Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lucio Fulci. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lucio Fulci. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Paura nella città dei morti viventi (a.k.a. City of the Living Dead) - (1980)


Για αυτούς που αγαπάνε το σινεμά του φανταστικού, το “City of the Living Dead” ανήκει σε εκείνες τις «ταινίες σταθμούς», όπως λαϊκότροπα χαρακτηρίζονται, οι οποίες αποτελούν ένα από τα ελάχιστα μέτρα σύγκρισης με τα οποία αναμετριούνται πολλές από τις κολασμένες ιστορίες που πυκνά συχνά εμφανίζονται στο πανί. Όχι γιατί ο Fulci εδώ παρουσιάζει την καλύτερη δουλειά του, ούτε γιατί η σεναριακή συνοχή αποτελεί παράδειγμα κινηματογραφικής αρτιότητας (που προσωπικά αν με ρωτήσεις, για τέτοιες στιγμές, θα έπρεπε) αλλά γιατί σε αυτή την ταινία αρχίζει να διαφαίνεται ολοκληρωμένα πια, όλο το μεράκι, η αγάπη και η αφοσίωση του σκηνοθέτη στην τέχνη που σε ένα μεγάλο βαθμό τον χαρακτηρίζει. Μια τέχνη που πολλοί θα αμφισβητήσουν, κάποιοι άλλοι θα μετανιώσουν που γνώρισαν, οι περισσότεροι όμως που θα την βιώσουν, θα μείνουν πιστοί σε ένα σινεμά που ακόμα και σήμερα συγκινεί κάθε φορά που το παρακολουθούμε, σαν να μη πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που το γνωρίσαμε.

Η τέχνη στην οποία αναφέρομαι βέβαια δεν έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Fulci παρουσιάζει τις νεκροζώντανες ιστορίες του. Αυτό ξεκίνησε ένα χρόνο πριν με το Zombie 2, όπου το αίμα, τα εντόσθια και η όρεξη των πρόσφατα αποθανόντων για ζωντανή σάρκα πρωταγωνιστούσαν με ένα πρωτόγονο τρόπο, ο οποίος έγινε το εφαλτήριο για μια σειρά αριστουργηματικών εφιαλτικών στιγμών του Ιταλικού κινηματογράφου (Nightmare City του Umberto Lenzi, Nights of Terror του Andrea Bianchi, Zombie Creeping Flesh του Bruno Mattei κτλ). Εδώ όμως ο Fulci προχωράει ένα βήμα παραπέρα.

Σε αυτή την ταινία (που είναι και η πρώτη της άτυπης τριλογίας της «Κολάσεως» - θα πούνε οι περισσότεροι) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έναν αρμονικό συνδυασμό αποκρυφισμού, Lovecraft-ικού μύθου και αποδόμησης της όποιας θρησκευτικής πίστης, καμουφλαρισμένα με όλο τον ζόφο που μπορεί να διαπεράσει την ανθρώπινη λογική. Μια λογική που κλονίζει πρώτο από όλους έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος αφού κρεμαστεί στον αύλιο χώρο της εκκλησίας του, γίνεται η αφορμή για να ανοίξει μια από τις επτά πύλες και ένα απροσδιόριστο κακό να εισέλθει στο κόσμο των ανθρώπων. Παράλληλα με τα παραπάνω ο σκηνοθέτης αμφισβητεί την έννοια της γραμμικής αφήγησης, παρουσιάζοντας τα γεγονότα χωρίς σαφή αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν τα σύνορα μεταξύ ανθρώπινης λογικής και της απέχθειας ενός άλλου, δυσοίωνου κόσμου, έπαυαν να υφίστανται.

Σε αυτόν τον άψογα αποδομημένο περιβάλλον, η τελετουργική μουσική του Fabio Frizzi γίνεται το απόλυτο soundtrack ενός ακατανόητου και χαοτικού κόσμου ο οποίος εξουσιάζεται από δυνάμεις πέραν της κοινής ανθρώπινης αντίληψης. Οι νεκροί σηκώνονται από τα φέρετρα, τα απόκοσμα μουγκρητά τους κυριαρχούν στον χρονοχώρο, ένα κατατονικό μέντιουμ (με το συμβολικό όνομα Mary) αντικρίζει για λίγο την επιτύμβια στήλη του, τα σκουλήκια τα οποία είναι οι καλύτεροι φίλοι των άψυχων σωμάτων τώρα γίνονται φίλοι και των ζωντανών και μια όμορφη (αλλά πιθανότατα αμαρτωλή) κοπέλα ξερνάει τα εντόσθιά της σε μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές στην ιστορία του φανταστικού σινεμά.

Οι παραπάνω σκηνές μπορεί να παρουσιάζουν με μεγάλη ευκολία την θνησιμότητα και την ευπάθεια της ανθρώπινης σάρκας, κοιτώντας όμως βαθύτερα συνειδητοποιείς την αποκάλυψη όλης της αποτρόπαιης φρίκης, η οποία πηγάζει από το ψυχολογικό μαρτύριο του πνεύματος. Διότι όταν το πνεύμα «μαρτυρά», ο καθένας από εμάς δεν βρίσκεται προ των πυλών, αλλά έχει επάξια διαβεί το κατώφλι της προσωπικής του κόλασης. Και όταν πια κάποιος βρεθεί στην απέναντι όχθη δεν υπάρχει γυρισμός. Υπάρχει μόνο η εικόνα του εφιάλτη η οποία ξεπερνά τα όρια της προσωπικής συνείδησης και μετουσιώνεται σε φιλμική πραγματικότητα, τρέφοντας (για πάντα, ίσως) την ψυχή και την φαντασία του εκάστοτε θεατή. Και αν αυτό δεν είναι η δύναμη της τέχνης του σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να είναι…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

The Beyond - E tu vivrai nel terrore - L'aldilà (1981)

“Οι επτά πύλες της κολάσεως είναι σφραγισμένες σε επτά καταραμένα μέρη. Κατάρα σε όποιον πλησιάσει χωρίς να έχει γνώση. Κατάρα σε όποιον ανοίξει μια από τις επτά πύλες. Γιατί μέσα απ’ αυτή την πύλη το Κακό θα εισέλθει στο κόσμο...”

Αν έπρεπε να δώσω μόνο έναν χαρακτηρισμό στο Fulci (πράγμα καθόλου εύκολο φυσικά) αυτός θα ήταν του οραματιστή. Σαν γνήσιος σκεπτόμενος καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά από το να προσπαθεί να φτάσει πιο κοντά (και κατ’ επέκταση να προσαρμόσει την τέχνη του) σε αυτό που είχε σαν “εικόνα” μέσα στο μυαλό του. Καλώς ή κακώς, η εικόνα αυτή ήταν πολύ συγκεκριμένή, πνευματικά θεμελιώδης και σταθερά καθορισμένη. Μια καθαρά σαφή εικόνα του τόπου στον οποίο ζούμε και αναπνέουμε, ανόθευτη από ακαδημαϊσμούς, δήθεν φιλοσοφημένες απόψεις και πρέπει. Μια εικόνα λίγο πολύ γνώριμη σε όλους μας.

Το φαινόμενο Lucio Fulci δύσκολα εξηγείται από κάποιον μη ακαδημαϊκό και ακόμα δυσκολότερα υποστηρίζεται από κάποιον ο οποίος λατρεύει τόσο το έργο, όσο και την ίδια την περσόνα αυτού του αγέρωχου μουσάτου άντρα. Παραγνωρισμένος από πολλούς, παραγκωνισμένος από ακόμα περισσότερους, ενώ έχει καταφέρει να λατρεύεται με μανία από εκατομμύρια οπαδούς του φανταστικού, στον αντίποδα ακριβώς με τον ίδιο απαράμιλλο ζήλο αγνοείται από γιγαντιαίο αριθμό κριτικών, οι οποίοι ως επί το πλείστον στέκονται (και ανέκαθεν στέκονταν) στις λίμνες αίματος που πλημμυρίζουν τις εικόνες του, αδυνατώντας να δούνε πίσω, μπρος και ανάμεσα από αυτές.

Αφού έφτιαξε, έραψε και έκανε τα κουμάντα του στα 70’ς, κάπου γύρω στις αρχές των 80ς αποφάσισε να παρουσιάσει σε κοινή θέα την “Εικόνα” που είχε για τον κόσμο μας. Νύξεις βέβαια υπήρχαν και παλιότερα, άλλοτε πρόδηλες, άλλοτε καλά κρυμμένες. Αλλά ήταν εκεί. Και η λατρεία του για την σκοτεινή πλευρά έκδηλη και μετουσιωμένη στο έργο του, μακράν διαφοροποιημένη από το συνταγοποιημένο σινεμά τρόμου, που έμοιαζε όλο και περισσότερο να γίνεται “μόδα”. Η «Έβδομη Πύλη της Κολάσεως» στέκεται σαν ορόσημο στη φιλμογραφία του, πανύψηλη όπως είναι, καταφέρνει να φτάσει το ακραίο στα όρια του, παρουσιάζοντας ένα θαυμαστό αριστούργημά το οποίο πολλοί ζήλεψαν αλλά απειροελάχιστοι πλησίασαν, πόσο μάλλον αντιλήφθηκαν. Αν με το (προηγούμενο) City of the Living Dead η κόλαση άφηνε μια χαραμάδα σκότους(!) να περάσει, με το Beyond οι πύλες ανοίγουν διάπλατα και η κόλαση είναι έτοιμη να μας καλωσορίσει.. Προσωπική επιδίωξη? Ίσως. Δεξιοτεχνικό επίτευγμα? Αναμφίβολα…

Θέλοντας να επιδείξει την «κόλαση» (ή αυτό που τελοσπάντων υπάρχει «μετά», αφού έτσι και αλλιώς όλοι “κάπου” καταλήγουμε) καταφέρνει να μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό που οι περισσότεροι από εμάς φανταζόμαστε ότι υφίσταται ως η “άλλη πλευρά”. Αυτό που όλοι μας σχεδόν κάποια στιγμή έχουμε περιέργως φανταστεί και που σίγουρα ο καθένας μας το αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τα προσωπικά του βιώματα, πάθη και φόβους φυσικά.

Θέτοντας σαν βάση μια φαινομενικά απλή ιστορία τρόμου (η οποία αν και χαρακτηρίζεται από μια σχετική αναρχία στη δομή της, μοιάζει βατή, έχοντας μια αμυδρή συνοχή) και εμπλουτίζοντάς της με Lovecraftικούς μύθους, σιγά σιγά οικοδομεί ένα σιχαμερό περιβάλλον τρόμου και αποστροφής. Στο δικό του, μαεστρικά χτισμένο, θέατρο του παραλόγου, ο πιο άνθρωπος γίνεται απάνθρωπος, η κάθε οντότητα επαναπροσδιορίζεται από τον τόπο γύρω της, οι χαρακτήρες πνίγονται στην ακατάσχετη αιμορραγία (τους), η καταχνιά κυριαρχεί, και τα μουγκρητά των νεκροζώντανων σέρνουν το χορό.

Όσο όμως υπάρχει εξέλιξη, η ατμόσφαιρα μετατρέπεται σε ένα (υπερ)σύμπαν όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας(?) αρχίζουν να θολώνουν, το νόημα σιγά σιγά καταρρέει, η λογική πάει περίπατο και η παρακολούθηση γίνεται δυσβάσταχτη. Εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από σουρεαλιστικό πίνακα , σαν σκοτεινή ακολουθία, σκοπός της οποίας να σε φέρει αντιμέτωπο με το απόλυτο θεατρικό φινάλε, σε μια και μοναδική εικόνα του απόλυτου Μηδέν. Μια εικόνα όπου δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχουν σκιές, δεν υπάρχει αέρας, δεν υπάρχει τίποτα. Και το χειρότερο απ’ όλα, ο Θεός είναι ο μεγάλος Απών. Μακρινός Παρατηρητής, ολικής απραξίας.
Ωστόσο...

“He who fights with monsters should look to it that himself does not become a monster. And when you gaze long into an abyss, the abyss also gazes into you…” (F. N.)

..... Παράλληλα με όλα τα παραπάνω ο Fulci ρίχνει και μια - πολύ καλά κρυμμένη - κλεφτή ματιά στη θλιβερή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, μια ομάδα ανθρώπων από διάφορες αστικές τάξεις(!), επιτίθεται οργανωμένα σε έναν ζωγράφο τον οποίο θεωρούν υπαίτιο για όλα τα κακά που βρίσκουν την πόλη τους. Δεν είναι τόσο η ανάγκη του ανθρώπου να αποποιηθεί κάθε ευθύνη και κατ’ επέκταση να κατηγορήσει κάποιον τρίτο, όσο η υπέρμετρη βία που πηγάζει από αυτό το πλήθος, που ανεξαρτήτου αιτίας και αφορμής, παρουσιάζει μια άκρως νοσηρή φύση και έναν (ηδονικό) σαδισμό που δεν καθοδηγείται από σατανάδες και μάγους, αλλά προϋπάρχει μέσα τους και απλά περιμένει – τη στιγμή – να βγει στην επιφάνεια.


«And you will face the sea of darkness, and all therein that may be explored...»


Ως εκ τούτου, το “L'aldilà” γίνεται αυστηρά δηκτικό και συγκεκριμένο, ο ίδιος ο Fulci δε μετατρέπεται σε έναν κοινωνικό ανατόμο του ανθρώπινου εγωισμού και της αστείρευτης υποδούλωσης του στα πάθη και τα “θέλω” του. H θνησιμότητα της ύπαρξης καταδικάζει το πνεύμα σε – μερική έστω – ανυπαρξία, καθιστώντας μας ανίκανους να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τα προφανή (τον εαυτό μας). Λίγοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να στρέψουν το βλέμμα προς το εσωτερικό της ψυχής τους, ακόμα λιγότεροι αυτοί που καταφέρνουν να αποτυπώσουν αυτό που διαπιστώνουν, μετουσιώνοντας το στην τέχνη τους.

Το Κακό ως δύναμη, ως πράξη, ως ανάγκη, και ως συναίσθηση, δεν απεικονίζεται με διαβόλους, τραγιά, μάγισσες και δαιμόνια. Δεν γεννιέται, δεν μεταβιβάζεται, μήτε και αποζητά τίποτα. Το ακατάλυτο Κακό προ-υπάρχει στη συνείδηση και την αντίληψη του ανθρώπου, εξαίρετο, πρωτόλειο και μοχθηρό όπως είναι, έτοιμο πάντα να εκδηλωθεί, αναδεικνύοντας την σκοτεινή πλευρά μας, η οποία είναι και η πιο καταπιεσμένη. Υφίσταται ως δυναμική του χαρακτήρα, κομμάτι του εαυτού μας, προϊόν της σύστασής μας. Για αυτό και είναι ένα από τα πιο έντονα και αιώνια χαρακτηριστικά της ανθρώπινης υπόστασης.


Ο Lucio Fulci έφυγε από τη ζωή στις 13 Μαρτίου 1996 από κρίση διαβήτη. Έκτοτε κατοικεί σε ένα ειδικά διαμορφωμένο για αυτόν ρετιρέ στην «άλλη πλευρά», με θέα το απέραντο σκοτάδι (που τόσο τίμησε στις ταινίες του) και με χαμόγελο παππού - δασκάλου περιμένει υπομονετικά να καλωσορίσει όλους εμάς που ασπαστήκαμε τις ιδέες και τα πάθη του... “Welcome”...


Chris Zafeiriadis


P.S.: Αδιαμφισβήτητα, αν η μισή ταινία ανήκει στον Fulci, η άλλη μισή ανήκει στον τρισμέγιστο Fabio Frizzi, και στην εφιαλτικά υπέροχη μουσική του που ντύνει τις περισσότερες σκηνές. Δεν ξεχάστηκε, απλά η αναφορά του σε αυτό το σημείο κρίνεται ουσιαστικότερη και σίγουρα χαίρει καλύτερης “αντιμετώπισης” από τον αναγνώστη.