
Βρισκόμαστε κάπου στα τέλη των χίπικων 60’s, σε μια περίεργη για όλο τον πλανήτη εποχή όπου όλα τρέχουν και αλλάζουν (αρκετά αργά για να τα αντιληφθείς αλλά αρκετά γρήγορα για να τα αντιληφθείς όλα), η Αμερική συνεχίζει να υποστηρίζει τους φρικαλέους πολέμους της χωρίς να αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο που έχουν στην ίδια, άνθρωποι εκτοξεύονται και πατάνε το πόδι τους στο φεγγάρι (το οποίο παύει πια να μοιάζει τόσο μακρινό), η αναγκαία σεξουαλική απελευθέρωση έχει ήδη περάσει το κατώφλι των περισσότερων σπιτιών (και κυρίως των συνειδήσεων), και κάπου εκεί, σε μια μικρή πόλη την αμερικάνικης επαρχίας, χαμένος μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του, ένας αμήχανος και ανήσυχος νεαρός “επαναστάτης”, μέσω του φτωχού πλην τίμιου μοτέλ των γονιών του, γίνεται το κλειδί για να πραγματοποιηθεί το μεγαλύτερο συναυλιακό γεγονός στην ιστορία της μουσικής. “The centre of the universe” όπως το έλεγαν τότε. Πόσο δίκιο είχαν…
Όπως και το βιβλίο του Elliot Tiber, έτσι και το Taking Woodstock του Lee, ξεκινάει λίγες μέρες πριν το φεστιβάλ, συνεχίζει, αναλώνεται και τελικά τελειώνει λίγο παραδίπλα από την μεγάλη σκηνή, καταγράφοντας (αλλά κυρίως περιγράφοντας) την ανάγκη, την λαχτάρα, την αγάπη, το πείσμα και την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων για την πραγματοποίησή του. Όχι μόνο των διοργανωτών – αναγνωρισμένων ή μη – αλλά και των εκατοντάδων χιλιάδων παρευρισκομένων, οι οποίοι συναντήθηκαν σε εκείνο το μέρος για να γιορτάσουν και να υπερασπιστούν όλα όσα πίστευαν και όλα όσα τους ένωναν. Η ενοχλητική μουσική, τα ατημέλητα μαλλιά, τα λερωμένα jeans, τα ριγέ πουκάμισα, οι ηλεκτρικές φωνές (“making thunders!”), τα χαμένα – για διάφορους λόγους - βλέμματα, το σοκολατούχο γάλα, τα παλαιικά αυτοκίνητα, αλλά κυρίως η διάχυτη αίσθηση αδελφοσύνης και ελευθερίας, όλα καταγεγραμμένα και μετουσιωμένα σε εικόνες που κουβαλούνε τις αναθυμιάσεις εκείνης της μεθυστικής γιορτής.
Βέβαια, αν έψαχνες, θα μπορούσες να βρεις χίλιους δυο λόγους για τους οποίους θα κατηγορούσες εντέλει τον ίδιον το Lee για τις γλυκόπικρες αλχημείες του και η αλήθεια είναι ότι αν δεν έχεις μπει στο τριπάκι της συγκεκριμένης μουσικής (και όλων των συνοδευτικών της), δύσκολα θα καταφέρεις να αφουγκραστείς τον παλμό της στιγμής, πέφτοντας μάλλον σε χλιαρές κινηματογραφικές παγίδες. Όμως ο Lee ξέρει πολύ καλά τι κάνει, ξέρει σε ποιους αναφέρεται. Πατάει επάνω στο προ τεσσαρακονταετίας Woodstock documentary του Michael Wadleigh, και ουσιαστικά το συμπληρώνει, αναπαράγοντας πιστά χαρακτήρες και εικόνες (ακόμα και σκηνοθετικές «απόψεις»), και αφού αποκωδικοποιήσει πλήρως το συμφιλιωτικό εκείνο σκηνικό, στη συνέχεια στήνει το δικό του, δημιουργώντας τελικά μια νοσταλγική ταινία, τόσο ανέμελη και τόσο αυτοτελής όσο και οι ίδιοι οι χαρακτήρες της.

Chris Zafeiriadis
4 σχόλια:
Μπραβο φιλε μου για αυτη την ωραια παρουσιαση, για μια ταινια, που κατα τη γνωμη μου κακως περασε στα ψιλα...
"Γιατί το Woodstock ήταν πρώτα μια ιδέα και μετά μουσική...". Ετσι ακριβως!
Και ποσο κριμα που δεν ζησαμε αυτη την ιδεα, για την οποια μονο ακουσαμε και ειδαμε μετα απο χρονια...
Και αυτη την ιδεα ξετυλιγει πανεμορφα επι της οθονης ο Lee, χωρις να δειξει καθολου τη συναυλια, αλλα οτι προηγηθηκε αυτης..
Δεν λεω οτι ειναι καμια ταινιαρα, αλλα αξιζει!
Φίλε Mike,
Όπως ακριβώς το χαρακτηρίζουν αυτοί που το έζησαν από κοντά, “Beautiful”…
Το πρόβλημα δεν είναι που το δεν ζήσαμε εμείς αλλά που δεν μάθαμε από αυτό, που δεν μπορέσαμε να παράγουμε τις δικές μας ιδέες στα χρόνια που ακολούθησαν. Τι τα θες, χαμένοι στη μετάφραση όλοι μας..
Ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα καλά σου λόγια..
Αυτή η ταινία πώς μου ξέφυγε, δεν ξέρω! Αλλά με έκανες... cine-noxo με το κείμενο σου και θα πάω να τη βρω!
Cheers!
Μεγάλη χαρά αλλά και μεγάλη ευθύνη να επηρεάζουν κάποιον τα λόγια σου. Συγκεκριμένα εδώ δεν νομίζω να απογοητευτείς Zisi. Και μην απορείς που σου ξέφυγε αφού οι περισσότεροι κριτικοί μας δεν έκαναν καν το κόπο να «διαβάσουν» λίγο την ιστορία και μάλλον αγνοούν το Doc του Wadleigh, μιας και στα περισσότερα κείμενα που διάβασα δεν αναφέρεται καν, την στιγμή που ο Lee πάτησε τόσο γερά επάνω του για να φτιάξει αυτό εδώ. Οπότε και η ταινία χάθηκε μέσα στην αναμπουμπούλα της εποχής μας. Anyway, για να γίνω και εγώ λίγο γραφικός, καλή προβολή θα πρέπει να ευχηθώ, έτσι?
Δημοσίευση σχολίου