολοκληρωθούν τα πρώτα πέντε χρόνια πορείας, σε μια από τις μεγαλύτερες συναυλίες που έδωσαν ποτέ οι Oasis, στο Knebworth, μπροστά σε 250.000 τρελαμένους οπαδούς τους. Μέσα σε αυτές τις δύο ώρες τεκμηρίωσης, ο σκηνοθέτης δε θα εστιάσει στα τραγούδια, τις επιτυχίες, τους έξυπνους στίχους και τις εκατομμύρια πωλήσεις (οι λίγο μεγαλύτεροι θυμούνται πώς το “Champagne Supernova” όρισε χιλιάδες νεανικούς έρωτες εκείνη την εποχή). Περισσότερο θα ενδιαφερθεί για τους ίδιους τους δημιουργούς, το πόσο αυτοί επηρεάστηκαν από τη μουσική σκηνή την οποία εν μέρει δημιούργησαν και τον (σωστό ή λάθος) τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν τη γρήγορη επιτυχία τους.

Το Supersonic είναι έξυπνο, καλοφτιαγμένο, αναπνέει νεανικό αέρα και κεντρίζει το ενδιαφέρον, όχι μόνο όσων λατρεύουν την Britpop και κατ’ επέκταση τους Oasis, αλλά κυρίως όσων ενδιαφέρονται να ρίξουν μια πιο εσωτερική ματιά σε ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα των τελευταίων χρόνων. Μια ματιά που πέφτει επάνω στις αυτοκαταστροφικές προσωπικότητες ανθρώπων που κατάφεραν να γράψουν τη δική τους ιστορία, γράφοντας παράλληλα ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια στην μουσική των 90’s. Και ξέρεις, δεν είναι δα και τόσοι πολλοί αυτοί που έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

The Void (2016)

“There’s a demon inside, Bloodlet it out,
Bloodlet it out, ‘Til you love me again”
(Munroe, 2015) 

Μέσα από τ’αχαρτογράφητα βάθη του ανθρώπινου παραλογισμού (που μετουσιώνονται σε κινηματογραφική επιθυμία και, μετά, εμπειρία) αναδύεται το ‘Void’, το οποίο, αφού δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες πρωτοτυπίας μέσα από το σενάριό του, προσπαθεί να διεκδικήσει μια θέση στο πάνθεον του φανταστικού σινεμά, κυρίως μέσα από τον τρόπο αφήγησης και την κατασκευή του. Το αν το καταφέρνει ή όχι, εξαρτάται αποκλειστικά από την ανοχή των λάτρων του είδους, αφού γι’ αυτούς και μόνο φαίνεται να προορίζεται. Άλλωστε το σινεμά του φανταστικού μοιάζει να συγχωρεί πολλά και να επαινεί ακόμα περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο είδος, σε κάθε κατασκευή που φαίνεται να πάσχει σε αρκετά σημεία αλλά διαθέτει τις κατάλληλες αρετές για να το απολαύσεις.

Ταινίες σαν το ‘Void’ αξίζει να μνημονεύονται γιατί έχουν το θάρρος και τολμάνε να βαδίσουν σε δύσβατα μονοπάτια, κάτι που οφείλεται κυρίως στους δύο τρελαμένους δημιουργούς του. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κύριοι Gillespie και Kostanski είναι αφοσιωμένοι κινηματογραφόφιλοι, αγαπάνε το φανταστικό σινεμά – κυρίως της δεκαετίας των 80’s (οι στα όρια της κλοπής επιρροές δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν εδώ, αφού αναγνωρίζονται εύκολα με την πρώτη ματιά) – και σε αυτό φαίνεται να θέλουν να επενδύσουν, αφού, όπως και σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής, η κατανάλωση χωρίς δημιουργία δεν οδηγεί πουθενά.

Στημένο με μεράκι, προσήλωση στο σκοτάδι, απολαυστικά practical effects (τα οποία πάντα θα κερδίζουν με διαφορά τη μάχη με τα άψυχα cgi των υπολογιστών) και με μια σχετική περιρρέουσα αναρχία στην πλοκή, το ‘Void’ ακολουθεί μια ομάδα επαρχιωτών που παγιδεύονται σε ένα υπό εγκατάλειψη νοσοκομείο της περιοχής και απειλούνται από μια ομάδα αιρετικών, ντυμένων με άσπρα σεντόνια κι ένα μαύρο τρίγωνο στην περιοχή του προσώπου – σύμβολο ενός απροσδιόριστου κακού που μοιάζει να κυριαρχεί υπόγεια στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, και χωρίς καμία εξήγηση, μέσα στο ίδιο το νοσοκομείο αρχίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα των κόσμων που έχει πλάσει η ανθρώπινη φαντασία (επίγειων, ουράνιων και κολασμένων). Κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι αυτό που παρακολουθείς δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ακατανόητη ταλάντευση ανάμεσα στη βίαιη πραγματικότητα και την αρρωστημένη φαντασία που πλάθει το μυαλό, μια ταλάντευση που ξεκινάει από αυτό που προσπαθείς να κατανοήσεις και καταλήγει σε έναν never-ending αιματοβαμμένο εφιάλτη για τους ήρωες της ιστορίας.

Η ιστορία ξεκινάει απίθανα, χτίζοντας ένα μυστήριο που σε κεντρίζει και σε κάνει να αναρωτιέσαι. Η συνέχεια εξελίσσεται μέσα σε μια αινιγματική ατμόσφαιρα η οποία εισάγει απειλητικές φιγούρες που προκαλούν τον τρόμο, ενώ αρκετά νωρίς περνάει σε body-horror εξάρσεις, καταδύεται σε ένα υπόγειο γεμάτο ζωντανά πτώματα και, τελικά, χάνεται μέσα σ’έναν κυκεώνα κρεουργημένης σάρκας και ονείρων από έναν άλλο κόσμο – εκεί όπου ο ομφάλιος λώρος της μητέρας δίνει ζωή σε πλάσματα από το υπερπέραν. 

Αυτό που ίσως ενοχλήσει κάποιους είναι η έλλειψη μιας ουσιαστικότερης ερμηνείας των όσων συμβαίνουν, η οποία θα ωθούσε την ταινία σε ένα ψηλότερο σκαλοπάτι και θα χρησιμοποιούσε τα όμορφα εξωτερικά χαρακτηριστικά για κάτι πραγματικά πνευματώδες. Αντίθετα, όμως, τα όσα περίεργα συμβαίνουν μένουν μετέωρα χωρίς ίχνος δικαιολόγησης, οπότε και οι προθέσεις των δημιουργών τίθενται υπό αμφισβήτηση. Κάπως έτσι το Void παραμένει χαμένο μέσα στην άβυσσο την οποία υπηρετεί, σαν ένα εφιαλτικό παραμύθι εγκλωβισμένο μέσα στο χρόνο και το χώρο. Από την άλλη, βέβαια, ως λάτρεις τέτοιων ελλειπτικών, σχεδόν ακρωτηριασμένων ιστοριών, μπορούμε να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη και να χρησιμοποιήσουμε την περιορισμένη αφήγηση της πλοκής ως ένα εργαλείο για τη δημιουργία μιας ολότελα δικής μας προσέγγισης της ιστορίας. Μπορούμε έτσι να δώσουμε τη δική μας ερμηνεία στην αλλοιωμένη πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται στην οθόνη, να έρθουμε κοντά στο Κενό και να το αναγνωρίσουμε ως ένα μικρό διαμάντι του cosmic horror subgenre. Αν, φυσικά, υπάρχει κάτι τέτοιο.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Mary and Max (2009)


Τα αστέρια μοιάζουν να έχουν πάντα μια δική τους λογική. Θα έπαιρνα όρκο πως τα συναισθήματα δεν έχουνε καμία. 

Στην αέναη αναζήτηση της ευτυχίας, της χαράς και της εύθραυστης προσωπικής σου ευφροσύνης θα συναντήσεις τους ανθρώπους. Θα έρθεις κοντά και θα γνωρίσεις τους ανθρώπους της γειτονιάς, του περιθωρίου, του πεζοδρομίου, των πανεπιστημιακών αιθουσών και του αχανούς (και αφανούς) διαδικτύου, ανθρώπους μορφωμένους και ανθρώπους ευγενικούς, ανθρώπους που θα σε κοιτάξουν με βλέμμα καχύποπτο και σκεπτικό και άλλους που απλώς θα σου σκάσουν ξαφνικά ένα αυθόρμητο χαμόγελο και θα συνεχίσουν το δρόμο τους, χωρίς να σου ζητήσουν το παραμικρό αντάλλαγμα.. Μέσα σε αυτόν τον αδυσώπητο λαβύρινθο της αστικής πολυκοσμίας, θα έρθεις σε επαφή με τους ανθρώπους τους απλούς και τους ανθρώπους τους περίπλοκους, τους ανθρώπους της δουλειάς, της τεμπελιάς, του βάρβαρου ρεαλισμού και του αβάσταχτου ρομαντισμού, οι οποίοι κοιτάνε τα αστέρια και πιστεύουνε στ’ αλήθεια ότι μια μέρα θα τα κατακτήσουν. Δεν είναι κακό να είσαι φιλόδοξος ονειροπόλος, αφού και από ένα και μόνο αστέρι να πιαστείς, πάλι θρίαμβος θα είναι. 

Με όλους αυτούς τους ανθρώπους θα βρεθείς, θα συνομιλήσεις, θα γελάσεις και θα κλάψεις, θα κοιταχτείς αδιάφορα και θα κοιταχτείς με λαχτάρα. Με κάποιους θα πιαστείς στα χέρια και με κάποιους άλλους θα αγαπηθείς, με κάποιους θα μοιραστείς καυγάδες και με άλλους θα μοιραστείς φιλιά απρόσμενα και φιλιά μοναδικά. Mε κάθε έναν από αυτούς που θα βρεθεί στο δρόμο σου, θα μοιραστείς τις στιγμές που, όσο κι αν δεν το πιστεύεις, θα μείνουν για πάντοτε δικές σας - είτε τις διηγείσαι με περηφάνια σε κάποιον που θα σταθεί για λίγο δίπλα σου, είτε τις κρατήσεις για πάντα μυστικές σε κάποιο μέρος που κανένας δεν θα μπορεί να ανακαλύψει. Όπως ένα αθώο, μικρό (ή μεγαλύτερο) και κρυφό κομμάτι λαχταριστή σοκολάτα. 

Όλες αυτές οι σχέσεις που δημιουργούνται είναι λίγο πιο δύσκολες από τις μαθηματικές εξισώσεις με περίεργα πρόσημα και άγνωστους συντελεστές. Είμαστε, βλέπεις, πολύπλοκες ψυχές που περιφερόμαστε ανάμεσα σε καταστάσεις που πιστεύουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν μπορούμε καν να τις διαχειριστούμε με επιτυχία, αφού τις περισσότερες φορές δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε αυτά που κρύβονται πίσω από τις κινήσεις και τα βλέμματα των διπλανών μας. Μέσα σ’ αυτήν την εύθραυστη οντότητά μας, σ’ αυτόν τον κόσμο που θέλουμε να μας ανήκει (και γι’ αυτό αδιάκοπα τον διεκδικούμε), αναζητούμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε τις ανασφάλειες και την κρυφή μας ομοφοβία,προσμένοντας έτσι μια πνευματική ηρεμία που φυσικά δεν έρχεται ποτέ. Αναζητούμε εκείνον (ή εκείνη) που θα μπορέσει να έρθει κοντά για να μας σώσει, έναν φίλο πραγματικό ή φανταστικό που θα έρθει για λίγο να μας χαρίσει μερικές μονάχα στιγμές ανθρώπινης ειλικρίνειας. Όχι για να μας δώσει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα περιωπής, αλλά για να σταθεί για λίγο κοντά και παρέα να λύνουμε έναν-έναν τους γρίφους που απλόχερα κερνάει η καθημερινότητά μας. 

Έναν τέτοιο φίλο αναζητά και η μικρή Mary και τον βρίσκει τυχαία στο πρόσωπο, ή καλύτερα στην ρημαγμένη προσωπικότητα, του μεγαλύτερου Max. Εκείνη είναι ένα βαθυστόχαστο, επίμονο και πεινασμένο για μελέτη παιδί που κοιτάζει τον κόσμο με μάτια αχόρταγα και καφετιά, προσπαθώντας να τον κατανοήσει. Εκείνος είναι ένας μοναχικός, σχεδόν καταθλιπτικός μεσήλικας, χωρίς οικογένεια και φίλους, που μέσα στην μοναξιά και την ασημαντότητα τού διαμερίσματός του έχει ξεμείνει από πάθη και φιλοδοξίες. Οι δυο τους ξεκινάνε μια σχέση δι’αλληλογραφίας που θα αλλάξει τις ζωές τους ανεπίστροφα. Αυτή η εξ αποστάσεως σχέση καταφέρνει και γεμίζει τους δύο με υπέροχες και χαμογελαστές στιγμές άγχους και ειλικρίνειας, αφού αν με ρωτάς θα σου πω πως η αλληλογραφία με έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζεις μπορεί να είναι ένα υπέροχο γεγονός στη ζωή σου. Όχι γιατί σου προσφέρει περισσότερη ασφάλεια, αλλά γιατί αυτά που βγαίνουν από μέσα σου, αυτά που γράφεις και αυτά που αβίαστα θέλεις να εκμυστηρευθείς, τις περισσότερες φορές κρύβουν περισσότερη αλήθεια από όλα εκείνα που θα συζητήσεις με κάποιον που έτυχε να βρίσκεται κοντά σου. 

Η ταινία διαδραματίζεται μεταξύ Αυστραλίας και Νέας Υόρκης κάπου κοντά στο 1976. Θα μπορούσε κάλλιστα όμως να είναι μια ιστορία στον Καναδά του 1990, στην Κίνα του 1950 ή στην Ελλάδα του 2015. Απαντήσεις φυσικά δεν θα πάρεις από τον Elliot για ό,τι σε απασχολεί σε τούτη τη ζωή - αυτές θα πρέπει να τις αναζητήσεις μόνος σου. Όπως όμως όλες οι μεγάλες ιστορίες πράττουν, έτσι και αυτή ιχνηλατεί ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα, αναζητά τις ρημαγμένες από έναν μπερδεμένο κόσμο ανησυχίες και χαρές και σε φέρνει αντικριστά με ένα stop-motion animated ορυμαγδό γλυκόπικρου συναισθηματισμού. Με έναν βαθιά ανθρώπινο και ακραιφνή τρόπο, θα σου μιλήσει για τη σχέση των δύο αυτών χαρακτήρων, που, όπως όλες οι σχέσεις, έχει τα πάνω της και τα κάτω της, έχει στιγμές εντυπωσιακές και στιγμές αδιάφορες. Θα σου μιλήσει για μια σχέση που τελικά δοκιμάζεται, περνώντας από ατίθασες βουνοκορφές και μανιασμένα κύματα με στόχο να εδραιωθεί. Κάπως έτσι το μυαλό μπαίνει σε περιπετειώδεις σκέψεις. 

Στην αναζήτηση της αληθινής, αλησμόνητης και ειλικρινούς φιλίας θα γνωρίσεις τη χαρά. Και όπως συμβαίνει με όλες τις φιλίες που δεν κρύβουν από πίσω τους δόλο, στην αρχή θα είσαι λιγάκι επιφυλακτικός και συγκρατημένος, στη συνέχεια όμως και μέσω της τριβής (πνευματικής, όχι σωματικής) μια αμυδρή σχέση εμπιστοσύνης μπορεί να γεννηθεί. Θαρρώ πως είναι στο χέρι σου το αν θα προσπαθήσεις να κάνεις αυτή τη σχέση να αναπτυχθεί σε κάτι ουσιαστικότερο του προσωρινού ή θα σφάλεις με κάποιον μικρό ή μεγαλύτερο τρόπο, αδυνατώντας να κατανοήσεις τη σημασία της ευκαιρίας. Είναι που καμιά φορά παρεξηγούμε κιόλας, πληγώνοντας, θυμώνοντας, απογοητεύοντας και φέρνοντας σε δύσκολη θέση αυτόν που έδειξε για λίγο ότι νοιάζεται, χωρίς καν να μας έχει δοθεί το παραμικρό δικαίωμα. 

Μέσα από κάθε σχέση, κάθε συνομιλία και κάθε αβάσταχτο καημό, οι άνθρωποι είναι αυτοί που πρωταγωνιστούν και οι άνθρωποι είναι αυτοί που δίνουν τη λύση. Άνθρωποι ανέμελοι και βιαστικοί, άνθρωποι που βλέπεις καθημερινά από το παράθυρό σου και άλλοι που δε θα συναντήσεις ποτέ. Άνθρωποι που περιμένουν, που ελπίζουν και άλλοι που προσπαθούν - ξανά, ακόμα κι αν είναι να αποτύχουν. Άνθρωποι που κάνουν συνήθως το σωστό και άλλοι που κάνουνε λάθη- όχι γιατί έχουνε κακή πρόθεση, αλλά γιατί η φύση τους έπλασε γεμάτους με ατέλειες. Είναι οι άνθρωποι που πληγώνουν και πληγώνονται, τις περισσότερες φορές χωρίς να το αξίζουν. Είναι οι άνθρωποι που συγχωρούν και συγχωρούνται, γιατί τις περισσότερες φορές, αλήθεια, το αξίζουν. Άνθρωποι που αναγνωρίζουν την αξία και τη σπανιότητα της φιλίας και της χαράς που αυτή σου δίνει, που παλεύουν και συγχωρούν, που προτιμούν να επιμείνουν, όχι για να είναι τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά για να βρίσκονται δεκάδες χιλιόμετρα χώρια, κι όμως να αισθάνονται ότι αναπνέουν δίπλα-δίπλα. Άνθρωποι που, κι αν έτσι τα φέρει η ζωή και πρέπει να αποχωριστούν, επιλέγουν να φύγουν σιωπηλά, όχι με δάκρυα στα μάτια, αλλά με ένα μικρό, γαλήνιο χαμόγελο, ζωγραφισμένο στα χείλη.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Late Phases (2014)


Το Late Phases είναι μια παλιομοδίτικα κατασκευασμένη μεταμεσονύχτια ταινία τρόμου με λυκανθρώπους, σαν εκείνες που έφτιαχναν οι μερακλήδες τουλάχιστον 30 χρόνια πριν. Ίσως να ποντάρει λιγότερο στον τρόμο και περισσότερο στο χαρακτηριστικό του παλιομοδίτικου, αλλά στη σημερινή εποχή του αδηφάγου cgi και των αδιάφορων, ψυχρών και, τελικά, άψυχων ψηφιακών εφέ, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αποδεκτό και φυσικά αρκούντως απολαυστικό. Ωστόσο η ιστορία προσπαθεί να σου μιλήσει για τόσα παραπάνω από τα προφανή, που οι λύκοι, τα τέρατα και η πανσέληνος καταλήγουν να είναι δευτερεύουσας σημασίας – όχι όμως και τα αίματα που βάφουνε αλύπητα τα κάδρα.

Η αγγλόφωνη ταινία του ισπανού Adrián García Bogliano ξεκινάει όταν ένας τυφλός βετεράνος του Βιετνάμ μεταφέρεται σε μια επαρχιακή κοινότητα για ηλικιωμένους. Ο Ambrose (Nick Damici) είναι ένας μοναχικός γερόλυκος που προσπαθεί να περάσει τον χρόνο που του απομένει με όση περισσότερη αξιοπρέπεια του αναλογεί, αντιλαμβανόμενος και αποδεχόμενος την μοναξιά που χαρακτηρίζει τις στιγμές των γηρατειών που του χτυπούν την πόρτα. Έχοντας ως μοναδικό φίλο ένα πιστό σκύλο που είναι πάντα η σκιά του («Shadow») προσπαθεί να διαχειριστεί και να συμφιλιωθεί με την πρόσφατη απώλεια της γυναίκας του. Δεν είναι φυσικά ένας ανήμπορος γεροξεκούτης, αλλά ένας ενοχλητικός, αντικοινωνικός, σε στιγμές αγενής (με όσους αξίζουν να είσαι αγενής μαζί τους) άντρας, ο οποίος έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και ξέρει ακριβώς τι συμβαίνει γύρω του κάθε στιγμή που περνάει. Για την ακρίβεια θα λέγαμε ότι μέσα από τη στωικότητα του χαρακτήρα του «βλέπει» πολλά περισσότερο από όσα ο περίγυρός του αντιλαμβάνεται, κι ας έχει χάσει προ πολλού την αίσθηση της όρασης. Γι’ αυτό και δε διστάζει, όταν χρειαστεί, να τα βάλει με όλους, ακόμα και με τους θεοσεβούμενους ιερείς (αφού ένας άνθρωπος μπορεί να κρύψει πολλά κάτω από μια στολή).

Για έναν τέτοιο άνθρωπο ο συμβιβασμός δεν είναι κάτι που μπορεί να επιλέξει, ωστόσο προσπαθεί, ακόμα κι όταν δεν του είναι ευχάριστο, να μη γίνεται ένα ανυπόφορο βάρος για το μοναχογιό του - έναν γιο με τον οποίο διατηρεί μια σχέση έντασης που κυμαίνεται ανάμεσα στην αγάπη, την αμφισβήτηση, το δισταγμό και την απαίτηση. Δεν είναι για να απορείς, καθώς είναι αρκετοί οι πατεράδες που συντηρούν μια τέτοιου είδους σχέση με τους γιους τους και αυτό είναι κάτι που ο Bogliano φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά, γι’ αυτό και κινηματογραφεί τους δύο άντρες με συνομιλίες, συναισθήματα και βλέμματα που κόβουν την ατμόσφαιρα σε χίλια μύρια αγιάτρευτα κομμάτια.

Σε αυτή την μοναχική κοινότητα όπου το ανώτατο όριο ταχύτητας ορίζεται στα 25χλμ/ώρα, οι άνθρωποι μεταβαίνουν στη δύση της ζωής τους για να πεθάνουν ο ένας δίπλα στον άλλο και κάποιος επιτέλους να δείξει ότι νοιάζεται. Ο Ambrose δεν ενδιαφέρεται να κάνει τον οποιοδήποτε να νοιαστεί. Αντίθετα, επιχειρεί να έρθει κοντά στον απομακρυσμένο του γιο κι εκεί έγκειται όλο το συναισθηματικό βάρος της ταινίας. Μιας ταινίας που αποκαλύπτει τις αιματηρές της προθέσεις μόλις στα πρώτα 14 λεπτά όπου γίνεται και η πρώτη επίθεση του λύκου, χωρίς όμως κάποιος από την κοινότητα να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιστατικό. Και αυτό γιατί τα θύματα δεν είναι κάποιοι νεαροί που χάθηκαν στο δάσος, αλλά ηλικιωμένοι που δύσκολα θα λείψουν από κάποιον. Η συνέχεια αφήνεται στους ήρωες, ώστε να διατηρήσουν, να αναπτύξουν ή να εξομαλύνουν τις σχέσεις μεταξύ τους - κυρίως ο Ambrose με τον από καιρό απομακρυσμένο του γιο.

Κάπως έτσι, καθώς οι επιθέσεις των λύκων αυξάνονται, κάποιοι σκίζουνε τις σάρκες τους για να μεταμορφωθούν σε κτήνη (σε μερικές από τις ωραιότερες μεταμορφώσεις ανθρώπου σε λύκο των τελευταίων ετών) και κάποιοι άλλοι γίνονται κομμάτια για να θρέψουν τη αχόρταγη μανία που προκαλεί το φεγγαρόφως. Ανάμεσα σε αυτούς, υπάρχουν και εκείνοι, οι σιωπηλοί, περήφανοι και ταπεινοί, που δεν περιμένουν μια ουρανοκατέβατη άφεση για να συγχωρεθούν, αλλά με όση τόλμη τους έχει απομείνει διεκδικούν περήφανα την αξιοπρέπεια που τους έχουνε στερήσει. Διεκδικούν το κομμάτι εκείνο της ζωής που θα χαρίσει το από καιρό χαμένο νόημα στις τελευταίες τους στιγμές και θα μετατρέψει τον λιγοστό χρόνο που τους έχει απομείνει από παγωμένα ασήμαντο σε ονειρικά λυτρωτικό.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Después de Lucía (2012)


Υπάρχουν ταινίες που σε ταξιδεύουν σε τόπους εξωτικούς κι ονειρεμένους, δημιουργώντας σου χαρούμενα συναισθήματα που σε κάνουν να χαίρεσαι και να χαμογελάς. Υπάρχουν όμως και ταινίες που ενώ κατασκευάζονται σε κάτι τέτοιους τόπους, καταφέρνουν μέσα από τη θεματική τους να σου προκαλέσουν έναν κόμπο στο στομάχι, όχι γιατί αυτό που βλέπεις στην οθόνη είναι ακραία σοκαριστικό, αλλά γιατί γνωρίζεις ότι μέσα στη μυθοπλασία εμπεριέχονται αλήθειες που λίγοι θα σου διηγηθούν. Με αυτό τον τρόπο, οι ταινίες αυτές σε φέρνουν αντιμέτωπο με την πραγματική ζωή, με στιγμές που είτε έχεις ζήσει και θέλεις να ξεχάσεις σαν ένα κακό όνειρο, είτε εύχεσαι να μη σου τύχουνε ποτέ. Μετά από αυτές, υπάρχουν και οι ταινίες σαν την ‘Lucia’, οι οποίες παίρνουν φόρα και σε χτυπούν με δύναμη στα μούτρα.

Η ταινία του μεξικανού Michel Franco είναι μια σκόπιμα σκληρή ιστορία που σου μιλάει για την απώλεια, το θρήνο που αισθάνεται κάποιος όταν έχει χάσει αυτόν που αγαπάει και την οδύνη με την οποία φορτώνεται όταν πρέπει να προχωρήσει παρακάτω. Σε πρώτο πλάνο συναντάμε τον Roberto και την έφηβη κόρη του Alejandra. Οι δυο τους, μετά το θάνατο της μητέρας της οικογένειας σε αυτοκινητικό δυστύχημα – μια γυναίκα που δεν γνωρίζουμε ποτέ (η Lucia του τίτλου, ίσως;), μετακομίζουν σε μια καινούρια και άγνωστη κωμόπολη του Μεξικού. Η μοναξιά τους είναι φυσικά αδιανόητα επώδυνη, όπως επίσης και το ασήκωτο βάρος της θύμησης της χαμένης μητέρας. Ωστόσο, βλέπεις τους δύο τους να παλεύουν σιωπηλά όταν βρίσκονται μαζί, αναγνωρίζοντας ότι αν κάτι έχουν περισσότερο ανάγκη είναι ο ένας την παρουσία και τη δύναμη του άλλου.

Είναι θαυμαστός ο τρόπος που ο Franco κινηματογραφεί τη σχέση πατέρα και κόρης, από την ευαισθησία που ακτινοβολούν οι μικρές αλλά σημαντικές στιγμές της καθημερινότητας, μέχρι τον τρόπο που κοιτάζονται στα μάτια και λένε την αλήθεια, ακόμη κι όταν ξέρουν ότι κάπου έχουν σφάλει. Οι δύο αυτοί ήρωες που διασταυρώθηκαν με την ασχήμια και τη φρίκη της ζωής, κουβαλούν αθόρυβα τα τραύματά τους και προσπαθούν να ενσωματωθούν αρμονικά σε ένα νέο κοινωνικό σύνολο. Ο Roberto, ως σεφ που είναι, πιάνει δουλειά σε ένα μικρό και ασήμαντο εστιατόριο (περισσότερο ως λύση ανάγκης και όχι επιλογής), ενώ η Alejandra βρίσκεται σε ένα νέο σχολικό συγκρότημα, προσπαθώντας να προσαρμοστεί με τους καινούριους της συμμαθητές.

Όλα τα παραπάνω, όπως αποτυπώνονται λακωνικά στο πανί, είναι ένα κομμάτι μονάχα από τη γνωριμία δύο ανθρώπων με τη νοσηρή πλευρά της ζωής και τη διαχείριση των συναισθημάτων που προκαλεί ένας αιφνίδιος και άδικος θάνατος στους κόλπους μιας μικρής οικογένειας. 

Από ‘κει κι έπειτα φανερώνεται το τέρας.

Είναι ένα τέρας άσχημο, αχόρταγο και πολύ καλά κρυμμένο στους κόλπους του κοινωνικού συνόλου. Είναι ένα τέρας που, αν κάνεις το λάθος και το αφήσεις να αναπτυχθεί, θα σε κατασπαράξει κι εσένα χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό. Το φαινόμενο του bullying, βλέπεις, δεν είναι προνόμιο μονάχα του Μεξικού, της Ελλάδας ή άλλων μεμονωμένων περιοχών του πλανήτη. Είναι μια μάστιγα που ξεκινάει δειλά-δειλά από το σπίτι και εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς στις αίθουσες και στις αυλές των σχολείων, ενώ από εκεί περνάει στις γειτονιές ολόκληρου του κόσμου.

Μετά από ένα αθώο πάρτι και μια αυθόρμητη ερωτική συνεύρεση, η Alejandra νιώθει το τέρας να της επιτίθεται. Δέχεται την αναίτια κακοποίηση και τον εξευτελισμό από το σύνολο των συμμαθητών της, οι οποίοι αποκαλύπτουν ότι έψαχναν απλώς ένα θύμα για να ξεσπάσουν την οργή τους. Δεν χρειάζεται πάνω από μια κάμερα σε ολόκληρη την ταινία για να σου δείξει ο Franco την ανελέητη ενδοσχολική ψυχολογική και σωματική βία που δέχεται αυτό το κορίτσι, με τη ντροπή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό να γιγαντώνει το φόβο της αποβολής, όχι μόνο από το σχολείο αλλά κι από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η Alejandra απομονώνεται από το περιβάλλον της (όπου οι καθηγητές είναι εντυπωσιακά απόντες) και σιωπά, θεωρώντας ότι δέχεται τις συνέπειες των πράξεών της, όταν στην πραγματικότητα δέχεται την απρόκλητη βαρβαρότητα των συμμαθητών της, συμμαθητών που είναι αρκετά μεγάλοι για να χρειάζονται συνεχή επιτήρηση αλλά και πολύ νέοι για να έχουν συναίσθηση των πράξεών τους.

Γνωρίζεις, βέβαια, ότι οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν βάρβαροι. Η βαρβαρότητά τους, όμως, δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αφού υποβόσκει κάτω από την εικόνα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να φανερωθεί. Φυσικά κανένας δεν γεννήθηκε βάρβαρος, έγινε όμως στην πορεία της ζωής από τις διδαχές μιας κοινωνίας που μοιάζει να έχει δυσανεξία στην ευγένεια και τη λογική. Είναι η ίδια κοινωνία στην οποία ανήκουμε όλοι και κάπως έτσι το σινεμά μιας χώρας γίνεται σινεμά παγκόσμιο. Ένα σινεμά που δεν σου μιλάει απλώς για το φαινόμενο, αλλά σε φέρνει αντιμέτωπο με μια αλήθεια που δύσκολα φανερώνεται, αντηχώντας με ευλάβεια τα γεγονότα της τραγωδίας ενός και κάθε Βαγγέλη Γιακουμάκη. Νιώθεις έτσι την ανάγκη να ουρλιάξεις για ό,τι μπορεί να συμβαίνει (άλλωστε η σιωπή μπορεί να σε μετατρέψει σε συνένοχο, δεν το ‘ξερες;), αισθάνεσαι τη μοναξιά της Alejandra και, τελικά, έρχεσαι κοντά και γίνεσαι ένα μαζί της. Σε αυτήν την έξοχη και σκληρή συνάντηση κινηματογράφου και πραγματικότητας μπορείς να ακούσεις καθαρά το τέρας να βρυχάται, ενώ λίγο πριν την τραγική έκβαση της ιστορίας νιώθεις την ανάγκη να αποδράσεις και να φύγεις μακριά, την ανάγκη να αισθανθείς και πάλι ελεύθερος, κατακτώντας τη γαλήνη που σου χαρίζουν τα κύματα της θάλασσας.

Chris Zafeiriadis