Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ang Lee. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ang Lee. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Taking Woodstock (2009)

“It’s fate. It’s Beautiful…”

Το Taking Woodstock είναι η ταινία που μόνο ένας μη αμερικάνος θα μπορούσε να έχει κάνει. Διότι ενώ κάποιος τυχαίος σκηνοθέτης γεμάτος περηφάνια (και υπεροψία) θα χρησιμοποιούσε το «Woodstock» για να δια-φημίσει το φεστιβάλ και την χώρα του και να μιλήσει για τους ίδιους τους μουσικούς (πράγμα που φυσικά για να το κάνεις και να σε ακούσουν θα πρέπει να διαθέτεις τεράστια Big Balls, όπως θα έλεγαν και κάποιοι υπέρτατοι Αυστραλοί), ο Ang Lee χρησιμοποιεί την βαρυσήμαντη αυτή λέξη για να αναδείξει τους ανθρώπους πίσω (ή κάτω) από τους μουσικούς, εκείνους στους οποίους χαρίζονταν οι νότες, εκείνους που πήγαιναν για να δηλώσουν την πολιτική τους άποψη και όλους εκείνους οι οποίοι πίστευαν ότι οι τρεις εκείνες πολύχρωμες μέρες μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο όλο. Γιατί το Woodstock ήταν πρώτα μια ιδέα και μετά μουσική…

Βρισκόμαστε κάπου στα τέλη των χίπικων 60’s, σε μια περίεργη για όλο τον πλανήτη εποχή όπου όλα τρέχουν και αλλάζουν (αρκετά αργά για να τα αντιληφθείς αλλά αρκετά γρήγορα για να τα αντιληφθείς όλα), η Αμερική συνεχίζει να υποστηρίζει τους φρικαλέους πολέμους της χωρίς να αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο που έχουν στην ίδια, άνθρωποι εκτοξεύονται και πατάνε το πόδι τους στο φεγγάρι (το οποίο παύει πια να μοιάζει τόσο μακρινό), η αναγκαία σεξουαλική απελευθέρωση έχει ήδη περάσει το κατώφλι των περισσότερων σπιτιών (και κυρίως των συνειδήσεων), και κάπου εκεί, σε μια μικρή πόλη την αμερικάνικης επαρχίας, χαμένος μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του, ένας αμήχανος και ανήσυχος νεαρός “επαναστάτης”, μέσω του φτωχού πλην τίμιου μοτέλ των γονιών του, γίνεται το κλειδί για να πραγματοποιηθεί το μεγαλύτερο συναυλιακό γεγονός στην ιστορία της μουσικής. “The centre of the universe” όπως το έλεγαν τότε. Πόσο δίκιο είχαν…

Όπως και το βιβλίο του Elliot Tiber, έτσι και το Taking Woodstock του Lee, ξεκινάει λίγες μέρες πριν το φεστιβάλ, συνεχίζει, αναλώνεται και τελικά τελειώνει λίγο παραδίπλα από την μεγάλη σκηνή, καταγράφοντας (αλλά κυρίως περιγράφοντας) την ανάγκη, την λαχτάρα, την αγάπη, το πείσμα και την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων για την πραγματοποίησή του. Όχι μόνο των διοργανωτών – αναγνωρισμένων ή μη – αλλά και των εκατοντάδων χιλιάδων παρευρισκομένων, οι οποίοι συναντήθηκαν σε εκείνο το μέρος για να γιορτάσουν και να υπερασπιστούν όλα όσα πίστευαν και όλα όσα τους ένωναν. Η ενοχλητική μουσική, τα ατημέλητα μαλλιά, τα λερωμένα jeans, τα ριγέ πουκάμισα, οι ηλεκτρικές φωνές (“making thunders!”), τα χαμένα – για διάφορους λόγους - βλέμματα, το σοκολατούχο γάλα, τα παλαιικά αυτοκίνητα, αλλά κυρίως η διάχυτη αίσθηση αδελφοσύνης και ελευθερίας, όλα καταγεγραμμένα και μετουσιωμένα σε εικόνες που κουβαλούνε τις αναθυμιάσεις εκείνης της μεθυστικής γιορτής.

Βέβαια, αν έψαχνες, θα μπορούσες να βρεις χίλιους δυο λόγους για τους οποίους θα κατηγορούσες εντέλει τον ίδιον το Lee για τις γλυκόπικρες αλχημείες του και η αλήθεια είναι ότι αν δεν έχεις μπει στο τριπάκι της συγκεκριμένης μουσικής (και όλων των συνοδευτικών της), δύσκολα θα καταφέρεις να αφουγκραστείς τον παλμό της στιγμής, πέφτοντας μάλλον σε χλιαρές κινηματογραφικές παγίδες. Όμως ο Lee ξέρει πολύ καλά τι κάνει, ξέρει σε ποιους αναφέρεται. Πατάει επάνω στο προ τεσσαρακονταετίας Woodstock documentary του Michael Wadleigh, και ουσιαστικά το συμπληρώνει, αναπαράγοντας πιστά χαρακτήρες και εικόνες (ακόμα και σκηνοθετικές «απόψεις»), και αφού αποκωδικοποιήσει πλήρως το συμφιλιωτικό εκείνο σκηνικό, στη συνέχεια στήνει το δικό του, δημιουργώντας τελικά μια νοσταλγική ταινία, τόσο ανέμελη και τόσο αυτοτελής όσο και οι ίδιοι οι χαρακτήρες της.

Μια ταινία που δεν ενδιαφέρεται και πολύ για τους μουσικούς, ούτε που καίγεται για την μουσική την ίδια (although the music’s gazing at you, και τα 120 λεπτά που διαρκεί το φιλμ), αφιερώνεται όμως σε αυτούς που πίστευαν όλα όσα αυτή εκπροσωπούσε, σε αυτούς που αγάπησαν το φεστιβάλ χωρίς ποτέ να το γνωρίσουν και σε εκείνους τους λίγους που το θυμούνται χωρίς να μπορούν πια να ελέγξουν τις αναμνήσεις τους. Μια ταινία που αν δεν σε αναγκάζει να παίξεις ξανά τους παλιούς σου δίσκους στο πικάπ, σε προκαλεί να ανάψεις και να απολαύσεις ένα τσαλακωμένο τσιγάρο παρέα με δύο υπέροχα brownies σοκολάτα, που θα σε κάνουν να πετάξεις ψηλά με ένα πολύχρωμο χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη. Αρκεί να μη φοβάσαι τα ύψη…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Se, jie - Lust, Caution (2007)

Μια γυναίκα... Ερωτεύεται... Δυστυχώς...

Μέσα από αδηφάγες ερωτικές σκηνές, κατασκοπευτικές ίντριγκες, αντιστασιακές ραδιουργίες και επίφθονες διεγερτικές θυσίες, ο Ang Lee, αποδεικνύει περίτρανα ότι there‘s no place like home, παρουσιάζοντας ένα κομψοτέχνημά, βασισμένο στην μεγαλύτερη αδυναμία της ανθρώπινης φύσης και ταυτόχρονα στην ουσία ύπαρξης αυτής.

Στην υπό Ιαπωνική κατοχή Shangai, έναν τόπο το ίδιο ταλαιπωρημένο με τόσους άλλους, μια ομάδα αντιστασιακών (φοιτητών) στήνουν ένα πολύ καλά μελετημένο σχέδιο για την αποπλάνηση και την εν-τέλεια δολοφονία ενός κινέζου στρατιωτικού ο οποίος βρίσκεται σε συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Διεκπεραιώτρια του εγχειρήματος, μια νεαρή και άσπιλη φοιτήτρια, η οποία θα γίνει το δέλεαρ, δίνοντας και την ψυχή της ολόκληρη για να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που ανέλαβε.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αντιστασιακοί (εδώ) αποτελούν μια μικρή ερασιτεχνική θεατρική ομάδα. Γνωρίζουν από πρώτο χέρι την τέχνη του δράματος και της υποκριτικής. Το θέαμα παίζει τον πρώτο ρόλο. Είναι όμως καλλιτέχνες και ονειροπόλοι. «Tα δάκρυα του κοινού δεν συγκρίνονται με την εξόντωση ενός προδότη» υποστηρίζει ο υποκινητής με αποτέλεσμα η μικρή αυτή ομάδα να ενδίδει σε κάτι πιο “πατριωτικό”. Μια θυμωμένη ομάδα σπουδαστών που θέλουν να πάρουν τη μοίρα της χώρας τους στα χέρια τους. Και στήνουν αυτό που θα αποδειχθεί αργότερα, η παράσταση της ζωής τους.

Σε μια πεινασμένη Shangai όπου η καχυποψία είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι είτε δολοφονούνται στους δρόμους, είτε πεθαίνουν από αρρώστιες. Λίγο πριν την πολυπόθητη επανάσταση (όπου όλα όμως είναι λίγο πολύ επαναστατικά), διενεργείται ένα ύπουλο και σοφά μελετημένο έγκλημα. Το ταμπλό είναι στημένο και το παιχνίδι της σαγήνης ξεκινά. Ένα παιχνίδι με τον έρωτα, την προδοσία, την αφοσίωση, τον Πόθο.

Αυτή, μια νεαρή κοπέλα, αγνή από όπου και αν την πιάσεις, που με τα δακρυσμένα μάτια της μπροστά στην Ingrid Bergman του Intermezzo μαρτυράει την ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Να βιώσει συναισθήματα πρωτόγνωρα, να νιώσει ποθητή, να μεταμορφωθεί. Αυτός, ένας βίαιος, αυταρχικός, σχεδόν μηδενιστής, που του αρέσει να επιδεικνύει την δύναμή του. Μέσα από την απολυταρχία του, ζει απομονωμένος στο «βασίλειό» του, μακριά από τον κόσμο, μακριά από οποιαδήποτε ψυχική εμπειρία.

Η πλανεύτρα φοράει το μπλε φόρεμα και είναι έτοιμη για το πανάρχαιο παιχνίδι της εξαπάτησης. Ερωτεύεται όμως και νιώθει ζωντανή. Μέσα στο σκοτάδι όλα είναι ζωντανά. Και με έναν περίεργο τρόπο, αληθινά. Ο πόθος προκαλείται από μια ιδρωμένη ανάσα και τρυπώνει μέσα στην καρδιά σαν φίδι. Βαθιά, μέχρι μέσα. Και στη συνέχεια φουντώνει και πλημμυρίζει το σύμπαν. Το αντικείμενο “ξεγυμνώνεται” πρόθυμα και μετατρέπεται σε αφελή και τρωτό στόχο. Νιώθει όμως και αυτός ζωντανός. Αναπνέει. Ο πόθος εκρήγνυται, υπονομεύοντας έτσι οποιονδήποτε αρχικό σκοπό. Κραταιός και ειλικρινής. Τα συναισθήματα έντονα. Και είναι εκεί. Τα αποτελέσματα ολέθρια. Είναι και αυτά εκεί.

Δεξιοτεχνικά και μεθοδικά, ο Ang Lee στήνει τη δική του επική παρτίδα κινέζικου mahjongg όπου κάθε κίνηση είναι σοφά μελετημένη και καταφέρνει να βγει απόλυτος θριαμβευτής. Για τις αδυναμίες της ταινίας δεν είμαι εγώ αρμόδιος να μιλήσω. Μπορώ να τις απαριθμήσω αλλά δεν τις βλέπω. Ούτε για πολιτικές καταγραφές ή ιστορικές επαληθεύσεις. Αλλού είναι η ουσία. Και προτιμώ να έχω το βλέμμα μου στραμμένο εκεί. Σε μια ιστορία η οποία σε ρουφάει μέσα της σαν μαύρη τρύπα και δεν σ’ αφήνει μέχρι να φτάσει στη ζητούμενη κορύφωση της. Στο καθοριστικό φινάλε της. Στην αυτογνωσία.

Οι άνθρωποι μπορεί να έρχονται και να παρέρχονται, να αλλάζουν και να παρά-ακμάζουν. Τα συναισθήματα όμως μένουν. Ανέπαφα στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα από δεινά και κακουχίες, χαρές και προσδοκίες, ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να ονειρεύεται, να ποθεί, να πονάει και να αγαπάει. Και είναι η αληθινή αγάπη του ενός που δίνει Ζωή στον άλλο. Χωρίς να υπολογίζει τι θα της κοστίσει. Την χαρίζει απλόχερα και δεν αποζητά τίποτε. Αυτό είναι που μας ορίζει και μας κάνει ξεχωριστούς.

Μια γυναίκα... Ερωτεύεται... Ευτυχώς...

Chris Zafeiriadis