
Αιτία εξέλιξης.
Με το πολυβραβευμένο Casus Belli ζεις για έντεκα λεπτά στο τούνελ ενός ομφάλιου λώρου. Σε συνθήκες αέρα πολέμου βλέπεις να χτίζεται ο τοίχος της εξέλιξής μας, με τουβλάκια ντόμινο. Ακουμπάς στον τοίχο να ξαποστάσεις ενώ περιμένεις όρθιος στις ουρές.
Οι πύλες διαδέχονται η μία την άλλη, συσκευασμένα στοματικές, παιχνιδιάρικες και προκλητικά χορευτικές, διανοητικοποιημένες, της Εδέμ, της «κουλτούρας», του πλαστικού πράσινου. Οι ουρές αναδεικνύουν την υπομονή, σου μαθαίνουν να υπομένεις τον άλλον.
Περιμένεις κάτι γόνιμο στην ουρά του ομφάλιου λώρου, αλλά αυτή προδίδει, είναι σπειροειδής. Η μικρογραφία της προόδου του είδους σου θα ήθελες να οδηγεί σε μια κραυγή από τη ξαφνική ελευθερία και την επαφή με το οξυγόνο. Το κρύο στην τελευταία ουρά όμως σε πνίγει οξύμωρα. Εσύ θες τη ζεστασιά της αρχής.
Η κραυγή έρχεται. Είσαι μεγάλος πια, κι όμως περιμένεις να τροφοδοτηθείς. Ένα συσσίτιο που δε ζήτησες αλλά νοσταλγείς. Έρχεται τότε φυσικά: rewind και κραυγή. Καταστροφή για να υπάρξει γέννηση. Σε έναν τόπο όπου η τροφοδοσία είναι έννοια έξωθεν. Παθητική. Είναι αναπόφευκτο, το καλάθι με το ψωμί με τα πολλά συνοδά του θα γυρίσει πίσω στους αγρούς.
Αρχετυπικά αγριωπός, έχεις θυμώσει, είναι πολλά τα χρόνια. Θέλεις να σπρώξεις το καλάθι, εκεί στην ερημιά, να μπεις πάλι στην αλυσίδα της παραγωγής, να δημιουργήσεις. Ο πόλεμος συννεφιάζει το βλέμμα, αλλά το ντόμινο πέρασε από μπροστά, έχοντας σαν αντίστιξη τις αιτίες.
Κάπου άλλου, μέσα σου, κάθεται ένα παιδάκι σε ένα κόκκινο χαλί και παίζει με τα στρατιωτάκι του. Το βλέμμα του πέφτει στην εικόνα στον τοίχο απέναντι: ο αρχετυπικός άνθρωπος περπάτα πολλαπλασιαζόμενος, εξελισσόμενος, παρατά το όπλο και είναι πιο ελαφρύς για να τρέξει στους αγρούς. Το παιδάκι σηκώνεται και τολμά να αναμετρηθεί στο ύψος με την τελευταία εκδοχή του ανθρώπου. Κι εκείνο ήδη άφησε το όπλο. Είναι έτοιμο να καλλιεργήσει για να καλλιεργηθεί.
Οι πύλες διαδέχονται η μία την άλλη, συσκευασμένα στοματικές, παιχνιδιάρικες και προκλητικά χορευτικές, διανοητικοποιημένες, της Εδέμ, της «κουλτούρας», του πλαστικού πράσινου. Οι ουρές αναδεικνύουν την υπομονή, σου μαθαίνουν να υπομένεις τον άλλον.
Περιμένεις κάτι γόνιμο στην ουρά του ομφάλιου λώρου, αλλά αυτή προδίδει, είναι σπειροειδής. Η μικρογραφία της προόδου του είδους σου θα ήθελες να οδηγεί σε μια κραυγή από τη ξαφνική ελευθερία και την επαφή με το οξυγόνο. Το κρύο στην τελευταία ουρά όμως σε πνίγει οξύμωρα. Εσύ θες τη ζεστασιά της αρχής.
Η κραυγή έρχεται. Είσαι μεγάλος πια, κι όμως περιμένεις να τροφοδοτηθείς. Ένα συσσίτιο που δε ζήτησες αλλά νοσταλγείς. Έρχεται τότε φυσικά: rewind και κραυγή. Καταστροφή για να υπάρξει γέννηση. Σε έναν τόπο όπου η τροφοδοσία είναι έννοια έξωθεν. Παθητική. Είναι αναπόφευκτο, το καλάθι με το ψωμί με τα πολλά συνοδά του θα γυρίσει πίσω στους αγρούς.
Αρχετυπικά αγριωπός, έχεις θυμώσει, είναι πολλά τα χρόνια. Θέλεις να σπρώξεις το καλάθι, εκεί στην ερημιά, να μπεις πάλι στην αλυσίδα της παραγωγής, να δημιουργήσεις. Ο πόλεμος συννεφιάζει το βλέμμα, αλλά το ντόμινο πέρασε από μπροστά, έχοντας σαν αντίστιξη τις αιτίες.
Κάπου άλλου, μέσα σου, κάθεται ένα παιδάκι σε ένα κόκκινο χαλί και παίζει με τα στρατιωτάκι του. Το βλέμμα του πέφτει στην εικόνα στον τοίχο απέναντι: ο αρχετυπικός άνθρωπος περπάτα πολλαπλασιαζόμενος, εξελισσόμενος, παρατά το όπλο και είναι πιο ελαφρύς για να τρέξει στους αγρούς. Το παιδάκι σηκώνεται και τολμά να αναμετρηθεί στο ύψος με την τελευταία εκδοχή του ανθρώπου. Κι εκείνο ήδη άφησε το όπλο. Είναι έτοιμο να καλλιεργήσει για να καλλιεργηθεί.
Εύη Αβδελίδου
