Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Los amantes del Círculo Polar - The Lovers of the Arctic Circle (1998)

Την πρώτη φορά που είδα τους Εραστές, με τσάκισαν. Ήταν μερικά χρόνια πριν, μια παγωμένη νύχτα του Οκτώβρη, όταν ήρθα αντιμέτωπος μαζί τους, ανακαλύπτοντας με έκπληξη την δύναμή που μπορεί να κρύβει μέσα της μια ταινία. Την δύναμη που μπορούν να έχουν κάποιοι χαρακτήρες, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά να τεμαχίζουν οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα, σκορπίζοντας τα κομμάτια στον αέρα και αφήνοντας το κρύο της νύχτας να τα παρασύρει μακριά. Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου κατέχουν την ακατάβλητη ιδιότητα να ορμάνε στον ψυχισμό του θεατή και βρίσκοντας τα ευαίσθητα σημεία που κρύβει ο καθένας μέσα του, να τα χτυπάνε με μανία, ξανά και ξανά, μέχρι να ισοπεδώσουν τα πάντα, αφήνοντας τελικά μόνο ένα, πανίσχυρο όμως, συναίσθημα να κυριαρχεί. Την μοναξιά.

Δύο άνθρωποι, μία ιστορία. Η Ana και ο Otto, δύο παλινδρομικά, καρκινικά ονόματα που διαβάζονται το ίδιο μπρος και πίσω, μία καρκινική ερωτική ιστορία η οποία αρχίζει και τελειώνει ακριβώς στο ίδιο σημείο, μέσα στα μάτια εκείνης. Οι δυο τους θα πρωτοσυναντηθούν σε παιδική ηλικία, έξω από ένα δημοτικό σχολείο, όταν θα αρχίσουν να τρέχουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτός κυνηγούσε μια μπάλα, αυτή κυνηγούσε την ξεροκεφαλιά της, προσπαθώντας να αντιστρέψει έναν ήδη τετελεσμένο θάνατο. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν, η σκέψη πάγωσε και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν τότε είναι να κοιτάζονται. Από εκείνη την στιγμή η μοίρα αναλαμβάνει να παίξει το δικό της παιχνίδι, θέτοντας τους δικούς της, αλγεινούς κανόνες.

Και είναι η ίδια μοίρα που φέρνει κοντά τους ανθρώπους η οποία συνωμοτεί στη συνέχεια με το σύμπαν για να κρατήσει αυτό τον έρωτα αδύνατο και απαγορευμένο, καθιστώντας την εκδήλωση του πάθους τους ανέφικτη, κρυφή. Μα είναι παιδιά ακόμα. Ναι είναι. Μέσα στην αγνότητα, την ακραιφνή τους σκέψη και την παρθένα καρδιά τους, ανόθευτα και άσπιλα, παραμένουν έτοιμα να χαρίσουν και να χαριστούν, με αντάλλαγμα ένα βλέμμα μόνο, ένα άγγιγμα. (Άραγε, πόσο στοιχίζει ένα άγγιγμα όταν είσαι παιδί? Ή μήπως να αναρωτηθώ όταν είσαι ερωτευμένος?) Οι Εραστές πέφτουν θύματα την μοίρας, των συμπτώσεων της ζωής, θα έρθουν κοντά αλλά θα χωρίσουν. Κάθε χωρισμός όμως λένε είναι και ένας μικρός θάνατος που σε επηρεάζει με τρόπο περίεργο. Σου αλλάζει την ζωή. Όπως άλλαξε ριζικά και την δική τους, αφήνοντας μόνο σιωπηλές υποσχέσεις για το μέλλον.

Θα περάσουν τα χρόνια, θα γυρίσει ο τροχός, όλα θα’ ναι σαν πρώτα, όλα θα ‘ναι αλλιώς και οι Εραστές θα τραβήξουν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Αυτή η άφευκτη μοίρα που μας ακολουθεί συνεχώς σαν αθέατη απειλή, έκανε το βρώμικο καθήκον της. Όμως ο χρόνος δεν πατάει φρένο, ούτε η ζωή σταματά, μόνο τρέχει χωρίς να λογαριάζει κανέναν, κάνοντας κύκλους συνεχώς, οι οποίοι μπορεί να μη τέμνονται πάντα, μπορούν να σε επαναφέρουν όμως σε κάποιο σημείο που έχεις ξαναβρεθεί, που έχεις ξαναζήσει. Και είναι μια σειρά κλυδωνικών συμπτώσεων που θα επαναπροσδιορίσουν την θέση των δύο. Στον μεταμεσονύχτιο ήλιο της μακρινής Λαπωνίας, εκεί που η νύχτα δεν τολμάει να πέσει, στο κέντρο του Αρκτικού Κύκλου, οι Εραστές θα ζήσουν τον έρωτα από την δραματική του όμως πλευρά, αυτή που πονάει περισσότερο, που δεν σε αφήνει να χαρείς, προσπαθώντας να αντιστρέψουν για ακόμα μια φορά τον ήδη τετελεσμένο θάνατο της σχέσης τους και επαληθεύοντας με αυτό τον τρόπο την καρκινική δομή των ονομάτων τους και τελικά του έρωτά τους, αφήνοντας την αγάπη τους μετέωρη πάνω στο μεταίχμιο της φυσικής της ολοκλήρωσης.

Λένε όμως ότι ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται δεν επαληθεύεται. Αλλά εδώ ο Medem δεν ενδιαφέρεται για τον φυσικό σωματικό έρωτα. Διότι ο απόλυτος έρωτας είναι μεταφυσικός, δεν έχει να κάνει με το σώμα και την σάρκα, αλλά με το μυαλό και την ψυχή. Έτσι αφήνει τους ίδιους τους Εραστές να αφηγηθούν την ιστορία τους, μια μεταφυσική ιστορία με (σκοπίμως) ελλειπτική αφήγηση, σαν ένα επώδυνο όνειρο που μετά το τέλος του αποπνέει μια βαριά πνιγηρή μελαγχολία, αφήνοντας εκείνον μόνο στη μέση ενός άγνωστου δρόμου να κυνηγάει τη δική του αλήθεια, κλείνοντας ταυτόχρονα έναν ακόμα κύκλο και ολοκληρώνοντας (έστω κλασματικά) τον έρωτα στο μοναδικό σημείο που μπορούσε να ολοκληρωθεί, εκεί όπου όλα είχαν ξεκινήσει. Στα μάτια εκείνης… Τι μοναξιά…!

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Taking Woodstock (2009)

“It’s fate. It’s Beautiful…”

Το Taking Woodstock είναι η ταινία που μόνο ένας μη αμερικάνος θα μπορούσε να έχει κάνει. Διότι ενώ κάποιος τυχαίος σκηνοθέτης γεμάτος περηφάνια (και υπεροψία) θα χρησιμοποιούσε το «Woodstock» για να δια-φημίσει το φεστιβάλ και την χώρα του και να μιλήσει για τους ίδιους τους μουσικούς (πράγμα που φυσικά για να το κάνεις και να σε ακούσουν θα πρέπει να διαθέτεις τεράστια Big Balls, όπως θα έλεγαν και κάποιοι υπέρτατοι Αυστραλοί), ο Ang Lee χρησιμοποιεί την βαρυσήμαντη αυτή λέξη για να αναδείξει τους ανθρώπους πίσω (ή κάτω) από τους μουσικούς, εκείνους στους οποίους χαρίζονταν οι νότες, εκείνους που πήγαιναν για να δηλώσουν την πολιτική τους άποψη και όλους εκείνους οι οποίοι πίστευαν ότι οι τρεις εκείνες πολύχρωμες μέρες μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο όλο. Γιατί το Woodstock ήταν πρώτα μια ιδέα και μετά μουσική…

Βρισκόμαστε κάπου στα τέλη των χίπικων 60’s, σε μια περίεργη για όλο τον πλανήτη εποχή όπου όλα τρέχουν και αλλάζουν (αρκετά αργά για να τα αντιληφθείς αλλά αρκετά γρήγορα για να τα αντιληφθείς όλα), η Αμερική συνεχίζει να υποστηρίζει τους φρικαλέους πολέμους της χωρίς να αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο που έχουν στην ίδια, άνθρωποι εκτοξεύονται και πατάνε το πόδι τους στο φεγγάρι (το οποίο παύει πια να μοιάζει τόσο μακρινό), η αναγκαία σεξουαλική απελευθέρωση έχει ήδη περάσει το κατώφλι των περισσότερων σπιτιών (και κυρίως των συνειδήσεων), και κάπου εκεί, σε μια μικρή πόλη την αμερικάνικης επαρχίας, χαμένος μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του, ένας αμήχανος και ανήσυχος νεαρός “επαναστάτης”, μέσω του φτωχού πλην τίμιου μοτέλ των γονιών του, γίνεται το κλειδί για να πραγματοποιηθεί το μεγαλύτερο συναυλιακό γεγονός στην ιστορία της μουσικής. “The centre of the universe” όπως το έλεγαν τότε. Πόσο δίκιο είχαν…

Όπως και το βιβλίο του Elliot Tiber, έτσι και το Taking Woodstock του Lee, ξεκινάει λίγες μέρες πριν το φεστιβάλ, συνεχίζει, αναλώνεται και τελικά τελειώνει λίγο παραδίπλα από την μεγάλη σκηνή, καταγράφοντας (αλλά κυρίως περιγράφοντας) την ανάγκη, την λαχτάρα, την αγάπη, το πείσμα και την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων για την πραγματοποίησή του. Όχι μόνο των διοργανωτών – αναγνωρισμένων ή μη – αλλά και των εκατοντάδων χιλιάδων παρευρισκομένων, οι οποίοι συναντήθηκαν σε εκείνο το μέρος για να γιορτάσουν και να υπερασπιστούν όλα όσα πίστευαν και όλα όσα τους ένωναν. Η ενοχλητική μουσική, τα ατημέλητα μαλλιά, τα λερωμένα jeans, τα ριγέ πουκάμισα, οι ηλεκτρικές φωνές (“making thunders!”), τα χαμένα – για διάφορους λόγους - βλέμματα, το σοκολατούχο γάλα, τα παλαιικά αυτοκίνητα, αλλά κυρίως η διάχυτη αίσθηση αδελφοσύνης και ελευθερίας, όλα καταγεγραμμένα και μετουσιωμένα σε εικόνες που κουβαλούνε τις αναθυμιάσεις εκείνης της μεθυστικής γιορτής.

Βέβαια, αν έψαχνες, θα μπορούσες να βρεις χίλιους δυο λόγους για τους οποίους θα κατηγορούσες εντέλει τον ίδιον το Lee για τις γλυκόπικρες αλχημείες του και η αλήθεια είναι ότι αν δεν έχεις μπει στο τριπάκι της συγκεκριμένης μουσικής (και όλων των συνοδευτικών της), δύσκολα θα καταφέρεις να αφουγκραστείς τον παλμό της στιγμής, πέφτοντας μάλλον σε χλιαρές κινηματογραφικές παγίδες. Όμως ο Lee ξέρει πολύ καλά τι κάνει, ξέρει σε ποιους αναφέρεται. Πατάει επάνω στο προ τεσσαρακονταετίας Woodstock documentary του Michael Wadleigh, και ουσιαστικά το συμπληρώνει, αναπαράγοντας πιστά χαρακτήρες και εικόνες (ακόμα και σκηνοθετικές «απόψεις»), και αφού αποκωδικοποιήσει πλήρως το συμφιλιωτικό εκείνο σκηνικό, στη συνέχεια στήνει το δικό του, δημιουργώντας τελικά μια νοσταλγική ταινία, τόσο ανέμελη και τόσο αυτοτελής όσο και οι ίδιοι οι χαρακτήρες της.

Μια ταινία που δεν ενδιαφέρεται και πολύ για τους μουσικούς, ούτε που καίγεται για την μουσική την ίδια (although the music’s gazing at you, και τα 120 λεπτά που διαρκεί το φιλμ), αφιερώνεται όμως σε αυτούς που πίστευαν όλα όσα αυτή εκπροσωπούσε, σε αυτούς που αγάπησαν το φεστιβάλ χωρίς ποτέ να το γνωρίσουν και σε εκείνους τους λίγους που το θυμούνται χωρίς να μπορούν πια να ελέγξουν τις αναμνήσεις τους. Μια ταινία που αν δεν σε αναγκάζει να παίξεις ξανά τους παλιούς σου δίσκους στο πικάπ, σε προκαλεί να ανάψεις και να απολαύσεις ένα τσαλακωμένο τσιγάρο παρέα με δύο υπέροχα brownies σοκολάτα, που θα σε κάνουν να πετάξεις ψηλά με ένα πολύχρωμο χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη. Αρκεί να μη φοβάσαι τα ύψη…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

The Hurt Locker (2008)

Μπορείς να δεις το Hurt Locker σαν την ταινία που πρωταγωνίστησε στην 82η απονομή των Oscar. Όμως ο πιο σωστός τρόπος να το προσεγγίσεις είναι να το απαλλάξεις από την απαστράπτουσα λάμψη των βραβείων και των διακρίσεων, μη λαμβάνοντας υπόψη κανένα από τα 6 χρυσά αγαλματίδια που έχει την τύχη/ατυχία να κουβαλάει στην πλάτη του από εδώ και στο εξής και ξεγυμνώνοντας το πλήρως, να το αντιληφθείς για αυτό που πραγματικά είναι, αφήνοντας το οστικό κύμα της έκρηξης που προκαλεί κάθε του θέαση να σε παρασύρει. Διότι για έναν αυθεντικό, σκεπτόμενο και (κυρίως) εγωιστή κινηματογραφόφιλο, ελάχιστη σημασία έχουν οι συγκρίσεις και τα βραβεία και φυσικά δεν επιβεβαιώνουν ούτε ακυρώνουν τις αξίες. Άλλωστε ο χρόνος είναι πολύ καλύτερος κριτής από μια ακαδημία αποτελούμενη από ανθρώπους, καλώς ή κακώς, της δικής μας εποχής.

Σφιχτοδεμένο, ηλιοκαμένο, μεταλλικό, ριψοκίνδυνο, σπαρακτικό και αμερικάνικα ετοιμοπόλεμο (όπως αποδείχτηκε), σκηνοθετικά άρτιο, πολεμικά μοδάτο, πολιτισμικά ερημωμένο, ηθικά απ-ενοχοποιημένο και συνειδησιακά αναλώσιμο, το Hurt Locker πράττει το καθήκον του και τοποθετείται στο πεδίο της μάχης, στην μακρινή και αφιλόξενη πόλη της Βαγδάτης, ακολουθώντας μια ομάδα πεισματάρηδων πυροτεχνουργών στις τελευταίες μέρες της θητείας τους. Σ’ έναν τόπο έτοιμο να τιναχτεί στον αέρα, όπου η ατμόσφαιρα βρωμάει μπαρούτι και καχυποψία , σε έναν τόπο όπου ο καλύτερος τρόπος για να πολεμήσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο δεν θα πεθάνεις. Γιατί αυτός ο πόλεμος που δεν είναι εμπειρία όπως ισχυρίζονται οι ανώτεροι τους, αλλά - όπως κάθε πόλεμος - η ζωή και ο θάνατος μαζί, το ίδιο λεπτό, την ίδια στιγμή. Μια ζαριά για τον καθένα, κάθε μέρα.

Χρησιμοποιώντας την σκηνοθετική της αρτιότητα και το ασφυκτικό της ύφος, η Bigelow εκμεταλλεύεται το κινηματογραφικό βήμα που της δίνεται, σε πιάνει από τον λαιμό (και την ψυχή) και σε τοποθετεί ακριβώς δίπλα σε αυτούς τους ετοιμοπόλεμους σωματικά αλλά αλλοιωμένους ψυχικά στρατιώτες, σε ένα θριλερικό περιβάλλον αδιάκοπης απειλής, μεταφέροντάς σου όλη τη σκόνη, τον ιδρώτα, την αγωνία και την θλίψη που αυτοί αισθάνονται, προσπαθώντας να πείσει (πρώτα αυτούς) ότι ο άνθρωπος δεν έχει γεννηθεί για να σκοτώνει άνθρωπο, επιδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την αληθινή ερμηνεία ενός μαινόμενου και συνεχώς τροφοδοτούμενου πολέμου.

Όμως η Bigelow, σαν έξυπνη γυναίκα που είναι, δεν κάνει ανοιχτή πολιτική. Δεν ψάχνει τα αίτια ούτε και παίρνει καθαρά θέση για το «πως» και το «γιατί». Διότι μεταξύ μας τώρα, αυτός ο πόλεμος δεν διαφέρει σε τίποτα από όλους τους υπόλοιπους, και ιδιαίτερα από αυτούς που έδωσε η σύγχρονη Αμερική τα τελευταία χρόνια. Ούτε σε σκοπιμότητες ούτε σε επιπτώσεις. Μόνο το σκηνικό αλλάζει. Τα ψηλά και άγρια δέντρα της άγνωστης ζούγκλας έχουν αντικατασταθεί από γκρίζα, ερειπωμένα κτήρια και οι βόμβες napalm από καλά κρυμμένους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Μόνο που τώρα η έκρηξη δεν μυρίζει νίκη, αλλά ήττα.

Και είναι το ίδιο το Hurt Locker που μοιάζει με καλά στημένη ωρολογιακή βόμβα η οποία τίθεται σε λειτουργία στην αρχή της ταινίας, υιοθετώντας τα λόγια του Chris Hedges , ενός αμερικάνου δημοσιογράφου και πολεμικού ανταποκριτή, ότι “ο πόλεμος είναι ένα ναρκωτικό, μια θανάσιμη εμμονή για τον καθένα που συμμετέχει”. Η λέξη κλειδί βέβαια δεν είναι το «ναρκωτικό» ούτε η «εμμονή», είναι όμως το «θανάσιμη». Και αφού κυλήσουν τα διεκπεραιωτικά 120 λεπτά της ντοκιμαντερίστικης αλλά κινηματογραφικά σασπενσικής αφήγησης, το Hurt Locker εκρήγνυται, φτάνοντας στο σιωπηλό φινάλε του, μόνο και μόνο για να επαληθεύσει την αρχική εκείνη δήλωση, αποκαλύπτοντας τις απώτερες συνέπειες του παρανοισμού και επιβεβαιώνοντας την δική του - πικρά κρυμμένη - αλήθεια, η οποία φυσικά δεν πρέπει να λέγεται φωναχτά, ούτε να αναπαράγεται ευρέως, και, υπό συνθήκες, παραδειγματικά να σιωπάται.

Η δημοκρατία είναι τεράστιο αγαθό, το σημαντικότερο ίσως και θα πρέπει να είμαστε όλοι περήφανοι γι αυτήν. Η ελευθερία όμως είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Οι στρατιώτες αυτοί έπεσαν θύματα μιας προπαγάνδας που πρώτα παγίδευσε αυτούς και μετά τους διωκόμενους τους, μιας προπαγάνδας η οποία δεν ξεχωρίζει έθνη και φυλές παρά μόνο εξυπηρετεί αυτούς που έχουν μάθει να εξυπηρετούνται από αυτήν. Οι στρατιώτες αυτοί πέσανε θύματα μιας χώρας που τους έμαθε να πολεμάνε για έναν ανύπαρκτο για αυτούς σκοπό, ο οποίος φυσικά δεν αγιάζει τα μέσα και σίγουρα δεν αγιάζει τους ίδιους, μιας χώρας που υποδαυλίζει μίσος και σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά πουλώντας τους παραμύθια και ανταλλάσοντας το βίο τους για λίγα (ακόμα) δολάρια. Διότι δεν χρειάζεται να χάσεις την ζωή σου για να θεωρηθείς νεκρός, αρκεί μόνο να χάσεις την ψυχή σου.

America, Land of Opportunity, Land of the ‘Free’…

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

eXistenZ (1999)

"The world of games is in kind of a trance: People are programmed to accept so little... but the possibilities are so great."
- Allegra Geller -

Κοιτώντας πίσω στην φιλμογραφία του μεγάλου Cronenberg, υπάρχουν στιγμές, πραγματικά αριστουργήματα, οι οποίες χαίρουν τεράστιας εκτίμησης από απανταχού κινηματογραφόφιλους, καταξιωμένους «θεωρητικούς» ή ακόμα και «καχύποπτους» κριτικούς (οι οποίοι αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν αυστηρή δουλειά και όχι σαν κάτι που τους «χαρίζεται» για να το απολαύσουν). Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες, οι πιο περίεργες στιγμές, εκείνες που αγαπήθηκαν εξίσου από τους φανατικούς (και το λέω αυτό μιας και έχω την χαρά/τύχη να γνωρίζω κάνα δυο από αυτούς – cronenfreaks όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ) αλλά δεν κατάφεραν να αγγίξουν τους υπολοίπους, όντας περισσότερο προσωπικές, ή καλύτερα, περισσότερο εμμονικές από το αναμενόμενο.

Βέβαια, σε μια τέτοια φιλμογραφία ελάχιστες είναι οι αποστάσεις που χωρίζουν τις τεράστιες από τις λιγότερο κλασικές στιγμές και αυτό διότι όλες παραμένουν αλληλένδετες, εξ-υπηρετώντας σταθερά την φιλοσοφία και τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμμονές του δημιουργού τους. Εμμονές που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, την τεχνολογία, το μυαλό, τις αρρώστιες και κυρίως την ηδονή. Είτε αυτή είναι σαρκική, είτε εγκεφαλική. Σαν να θέλουν οι ήρωες του να ικανοποιήσουν το σώμα και το μυαλό, πριν αυτά φθαρούν και χάσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα απόλαυσης. Και εδώ το μυαλό είναι ο άφθαστος πρωταγωνιστής.

Χρησιμοποιώντας την εθιστική videodromική ανάγκη της τηλεοπτικής και εικονικής ηδονής, το eXistenZ άπτεται το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών και της εικονικής πραγματικότητας. Έννοιες ευρύτερα διαδεδομένες, όχι όμως απόλυτα αποσαφηνισμένες και σίγουρα συνεχώς εξελισσόμενες. Έχουν όμως έναν σταθερό, κοινό παρανομαστή. Την διαφυγή από την πραγματικότητα, την απόδραση του νου από αυτό που ορίζεται ως πραγματικό. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και την ανάγκη που έχει δημιουργηθεί σε κάποιους ανθρώπους για κάτι τέτοιο. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, την επιδιωκόμενη απόλαυση του μυαλού για κάτι που δεν είναι αληθινό.

“Death to the demoness Allegra Geller!”

Το eXistenZ ξεκινάει με την εφιαλτικά υπνωτιστική μουσική του Howard Shore και την απόπειρα δολοφονίας μιας σχεδιάστριας ηλεκτρονικών παιχνιδιών η οποία λατρεύεται και μισείται από εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η Allegra Geller λατρεύεται σαν Θεά διότι έχει την δυνατότητα και την δύναμη να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, κοινωνίες εικονικής πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι ζούνε εκεί εγκεφαλικά, μακριά από την βαρετή πραγματικότητα στην οποία ανήκουν φυσικά. Όμως η εικονική πραγματικότητα δεν είναι πραγματικότητα, είναι μια εξαπάτηση του εγκεφάλου, μια ψευδαίσθηση. Άρα, η Allegra Geller δεν είναι Θεά αλλά μια δαιμόνισσα, μια ευφυής παραπλανεύτρα η οποία έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Και γι’ αυτό καταδιώκεται.

Η αναζήτηση, η προσωπική λύτρωση και τελικά η ηδονή της παραίσθησης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, μέσα σε έναν κόσμο που η ίδια έχει κατασκευάσει και που τώρα θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει για να βγει νικήτρια και να συνεχίσει να υπάρχει (eXistenZ). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να παίξει. Για να εισέλθει κάποιος στο παιχνίδι χρειάζεται μια «ζωντανή» βάση (μάνα) η οποία συνδέεται με τον παίκτη με έναν λώρο χαμηλά στη πλάτη δημιουργώντας έναν δεύτερο αφαλό, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και ενέργεια με το σώμα, το νευρικό σύστημα, το ψυχισμό και το μυαλό. Ο παραλληλισμός είναι προφανής, ο εθισμός αναπόφευκτος και εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την ταύτιση του κάθε παίκτη με τον «χαρακτήρα» του στο παιχνίδι, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του αληθινού σώματος και την αποδοχή της μετάλλαξης σε ένα νέο, σε κάτι που το μυαλό είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένο αλλά ταυτόχρονα ολότελα αποκομμένο από την πραγματικότητα. Και είναι τόσο πετυχημένο το σκηνικό που στήνεται που είναι αδύνατο να γνωρίζεις πότε τελειώνει το παιχνίδι και πότε ξεκινάει η αληθινή ζωή. Ή το αντίθετο.

Το ίδιο το EXistenZ όμως μοιάζει απόλυτα συνυφασμένο με την πραγματικότητα και δη, με το μέλλον αυτής, προειδοποιώντας (μας) για τον επερχόμενο ιό του 21ου αιώνα και την επικείμενη παρα-μόρφωση του συνειδητού. Το eXistenZ είναι ο πόλεμος μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, σε ένα κόσμο όπου η αλήθεια είναι κάτι το έξω-πραγματικό, η παραίσθηση μετατρέπεται σε αίσθηση και το παράλογο σε κάτι απόλυτα λογικό. Μια ιδέα, που στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ξεκίνησε σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, για να καταλήξει σήμερα εφιαλτική πραγματικότητα. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια. Το eXistenZ δεν ήταν ποτέ μπροστά από την εποχή του. Η εποχή του όμως βρισκόταν πολύ πίσω από αυτό. Και δυστυχώς, ακόμα να το φτάσει.

Long live the new flesh!

Chris Zafeiriadis

P.S.: Τις θερμές μου ευχαριστίες στο kioy ο οποίοs μου έδωσε τη χαρά, ουσιαστικά να διαφημίσω αυτή την υπέροχα παρεξηγημένη ταινία.