"The world of games is in kind of a trance: People are programmed to accept so little... but the possibilities are so great."
- Allegra Geller -Κοιτώντας πίσω στην φιλμογραφία του μεγάλου Cronenberg, υπάρχουν στιγμές, πραγματικά αριστουργήματα, οι οποίες χαίρουν τεράστιας εκτίμησης από απανταχού κινηματογραφόφιλους, καταξιωμένους «θεωρητικούς» ή ακόμα και «καχύποπτους» κριτικούς (οι οποίοι αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν αυστηρή δουλειά και όχι σαν κάτι που τους «χαρίζεται» για να το απολαύσουν). Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες, οι πιο περίεργες στιγμές, εκείνες που αγαπήθηκαν εξίσου από τους φανατικούς (και το λέω αυτό μιας και έχω την χαρά/τύχη να γνωρίζω κάνα δυο από αυτούς – cronenfreaks όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ) αλλά δεν κατάφεραν να αγγίξουν τους υπολοίπους, όντας περισσότερο προσωπικές, ή καλύτερα, περισσότερο εμμονικές από το αναμενόμενο.
Βέβαια, σε μια τέτοια φιλμογραφία ελάχιστες είναι οι αποστάσεις που χωρίζουν τις τεράστιες από τις λιγότερο κλασικές στιγμές και αυτό διότι όλες παραμένουν αλληλένδετες, εξ-υπηρετώντας σταθερά την φιλοσοφία και τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμμονές του δημιουργού τους. Εμμονές που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, την τεχνολογία, το μυαλό, τις αρρώστιες και κυρίως την ηδονή. Είτε αυτή είναι σαρκική, είτε εγκεφαλική. Σαν να θέλουν οι ήρωες του να ικανοποιήσουν το σώμα και το μυαλό, πριν αυτά φθαρούν και χάσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα απόλαυσης. Και εδώ το μυαλό είναι ο άφθαστος πρωταγωνιστής.
Χρησιμοποιώντας την εθιστική videodromική ανάγκη της τηλεοπτικής και εικονικής ηδονής, το eXistenZ άπτεται το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών και της εικονικής πραγματικότητας. Έννοιες ευρύτερα διαδεδομένες, όχι όμως απόλυτα αποσαφηνισμένες και σίγουρα συνεχώς εξελισσόμενες. Έχουν όμως έναν σταθερό, κοινό παρανομαστή. Την διαφυγή από την πραγματικότητα, την απόδραση του νου από αυτό που ορίζεται ως πραγματικό. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και την ανάγκη που έχει δημιουργηθεί σε κάποιους ανθρώπους για κάτι τέτοιο. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, την επιδιωκόμενη απόλαυση του μυαλού για κάτι που δεν είναι αληθινό.
“Death to the demoness Allegra Geller!”
Το eXistenZ ξεκινάει με την εφιαλτικά υπνωτιστική μουσική του Howard Shore και την απόπειρα δολοφονίας μιας σχεδιάστριας ηλεκτρονικών παιχνιδιών η οποία λατρεύεται και μισείται από εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η Allegra Geller λατρεύεται σαν Θεά διότι έχει την δυνατότητα και την δύναμη να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, κοινωνίες εικονικής πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι ζούνε εκεί εγκεφαλικά, μακριά από την βαρετή πραγματικότητα στην οποία ανήκουν φυσικά. Όμως η εικονική πραγματικότητα δεν είναι πραγματικότητα, είναι μια εξαπάτηση του εγκεφάλου, μια ψευδαίσθηση. Άρα, η Allegra Geller δεν είναι Θεά αλλά μια δαιμόνισσα, μια ευφυής παραπλανεύτρα η οποία έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Και γι’ αυτό καταδιώκεται.
Η αναζήτηση, η προσωπική λύτρωση και τελικά η ηδονή της παραίσθησης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, μέσα σε έναν κόσμο που η ίδια έχει κατασκευάσει και που τώρα θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει για να βγει νικήτρια και να συνεχίσει να υπάρχει (eXistenZ). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να παίξει. Για να εισέλθει κάποιος στο παιχνίδι χρειάζεται μια «ζωντανή» βάση (μάνα) η οποία συνδέεται με τον παίκτη με έναν λώρο χαμηλά στη πλάτη δημιουργώντας έναν δεύτερο αφαλό, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και ενέργεια με το σώμα, το νευρικό σύστημα, το ψυχισμό και το μυαλό. Ο παραλληλισμός είναι προφανής, ο εθισμός αναπόφευκτος και εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την ταύτιση του κάθε παίκτη με τον «χαρακτήρα» του στο παιχνίδι, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του αληθινού σώματος και την αποδοχή της μετάλλαξης σε ένα νέο, σε κάτι που το μυαλό είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένο αλλά ταυτόχρονα ολότελα αποκομμένο από την πραγματικότητα. Και είναι τόσο πετυχημένο το σκηνικό που στήνεται που είναι αδύνατο να γνωρίζεις πότε τελειώνει το παιχνίδι και πότε ξεκινάει η αληθινή ζωή. Ή το αντίθετο.
Το ίδιο το EXistenZ όμως μοιάζει απόλυτα συνυφασμένο με την πραγματικότητα και δη, με το μέλλον αυτής, προειδοποιώντας (μας) για τον επερχόμενο ιό του 21ου αιώνα και την επικείμενη παρα-μόρφωση του συνειδητού. Το eXistenZ είναι ο πόλεμος μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, σε ένα κόσμο όπου η αλήθεια είναι κάτι το έξω-πραγματικό, η παραίσθηση μετατρέπεται σε αίσθηση και το παράλογο σε κάτι απόλυτα λογικό. Μια ιδέα, που στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ξεκίνησε σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, για να καταλήξει σήμερα εφιαλτική πραγματικότητα. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια. Το eXistenZ δεν ήταν ποτέ μπροστά από την εποχή του. Η εποχή του όμως βρισκόταν πολύ πίσω από αυτό. Και δυστυχώς, ακόμα να το φτάσει.
Long live the new flesh!
Βέβαια, σε μια τέτοια φιλμογραφία ελάχιστες είναι οι αποστάσεις που χωρίζουν τις τεράστιες από τις λιγότερο κλασικές στιγμές και αυτό διότι όλες παραμένουν αλληλένδετες, εξ-υπηρετώντας σταθερά την φιλοσοφία και τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμμονές του δημιουργού τους. Εμμονές που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, την τεχνολογία, το μυαλό, τις αρρώστιες και κυρίως την ηδονή. Είτε αυτή είναι σαρκική, είτε εγκεφαλική. Σαν να θέλουν οι ήρωες του να ικανοποιήσουν το σώμα και το μυαλό, πριν αυτά φθαρούν και χάσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα απόλαυσης. Και εδώ το μυαλό είναι ο άφθαστος πρωταγωνιστής.
Χρησιμοποιώντας την εθιστική videodromική ανάγκη της τηλεοπτικής και εικονικής ηδονής, το eXistenZ άπτεται το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών και της εικονικής πραγματικότητας. Έννοιες ευρύτερα διαδεδομένες, όχι όμως απόλυτα αποσαφηνισμένες και σίγουρα συνεχώς εξελισσόμενες. Έχουν όμως έναν σταθερό, κοινό παρανομαστή. Την διαφυγή από την πραγματικότητα, την απόδραση του νου από αυτό που ορίζεται ως πραγματικό. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και την ανάγκη που έχει δημιουργηθεί σε κάποιους ανθρώπους για κάτι τέτοιο. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, την επιδιωκόμενη απόλαυση του μυαλού για κάτι που δεν είναι αληθινό.
“Death to the demoness Allegra Geller!”
Το eXistenZ ξεκινάει με την εφιαλτικά υπνωτιστική μουσική του Howard Shore και την απόπειρα δολοφονίας μιας σχεδιάστριας ηλεκτρονικών παιχνιδιών η οποία λατρεύεται και μισείται από εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η Allegra Geller λατρεύεται σαν Θεά διότι έχει την δυνατότητα και την δύναμη να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, κοινωνίες εικονικής πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι ζούνε εκεί εγκεφαλικά, μακριά από την βαρετή πραγματικότητα στην οποία ανήκουν φυσικά. Όμως η εικονική πραγματικότητα δεν είναι πραγματικότητα, είναι μια εξαπάτηση του εγκεφάλου, μια ψευδαίσθηση. Άρα, η Allegra Geller δεν είναι Θεά αλλά μια δαιμόνισσα, μια ευφυής παραπλανεύτρα η οποία έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Και γι’ αυτό καταδιώκεται.
Η αναζήτηση, η προσωπική λύτρωση και τελικά η ηδονή της παραίσθησης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, μέσα σε έναν κόσμο που η ίδια έχει κατασκευάσει και που τώρα θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει για να βγει νικήτρια και να συνεχίσει να υπάρχει (eXistenZ). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να παίξει. Για να εισέλθει κάποιος στο παιχνίδι χρειάζεται μια «ζωντανή» βάση (μάνα) η οποία συνδέεται με τον παίκτη με έναν λώρο χαμηλά στη πλάτη δημιουργώντας έναν δεύτερο αφαλό, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και ενέργεια με το σώμα, το νευρικό σύστημα, το ψυχισμό και το μυαλό. Ο παραλληλισμός είναι προφανής, ο εθισμός αναπόφευκτος και εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την ταύτιση του κάθε παίκτη με τον «χαρακτήρα» του στο παιχνίδι, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του αληθινού σώματος και την αποδοχή της μετάλλαξης σε ένα νέο, σε κάτι που το μυαλό είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένο αλλά ταυτόχρονα ολότελα αποκομμένο από την πραγματικότητα. Και είναι τόσο πετυχημένο το σκηνικό που στήνεται που είναι αδύνατο να γνωρίζεις πότε τελειώνει το παιχνίδι και πότε ξεκινάει η αληθινή ζωή. Ή το αντίθετο.
Το ίδιο το EXistenZ όμως μοιάζει απόλυτα συνυφασμένο με την πραγματικότητα και δη, με το μέλλον αυτής, προειδοποιώντας (μας) για τον επερχόμενο ιό του 21ου αιώνα και την επικείμενη παρα-μόρφωση του συνειδητού. Το eXistenZ είναι ο πόλεμος μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, σε ένα κόσμο όπου η αλήθεια είναι κάτι το έξω-πραγματικό, η παραίσθηση μετατρέπεται σε αίσθηση και το παράλογο σε κάτι απόλυτα λογικό. Μια ιδέα, που στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ξεκίνησε σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, για να καταλήξει σήμερα εφιαλτική πραγματικότητα. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια. Το eXistenZ δεν ήταν ποτέ μπροστά από την εποχή του. Η εποχή του όμως βρισκόταν πολύ πίσω από αυτό. Και δυστυχώς, ακόμα να το φτάσει.
Long live the new flesh!
Chris Zafeiriadis
P.S.: Τις θερμές μου ευχαριστίες στο kioy ο οποίοs μου έδωσε τη χαρά, ουσιαστικά να διαφημίσω αυτή την υπέροχα παρεξηγημένη ταινία.
7 σχόλια:
Κατά την διάρκεια κατασκευής του παραπάνω κειμένου συνειδητοποίησα ότι κάθε φορά που μιλάω μου για τον Cronenberg, είτε σε αυτό το blog, είτε κάπου αλλού, είτε απλά μέσα στο κεφάλι μου, πάντα υπάρχει μια έντονη διάθεση υπεράσπισης του έργου και της φιλοσοφίας του. Δεν γνωρίζω που οφείλεται αυτό (ή μπορεί απλά να μη θέλω να το παραδεχτώ), το συγκεκριμένο κείμενο όμως το διασκέδασα περισσότερο από κάθε τι.
Ευχαριστώ για την ανάγνωση.
Tην ταινία δεν την θυμάμαι καλά, αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι την βρήκα αδύναμη σε σχέση με άλλες του σκηνοθέτη.
Ωστόσο, έχω κι εγώ την ίδια "λόξα": δεν μπορώ να μιλήσω για τον Cronenberg χωρίς να τον υπερασπιστώ. Μου αρέσει πολύ και μέσα από τις ταινίες του φαίνεται το πάθος του για την εξερεύνηση της σχέσης σώματος-μυαλού-υποσυνείδητου. Μπορεί να μην είναι είναι όλες οι ταινίες του πάρα πολύ καλές, αλλά είναι πάνω από το μέτριο και πραγματικά καταλαβαίνεις, βλέποντας τες, ότι πρόκειται για επαγγελματία και σκεπτόμενο σκηνοθέτη που παίρνει τη δουλειά του πολύ σοβαρά (όπως πρέπει άλλωστε!)
Αδύναμη σε σχέση με άλλες δεν θα το έλεγα εγώ (το είπαν άλλοι), ίσως αν γκρίνιαζα λίγο θα ήταν για την διάρκειά του, ίσως να το ήθελα λίγο πιο ανεπτυγμένο… Περισσότερο eXistenZ δηλαδή… Αλλά ποιος είμαι εγώ που θα γκρινιάξω κιόλας στον Cronenberg?
Χαίρομαι που υπάρχουν και άλλοι που με καταλαβαίνουν, αλλά περισσότερο που αντιλαμβάνονται ότι πίσω από καθετί υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής, βλέποντας το έργο συνολικά και όχι μεμονωμένα. Πραγματικά..
Καλημέρα..
Θα συμφωνήσω με τον Dynx εδώ. Έχω δει τουλάχιστον 10 ταινίες του Cronenberg και νομίζω ότι αυτή είναι η χειρότερη του. Την έχω δει πριν 10 χρόνια βέβαια οπότε δεν θα είμαι απόλυτος. Αλλά συνολικά φυσικά και είμαι υπέρμαχος του συγκεκριμένου σκηνοθέτη ειδικά με τις 2 τελευταίες ταινίες του ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου
Zamuc, δε σε παρεξηγώ. Εγώ ποτέ δεν υποστήριξα ότι αυτή είναι μια από τις καλύτερες του, αυτό όμως δεν μου λέει κάτι, αντίθετα οι ιδέες πίσω από το eXistenZ έχουν να μου πούνε πολλά. Και νομίζω ότι δεν χρειάζεται μια ταινία να είναι σκηνοθετικά άψογη και σεναριακά αψεγάδιαστη για να βάλει σε λειτουργία το μυαλό. Σε διαφορετική περίπτωση εγκλωβίζεσαι στην αρτιότητα αδυνατώντας να δεις άλλα έργα που δεν συμβαδίζουν με αυτήν. Νομίζω ότι στο κείμενο αναφέρω γιατί αυτή είναι μια σημαντική ταινία, σημαντικότερη ίσως από τις τελευταίες του, αγαπημένες εξίσου και σημαντικές (για τον ίδιο τον Cronenberg) αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Καλημέρα…
Δεκτό και με βάση το κείμενο, η ιδέα ήταν καλή αλλά η ταινία χάνει πολύ στην εκτέλεση. Και το πιο βασικό είναι εκτέλεση η ιδέα μπορεί να γίνει βιβλίο, τραγούδι, θέατρο, πίνακας οτιδήποτε
Η ιδέα μπορεί να γίνει βιβλίο, τραγούδι, θέατρο, πίνακας, ταινία όπως λες, δεν έχει καμία σημασία όμως ό,τι και να γίνει αν δεν αγγίζει κανέναν και δεν διεγείρει τους αποδέκτες της. Το παραπάνω κείμενο είναι η απόδειξη ότι η ιδέα πίσω από το eXistenZ εκτελέστηκε με επιτυχία. Τουλάχιστον προσωπικά…
Δημοσίευση σχολίου