Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 60s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 60s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Jules et Jim (1962)


Αναπόσπαστο κομμάτι του γαλλικού Νέου Κύματος, η ταινία του Truffaut έχει την ακατάβλητη ιδιότητα να επικοινωνεί με τους θεατές όχι μόνο της δικής της εποχής αλλά και κάθε επόμενης, ανοίγοντας διαλόγους και συζητήσεις για τη φιλία που δεν γνωρίζει εξαναγκασμούς, το πάθος που παραβαίνει τους κανόνες και την ατέρμονη αθωότητα των συναισθημάτων που δεν μπορείς να ελέγξεις, κατακλύζουν όμως το μυαλό και την ψυχή χωρίς να σε ρωτήσουν. Μέσα στο πέρασμα των χρόνων και τα ερείπια ενός ακατανόητου πολέμου, ο Ζυλ και ο Τζιμ αναπνέουν τις αναθυμιάσεις του έρωτά τους για την ίδια γυναίκα, αναζητώντας ο καθένας το δικό του όνειρο μέσα στα μάτια και την ταραχώδη γοητεία εκείνης. Μέχρι οι στάχτες της καταπιεσμένης τους επιθυμίας να σκορπίσουν μονομιάς στη δίνη της ζωής και του ανέμου, ζωγραφίζοντας με πάθος ένα αόρατο φιλί.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

À bout de souffle (Breathless, 1960)


Θέλω να έρθω μαζί σου και πάμε όπου θες. Από τη Ρώμη στο Παρίσι και από εκεί στο Μόντε Κάρλο, να ζήσουμε τον έρωτα γιατί δεν μπορώ να είμαι μακριά σου. Αλλά ακόμα κι αν μπορώ, δεν θέλω ποτέ να είμαστε χώρια. Θέλω να ακούσω κάτι όμορφο από τα χείλη σου και να μη σταματήσω ποτέ να σε κοιτάζω. Να βρεθούμε, να αγκαλιαστούμε και να θυμώσουμε, να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε μαζί σε ένα μικρό παριζιάνικο δωμάτιο, ανάμεσα σε αγκαλιές, βινύλια και τον ανέμελο καπνό των τσαλακωμένων μας τσιγάρων. Θέλω να μείνουμε μακριά από τον κόσμο που έχει μάθει να μας λέει ψέματα, να τιθασεύσουμε τους φόβους και τις αμαρτίες μας, αφήνοντας τον Godard ελεύθερο να μας κινηματογραφήσει όπως δεν το έκανε ποτέ κανένας μέχρι τώρα.

Θέλω να αγαπηθούμε, να γίνουμε αθάνατοι και ας πεθάνουμε μετά για πάντα. 

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

La Jetée (1962)



Υπήρχε ένα φως το οποίο σταμάτησε να μας φωτίζει. Σταμάτησε να ρίχνει τις αχτίδες του επάνω στους ανθρώπους και αυτοί με τη σειρά τους κρύφτηκαν ο ένας απ’ τον άλλο, φοβισμένοι και απόμακροι, χωρίς ποτέ να καταλάβουν τα αίτια της παρανοειδούς πλέον ύπαρξής τους. Ημέρα της κρίσης, ημέρα της αποκάλυψης, όπως θέλεις μπορείς να το ονομάσεις, είχε φτάσει πάντως η στιγμή που ο άνθρωπος θα εγκατέλειπε την επιφάνεια του πλανήτη στον οποίο μέχρι τώρα ήτανε κυρίαρχος, για να εγκατασταθεί στις υπόγειες στοές και στους ακάθαρτους υπονόμους, σαν αρουραίος σε φυγή. Ο ουρανός, η ελευθερία, η ανατολή και η δύση του ηλίου, ήταν πλέον μια φαντασίωση για τους περισσότερους, μια μακρινή ανάμνηση για τους πιο τυχερούς. Η ραδιενέργεια παρέμεινε ο μόνος κάτοικος της ερειπωμένης επιφάνειας, μιας επιφάνειας που χτίσαμε σε εκατό ζωές αλλά μας πήρε μονάχα μερικά δευτερόλεπτα για να αφανίσουμε.

Και όμως, μέσα στην ακατανόητη συνείδηση, βασιλεύει η εικόνα εκείνης. Η σάρκα μοιάζει να ηττάται, το πνεύμα όμως στέκει ζωντανό. Εξουθενωμένο, αλλά ζωντανό.

Για τον Γάλλο Chris Marker η παραπάνω ιστορία μπορεί να ειπωθεί μονάχα μέσα από χαμηλής ποιότητας (lo-fi) φωτογραφίες, αναπαριστώντας μια ασπρόμαυρη και ψυχρή πραγματικότητα, όχι τελείως απίθανη για τα παν-ανθρώπινα δεδομένα. Άλλωστε  ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος στον οποίο χρεώνεται η εξαφάνιση του ανθρώπινου πολιτισμού δεν αποτελεί πλέον σενάριο κακοήθους φαντασίας αλλά ειλικρινή απειλή για τις μέρες που έρχονται. Ένας πόλεμος που συμβαίνει για όλους τους λάθος λόγους οδηγώντας τους πολιτισμούς αυτού του κόσμου προς την πιο λάθος κατεύθυνση.

Παρόλη όμως τη μετα-αποκαλυπτική του αύρα, το La Jetée είναι κατά βάθος μια ρομαντική ιστορία. Μια ιστορία για έναν άνθρωπο ο οποίος σημαδεύτηκε από μια εικόνα της παιδικής του ηλικίας, μια γυναικεία φιγούρα που στοιχειώνει το μυαλό και την καρδιά, όσες εικόνες και αν χαθούνε από τον πραγματικό κόσμο που μας περιβάλλει. Τα κύματα του χρόνου δεν μπορούν να ξεπλύνουν την αίσθηση του συνειδητού αλλά και τη δύναμη του υποσυνείδητου, ειδικά τη στιγμή που αυτό λαχταρά και ονειρεύεται αδυνατώντας να ξεχωρίσει την αλήθεια απ’ το ψέμα, την επιθυμία από την εμπειρία και την ολοκλήρωση από τη μετέωρη αίσθηση του ανολοκλήρωτου πόθου. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στο ιδιοφυές Vertigo το οποίο ο ίδιος ο Marker θεωρεί τη μεγαλύτερη επιρροή για το παρόν φιλμ.

Αυτός ο άντρας θα χρονοταξιδέψει στο παρελθόν με στόχο να ανακαλύψει τα αίτια της ανθρώπινης  κατάρρευσης, αναζητώντας παράλληλα εκείνη, μέσα στη μουντή πραγματικότητα μιας ανεμοδαρμένης προβλήτας (Jetée) αεροδρομίου. Οι δυο τους θα συναντηθούνε, θα μιλήσουνε, θα περπατήσουν δίπλα δίπλα και θα γοητευτούνε από την απλή καθημερινότητα των ανθρώπων, αντικρίζοντας παρέα τη χαρά, την αγωνία, τη ζωή και το θάνατο. Το θάνατο ενός τυχαίου περαστικού, η εικόνα του οποίου αδυνατεί επίσης να εξασθενίσει. Χωρίς να μπορεί να γίνει σαφές αν όλα τα παραπάνω  είναι η πραγματικότητα, αν είναι το πεπρωμένο, ή ακόμα, μια σύντομη ψευδαίσθηση αδύνατο να πραγματοποιηθεί.

Ο Marker δομεί έναν 28λεπτο, κυρίως, συναισθηματικό γρίφο, με το σθένος και τη δύναμη της μνήμης, του έρωτα, της επιθυμίας και της αγωνίας, σε ένα ταξίδι στο χρόνο που πέρασε και στο χρόνο που θα έρθει. Με αυτό τον τρόπο χαρίζει στον κινηματογράφο μια από τις πιο πειραματικές (από άποψη κατασκευής) και ταυτόχρονα αριστουργηματικές (από άποψη αποτελέσματος) στιγμές της επιστημονικής φαντασίας. Ένα ταξίδι ενδεδυμένο με το soundtrack της ζωής που δεν ζήσαμε ακόμα και τους ψίθυρους της λαχτάρας να αντηχούν στα λιγοστά καρέ της ταινίας.  Ένα ταξίδι το οποίο εκκινεί από το ζοφερό παρόν, βυθίζεται στο παρελθόν (το οποίο πλέον φαντάζει με απέραντο νεκροταφείο ονείρων της εποχής), προσπαθεί να αισιοδοξήσει για το μέλλον που έρχεται, για να αγκυροβολήσει τελικά (ξανά) στο παρελθόν και να αφεθεί στην αγκαλιά την μοίρας που μας έχει επιλέξει.

Της μοίρας που μας ανοιγοκλείνει τα μάτια και μας πλανεύει, σαν ακαταμάχητη και αδυσώπητη πλανεύτρα που είναι.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Rosemary's Baby (1968)


Γνήσιο δείγμα auteurίστικης καλλιτεχνίας, το Μωρό της Ρόζμαρι έχει την δύναμη να γοητεύει. Από τους πανοραμικούς εναρκτήριους τίτλους και την αρκούντως μεθυστική μουσική του Christopher Komeda, η ταινία του Πολωνού σε μαγεύει σαν καλοκαιρινή πανσέληνος που ρίχνει απλόχερα τη φεγγαρόφωτη λάμψη της στα κορμιά των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι, έτσι φεγγαροφωτισμένοι όπως είναι, χαμογελάνε, επιθυμούνε, κοιτάζουν γοητευμένοι και κρατιούνται χέρι-χέρι, κλείνουν τα μάτια και ονειρεύονται χωρίς φειδώ, θαρρείς και είναι το μόνο που τους έχει απομείνει να κάνουν στον άληκτο τούτο κόσμο. Έναν κόσμο αυθόρμητα θρησκόληπτο, αφιερωμένο και χτισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια πάνω σε φρονήματα, αξίες, ιστορίες και πεποιθήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ετών, που μέχρι και σήμερα έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε. Και η πίστη είναι ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του σύγχρονου και πολιτισμένου ανθρώπου. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες, επίσης.

Αντίθετα με όσα λέγονται, γράφονται και όσα τελικά ισχυρίζονται οι θεοσεβούμενοι (γι’ αυτό ίσως και θεοφοβούμενοι) επικριτές της ταινίας, το Μωρό της Ρόζμαρι παραμένει μια βαθύτατα χριστιανική ταινία. Δεν θα μπορούσε  να χαρακτηριστεί διαφορετικά μια ιστορία η οποία ασπάζεται με ευλάβεια τις θρησκευτικές αξίες της Δύσης, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσει για τους ανθρώπους στο σύνολό τους, με ή χωρίς αυτές. Άλλωστε κάποια από τα διακριτικά της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν όμοια σε όποια ομάδα (θρησκευτική, πολιτική ή γεωγραφική) και αν ανήκει κάποιος. Ο μεφιστοφελισμός του βιβλίου του Ira Levin μπορεί να κυριαρχεί σαν ιδέα, παράγει όμως αμέτρητους συνειρμούς για μια καταπιεσμένη κοινωνία που πάσχει αντί να θεραπεύει, διχάζει αντί να ενώνει και τελικά συνωμοτεί, παραδομένη αβίαστα σε εκείνον που έχει την δύναμη να πραγματοποιήσει τα ονειρικά απωθημένα της. Και η κάμερα του Polanski, με την ειρωνεία και τον ανορθολογισμό της να καλπάζουν στα περισσότερα καρέ, ξεγυμνώνει με την ίδια ευλάβεια το μεγαλείο της αδυναμίας, ξεγυμνώνοντας παράλληλα αέναες αλήθειες του ανθρωπίνου γένους, ανεξαρτήτως θρησκείας.

Η ιστορία της Ρόζμαρι και του μεφιστοφελικού της τέκνου μοιάζει από τα θεμέλιά της αφιερωμένη στην επιθυμία. Επιθυμία η οποία ξεχειλίζει από τους πρώτους ακόμα διαλόγους, όταν οι επικείμενοι γονείς βρίσκονται προς αναζήτηση στέγης. Κάπου εκεί, η πρώτη κιόλας λαχτάρα της Μητέρας πραγματοποιείται, για να δώσει την θέση της σε εκείνες που θα ακολουθήσουν. Το μεγαλοπρεπές διαμέρισμα αποκτάται και μαζί το όνειρο της μητρότητας αρχίζει να εκκολάπτεται, δημιουργώντας μια «νέα αρχή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ρόζμαρι, για το νεαρό ζευγάρι. Από εκεί και έπειτα το έργο των σατανολάτρων ακολούθων μπαίνει σε εφαρμογή, με το νεαρό κορίτσι να πρωταγωνιστεί σε μια συνουσία μυστική και να βιάζεται τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, ταλαντευόμενη μεταξύ δια-νοητικής φθοράς και αντικειμενικής αφθαρσίας.

Μέχρι το μνημειώδες φινάλε και την αποκάλυψη της αποτρόπαιης αλήθειας(;), ο Polanski θα αποδεσμεύσει το κοινό από όλες τις προκαταλήψεις που μπορεί να δεσμεύουν τους ανθρώπους και θα χρησιμοποιήσει το άμορφο Κακό (άλλωστε, ούτε το μωρό, ούτε ο διάσημος πατέρας του εμφανίζονται ποτέ στην οθόνη) χτίζοντας μια αρραγή εωσφορίζουσα ατμόσφαιρα για να μαγέψει τους απαιτητικούς, να προσβάλει τους ευκολόπιστους και να ικανοποιήσει τόσο την τελευταία επιθυμία της υπέροχης πρωταγωνίστριας όσο και τους ακριβοθώρητους μάρτυρες της Ιδέας. Μιας Ιδέας η οποία μπορεί να ακολουθεί ένα διαφορετικό μονοπάτι, παραμένει όμως ένα Ιδανικό για το οποίο κάποιοι θα σκότωναν και άλλοι θα θυσίαζαν ακόμα και την ζωή τους για την υπεράσπισή του.

Αν όμως κάτι απομένει μετά τους συναισθηματικά ακραιφνείς τίτλους τέλους δεν είναι  η (μη) αποδοχή της μυθολογίας, αλλά η επικράτηση της προσωπικής μας επιθυμίας. Επιθυμίας να έρθουμε ξανά κοντά, κάνοντας έρωτα χωρίς περιττές αυταπάτες, βυθισμένοι στη δική μας ερεβώδη πραγματικότητα. Με ένα ποτήρι ερυθρό κρασί να μεθάει τη στιγμή και το αιώνιο φως του μακρινού φεγγαριού να λούζει τα αμαρτωλά μας ένστικτα  αφυπνίζοντας παράλληλα τα πιο ανομολόγητά μας πάθη. Left hand path

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

The Fearless Vampire Killers (1967)



Βαθιά μέσα στις δαιδαλώδεις βουνοκορφές, στην παγωμένη καρδιά της μυθικής Τρανσυλβανίας, οι ατρόμητοι κυνηγοί βρικολάκων θα χορέψουν το χορό των απέθαντων θηραμάτων τους. Ένα χορό που τους φέρνει αντιμέτωπους με τα πλάσματα της νύχτας, πλάσματα κινηματογραφικά αγαπημένα, πρωταγωνιστές μακάβριων μύθων και τρομακτικών ιστοριών, αλησμόνητες και αγέραστες φιγούρες ενός κόσμου, όχι και τόσο μακρινού ή διαφορετικού από το δικό μας.

Επάνω σε αυτό τον κόσμο πατάει ο Polanski και επάνω του χτίζει το δικό του παραμύθι. Και το κάνει με τον πιο απολαυστικό τρόπο. Έχοντας περιλούσει την ατρόμητη ιστορία του με το χιούμορ και την ειρωνεία της δημιουργικής του φύσης, καταφέρνει να κρύψει στα σπλάχνα της δημιουργίας τόσο την λατρεία του για τέτοιου είδους βαμπιρικές ιστορίες, όσο και τις αλήθειες για την τρωτή και τόσο ευπαθή φύση του ανθρώπου. Από τον καθηγητή Abronsius (o Jack MacGowran να μοιάζει με γερασμένο αλλά σοφό Αστερίξ) και τον άξεστο βοηθό του Alfred  (o ηθοποιός Polanksi σε «φωτεινά» κέφια), μέχρι την μεγαλοπρεπή φιγούρα του Ferdy Mayne ως κόμη Krolock και την παρα λίγο Sharon Tate extravaganza στο ρόλο της απαχθείσας Sarah (και μεταξύ μας, πως να ξεχάσεις την υπέροχη εικόνα της στο χιονισμένο παράθυρο), οι ήρωες παραμένουν σωματικά ευάλωτοι και ψυχικά μαραμένοι. Άλλωστε ο πανέξυπνος Πολωνός στις ταινίες του μιλούσε πάντοτε για το μεγαλείο και τη φθορά της ανθρώπινης ψυχής και ποτέ της σάρκας. Μιας ψυχής που ποτέ δεν σταματά να επιζητά, να παλεύει και να λαχταρά, σαν να είναι η τελευταία της μέρα στο ρου μιας ακόμα γερασμένης αιωνιότητας.

Νομίζω όμως πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν περίμενε την καταξίωση με τούτο το παγωμένο αριστοτέχνημα. Αυτό που στόχευε ήταν μάλλον την καλλιτεχνική του εκσπερμάτωση η οποία θα γεννοβολούσε την εμπιστοσύνη μιας δύσκολης (αλλά αχόρταγης) αγοράς, την οποία και κέρδισε λίγο αργότερα παρέα με ένα κορίτσι που το λέγαν Rosemary. Η ταινία όμως, παρά την κωμική της ατμόσφαιρα και την ενορχηστρωμένη της παραδοξότητα, παραμένει μια σοβαρή πρόταση. Δε σατιρίζει ξεδιάντροπα και ούτε αγκιστρώνεται στους μύθους τους οποίους διαλαλεί κατακρεουργώντας τους, μονάχα τους δανείζεται για να δημιουργήσει τους δικούς της διαχρονικούς ήρωες. Και τα καταφέρνει χωρίς ίχνος ντροπής ή αμοραλισμού, με σαράντα σχεδόν χρόνια στην πλάτη, να παραμένει αυθεντικά καλλιτεχνική, επίκαιρη και φρέσκια όπως οι απέθαντοι πρωταγωνιστές της.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Cul-de-sac (1966)

L’ humour, L’ amour, La mort…

Ένα χρόνο μετά το ντελιριακό Repulsion και κανά δύο πριν απ’ το πανέμορφο Μωρό της Rosemary, o Πολωνός σκηνοθέτης μάς χάρισε δύο ταινίες, οι οποίες ελάχιστα μνημονεύονται πλέον στις σινεφιλικές συζητήσεις των κινηματογραφόφιλων. Η μια έχει να κάνει με κάποιους χαβαλέδες κυνηγούς βρικολάκων (για την αξία της οποίας θα μιλήσω κάποια άλλη στιγμή) και η άλλη είναι ετούτη εδώ, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, την όμορφη ηθοποιό (και τους άσχημους συμπρωταγωνιστές της), τις διαταραγμένες κότες , το απόμακρο σκηνικό, τις παλιρροιακές συνθήκες και τον φόνο που δεν συντελείται αρχικά, παραμένει όμως (ο) μονόδρομος για να βγουν από το αδιέξοδο(!) κάποιοι απ’ τους ήρωες της ταινίας.

Για αυτή την τρίτη μεγάλου μήκους του ταινία ο Polanski επιλέγει ένα νιόπαντρο ζευγάρι και το απομονώνει, τοποθετώντας το σε ένα πυργόσπιτο, περικυκλωμένο από την μοναχικότητα μιας παλίρροιας. Ένα ζευγάρι που ζωγραφίζει πορτραίτα στους καμβάδες του, ακούει δίσκους στο πικάπ και επικοινωνεί κάτω από το λιγοστό φως της Μικρής Άρκτου. Με εκείνον (έναν περιέργως διασκεδαστικό Donald Pleasence) λίγο περισσότερο φιλήσυχο απ’ το κανονικό και εκείνη (μια υπέροχη Françoise Dorléac) λίγο περισσότερο αγενή απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Ανάμεσά τους ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει μία υπέροχη δυσαρμονία, μιας και εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι δύο τους, εκτός από αταίριαστοι, δεν αγαπιούνται κάν (αλήθεια, πόσο φοβίζει η ιδέα την απομόνωσης με μια γυναίκα που φαίνεται να μην νοιάζεται για κανέναν, πέραν του εαυτού της;). Με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι που τους συνδέει με τους Andrzej και Krystyna του Μαχαιριού, λες και οι δυο τους είναι η φυσική συνέχεια εκείνου του ταραγμένου ζευγαριού και εδώ είναι το σπίτι στο οποίο οδήγησαν το αυτοκίνητό τους μετά το φινάλε της πρώτης ταινίας του Πολωνού. Απροσδιόριστες εικασίες….

Στο (επι)κέντρο εμφανίζεται ο αποτρόπαιος γκάνγκστερ με τους τραμπουκισμούς μικρού παιδιού. Η επιβλητική φιγούρα και η χαλικώδη φωνή του Lionel Stander βρίσκουν την απόλυτη ταύτιση στον χαρακτήρα που έπλασε η φαντασία του Polanski, ενός χαρακτήρα η ιδιοσυγκρασία του οποίου μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα με το ανισσόροπο περιβάλλον του απομονωμένου ζευγαριού.

Και η σύγκρουσή των τριών (πλέον) μοιάζει με γιορτή για τους πιο κλινικούς. Οι σχέσεις κυριαρχίας και οι συγκρούσεις για την εξουσία εδώ εδραιώνονται για τα καλά στο σινεμά του Πολωνού, με την διαφορά ότι οι συγκεκριμένοι τρεις χαρακτήρες διαθέτουν αρκετά από τα χαρακτηριστικά της Carole του Repulsion. Γεγονός που ανατρέπει τις οποιεσδήποτε φυσιολογικές δράσεις και αντιδράσεις των χαρακτήρων, μετατρέποντας το Cul-de-sac σε ένα απολαυστικό διαμάντι. Ένα διαμάντι πνιγμένο στο σιωπηλό χιούμορ του δημιουργού και την μέθη μιας συνεχόμενα ανατρεπτικής ατμόσφαιρας, ικανής να προκαλέσει την αποστροφή στους ανέτοιμους θεατές.

Από την τρικυμία των τριών θα περάσουν αρκετοί ακόμα χαρακτήρες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης για να επαληθεύσει και να ενισχύσει την μάχη που δίνεται (υπέροχο το βλέμμα της Dorléac όταν αναγκάζει τον γκάγκστερ να υποδυθεί τον υπηρέτη του σπιτιού). Και αν κάποιος μου πει ότι σεναριακά η ταινία πάσχει, θα του απαντήσω ότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η απόλαυση του. Δεν υπάρχει αφέλεια, προχειρότητα ή παραλογισμός εδώ, υπάρχει η συγκρατημένη σοφία ενός φιλμ, μαύρου μέχρι το μεδούλι του. Σοφία, τόσο προς τον έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε, όσο και στην μεταμόρφωση ενός φιλήρεμου ανθρώπου σε ολετήρα της σχέσης, του σπιτιού, της συνείδησης και, τελικά της ζωής.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Charade (1963)


Το Charade μπορείς αν το δεις ως μια αισθηματική και ταυτόχρονα ερωτική ιστορία. Ερωτική όχι με την πρόστυχη αλλά με την ανέμελη, χαριτωμένη και σχεδόν παιδική σημασία αυτής της υπέροχης λέξης. Μια ιστορία όπου εκείνη θα γνωρίσει εκείνον και οι δυο τους θα μπλέξουν σε καταστάσεις που θα τους φέρουν κοντά, στη συνέχεια θα τους χωρίσουν αλλά μετά θα τους ξαναφέρουν και πάλι δίπλα δίπλα. Σε αυτή την ιστορία εκείνη και εκείνος θα αναγκαστούν να πούνε αθώα ψέματα, να ομολογήσουν καθημερινές αλήθειες, να δειπνήσουνε μαζί αλλά να ερωτευτούνε χώρια και τελικά να κοιταχτούνε με έναν χαμογελαστό τρόπο, όπως οι άνθρωποι που θέλουν να περνάνε τις ζωές τους ο ένας κοντά στον άλλο.

Το Charade μπορείς επίσης να το δεις σαν μια technicolor περιπέτεια μυστηρίου. Μια περιπέτεια στην οποία εκείνη (παρέα πάντα με εκείνον) θα πρέπει να τρέξει, να χτυπήσει, να κυνηγήσει και να κυνηγηθεί από τους κακούς της ιστορίας και τελικά να αντιμετωπίσει έναν γρίφο τον οποίο παλεύει να λύσει από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Σε αυτή την περιπέτεια το σασπένς λένε ότι κυριαρχεί, το κυνηγητό είναι το βασικό παιχνίδι των ηθοποιών και οι χαρακτήρες μπερδεύονται μεταξύ τους όπως τα μικρά παιδιά που παίζουν ελεύθερα στο πάρκο μιας επαρχιακής γειτονιάς.

Ο πιο απολαυστικός όμως τρόπος για να δει κάποιος το Charade (και γι αυτό ίσως να το χαράξει και στην μνήμη του) είναι σαν μια ταινία αφιερωμένη σε μια από τις πιο φημισμένες και ιδιαίτερες πόλεις της Ευρώπης. Μια πόλη που λάμπει κάτω από τις αχτίδες του φεγγαρόφωτος, παίζει κουκλοθέατρο αναπαριστώντας την αέναη ανθρώπινη πραγματικότητα των σχέσεων αρσενικού-θηλυκού και πάει βαρκάδα στα νερά του Σηκουάνα (κατασκοπεύοντας παράλληλα τα ζευγάρια που φιλιούνται στα παγκάκια). Μια ταινία που ψοφάει για περισσότερη Παριζιάνικη φινέτσα αλλά επαναπαύεται στις σκηνοθετικές οδηγίες του απολαυστικού Stanley Doden, ο οποίος χρησιμοποιεί για ακόμα μια φορά την ακτινοβολούσα Audrey Hepburn (παρέα με τον αειθαλή Cary Grant) για να δημιουργήσει μια ρομαντική – τελικά – ταινία ραντεβουδιάρικης διασκέδασης με έμφαση όμως στη κινηματογραφική ποιότητα. Και κάτι τέτοια στις μέρες μας τα συναντάς όλο και πιο σπάνια.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

The Haunting (1963)

Σκάνδαλα, φόνοι, παράνοια και αυτοκτονίες είναι τα κύρια συστατικά που χαρακτηρίζουν τον άφεγγο μύθο γύρω από το Hill House, έναν στοιχειωμένο πύργο τοποθετημένο στο πιο κρύο και απομονωμένο μέρος της Νέας Αγγλίας. Έναν πύργο “εκ γενετής” κακό, ο οποίος έχει την τάση να αφαιρεί τις ζωές από τους κατά καιρούς ιδιοκτήτες του, χωρίς όμως να τους δίνει την δυνατότητα να γαληνεύουν μετά τον θάνατό τους, κρατώντας τις ψυχές τους αιχμάλωτες μέσα στα αραχνιασμένα του τοιχώματα. Ή τουλάχιστον, έτσι λέει ο μύθος.

Σε ένα σκοτεινό βιβλίο της Shirley Jackson ανήκει αυτή στοιχειωμένη ιστορία που επέλεξε να μεταφέρει στην σκοτεινή αίθουσα ο Robert Wise και το αποτέλεσμα δεν κρίνεται μόνο τρομακτικά(!) επιτυχημένο αλλά και διαχρονικά απολαυστικό (τουλάχιστον για τους λάτρεις του κινηματογραφικά μαυρόασπρου φόβου). Όμως πέραν του αδιαμφισβήτητου τρομοκρατήματος που προσφέρει η δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη, μακριά από τις απειλητικές φωνές και τους απόκοσμους θορύβους (που μοιάζουν σα να πετάχτηκαν από κάποια χαμένη ταινία του Tourneur), ο στοιχειωμένος αυτός πύργος προσφέρει και κάτι παραπάνω. Και αυτό διότι ανάμεσα στους καλεσμένους που λαμβάνουν μέρος στο πείραμα που διεξάγει ο φιλόδοξος ανθρωπολόγος (καθόλου τυχαία επιλογή ιδιότητας) για την καταγραφή υπερφυσικών φαινομένων, υπάρχει και μια γυναικεία παρουσία διαφορετική από τις άλλες, η οποία υποθάλπει έναν “ιδιαίτερο” χαρακτήρα κρυμμένο πίσω από τα τεκταινόμενα του πύργου.

Η Eleanor, η βασικότερη από τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες, είναι και εκείνη που αναπτύσσεται περισσότερο από τον σκηνοθέτη. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ο Wise τροφοδοτεί το κοινό με πληροφορίες οι οποίες συνθέτουν αυτό το εύθραυστο πορτραίτο. Καταθλιπτική και καταπιεσμένη από την οικογένεια της, χωρίς να έχει την δυνατότητα της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης, έχοντας από καιρό χάσει την ιδιότητα της συζύγου, η Eleanor αποξενώνεται και χάνεται στην εσωστρέφειά της, με μοναδικό στόχο επιδίωξης την απόδραση. Σαν άλλη Marion (βλ. Ψυχώ) αλλά με διαφορετικό κίνητρο, επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο και από-δρα παρέα με τις voice over σκέψεις της, μόνο για να εγκλωβιστεί στην εσωτερική παράνοια που ελλοχεύει στον πύργο-φάντασμα. Το στοιχειωμένο πείραμα του Hill House μπορεί να φαντάζει σαν την ιδανική ευκαιρία για εκείνη, είναι όμως αυτό που την οδηγεί στην ψυχολογική και σωματική της καταστροφή.

Ακολουθώντας τα κλασικά πρότυπα των ταινιών τρόμου, ο Wise καταφέρνει να συνδέσει οτιδήποτε paranormal συμβαίνει μέσα στον πύργο με την ίδια την ηρωίδα, κινηματογραφώντας με αυτό τον τρόπο το χρονικό ενός ψυχικά αποδιοργανωμένου ανθρώπου. Ένα εγκαταλειμμένο σπίτι το οποίο μοιάζει αρκετά οικείο με αυτή την εγκαταλειμμένη γυναίκα, μετατρέπεται σε αντικείμενο ταύτισης για την ίδια. Κατά ένα περίεργο τρόπο, η Eleanor νιώθει (και είναι) στόχος του σπιτιού, το οποίο αργά αλλά σταθερά απορροφά την σκέψη και την ψυχή της, κάνοντάς την να πιστεύει ότι ανήκει ολοκληρωτικά σε αυτό. Γεγονός που παρουσιάζει με μαεστρία ο σκηνοθέτης και δημιουργεί ένα αλληγορικό ψυχογράφημα μιας γυναίκας που θέλει να ξεφύγει από την μέχρι τώρα ζωή της και προτιμά να βρίσκεται σε ένα σπίτι στοιχειωμένο παρά στο δικό της.

Χρησιμοποιώντας τις σκιές, τους θορύβους αλλά κυρίως την ψυχρότητα ενός τέτοιου πύργου και αποφεύγοντας τις εύκολες κινηματογραφικές λύσεις, ο Wise καταφέρνει και χτίζει μια διφορούμενη αλλά επιβλητική ατμόσφαιρα. Μια ατμόσφαιρα η οποία επιβάλλεται πρωτίστως στην κεντρική ηρωίδα της ταινίας, η οποία αφού πρώτα οικειοποιηθεί το σκοτάδι που κατοικεί στο σπίτι (και κατ’ επέκταση στη ψυχοσύνθεσή της) στη συνέχεια ακολουθεί την ρότα που χαράσσει το απροσδιόριστο κακό και παραδίνεται σε μια σχεδόν σχιζοφρενική αλλά κυρίως δραματική κατάσταση ασφυξίας και (τελικά) κατάρρευσης της προσωπικότητάς της. Το κακό που κατοικεί σε αυτό το σπίτι δεν θριαμβεύει αλλά επιβεβαιώνεται ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει αυτή την μεταφυσική και ταυτόχρονα δραματική κατασκευή του Wise σαν μια από τις πολυδιάστατες, πολυαναγνώσιμες και καλύτερες ταινίες της δεκαετίας της.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Repulsion (1965)

(Καμιά φορά μπορείς να το αισθανθείς όταν κάποιος σε παρακολουθεί. Όταν δύο μάτια είναι καρφωμένα επάνω σου, παρατηρώντας κάθε κίνηση που κάνεις, κάθε ανάσα που παίρνεις. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε υπό τις ασπρόμαυρες σιωπές ενός σκοτεινού, νοικιασμένου δωματίου του τετάρτου ορόφου και με την αλλοιωμένα ονειρική παρουσία της Carole να στέκεται αμίλητη σε μια στενή γωνιά, λίγα μόλις μέτρα μακριά μου. Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο σ’ αυτήν. Αλλά δε νομίζω πως η ίδια το γνωρίζει.)

Το Repulsion είναι αριστούργημα. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορώ να χαρακτηρίσω μια ταινία η οποία όχι μόνο αναδεικνύει την υπέρμετρη και γοητευτική εικόνα της κ.Deneuve, αλλά παράλληλα εδραιώνει την σκηνοθετική ιδιοφυία ενός δημιουργού ο οποίος καταφέρνει εδώ και πλάθει έναν από τους πιο έντονους χαρακτήρες της ιδιαίτερης φιλμογραφίας του, προπομπός και επιρροή για αρκετούς που θα ακολουθήσουνε στο μέλλον. Με το Repulsion ο Polanski τοποθετείται στην (όχι και τόσο, πλέον) underground elite του Ευρωπαϊκού σινεμά, ακόμα και αν ο ίδιος δείχνει να μη το πιστεύει και πολύ.

Από αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι μέσα στο μυαλό αυτού του δημιουργού ελλοχεύουν απροσδιόριστες απειλές, οι οποίες μεταφορτώνονται σε διαβολικές φιγούρες και υπέροχα πλάσματα μέσα στις ιστορίες που μας διηγείται. Η Carole (η οποία ανήκει σαφέστατα στην δεύτερη κατηγορία) σαν μοναδική κεντρική ηρωίδα της ταινίας, παραδίδει μαθήματα αποστροφής στον θεατή, ο οποίος όμως για να την καταλάβει πλήρως θα πρέπει να κοιτάξει τον κόσμο από την δική της πλευρά, θα πρέπει να ταυτίσει το βλέμμα του με τον δικό της. Το ίδιο βλέμμα που προσπαθεί να κεντράρει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο ο Polanski ο οποίος ξεκινάει την αφήγηση με τα ονειρικά μάτια της πρωταγωνίστριάς του να χάνονται μέσα στις παραληρούσες σκέψεις της. Σαν άλλα μάτια δίχως πρόσωπο που κοιτάζουν αλλά δεν μπορούν να φωνάξουν. Που ουρλιάζουν αλλά δεν μπορούν να ακουστούν.

Αυτό το ασπρόμαυρο πορτραίτο γίνεται αντικείμενο λατρείας αλλά και μελέτης από τον θεατή. Όσες πληροφορίες δεν δίνονται για την πρωταγωνίστριά, άλλες τόσες αφήνονται να εννοηθούν από τον σκηνοθέτη. Λιγομίλητη, όμορφη και συμπαθητική, η Carole εργάζεται σε ένα ινστιτούτο αισθητικής, από εκείνα που σκοπό έχουν να κάνουν τους ανθρώπους (πιο) όμορφους. Ως εκ τούτου και λόγω της ιδιότητάς της, η Carole μπορεί να ξεχωρίσει όλη την ασχήμια του κόσμου που την περιβάλλει. Η ψεύτικη ομορφιά και τα φτηνά αρώματα που προσφέρει στις ηλικιωμένες κυρίες που κουράρει, δεν είναι παρά το καμουφλάζ της δυσωδίας ενός τόπου που αναβλύζει μούχλα, σήψη και ντροπή. Κάτω από το makeup και τις μάσκες ομορφιάς κρύβεται μια αδυσώπητη αλήθεια που η Carole αντικρίζει καθημερινά. Όμως το βλέμμα της είναι κενό, χαμένο από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο. Αδιαφορεί για τον περίγυρό της και βυθίζεται σε σκέψεις που ποτέ δεν θα μάθουμε, σε έναν δικό της ονειρικό κόσμο, μακριά από φώτα, φωνές και ανθρώπους. Η αποστροφή της Carole καλύπτεται από ένα αόρατο πέπλο σιωπής το οποίο ο Polanski δεν θα αργήσει πολύ ακόμα να σηκώσει.

Ταυτόχρονα και σε αντίθεση με την συγκάτοικο και αδερφή της Helen, η Carole νιώθει αποστροφή για το αντίθετο φύλλο (κάποια πιθανή κακοποίηση στο παρελθόν ίσως, δεν θα μάθουμε ποτέ). Ανίκανη να αντιδράσει στο ερωτικό κάλεσμα ενός νεαρού, κλείνεται ακόμα περισσότερο στις αποξενωμένες της σκέψεις. Όταν όμως αρνείσαι τον έρωτα, αρνείσαι και την ζωή. Αλλά η Carole είναι ζωντανή. Ζωντανή μέσα στη σιωπής της, μέσα στον κόσμο που έχει πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της. Γι αυτό και αφιερώνεται μόνο εκεί, στις φωνές που κατοικούνε μέσα στο μυαλό της (τις ίδιες φωνές που λίγα χρόνια αργότερα θα κάνουν παρέα στον Trelkovsky) και στις σκιές που την επισκέπτονται μέσα στη νύχτα, κάνοντας μαζί της έρωτα, είτε η ίδια το θέλει, είτε όχι. Όμως καλύτερα έτσι. Καλύτερα με τις ζωντανές σκιές του διαταραγμένου μυαλού της παρά με τις νεκρές σκιές των ανθρώπων που έχουν ξεθωριάσει αφήνοντας πίσω τους την μυρωδιά της υποκρισίας τους. Την μυρωδιά της αποσύνθεσής τους.

Και είναι κάπου εκεί, στο μέσον περίπου της ταινίας όταν η αποστροφή της Carol γιγαντώνεται, αποτέλεσμα ενός αναπάντεχου και αθώου φιλιού από κάποιον νεαρό που την φλερτάρει. Ο περιφραγμένος και σκιώδης κόσμος της κλονίζεται και μαζί του κλονίζεται και η ψυχική της ισορροπία την οποία μέχρι τώρα έμοιαζε να διατηρεί. Και όπως είναι λογικό (;) κλείνεται στο μόνο μέρος που θα μπορούσε να την κρατήσει ασφαλή, στο περιφραγμένο της μυαλό, μόνη σε ένα μονόχρωμο διαμέρισμα-φρούριο.

Μέσα σε μια υπέροχα αφόρητη σιωπή, ο Polanski χτίζει μια συγκεχυμένη πραγματικότητα, ένα ακαθόριστο περιβάλλον συνεχής και αόρατης απειλής, το ίδιο περιβάλλον στο οποίο τρία χρόνια μετά θα τοποθετήσει και μια άλλη υπέροχη ξανθιά ηρωίδα του. Η Carole (όπως είναι φυσικό) αμύνεται και αντιδρά. Αλλά σε αντίθεση με την εγκυμονούσα Rosemary και τις διαπεραστικές φωνές της, η Carol παραμένει σιωπηλή. Σιωπηλή, αμίλητη, ψυχρή και υπαινικτική απέναντι στον θεατή που την παρακολουθεί. Σαν να είναι και αυτός μέρος της απειλής, εφόσον δεχτούμε ότι είναι μέρος του «φυσιολογικού» κόσμου. Οικειοποιείται το (άγνωστο) κακό που της έχει συμβεί και το ανταποδίδει με απόλυτη φυσικότητα σε αυτούς που το αξίζουν. Γεγονός απόλυτα φυσιολογικό (γι’ αυτό και αποδεκτό, για τα δεδομένα αυτής της ηρωίδας) το οποίο όμως καταλήγει στη δική της τραγική ψυχική αποσύνθεση με αποτέλεσμα την σωματική και διανοητική κατάρρευση της ατακτοποίητης προσωπικότητας της.

Αλλά ακόμα και έτσι ο Polanski παραμένει οικεία ειλικρινής απέναντι στην ηρωίδα του. Τοποθετεί αρκετές φορές την κάμερα στο δάπεδο και κινηματογραφεί ως «κατώτερος», αφήνοντας το μεγαλείο της Carole να διαφανεί. Με μια υπέροχα λιτή, τυμπανική υπόκρουση γιγαντώνει ακόμα περισσότερο την ένταση της ατμόσφαιρας, παράλληλα με την διαταραχή της ψυχοσύνθεσης της πρωταγωνίστριάς του, και ολοκληρώνει την αφήγηση κεντράροντας ακόμα μια φορά την αφαίρεση ενός βλέμματος που μαρτυρά φόβο, αθωότητα και αποστροφή. Και πατώντας σε αυτή τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση γεννάει ένα από τα πιο όμορφα παιδιά του, αποκαλύπτοντας το πορτραίτο μιας υπέροχης, αξέχαστης και ανεπανόρθωτα ρημαγμένης προσωπικότητας.

Μπορεί η Carole να γεννήθηκε από την οικονομική ανάγκη της φιλμικής αποπεράτωσης μιας Νύχτας Δολοφόνων, η ίδια όμως, σαν ονειρικός χαρακτήρας που είναι, επηρεάζει οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί της, στοιχειώνοντάς τον ανεπιστρεπτί. Είτε αυτός λέγεται θεατής, είτε κάποιος νεαρός που την προσεγγίζει ερωτικά, είτε απλά ο ίδιος ο δημιουργός της, ο οποίος αφού αδυνατεί έως ένα βαθμό να την ξεπεράσει, την αναπλάθει, αναπαράγοντας τα διαταραγμένα χαρακτηριστικά της σε μελλοντικές φιγούρες της φιλμογραφίας του. Γι αυτό και η Carole (η οποία τελικά κατέχει γνωρίσματα του ίδιου του δημιουργού της) είναι από τους ελάχιστους εκείνους χαρακτήρες οι οποίοι…

(Και κάπου εδώ σε αυτό το σημείο, έτσι απότομα και αναπάντεχα, η γραφή σταματάει. Η σιωπηλή Carole έχει πλησιάσει και χτυπήσει τον ανυποψίαστο γράφοντα με ένα ξύλινο φωτιστικό στο κεφάλι, αφήνοντας το τραυματισμένο του σώμα να κείτεται αναίσθητο στο πάτωμα, ανήμπορο να ολοκληρώσει το ημιτελές αυτό κείμενο. Ίσως αυτό το χτύπημα ήταν αυτό που του άξιζε. Το παρόν φινάλε συμπληρώνεται με την πολυσήμαντη βοήθεια ενός …αόρατου συγγραφέα που δεν του αρέσουν οι μισοτελειωμένες δουλειές.)

… μέσα από την ημιδιαφάνεια της αυτοτέλειάς τους καταφέρνουν να νικήσουν τον παντοειδή φθοροποιό χρόνο ο οποίος μοιάζει εδώ ανίκανος να αλλοιώσει την εικόνα της. Χαρακτηριστικό της αιώνιας τέχνης ενός ανθρώπου που δεν λέει να σωπάσει, δεν λέει να κοπάσει με τίποτα. Και πάντα θα θαυμάζεται από κάποιους διαταραγμένα ρομαντικούς…
Ο μύθος του Trelkovsky ξεκινά από εδώ.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

The Apartment (1960)

Είμαι σίγουρος ότι και μόνο το όνομα του Billy Wilder στους τίτλους μιας ταινίας, είναι ικανό να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης στους απανταχού κινηματογραφόφιλους που αρέσκονται να ταξιδεύουν στο σινεμά του χτες. Όχι άδικα. Προσωπικά, μια γλυκόπικρη μελαγχολία με πιάνει για εκείνη την κινηματογραφική εποχή, που μπορεί να μην ζήσαμε και ίσως ποτέ να μην καταλάβουμε πλήρως, καταφέραμε όμως μέσα από τις εικόνες να γνωρίσουμε, αποκομίζοντας όσα περισσότερα μπορούμε από αυτούς που απλόχερα μας χάρισαν το έργο τους και που ακόμα και σήμερα, καταφέρνουν και ζωγραφίζουν το χαμόγελο στα χείλη των ανθρώπων. Ωστόσο, με την γκαρσονιέρα, το πιο καταστασιακό ίσως έργο του, o Wilder καταφέρνει και αναδεικνύει μερικά από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά, όχι της Αμερικής του χτες, αλλά του ανθρώπου του σήμερα (και του κάθε σήμερα), χωρίς καν να γίνεται φορτικός, διδακτικός, ή βαρύγδουπα δηλωτικός. Και αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι έχουν καταφέρει.

Σαν ένας καλός φίλος (πια), ο πρωταγωνιστής Baxter μπορεί να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός περήφανου, φιλόδοξου, επιπόλαιου - σε στιγμές εσωτερικής σύγχυσης – νεαρού των pre-swinging sixties (όχι του Λονδίνου αλλά της Αμερικής), ελάχιστα όμως διαφέρει από τους σημερινούς swingers της stressful (ή stress-fool όπως θα έλεγε κάποιος αυστηρότερος) καθημερινότητας.

Μέσα στο άγχος, την ανασφάλεια, την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τον φόβο της αυριανής μέρας, αλλά πάντα ευγενικός και με το χαμόγελο στο πρόσωπό του (και αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα της ταινίας), αυτός ο απηυδημένος εξυπηρετητής (έξοχος ο Lemmon – αλλά η αναφορά αυτή δεν χρειαζόταν καν), τοποθετημένος πίσω από το γραφείο του 19ου ορόφου της εταιριακής δουλειάς του, αναγκάζεται να επαληθεύει καθημερινά το μότο «όλοι για έναν και ένας για όλους», ανταλλάσσοντας την επαγγελματική του καταξίωση με τον προσωπικό χώρο του σπιτιού του τον οποίο παραχωρεί στους ανωτέρους του με σκοπό να ικανοποιήσουν τα ξετσίπωτα και παράνομα ένστικτά τους, όχι από οίκτο προς το πρόσωπό τους αλλά από την ανάγκη της επιβίωσης, μια ανάγκη που εκείνοι του επιβάλουν και που η αποδοχή της μοιάζει να έρχεται με απόλυτα φυσικό τρόπο. Εκβιαστικά.

Βέβαια, ο Wilder γνωρίζει αρκετά καλά τους ανθρώπους για να σταθεί μόνο σε αυτό. Δεν αφήνει ασχολίαστη την γυναίκα, μάλιστα της χαρίζει και έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο, τον ιδιαιτερότερο θα έλεγα στην ταινία, με την παρουσία της να κρίνεται τουλάχιστον καταλυτική. Η Fran, σαν μια άλλη καλή φίλη και αυτή (έξοχη η MacLaine – αλλά ούτε και αυτή η αναφορά χρειαζόταν) η οποία ερωτεύεται τον λάθος άνθρωπο, στο λάθος μέρος και την λάθος στιγμή, όπως η ίδια εξομολογείται, μπορεί να είναι μία από τις κοπέλες που επισκέπτονται την γκαρσονιέρα για να συνευρεθούν παράνομα και να ικανοποιήσουν τα χονδροειδή ένστικτα του αφεντικού, δεν παύει όμως να είναι και ο κρυφός έρωτας του Baxter, η κοπέλα που καθημερινά βλέπει στη δουλειά του αλλά αδυνατεί να πλησιάσει ερωτικά.

Και κάπου εδώ είναι που ο είρωνας Wilder τοποθετεί τον ήρωα του στο σταυροδρόμι της ζωής. Τον αφήνει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τον ρόλο του «εξυπηρετητή», ξεπουλώντας τα συναισθήματά του για την θέση του γραφείου, ή θα αρνηθεί την επαγγελματική καταξίωση, κρατώντας όμως την αξιοπρέπεια ενός μοναχικού πλην τίμιου ήρωα που δεν χάνει την πίστη του, μαθημένος να κοιτά το μέλλον με αισιοδοξία. Ταυτόχρονα όμως υπενθυμίζει σε όλους εμάς τους θεατές ότι τα πάντα σε αυτή την ζωή έχουν το τίμημά τους και οι επιλογές του σήμερα αντηχούν στο μέλλον και μάλιστα με χαρακτηριστική ευκολία.

Όμως ο Wilder δεν είναι κακός μαζί μας. Ξέρει ότι έχει δίκιο σε αυτά που λέει, μπορεί να ηθικολογεί ξεδιάντροπα, αλλά προτιμά να είναι επιεικής και χαμογελαστός, παρά να χάνεται σε μια άνευ λόγου αυστηρότητα. Με μία κωμική, σχεδόν ρομαντική θα έλεγε κανείς, διάθεση, προσεγγίζει τους ήρωες του (και κατ’ επέκταση τους εαυτούς μας), τοποθετώντας στο μόνο μέρος που μπορούν να αισθάνονται ελεύθεροι και αληθινοί, σε μια μικρή γκαρσονιέρα κρυμμένη μέσα στο χάος της μεγαλούπολης. Μια γκαρσονιέρα που δεν μπορεί να μπει σε κανένα χρονοντούλαπο γιατί πολύ απλά μέσα στους τέσσερις τοίχους της έχει χωρέσει όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, όλα τα λάθη μας αλλά και όλα τα γούστα μας. Και το κάνει με ένα αστεία οικείο τρόπο, τόσο που σε κάνει να μη θέλεις να φύγεις από αυτήν. Και που να πας άλλωστε.? Άσε που ο Baxter έχει πάρει και εκείνα τα κρακεράκια που του είχανε τελειώσει.

Φίλε, νομίζω πως θα καθίσω για ένα μαρτίνι ακόμα...

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Nóz w wodzie - Knife in the Water (1962)

(Πως μπορεί ένα έργο τέχνης να γίνει πηγή έμπνευσης για αυτούς που το βιώνουν? Πως γίνεται μια ταινία να προκαλεί έκρηξη δημιουργικότητας σε αυτούς που την παρακολουθούν? Η απάντηση βρίσκεται στο Ghost Writer του 2010 και στο δαιμόνιο πρόσωπο του δημιουργού του. Το παρακάτω κείμενο φιλοδοξεί να είναι το πρώτο μιας σειράς κειμένων, όλα τους εμπνευσμένα και αφιερωμένα στην προσωπικότητα και το πορτραίτο ενός σπουδαίου ανθρώπου που κάποτε μας δίδαξε και ευτυχώς ακόμα και σήμερα μας δείχνει τον δρόμο.)

Ένας ευκατάστατος άντρας, η
όμοιο-όμορφη γυναίκα του, ένας περιπλανώμενος νεαρός - λιγότερο ευκατάστατος αυτός - και ένα μικρό ιστιοπλοϊκό ονόματι Cristine είναι οι πρωταγωνιστές που διάλεξε ο είκοσι-οχτάχρονος τότε Polanski για την μοναδική Πολωνική - αλλά και μοναδική πρώτη - μεγάλου μήκους ταινία του και δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω για να αναδείξει την ιδιαιτερότητα του cinema του. Ένα cinema υποβλητικό, σκοτεινό, μινιμαλιστικό, πεσιμιστικό, θεατρικό, σουρεαλιστικό, ψυχολογικό, ψυχεδελικό και εκεί που πρέπει, απόλυτα κλειστοφοβικό, τοποθετημένο ως επί το πλείστον σε κλειστούς «χώρους», είτε αυτοί είναι βαθύχρωμα και ονειροδραματικά δωμάτια, είτε τα καταπιεσμένα σώματα των αντικομφορμιστικών πρωταγωνιστών του. Το Μαχαίρι στο Νερό είναι αναπόσπαστό κομμάτι μιας καθαρά τρελκοφσκικής φιλμογραφίας.

Από την αρχή ακόμα ο Polanski κάνει γνωστές τις προθέσεις του και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο θα βαδίσει παρακάτω. Σημείο αφετηρίας, το νεαρό ζευγάρι που οδηγεί το αυτοκίνητό του και στον δρόμο συναντά ένα νεαρό, όμορφο – και γι’ αυτό συμπαθητικό - φοιτητή, ο οποίος κάνει οτοστόπ. Μέσα στην υπεροψία του ο άντρας τον καλεί μαζί τους για μια βόλτα με το ιστιοπλοϊκό (με την υπόσχεση να συνεχίσουνε αργότερα μαζί) και από εκείνο το σημείο ξεκινά ένα εγκεφαλικό παιχνίδι εξουσίας, ένας λεκτικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αντρών. Περικυκλωμένοι από το υγρό στοιχείο (το οποίο θα πρωταγωνιστήσει και στις επόμενες ταινίες του Polanski) και εγκλωβισμένοι επάνω στο γιοτ, οι δύο άντρες αρχικά περιορίζονται σε αθώες, πλην όμως απαγγελτικές, επιδείξεις ικανότητας. Ο πετυχημένος ενάντια στον αδόκιμο, ο κοσμοπολίτης ενάντια στον παρακμιακό, ο κυνισμός ακριβώς απέναντι από τον ρομαντισμό. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί και η διαφθορά (του πλουσίου) απέναντι από την αθωότητα (του φτωχού). Όμως θα έκανε λάθος.

Διότι ο Polanski είναι αρκετά ευφυής, αρκετά εγωιστής και αρκετά αντιδραστικός για να περιορίσει το έργο του σε κάτι τόσο προφανές. Οι ρόλοι του καλού και του κακού, του θύτη και του θύματος, του ισχυρού και του αδύναμου αλλάζουν συνεχώς μεταξύ των δύο αντρών και ιδιαίτερα όταν ο ανταγωνισμός τους μετατοπίζεται προς το πρόσωπο της γυναίκας (είναι υπέροχος ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η κάμερα για να καταγράψει τα βλέμματα των πρωταγωνιστών). Καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του όπλα, ο ένας την γνώση και την εξοικείωση με την θάλασσα, ο άλλος την νεανική του ομορφιά, την σωματική του ευλυγισία και ένα… μαχαίρι, το οποίο γίνεται και η αφορμή για την τελική «μάχη» από την οποία το εγκεφαλικό παιχνίδι μετατοπίζεται και πάλι, αυτή την φορά ανάμεσα στoν άντρα και τη γυναίκα.

Βέβαια, το μαχαίρι του τίτλου μπορεί να ερμηνευτεί είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά ως ο ίδιος ο νεαρός, ο οποίος κόβει στα δύο την σχέση του ζεύγους, μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε ένα ψυχικά χωρισμένο ζευγάρι (όπως αποδεικνύεται) για να τους χωρίσει και σωματικά (όπως καταδεικνύεται). Όταν το μαχαίρι βυθίζεται στο νερό και χάνεται για πάντα, ο νεαρός άντρας θα παίξει το καλύτερό του χαρτί και θα φύγει ακριβώς όπως ήρθε, σαν ξένος, έχοντας όμως πρώτα ταράξει την φαινομενική νηνεμία του ζευγαριού. Σε ένα εγκεφαλικά οξύμωρο και κινηματογραφικά υπέροχο off boat φινάλε και μη αποκαλύπτοντας στον ανταγωνιστή του την απενοχοποιητική αλήθεια, αυτός ο ξένος, θα επαληθεύσει με την κλασματική παρουσία του, αλλά κυρίως με την καταλυτική απουσία του, την αληθινή και απολυταρχικά ένοχη φύση των δύο και θα τους αφήσει μόνους στο αυτοκίνητό να πορεύονται ελεύθερα (πια) προς την κυνική καθημερινότητά τους.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Two for the Road (1967)

Διασκεδάζω απίστευτα ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνο και ψάχνοντας στο κινηματογραφικό χάος των προηγούμενων δεκαετιών να ανακαλύπτω, να γνωρίζω και τελικά να μιλάω για πρόσωπα και χαρακτήρες ελαφρά ξεχασμένους σήμερα και σχετικά άγνωστους στο ευρύ κοινό που παρακολουθεί μετά μανίας τα τεκταινόμενα της εποχής μας. Δεν γνωρίζω βέβαια κατά πόσο η συγκεκριμένη ταινία του Donen μπορεί να μείνει «κρυφή» από το cinefil κοινό που αρέσκεται στο να αναλώνεται στο ρομαντικό cinema του χθες, σίγουρα όμως τοποθετείται σε ένα (πολύ) μικρό σκαλί χαμηλότερα των υπολοίπων - γνωστότερων - ταινιών του σκηνοθέτη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι υστερεί σε καλλιτεχνική ή δια-χρονική αξία.

Ο Mark και η Joanna ξεκίνησαν σαν δύο μπατιράκια με ένα σακίδιο στον ώμο, ελάχιστα χρήματα και ένα τσαλακωμένο διαβατήριο στη τσέπη (και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα ξεχνάς την εικόνα της Aundrey με το στενό jean, την κόκκινη μπλούζα και την στέκα στα μαλλιά) με σκοπό να ζήσουν το οδοιπορικό της δικής τους επανάστασης - ακριβώς δίπλα στον «Πρωτάρη» που την ίδια ακριβώς χρονιά σεξουαλιζόταν με την κυρία Robinson, δηλώνοντας και αυτός εξεγερμένος. Μακριά από την θαλπωρή του σπιτιού και αναζητώντας την τύχη τους στον δρόμο, οι δυο τους συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν και έμειναν μαζί, για να καταλήξουν τελικά ένα φαινομενικά ευτυχισμένο και καλοστεκούμενο ζευγάρι για τα μάτια μας μόνο. Τα λόγια, τα πειράγματα και τα βλέμματα που αντάλλασαν αρχικά, έδωσαν την θέση τους στην ειρωνεία και την βαρεμάρα, οι υποσχέσεις έρωτα που έδιναν ο ένας στον άλλο μετατράπηκαν σε υποσχέσεις φυγής που έδιναν στους εαυτούς τους.

Η ετεροχρονιστική μέθοδος της αφήγησης που χρησιμοποιεί εδώ ο Donen του δίνει την δυνατότητα να ταξιδέψει στο χρόνο διηγούμενος αυτό το μετά-ρομαντικό road movie από την αρχή της γνωριμίας των δύο, ενώ παράλληλα παρουσιάζει τα κινηματογραφικώς ηχηρά (αλλά κοινωνικώς σιωπηρά) αποτελέσματα ενός totally εγκλωβιστικού γάμου, θύματα του οποίου έπεσαν τελικά, χωρίς να το καταλάβουν και χωρίς δυνατότητα έγκαιρης αντίδρασης. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού που μοιάζει να μην έχει και πολλά κοινά (πλέον) μετά από κάποια χρόνια γάμου είναι παράταιρη από το σήμερα και η αλήθεια είναι ότι μάλλον βρίσκει αναφορές και ομοιότητες και στη δική μας εποχή και μάλιστα με τρόπο οικειότερο του αναμενόμενου. Εντούτοις…

Είναι λίγο πριν το συμβατικό αλλά ξεκάθαρο happy end όταν ο Mark και η Joanna αποφασίζουν να δοκιμάσουν την ατομικότητά τους (και τα καταφέρνουν μια χαρά, if you ask me) αποβάλλοντας το βάρος και τον συντηρητισμό της προηγούμενης (και όχι μόνο) γενιάς, θέτοντας τελικά ως στόχο και ως δεδομένη την (συναισθηματική) ανεξαρτησία που τόσοι και τόσοι προσδόκησαν αλλά ελάχιστοι κατακτούν, ακόμα και σήμερα. Όμως η συναισθηματικά ανθρώπινη υπόστασή τους δεν αλλάζει. Και τότε είναι που κοιτάζουν τη ζωή στα ίσια συνειδητοποιώντας ότι ίσως να μπορεί και να έχουν την δυνατότητα της αντικατάστασης αλλά όχι και την θέληση . Διότι αυτό που είμαστε δεν καθορίζεται από αυτά που επιδιώκουμε αλλά από αυτά που ήδη έχουμε κατακτήσει.

Όταν πρωτογνώρισα αυτούς τους δύο στην αρχή δεν ήξερα αν η on-the-road ιστορία τους θα έβρισκε ανταπόκριση στο σήμερα. Και αυτό διότι στα μπαγάζια τους κουβαλούσαν την αύρα (αλλά και τον αυθορμητισμό) μιας δεκαετίας η οποία έκανε την επανάστασή της γιατί το ήθελε και όχι γιατί έπρεπε, παραμένοντας όμως αστείοι, χαμογελαστοί και φυσικά ρομαντικοί . Με την επανάσταση βέβαια πολλά αλλάζουν και πρώτα απ’ όλα οι απόψεις και οι αξίες πάνω σε κάποια θέματα. Οι άνθρωποι όμως δύσκολα. Η ιστορία αυτών των δύο δεν μου έδειξε ότι ο έρωτας έχει την δυνατότητα να μετατραπεί σε αληθινή αγάπη, η οποία αντέχει στο πέρασμα του χρόνου no matter what (διότι πολύ απλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα), διδάσκει όμως και στους πιο ισχυρογνώμονες ότι οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη της σταθερότητας, της οικειότητας και της (πάνω απ’ όλα) ειλικρινούς συντροφικότητας. Αρκεί να το αντιληφθούν. Ο Mark και η Joanna αμφισβήτησαν τα πάντα. Μέχρι που κατάλαβαν ότι σε αυτό τον δρόμο πορεύονται παρέα. Και συνέχισαν έτσι…

«- There never going to be anyone else like you in my life.
- You promise?
- I hope…»

Well, I hope too...

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Un homme et une femme - A Man and a Woman (1966)

Ίσως ο Claude Lelouch να ήθελε να δημιουργήσει την απόλυτη και διαχρονικότερη ερωτική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτό σίγουρα δεν το κατάφερε, κατάφερε όμως να δημιουργήσει μιας από τις χαρακτηριστικότερες και ταυτόχρονα αναγνωρίσιμες ταινίες μιας εξίσου ιδιαίτερης και επαναστατικά αμφιλεγόμενης δεκαετίας.

Όταν μια ταινία ξεκινάει με μια γυναίκα να διηγείται στο παιδί της ένα παραμύθι, τότε καταλαβαίνεις ότι η ταινία αυτή έχει συγκεκριμένους στόχους όσον αφορά τα συναισθήματα του θεατή. Λίγο αργότερα ένας άντρας μαθαίνει στο μικρό του γιο να οδηγεί. Περισσότερο με παιχνίδι μοιάζει δηλαδή παρά με εκμάθηση. Οι άντρες δεν μεγαλώνουν ποτέ λένε κάποιοι (και ίσως να έχουν δίκιο). Και οι δύο αυτοί γονείς έχουν χάσει τους συντρόφους τους, αναλαμβάνοντας ευθύνες και βάρη που ο κοινός νους δεν μπορεί να φανταστεί.

Σαν ραλίστας που είναι αυτός, έχει μάθει να τρέχει, έχει μάθει να κινδυνεύει. Δύσκολες καταστάσεις. Αυτή ασχολείται με τον κινηματογράφο. Μαθημένη στις ιστορίες και στις αναπαραστάσεις της ζωής. Από την ανάγκη της ατομικότητας μέχρι την ανάγκη της συντροφικότητας, οι ζωές τους θα διασταυρωθούν και θα βαδίσουν σε κοινά μονοπάτια. Τα μάτια παρατηρούν και το μυαλό καταγράφει, κυρίως συναισθήματα. Τα ίδια συναισθήματα που προσπαθεί να καταγράψει και η (άψυχη) κάμερα. Μεταξύ τέχνης και ζωής κάποιοι επιλέγουν την ζωή. Παράτολμη πράξη.

Τα flashbacks σε ασπρόμαυρο film δεν υπάρχουν για να καταλάβουμε καλύτερα αυτούς τους δύο ανθρώπους, αυτό το κάναμε στα πρώτα πέντε λεπτά που τους είδαμε με τα παιδιά τους (όλους τους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις αμέσως μόλις τους δεις μαζί με τα παιδιά τους, λες και η συμπεριφορά απέναντί τους προδίδει τα πάντα για αυτούς). Τα flashbacks περισσότερο λειτουργούν σαν μαγνήτης συμπάθειας για αυτά τα δύο πρόσωπα. Λειτουργική στρατηγική, σίγουρα.

Σε καμία ιστορία δεν υπάρχει πρωτοτυπία. Δυο άνθρωποι γνωρίζονται, ερωτεύονται και συνεχίζουν μαζί τη ζωή τους. Αυτό που κάνει κάθε ιστορία πρωτότυπη είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Και οι δυο τους δημιουργούν το ιδανικό κολάζ εικόνων, σκέψεων και συναισθημάτων, ζούνε έναν έρωτα ευαίσθητο και αισθησιακό. Και εκεί βρίσκεται το μυστικό της (τότε) επιτυχίας. Με σχετικά ελάχιστους διαλόγους, το ευχάριστα παρακολουθήσιμο κινηματογράφημα του Lelouch, μπορεί να μοιάζει λίγο αμήχανο σήμερα (και σε στιγμές δραματικό), δεν παύει όμως να υμνεί παροτρυντικά τον ρομαντισμό και τον έρωτα. Έναν έρωτα ο οποίος μοιάζει επικίνδυνα αναγκαίος, περισσότερο στις μέρες μας, παρά τότε.

Όλα σε αυτή τη ζωή γυρίζουν, όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν. Αυτός ο άντρας και αυτή η γυναίκα θα βρεθούν τυχαία ο ένας στο δρόμο του άλλου, θα ανταλλάξουν βλέμματα, θα περπατήσουν πλάι πλάι και τελικά θα ερωτευθούν. Αυτός ο άντρας και αυτή η γυναίκα θα ζήσουν τον δικό τους δραματικό έρωτα, το δικό τους παραμύθι. Σαν και αυτά που βλέπουμε στις ταινίες, στον κινηματογράφο. Για μια στιγμή όμως. Και αυτή μια τέτοια ταινία είναι. Αυτό είναι το cinema των αφηρημένων εικόνων, των γλυκόπικρων ιστοριών.

Chris Zafeiriadis