Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα '00s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα '00s. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Mary and Max (2009)


Τα αστέρια μοιάζουν να έχουν πάντα μια δική τους λογική. Θα έπαιρνα όρκο πως τα συναισθήματα δεν έχουνε καμία. 

Στην αέναη αναζήτηση της ευτυχίας, της χαράς και της εύθραυστης προσωπικής σου ευφροσύνης θα συναντήσεις τους ανθρώπους. Θα έρθεις κοντά και θα γνωρίσεις τους ανθρώπους της γειτονιάς, του περιθωρίου, του πεζοδρομίου, των πανεπιστημιακών αιθουσών και του αχανούς (και αφανούς) διαδικτύου, ανθρώπους μορφωμένους και ανθρώπους ευγενικούς, ανθρώπους που θα σε κοιτάξουν με βλέμμα καχύποπτο και σκεπτικό και άλλους που απλώς θα σου σκάσουν ξαφνικά ένα αυθόρμητο χαμόγελο και θα συνεχίσουν το δρόμο τους, χωρίς να σου ζητήσουν το παραμικρό αντάλλαγμα.. Μέσα σε αυτόν τον αδυσώπητο λαβύρινθο της αστικής πολυκοσμίας, θα έρθεις σε επαφή με τους ανθρώπους τους απλούς και τους ανθρώπους τους περίπλοκους, τους ανθρώπους της δουλειάς, της τεμπελιάς, του βάρβαρου ρεαλισμού και του αβάσταχτου ρομαντισμού, οι οποίοι κοιτάνε τα αστέρια και πιστεύουνε στ’ αλήθεια ότι μια μέρα θα τα κατακτήσουν. Δεν είναι κακό να είσαι φιλόδοξος ονειροπόλος, αφού και από ένα και μόνο αστέρι να πιαστείς, πάλι θρίαμβος θα είναι. 

Με όλους αυτούς τους ανθρώπους θα βρεθείς, θα συνομιλήσεις, θα γελάσεις και θα κλάψεις, θα κοιταχτείς αδιάφορα και θα κοιταχτείς με λαχτάρα. Με κάποιους θα πιαστείς στα χέρια και με κάποιους άλλους θα αγαπηθείς, με κάποιους θα μοιραστείς καυγάδες και με άλλους θα μοιραστείς φιλιά απρόσμενα και φιλιά μοναδικά. Mε κάθε έναν από αυτούς που θα βρεθεί στο δρόμο σου, θα μοιραστείς τις στιγμές που, όσο κι αν δεν το πιστεύεις, θα μείνουν για πάντοτε δικές σας - είτε τις διηγείσαι με περηφάνια σε κάποιον που θα σταθεί για λίγο δίπλα σου, είτε τις κρατήσεις για πάντα μυστικές σε κάποιο μέρος που κανένας δεν θα μπορεί να ανακαλύψει. Όπως ένα αθώο, μικρό (ή μεγαλύτερο) και κρυφό κομμάτι λαχταριστή σοκολάτα. 

Όλες αυτές οι σχέσεις που δημιουργούνται είναι λίγο πιο δύσκολες από τις μαθηματικές εξισώσεις με περίεργα πρόσημα και άγνωστους συντελεστές. Είμαστε, βλέπεις, πολύπλοκες ψυχές που περιφερόμαστε ανάμεσα σε καταστάσεις που πιστεύουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν μπορούμε καν να τις διαχειριστούμε με επιτυχία, αφού τις περισσότερες φορές δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε αυτά που κρύβονται πίσω από τις κινήσεις και τα βλέμματα των διπλανών μας. Μέσα σ’ αυτήν την εύθραυστη οντότητά μας, σ’ αυτόν τον κόσμο που θέλουμε να μας ανήκει (και γι’ αυτό αδιάκοπα τον διεκδικούμε), αναζητούμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε τις ανασφάλειες και την κρυφή μας ομοφοβία,προσμένοντας έτσι μια πνευματική ηρεμία που φυσικά δεν έρχεται ποτέ. Αναζητούμε εκείνον (ή εκείνη) που θα μπορέσει να έρθει κοντά για να μας σώσει, έναν φίλο πραγματικό ή φανταστικό που θα έρθει για λίγο να μας χαρίσει μερικές μονάχα στιγμές ανθρώπινης ειλικρίνειας. Όχι για να μας δώσει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα περιωπής, αλλά για να σταθεί για λίγο κοντά και παρέα να λύνουμε έναν-έναν τους γρίφους που απλόχερα κερνάει η καθημερινότητά μας. 

Έναν τέτοιο φίλο αναζητά και η μικρή Mary και τον βρίσκει τυχαία στο πρόσωπο, ή καλύτερα στην ρημαγμένη προσωπικότητα, του μεγαλύτερου Max. Εκείνη είναι ένα βαθυστόχαστο, επίμονο και πεινασμένο για μελέτη παιδί που κοιτάζει τον κόσμο με μάτια αχόρταγα και καφετιά, προσπαθώντας να τον κατανοήσει. Εκείνος είναι ένας μοναχικός, σχεδόν καταθλιπτικός μεσήλικας, χωρίς οικογένεια και φίλους, που μέσα στην μοναξιά και την ασημαντότητα τού διαμερίσματός του έχει ξεμείνει από πάθη και φιλοδοξίες. Οι δυο τους ξεκινάνε μια σχέση δι’αλληλογραφίας που θα αλλάξει τις ζωές τους ανεπίστροφα. Αυτή η εξ αποστάσεως σχέση καταφέρνει και γεμίζει τους δύο με υπέροχες και χαμογελαστές στιγμές άγχους και ειλικρίνειας, αφού αν με ρωτάς θα σου πω πως η αλληλογραφία με έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζεις μπορεί να είναι ένα υπέροχο γεγονός στη ζωή σου. Όχι γιατί σου προσφέρει περισσότερη ασφάλεια, αλλά γιατί αυτά που βγαίνουν από μέσα σου, αυτά που γράφεις και αυτά που αβίαστα θέλεις να εκμυστηρευθείς, τις περισσότερες φορές κρύβουν περισσότερη αλήθεια από όλα εκείνα που θα συζητήσεις με κάποιον που έτυχε να βρίσκεται κοντά σου. 

Η ταινία διαδραματίζεται μεταξύ Αυστραλίας και Νέας Υόρκης κάπου κοντά στο 1976. Θα μπορούσε κάλλιστα όμως να είναι μια ιστορία στον Καναδά του 1990, στην Κίνα του 1950 ή στην Ελλάδα του 2015. Απαντήσεις φυσικά δεν θα πάρεις από τον Elliot για ό,τι σε απασχολεί σε τούτη τη ζωή - αυτές θα πρέπει να τις αναζητήσεις μόνος σου. Όπως όμως όλες οι μεγάλες ιστορίες πράττουν, έτσι και αυτή ιχνηλατεί ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα, αναζητά τις ρημαγμένες από έναν μπερδεμένο κόσμο ανησυχίες και χαρές και σε φέρνει αντικριστά με ένα stop-motion animated ορυμαγδό γλυκόπικρου συναισθηματισμού. Με έναν βαθιά ανθρώπινο και ακραιφνή τρόπο, θα σου μιλήσει για τη σχέση των δύο αυτών χαρακτήρων, που, όπως όλες οι σχέσεις, έχει τα πάνω της και τα κάτω της, έχει στιγμές εντυπωσιακές και στιγμές αδιάφορες. Θα σου μιλήσει για μια σχέση που τελικά δοκιμάζεται, περνώντας από ατίθασες βουνοκορφές και μανιασμένα κύματα με στόχο να εδραιωθεί. Κάπως έτσι το μυαλό μπαίνει σε περιπετειώδεις σκέψεις. 

Στην αναζήτηση της αληθινής, αλησμόνητης και ειλικρινούς φιλίας θα γνωρίσεις τη χαρά. Και όπως συμβαίνει με όλες τις φιλίες που δεν κρύβουν από πίσω τους δόλο, στην αρχή θα είσαι λιγάκι επιφυλακτικός και συγκρατημένος, στη συνέχεια όμως και μέσω της τριβής (πνευματικής, όχι σωματικής) μια αμυδρή σχέση εμπιστοσύνης μπορεί να γεννηθεί. Θαρρώ πως είναι στο χέρι σου το αν θα προσπαθήσεις να κάνεις αυτή τη σχέση να αναπτυχθεί σε κάτι ουσιαστικότερο του προσωρινού ή θα σφάλεις με κάποιον μικρό ή μεγαλύτερο τρόπο, αδυνατώντας να κατανοήσεις τη σημασία της ευκαιρίας. Είναι που καμιά φορά παρεξηγούμε κιόλας, πληγώνοντας, θυμώνοντας, απογοητεύοντας και φέρνοντας σε δύσκολη θέση αυτόν που έδειξε για λίγο ότι νοιάζεται, χωρίς καν να μας έχει δοθεί το παραμικρό δικαίωμα. 

Μέσα από κάθε σχέση, κάθε συνομιλία και κάθε αβάσταχτο καημό, οι άνθρωποι είναι αυτοί που πρωταγωνιστούν και οι άνθρωποι είναι αυτοί που δίνουν τη λύση. Άνθρωποι ανέμελοι και βιαστικοί, άνθρωποι που βλέπεις καθημερινά από το παράθυρό σου και άλλοι που δε θα συναντήσεις ποτέ. Άνθρωποι που περιμένουν, που ελπίζουν και άλλοι που προσπαθούν - ξανά, ακόμα κι αν είναι να αποτύχουν. Άνθρωποι που κάνουν συνήθως το σωστό και άλλοι που κάνουνε λάθη- όχι γιατί έχουνε κακή πρόθεση, αλλά γιατί η φύση τους έπλασε γεμάτους με ατέλειες. Είναι οι άνθρωποι που πληγώνουν και πληγώνονται, τις περισσότερες φορές χωρίς να το αξίζουν. Είναι οι άνθρωποι που συγχωρούν και συγχωρούνται, γιατί τις περισσότερες φορές, αλήθεια, το αξίζουν. Άνθρωποι που αναγνωρίζουν την αξία και τη σπανιότητα της φιλίας και της χαράς που αυτή σου δίνει, που παλεύουν και συγχωρούν, που προτιμούν να επιμείνουν, όχι για να είναι τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά για να βρίσκονται δεκάδες χιλιόμετρα χώρια, κι όμως να αισθάνονται ότι αναπνέουν δίπλα-δίπλα. Άνθρωποι που, κι αν έτσι τα φέρει η ζωή και πρέπει να αποχωριστούν, επιλέγουν να φύγουν σιωπηλά, όχι με δάκρυα στα μάτια, αλλά με ένα μικρό, γαλήνιο χαμόγελο, ζωγραφισμένο στα χείλη.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

The Prestige (2006)


Το Prestige του Nolan θα σε μαγέψει. Θα σε μαγέψει μεταφέροντάς σε στον Λονδίνο του 19ου αιώνα, όπου δύο αντίζηλοι ταχυδακτυλουργοί θα δώσουν τα πάντα για να κατακτήσουν την φήμη του πιο εντυπωσιακού τρικ επάνω στη σκηνή, κατακτώντας παράλληλα την δόξα του ισχυρότερου και πιο αινιγματικού θαυματοποιού. Μια δόξα που γεννάται από το εγωιστικό συναίσθημα της υπεροχής που τρέφει τις ψυχές των δύο πρωταγωνιστών και σταδιακά τους μετατρέπει από ταλαντούχους καλλιτέχνες σε θανάσιμους ανταγωνιστές. Και τότε καταλαβαίνεις ότι ο Nolan δεν θα σου μιλήσει για την ταχυδακτυλουργία και τα μεταμφιεσμένα μυστικά της, αλλά θα σου εκθέσει με έναν υπέροχο τρόπο την αποκάλυψη του ανθρώπινου πνεύματος και την κάθοδό του, από το σημείο της έμπνευσης και της δημιουργίας, στα ατέρμονα βάθη μιας οδυνηρής και αχόρταγης αβύσσου.

Στο σύμπαν του Prestige η ανάπτυξη της σύγκρουσης γίνεται αργά και σταθερά, παράλληλα με ένα πάθος που οργιάζει. Οι δύο ταχυδακτυλουργοί γίνονται για λίγο οι μικροί θεοί που διαθέτουν τα μέσα και τη δεξιοτεχνία για να ξεγελάσουν όσους τους παρακολουθούνε μαγεμένοι. Για όσο βρίσκονται επάνω στη σκηνή το αίνιγμα γεννάται, η αλήθεια μεταμφιέζεται και το αμετάβλητο αλλάζει και μετατρέπεται σε μεταβλητό. Φυσικά ο Nolan από την αρχή ακόμα σπεύδει να μας ενημερώσει πως θεοί δεν υπάρχουν (τουλάχιστον όχι επάνω στη σκηνή) και ότι αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι μια ψευδαίσθηση που κατασκευάζεται με μαεστρία. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί, μπορεί μονάχα να καμουφλαριστεί με ένα διαφορετικό προσωπείο, δίνοντάς σου την δυνατότητα να ξεφύγεις από τον κόσμο που σου έτυχε, αν δεν σου κάνει.

Μέσα από το καμουφλάζ έρχεται η παραπλάνηση, γεννώντας παράλληλα το μίσος. Ένα μίσος που τρέφει και τρέφεται από την αδυναμία των δύο αυτών ανθρώπων, οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ψευδαίσθηση και θυσίασαν ένα κομμάτι του εαυτού τους, για να γίνουν τελικά σκλάβοι της ίδιας τους της εμμονής. Ως σκλάβοι δεν μπορούν παρά να υπακούσουν και να συνεχίσουν να παραπλανούν, τόσο το κοινό που θέλει να τους θαυμάσει, όσο και τους εαυτούς τους που λαχταράνε τον θαυμασμό. Ως  άνθρωποι, τυφλοί από την εμμονή, οδηγούνται στον παραλογισμό τον οποίο υπηρετούν ευλαβικά και, ξεφεύγοντας από τα όρια της ειλικρίνειας και της ηθικής, παίρνουν μέρος σε μια εγωιστική μάχη για την επικράτηση του ισχυρότερου.

Φυσικά, αν κοιτάξεις προσεκτικά θα βρεις και εκείνα που σε ενοχλούνε στη ταινία. Θα δεις τις ευγενείς απιθανότητες, τις ελλείψεις και τις σεναριακές ευκολίες που υπάρχουν μέσα στην ιστορία. Όμως αν παρατηρήσεις εκεί που πρέπει, θα δεις ότι στη ψυχή του το Prestige δεν είναι μια ταινία για τον ανταγωνισμό και τη μάχη μεταξύ των αντιπάλων. Αυτή βρίσκεται για να ξετυλίξει την πλοκή και να υπηρετήσει την ίδια την άβυσσο του ανθρώπινου παραλογισμού. 

Αν παρατηρήσεις βαθύτερα, λίγο πριν το Prestige αγγίξει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, θα δεις τον Nolan να σου μιλάει για την οδυνηρή μοίρα κάθε γνήσιου καλλιτέχνη που δεν μπορεί να νιώσει πλήρης αν δεν αφιερώσει την ζωή του στην ανεξάντλητη τέχνη του. Θα σου μιλήσει για τον άνθρωπο, τον θεό και την δημιουργία (όχι όμως και για την θρησκεία) και, τέλος, για την μαγεία ολόκληρου του κινηματογράφου, που για κάποιους αποτελεί διασκέδαση, ενώ για κάποιους άλλους είναι ένας υπέροχος, δεύτερος κόσμος για να ζεις. Θα σου μιλήσει για κάθε σκηνοθέτη που σε εξαπατά εν γνώσει σου και γίνεται «θεός» - ένας μικρός μάγος που κατασκευάζει τις δικές του πραγματικότητες και σου χαρίζει αισθήματα και ψευδαισθήσεις από τις οποίες δεν θέλεις να αποδεσμευτείς, που κατασκευάζει μια εξαπατημένη αλήθεια και πριν από κάθε προβολή έρχεται κοντά για να σου ψιθυρίσει «άμπρα κατάμπρα».

Και σου προκαλεί το δέος.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Fantastic Mr. Fox (2009)


Διαθέτει φινέτσα και στιλ ο κύριος Φοξ. Μια φινέτσα που μπορεί να μην είναι φτιαγμένη από υλικά πολυτελείας, είναι όμως τόσο όμορφη, λιτή και φτωχικά καλαίσθητη, που είναι ικανή να ζωγραφίσει χαμόγελα στα χείλη όσων τον παρακολουθούν. Εύκολα μπορείς να καταλάβεις ότι αυτός ο αλεπουδίσιος ήρωας είναι ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή, αφού όπου σταθεί κι όπου βρεθεί απολαμβάνει το καθετί σαν να ‘ναι η πρώτη και η τελευταία του φορά. Όπως πρέπει να απολαμβάνουμε κι εμείς οι άνθρωποι το καθετί που μας συμβαίνει, ακόμα κι αν δεν είναι αυτό που αρχικά ποθήσαμε και ονειρευτήκαμε στην πιο ευάλωτη στιγμή μας. Ο κύριος Φοξ, εκτός από τη ζωή, βέβαια, είναι ερωτευμένος και με την κυρία Φοξ, η οποία είναι η αλεπού της καρδιάς του, μια υπομονετική, επίσης ατίθαση, αλλά καλόκαρδη αδερφή ψυχή που καταλαβαίνει τα μεγαλύτερα κομμάτια της αδάμαστης ξεροκεφαλιάς τού συζύγου της.

Αυτοί και η οικογένειά τους ζούνε σε μια σε μια φτωχική τρύπα κάτω από το έδαφος, αλλά παραμένουν πάντοτε ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί. Η γαλήνη και η ηρεμία τους όμως δεν κρατάνε πολύ, αφού η ανήσυχη και επιρρεπής στην παρανομία φύση του κ. Φοξ θα μπλέξει όλη την οικογένεια σε μια μάχη με τους πιο άπληστους αγρότες του ανθρώπινου κόσμου. Κάπως έτσι, ασυμβίβαστα τρωκτικά, συνεσταλμένοι σκαντζόχοιροι και φανταστικές αλεπούδες, έρχονται αντιμέτωποι με απατεώνες και κακεντρεχείς γαιοκτήμονες, αδίστακτους δικηγόρους και κυνηγούς που κυνηγάνε τον εγωισμό τους, σε έναν αγώνα για την επιβίωση του ισχυρότερου. Σε έναν αγώνα όπου τα ζώα έχουν υιοθετήσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, θαρρείς και το ανθρώπινο γένος έχει μολύνει και τα υπόλοιπα είδη με τις ίδιες αναποδιές, τις ίδιες επιθυμίες και με έναν υπέροχα αφελή τρόπο αντιμετώπισης του κινδύνου. Το σχέδιο και ο απώτερος σκοπός του κ. Φοξ δεν είναι φυσικά να κατακτήσει τον κόσμο, αλλά να έχει μια πιο αξιοπρεπή καθημερινότητα για αυτόν και την οικογένειά του - και, έτσι, μια απίθανη ιστορία γίνεται σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.

Δεν γνωρίζω αν αυτά γίνονται μόνο στα παραμύθια ή σε τέτοιου είδους ταινίες, γνωρίζω όμως ότι η αισιοδοξία και η εσωτερική ομορφιά των ηρώων είναι κάποια από τα βασικά υλικά που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να μπορέσει να απολαύσει μια εκκεντρική και ανέμελη ιστορία σαν κι αυτήν εδώ. Μια ιστορία που προέρχεται από το παιδικό βιβλίο του Roald Dahl και, όπως τα περισσότερα παιδικά βιβλία, με τη φαντασία και την ομορφιά που ψυχαγωγεί τις παιδικές ψυχές, έχει τη δύναμη να μιλήσει για την αγάπη των ανθρώπων (που στην αληθινή της μορφή, είναι πάντοτε ανιδιοτελής) και για πανάρχαια, ευτυχώς όχι ξεχασμένα, ιδανικά. Καταφέρνει να μιλήσει για την άγρια και παθιασμένη φύση των ηρώων, για τα όνειρα που είτε πραγματοποιούνται είτε μένουνε μετέωρα, για την εμπιστοσύνη των αληθινών φίλων και, τέλος, για το συναισθηματικό αδιέξοδο εκείνων που νιώθουν διαφορετικοί και προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει με τον κόσμο γύρω τους.

Αυτός είναι ο Φανταστικός κύριος Φοξ. Μια φανταστική ιστορία που φλερτάρει με τον κίνδυνο και υιοθετεί την πεποίθηση ότι μέσα από την περιπέτεια, η ζωή μπορεί να οδηγηθεί προς μια καλύτερη πραγματικότητα. Κάτι που φαίνεται να πιστεύει και ο ίδιος ο Anderson και που εύκολα διακρίνεται σε κάθε ένα από τα τρελαμένα stop motion καρέ με τα οποία κατασκευάστηκε η ταινία. Μια ταινία που αν την κοιτάξεις στα μάτια θα καταλάβεις πόσο υπερήφανα παιχνιδιάρικη, αυθόρμητη και εξωφρενικά απολαυστική είναι - όπως πρέπει να είναι και ζωή ενός μικρού (ή μεγαλύτερου) παιδιού. Μια ταινία ειλικρινών προθέσεων και ευαίσθητης αισιοδοξίας, ντυμένη με γήινα χρώματα και την καλπάζουσα φαντασία ενός δημιουργού που μοιάζει να μην συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερα από την γοητεία του αυθόρμητου, μέσα σε έναν κόσμο φανταστικά αληθινό.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Wind Chill (2007)


Δεν είναι περίεργο που το Wind Chill μοιάζει να έχει ξεπεράσει τη μάχη με τον χρόνο που περνάει με μανία από επάνω του. Αν και δεν είναι δα και τόσο μεγάλο ηλικιακά, φαίνεται να στέκεται όρθιο ανάμεσα στους τόνους επιπόλαιου κινηματογραφικού τρόμου που παράγονται αφειδώς τα τελευταία χρόνια, χωρίς να χάνει τα παγωμένα χαρακτηριστικά του. Δεν ξέρω, βέβαια, σε ποιους ακριβώς έχει μείνει να απευθύνεται σήμερα, μιας και οι περισσότερο παραδοσιακοί σινεφίλ φαίνεται να το απορρίπτουν από τα πρώτα κιόλας λεπτά λόγω έλλειψης ουσιαστικών προθέσεων, ενώ οι πιο φανατικοί θαυμαστές του υπόγειου τρόμου τού γυρνάνε την πλάτη λόγω των διάσημων ονομάτων που διαθέτει (Emily Blunt στον πρωταγωνιστικό ρόλο, George Clooney στην παραγωγή) και, ως εκ τούτου, την έλλειψη ειλικρίνειας που απαιτείται. Εντούτοις, η αλήθεια βρίσκεται μάλλον κάπου στο ενδιάμεσο. 

Όπως προδίδει και το τίτλος της, πρόκειται για μεταμεσονύχτια ταινία χειμωνιάτικου τρόμου, η οποία ακολουθεί την πορεία δύο άγνωστων μεταξύ τους φοιτητών (των οποίων τα ονόματα δεν θα μάθουμε ποτέ) από την πανεπιστημιούπολη στη γενέτειρά τους, δύο ημέρες πριν από την γιορτή των Χριστουγέννων. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που μοιράζονται μια εύκολη και φαινομενικά αθώα διαδρομή με το αυτοκίνητο κι εμείς παρακολουθούμε, αφελώς, το χρονικό μιας νεανικής γνωριμίας που τοποθετείται σε λάθος θεμέλια και οικοδομείται με όλους τους λάθος συντελεστές δόμησης. Από τα γκρο πλαν στα γαλάζια μάτια της Emily Blunt (και την ομορφιά που εκπέμπουν), στον μυστήριο και ύποπτο βλέμμα του Ashton Holmes (και την ανησυχία που προκαλεί), καταλαβαίνεις αμέσως ότι η ιστορία τους είναι φτιαγμένη για να εκτροχιαστεί. Η παράκαμψη που αποφασίζουν να κάνουν (θυμίζοντας τις ιστορίες του ‘Wrong Turn΄) μέσα από τις ερημικές βουνοκορφές και τους χιονισμένους δρόμους του επαρχιακού δικτύου, μοιάζει με κίνηση εκβιαστικής αμέλειας, η οποία γεννάει το ατύχημα εγκλωβίζοντας τους δυο συνοδοιπόρους στις παγωμένες σκιές μιας αφιλόξενης νύχτας. 

Αυτές είναι και οι σκιές που αξίζει να εκτιμήσει κάποιος, σκιές στις οποίες αναβιώνει ετεροχρονισμένα ένα αιματοβαμμένο γεγονός του παρελθόντος. Ένα γεγονός που διαθέτει στυγερούς δολοφόνους, αποτρόπαια πνεύματα και μερικές ψυχές που, όπως οι δύο πρωταγωνιστές, εγκλωβίστηκαν στον παγετό και παρέμειναν στο ίδιο μέρος για να στοιχειώνουν τους περαστικούς. Ίσως ο σκηνοθέτης Gregory Jacobs να μην αναπτύσσει το ακατανόητο όσο χρειάζεται, επενδύει όμως στην δημιουργία μιας μυστηριώδους ατμόσφαιρας, ενδεδυμένης με την μουσική τού Clint Mansell, χωρίς να χρησιμοποιεί εντυπωσιακά εφέ και φτηνά τρομοκρατικά τεχνάσματα. Καταφέρνει, έτσι, να διατηρήσει τον τρόμο μερικώς αδιευκρίνιστο (και την προσοχή του θεατή αμείωτη), χωρίς να εκτονώνει ανούσια την αγωνία. Αυτή μάλλον είναι η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας, η οποία μοιάζει ιδανική για παρακολούθηση μια κρύα νύχτα του χειμώνα, όχι φυσικά για να την κάνει πιο ζεστή, αλλά για να την κρυώσει ακόμα περισσότερο κι εσύ να κοιτάζεις αμήχανα τους διπλανούς σου και να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να μην ακούνε τις κραυγές.
Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Hunger (2008)


Ανέκαθεν οι κυβερνήσεις είχαν την τάση να χωρίζουν τους ανθρώπους. Να τους διαιρούν (για να τους βασιλεύουν) με κάθε δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας ως όπλο τα μέσα ενημέρωσης, τον αθλητισμό, τα γράμματα, τα πάθη που κατακλύζουν τις καρδιές και την ανάγκη του να ανήκεις επιτέλους σε μία ομάδα, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για να ενεργούν αθέατα. Μπορούν με αυτό τον τρόπο να πράττουν (κατά συρροή) όσα σε κοινή θέα και με συλλογική σκέψη μοιάζουν αδικαιολόγητα, αποτρόπαια και φρικτά για το σύνολο που τους ανέθεσε την διακυβέρνησή του, την άσκηση δηλαδή του νομοθετικού έργου χωρίς διακρίσεις και την ευθύνη του κοινού συμφέροντος χωρίς ενδοιασμούς. Ενός συμφέροντος που όμως προσπερνάει το «κοινό» και εξ-υπηρετεί το «αθέατο», παραπλανώντας τις περισσότερες φορές την πλειοψηφία. Δεν το λένε επιρροή αυτό, ούτε ικανότητα χειραγώγησης, το λένε πολιτική και προϋπάρχει του όρου, από την μέρα που ο άνθρωπος ανακάλυψε την διάθεση και την αξία της εξουσίας, την ακατάβλητη ανάγκη να αναπνέει περισσότερο και καλύτερο οξυγόνο από τον διπλανό του.

Η λύση στο πρόβλημα δεν φαίνεται να έρχεται (αφού για κάποιους δεν υπάρχει καν πρόβλημα), ίσοι δεν θα είμαστε ποτέ και ο διαχωρισμός θα υφίσταται πάντοτε, διότι χωρίς τους μεν δεν υπάρχουν οι δε. Και χωρίς τον πληθυσμό δεν μπορεί να υπάρχει διαίρεση, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και η επιζητούμενη μάχη για τον αξιότερο και περισσότερο ευνοημένο μέσα σε μια κοινωνία ατέρμονης αναξιοκρατίας και απέραντης ανισότητας. Αυτό όμως που μπορεί να υπάρξει είναι μια εσωτερική αυτενέργεια που με την δυναμική της θα αγκαλιάσει τις μονάδες και θα τις μετατρέψει σε σύνολο. Δημιουργώντας έτσι την δύναμη εκείνων που αντιδρούν, εκείνων που δεν θα συμβιβαστούν ποτέ με την επιβαλλόμενη πραγματικότητα, που θα αγωνίζονται φανατικά για την ανατροπή με τα νύχια και τα δόντια τους, αφού στο τέλος, μονάχα αυτά θα έχουν απομείνει.

Η αντίδραση γεννάει τη βία και η βία επιζητά την αναχαίτιση των αυτενεργειών – που φυσικά δεν έρχεται πάντα με νόμιμους τρόπους, βαφτίζονται όμως έτσι εις το όνομα των ειρηνικών διαβουλεύσεων και της καταστολής κάθε μορφής εναντίωσης στους κρατικούς οργανισμούς. Το (κάθε) Κράτος με τα συντάγματα και ψηφίσματά του, έχει κανόνες που δεν πρέπει να παραβιάζονται, γι αυτό και δημιουργούνται οι δυνάμεις καταστολής, τα όργανα δηλαδή που χρησιμοποιεί το κράτος για να καταπνίξει κάθε επαναστατημένη φωνή. Από αυτά τα όργανα μπορείς να εύκολα να αναγνωρίσεις δύο κατηγορίες ανθρώπινων μορφών. 

Από την μία υπάρχουν αυτοί που ενεργούν χωρίς συνείδηση και χωρίς αντίληψη των πράξεών τους, με το κράτος να εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία (ίσως ακόμα και να την δημιουργεί), αυτοί που έχουν μάθει να πιστεύουν αυτά που τους ταΐζουν και δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ακόμα και αν υποστηρίζουν ότι τα υπηρετούν), που ακολουθούν τις εντολές της υπηρεσίας στα τυφλά, ενώ το βράδυ επιστρέφουν αναπαυτικά στη σπιτική τους ασημαντότητα. Από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που καταλαβαίνουν ότι κάπου μέσα σε όλο αυτό υπάρχει ένα λάθος, αντιλαμβάνονται τις αιτίες των αντιδράσεων αλλά ζούνε τις ζωές τους μέσα στο φόβο. Είναι εκείνοι που μετράνε τις ανάσες τους προτού ενδώσουν στις εντολές, που διαταράσσουν την γαλήνη τους με μια εσωτερική κραυγή την οποία δεν ακούει κανείς παρά μόνο οι ίδιοι. Αν πρόκειται για ματωμένη συνείδηση ή επαναστατική αναλαμπή δεν το γνωρίζω, θα πρέπει να ρωτήσεις τους ίδιους να σου πούνε. Το αποτέλεσμα πάντως και στις δύο περιπτώσεις είναι η βίαιες συγκρούσεις με ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και ενίοτε δολοφονίες που βαφτίζονται πολιτικές αναγκαιότητες, ίσως και με κάποιες ανεκτές παράπλευρες κοινωνικές απώλειες.


Όλα τα παραπάνω δεν είναι μόνο σκέψεις που καλλιεργούνται από τα πρώτα κιόλας πλάνα που στήνει ο McQueen, αλλά αλήθειες που ακόμα και ένας αφελής μπορεί να αναγνωρίσει, αρκεί να κοιτάξει γύρω του και να ζυγίσει τις ζωές μας. Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης τις προσεγγίζει επιφανειακά, χωρίς να αναλύει και χωρίς να φλυαρεί για όλα όσα ο άνεμος αρέσει να χορεύει. Οι 66 ημέρες απεργίας πείνας του Ιρλανδού επαναστάτη Bobby Sands που οδήγησαν στον θάνατο τον ίδιο (καθώς και 9 ακόμα συναγωνιστές του) την άνοιξη του 1981, αποτελούν πηγή έμπνευσης για την κατάδυση στην κόλαση των φυλακών Maze και τις εικόνες ανείπωτης βίας και θυμωμένου παραλογισμού που χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη. Μακριά από τις αντιδράσεις των μέσων, μακριά από τα λόγια των πολιτικών και της Θατσερικής ηγεσίας, (εκτός μόνο από μια φευγαλέα μετάδοση ακρωτηριασμένων δηλώσεων από ένα παράνομο ραδιόφωνο) αλλά με μια νοσηρή σιωπή να περιτυλίγει την ατμόσφαιρα, προκαλώντας την καρδιά και το μυαλό σε μια μαρτυρική μάχη με μια αλήθεια που πονάει σαν σκλαβιά.

Αυτή την μάχη παίρνει ο McQueen και επάνω της χτίζει το πρώτο μισό της ταινίας με το μαρτύριο, το θυμό αλλά και το πείσμα των φυλακισμένων στην πρώτη γραμμή. Το μαρτύριο εκείνων που εναντιώθηκαν στον συμβιβασμό, υιοθέτησαν την απλή πεποίθηση της ελευθερίας και την μετέτρεψαν σε οργισμένο ψυχισμό. Μέσα στα άδεια κελιά, οι άνθρωποι αυτοί, αναγνώρισαν τις αμαρτίες τους, έμαθαν να ζούνε με τις πληγές τους και μετατράπηκαν σε απεγνωσμένες μορφές με πρωτόγονα σώματα και ένστικτα, χωρίς να ξεχνάνε όμως τον απώτερο σκοπό τους. Αν κάτι πρέπει να ειπωθεί από τον McQueen είναι η ανάγκη αυτών των ανθρώπων για ζωή και δημιουργία. Η σιωπηλή ανάγκη αναζήτησης κάτι υπέροχου ανάμεσα στην ασχήμια, ακόμα και αν αυτό εκφράζεται με μια σπειροειδής δίνη υπολειμμάτων τροφής, περιττώματος και ανθρώπινης εσχατιάς, ζωγραφισμένη στο τοίχο της απέραντης μοναξιάς μας.

Φυσικά τα ένστικτα δεν μπορούν να καταπιεστούν για πολύ, η πίστη και η αφοσίωση δεν μπορούν να εκλείψουν, όσα όπλα και αν στερήσεις από τον άνθρωπο, αυτά θα  επανεμφανίζονται ξανά με περισσότερη δύναμη και ορμή.  Ο Bobby Sands δεν έχασε ποτέ την πίστη του για τον αγώνα, έπρεπε όμως να συγκρουστεί με την πίστη του στο Θεό για να επαληθεύσει την απουσία του, να συγκρουστεί με τον εγωισμό του θρησκευόμενου για να επαληθεύσει την άγνοιά του. Με ένα σταθερό 17λεπτο πλάνο υπέροχης λιτότητας περίπου στη μέση της ταινίας, ο McQueen κάνει σκόνη κάθε απόπειρα σπάταλου εντυπωσιασμού, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή του να αντιμετωπίσει τον κληρικό σε ένα διπολικό διάλογο που δεν έχει σκοπό να αγιοποιήσει κανέναν. Ένα διάλογο που δεν υποδαυλίζει καμία από τις φωτιές των δύο πλευρών, αφήνει μονάχα τα ένστικτα των δύο να εκδηλωθούν και να τονίσουν την διαφορά μεταξύ κτηνώδους εμπειρίας και ηθικών αρχών, μέσα στον καπνό και τις στάχτες των μισοτελειωμένων τσαλακωμένων τσιγάρων.


Λίγο πριν το φινάλε, η απεργία πείνας κηρύσσεται από τον Sands και στη συνέχεια εξαπλώνεται στους υπολοίπους κρατούμενους ως το μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο όπλο για την διαμαρτυρία. Άλλωστε ο ακαριαίος θάνατος κρατάει μια στιγμή και όπως όλες οι στιγμές, είναι καταδικασμένος να φθείρεται στο πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας μονάχα δάκρυα και μνήμες σε εκείνους που νοιάστηκαν για λίγο. Η πείνα όμως διαρκεί και ενοχλεί περισσότερο, με την ηχώ της να επιτίθεται με τον πιο βάναυσο τρόπο στα σαλόνια των γυαλιστερών κουστουμιών και των μεγάλων αποφάσεων.

Η δέσμευση στον αγώνα είναι δεδομένη, η συμφωνία με τον θάνατο δεν μπορεί να αποτύχει. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας ο σκηνοθέτης πολύ σοφά ακολουθεί τον δρόμο της αφαίρεσης, απομακρύνοντας κάθε περιττό διάλογο και στη συνέχεια αδιαφορεί για την πραγματικότητα που περιβάλλει τον πρωταγωνιστή του, χτίζοντας τα πλάνα του επάνω στις εικόνες του μυαλού και το φθαρμένο (πλέον) σώμα του Sands. Ένα σώμα εξασθενημένο, ξεθωριασμένο και ζωτικά εκφυλισμένο, παραδομένο στην ανοχή του νοσοκομείου, αλλά που μέσα του σιγοκαίει ατίθασα η φλόγα της θέλησης.

Μέσα σε μία σπαρακτικά στοχαστική ατμόσφαιρα, η οδύνη του Sands μετατρέπεται σε προσωπική ανάγκη για διαφυγή της αδέσμευτης ψυχής μακριά από τις φυλακές Maze, σε έναν άλλο τόπο. Μια ψυχή που σπαράζει σιωπηλά και βρίσκει τελικά καταφύγιο στις μακρινές μνήμες της παιδικής ηλικίας, αφιερώνοντας τις τελευταίες της στιγμές στην αδιαπραγμάτευτη ελευθερία σώματος, πνεύματος και ιδεών και ολόκληρη την ταινία στις φωνές που έμαθαν την κραυγή και δεν μπορούνε πλέον να σωπάσουν. Στις ψυχές που έζησαν ελεύθερες για μια στιγμή και δεν μπορούν ποτέ να δαμαστούν, δεν μπορούν ποτέ να τιθασεύσουν την επιθυμία.

Μονάχα να τη δικαιώσουν.  
Chris Zafeiriadis

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Bright Star (2009)


Εμπνευσμένο από τη λονδρέζικη ποιητική ρομαντικότητα του 19ου αιώνα και αφιερωμένο σε έναν αξιοδάκρυτο έρωτα που δεν πρόλαβε να ανθίσει, το Bright Star φιλοδοξεί από την μια να αναγνωρίζεται ως μια αξιομνημόνευτη και αξιέραστη παραγωγή για τους περισσότερο ρομαντικούς και από την άλλη, ως πηγή δακρύβρεχτης έμπνευσης για τους περισσότερο ανήσυχους και δημιουργικούς θεατές. Ο στόχος που τελικά καταφέρνει να κατακτήσει δεν είναι κανένας από τους προαναφερθέντες δύο, κατορθώνει όμως να ολοκληρώσει την ιστορία με μια σεβαστή αξιοπρέπεια, ακόμα και αν δεν καταφέρνει να μετατρέψει τους πρωταγωνιστές του σε Αιώνιους Εραστές μιας άλλης εποχής.

Η Campion αγκαλιάζει την αληθινή ιστορία του Άγγλου ποιητή John Keats με την άσημη δεσποινίδα Fanny Brawne και προσπαθεί να εκμαιεύσει το δράμα που αναπνέει μέσα στην σχέση τους. Ένα δράμα που βασίζεται τόσο στον καταπιεσμένο έρωτα των δυο που έπρεπε να παραμείνει κρυφός (μέχρι τελικά να αποκαλυφθεί, χωρίς καμία ντροπή), όσο και στον άδικο χαμό του νεαρού ποιητή στην ηλικία των 25 ετών, και κατ’ επέκταση, στην πρόωρη λήξη μιας δυνατής σχέσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Παρά τις προθέσεις της όμως, η σκηνοθέτις αδυνατεί να εμβαθύνει στην ψυχική δίνη των δύο πρωταγωνιστών και παραδίδεται άνευ όρων σε μια επιφανειακή αφήγηση η οποία αναλώνεται στην ανάγνωση ποιημάτων και στίχων, τόσο του Keats, όσο και άλλων διάσημων ποιητών, που επηρέασαν με τα λόγια τους τον κόσμο ολάκερο. Και ενώ οι Lord Byron και John Milton θα ήταν περήφανοι που το έργο τους βρίθει αναφορών στην ταινία, σιγά-σιγά αντιλαμβάνεσαι ότι οι πνευματώδεις στίχοι παραμένουν ασφυκτικά περιορισμένοι στα στενά όρια των μεμονωμένων αναγνώσεων, χωρίς να τους δίνεται η ευκαιρία να ανθίσουν σαν διαλεχτά λουλούδια σε έναν ακτινοβολούντα κήπο , τουλάχιστον όχι όσο θα ήθελε η ίδια η Campion.

Και αυτό διότι ένα ποίημα, όπως και ο έρωτας, κατανοείται μέσω των αισθήσεων με σκοπό να γαληνεύσει, να ενθαρρύνει και κυρίως, να θρέψει την ψυχή του εκάστοτε αναγνώστη. Όμως η ποιητική εξιστόρηση της Campion αδυνατεί να μεταδώσει τα συναισθήματα των δύο πρωταγωνιστών στον θεατή, όλα εκτός από ένα σημαντικό. Στο ασφυκτικό φινάλε (και την μόνη ίσως σκηνή που δεν σχετίζεται με την ποιητική αύρα της ατμόσφαιρας) ο θεατής θα βιώσει την περίλυπη ψυχή της Brawne η οποία καλείται να αντιμετωπίσει την είδηση της απώλειας του Keats και του θανάτου ενός έρωτα ζωής που έζησε για μια στιγμή αλλά έμεινε για πάντα χαραγμένος στην καρδιά και την μνήμη της ιστορίας. Έτσι η σκηνοθέτις θα διασώσει το όλο εγχείρημα από την συναισθηματική χρεωκοπία, αποδεικνύοντας παράλληλα την καλλιτεχνική της δυναμική, δεν θα κατορθώσει όμως να μετατρέψει και την ίδια την ταινία σε ένα λαμπρό αστέρι που θα σκορπίσει την αίγλη του φωτός του στην ψυχή του θεατή.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Whatever Works (2009)


Ο Boris μας βλέπει. Όπως τον βλέπουμε, τον ακούμε και τον νιώθουμε και εμείς. Μόνο που αυτός μπορεί να μας μιλήσει, ενώ εμείς όχι. Μάλιστα αυτός μπορεί να μιλήσει σε όλους όσους τον παρακολουθούν ενώ εμείς μόνο σε όσους βρίσκονται δίπλα μας. Αυτό δεν είναι δείγμα μεγαλομανίας φυσικά, αλλά χάρη. Η χάρη τού να βρίσκεσαι από την άλλη πλευρά την οθόνης και να εκθέτεις τον εαυτό σου, χωρίς να σε νοιάζει (ίσως επειδή έχει σταματήσει να σε νοιάζει), εκθέτοντας παράλληλα και την αλήθεια που κατάφερες να εκμαιεύσεις από την ζωή. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις, δεν λένε; Και στις εκπλήξεις δεν κάνει εξαιρέσεις.

Πνιγμένος ανάμεσα στην στρυφνότητα και την απαισιοδοξία ενός σχεδόν γεροπαράξενου υποχόνδριου, μονίμως κατσουφιασμένου (και μεμψίμοιρου) αστού, απρόσμενα αγενής και (συμπερασματικά) άτυχος, χωρίς ίχνος γοητείας ή χαμόγελου, ο Boris είναι από εκείνους τους χαρακτήρες που τους αρέσει να μιλάνε έξω από τα δόντια. Γεγονός που κάποιους τους ελκύει σαν μαγνήτης, ενώ κάποιους άλλους (τους περισσότερους, μάλλον) τους απωθεί. Ένας άνθρωπος αυστηρός και θυμωμένος με τους ανθρώπους στα όρια της μισανθρωπίας, με μοναδική επιθυμία την ησυχία και την τετελεσμένη κριτική του.

Μέσου αυτού του περίεργου χαρακτήρα, αποκαλύπτεται το προσωπείο ενός θυμωμένου με τον (οποιονδήποτε) Θεό ανθρώπου, ο οποίος δεν συνειδητοποιεί απλά την θνησιμότητα που κουβαλάμε στην πλάτη μας όλοι, αλλά και την ματαιότητα της ατέρμονης αναζήτησης ενός απώτερου νοήματος. Ή για να το πω απλά (μιας και ο δημιουργός το παρουσιάζει χαριτωμένα εμμέσως) ενός ανθρώπου που δεν του έχει κάτσει ακόμα, γι’ αυτό και έχει σταματήσει να ελπίζει. Σε κάνει να αναρωτιέσαι βέβαια πως ένας τέτοιος χαρακτήρας χωράει σε μια παθιασμένη φιλμογραφία, η οποία βρίθει από ερωτοχτυπημένα συναισθήματα, αυθαίρετες απολαύσεις και αναλλοίωτα γυναικεία αρώματα. Η απάντηση δίνεται από την τύχη η οποία καμιά φορά σου χτυπάει την πόρτα την πιο απρόσμενη στιγμή. Στην κυριολεξία όμως.

Ένα κορίτσι ονόματι Melody από την Εδέμ του Mississippi, φέρνει την ευτυχία στη ζωή του Boris (η μελωδία της ευτυχίας, ίσως). Με το γλυκό προσωπάκι, το απαλό δέρμα, τις πολύχρωμες κάλτσες και το στρογγυλό κωλαράκι, η Melody είναι από τα κορίτσια που δεν μπορείς να αντισταθείς. Όπως δεν της αντιστέκεται και ο Boris, παραβλέποντας τις γιγαντιαίες – σε όλα τα επίπεδα - διαφορές ανάμεσά τους. Έτσι ο ιδιοφυής Woody πλάθει μερικούς από τους απολαυστικότερους διαλόγους της καριέρας του και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την Melody για να μεταπείσει τον ήρωά του. Όχι να του χαρίσει την ευτυχία αλλά να του δώσει το έναυσμα της αναζήτησης για εκείνο που θα τον κάνει ευτυχισμένο. Με ό,τι. Άλλωστε δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για πολλά πράγματα σε αυτό τον κόσμο.

Οι εκπλήξεις τελικά συνεχίζουν να συμβαίνουν, η ζωή κυλάει όπως πρέπει να κυλάει με τις ταραχές, τις ανησυχίες και τις γκρίνιες να παραμένουν, Μόνο που αυτή την φορά είναι λιγότερο επικριτικές, ενώ ο Boris φαίνεται για πρώτη φορά να νοιάζεται. Παράλληλα χρησιμοποιεί την χάρη που έχει να μας μιλάει, χαρίζοντάς μας απλόχερα μερικές ακόμα αποφθεγματικές διαπιστώσεις για την ζωή και ένα χαμόγελο. Και ενώ όλοι, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία εύχονται happy new year στο ισορροπημένο φινάλε της ταινίας, εμένα δεν μου μένει τίποτα παραπάνω απ’ το να ευχηθώ ακριβώς το ίδιο σε όσους η μοίρα έριξε, παραμονή πρωτοχρονιάς, επάνω σε αυτές τις γραμμές.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Dog Soldiers (2002)


Το Dog Soldiers δεν είναι η ταινία που θα αγαπήσεις. Δεν είναι καν η ταινία που θα συμπαθήσεις. Είναι όμως η ταινία που υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα καταφέρεις να απολαύσεις, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός της.

Για τον Neil Marshall δεν έχεις να κάνεις και πολλά κομπλιμέντα. Αν έχεις παρακολουθήσει της ταινίες του αντιλαμβάνεσαι ότι όλες βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι (μια ομάδα κυνηγημένων, απειλείται και αποδεκατίζεται αργά και σταθερά, μέχρι την επιβίωση του ενός) με μοναδική διαφοροποίηση το τοπίο και την χρονολογία. Εδώ χρονογραφεί το νυχτοκάματο μιας ομάδας, όχι και τόσο, σκληροτράχηλων αλλά περισσότερο φωνακλάδων, γκρινιάρηδων και πολυλογάδων στρατιωτών, σε μια αποστολή στα άγνωστα δάση της Ιρλανδικής υπαίθρου. Μια ομάδα η οποία πολύ όμορφα θα καταδιωχθεί από μια άλλη, λιγότερο ανθρωπόμορφη και περισσότερο λυκανθρώπινη.

Πιάνομαι από αυτή την τελευταία λέξη. Το είδος του λυκανθρώπου, όσο αστείο και αν ακούγεται σαν έννοια, είναι αυτό με τις λιγότερες παρουσίες (κατ’ επέκταση και επιτυχίες) από καταβολής κινηματογράφου. Είναι όμως και από τα πιο αναγνωρίσιμα. Από τους μασκαρεμένους ηθοποιούς των 30s και 40s(Werewolf of London, Wolfman), τις αποτροπιαστικές αλλά πάντοτε εμπνευσμένες μεταμορφώσεις των 80s (An American Werewolf in London, Howling) μέχρι τις πολύχρωμες υπερβολές του hype της εποχής μας (Red Riding Hood), οι ιστορίες με λύκους, μετριούνται ανά δεκαετία, κυριολεκτικά στα δάχτυλα. Αυτό δεν τις μετατρέπει φυσικά σε διαμάντια, τις κηρύσσει όμως αυτόματα σε must-see για εκείνους που απεχθάνονται τα βαμπιροσαλιαρίσματα, αναζητώντας την συγκίνηση κάτω από το πλήρες φως της πανσελήνου.

Με αυτό το ίδιο φως είναι λουσμένο και ολόκληρο το Dog Soldiers. Μια ταινία που μπορεί να στερείται σεναριακής πρωτοτυπίας και χαρισματικής σκηνοθεσίας (αυτά για αρχή), διαθέτει όμως την αρετή της ειλικρίνειας. Ειλικρίνεια που πηγάζει από τις προθέσεις του Marshall, και που διαφαίνεται στα αιμοβόρα τριχωτά τέρατα, τους απομονωμένους στην εγκαταλελειμμένη κατοικία επιζώντες (πόσο Night of the Living Dead μπορείς να θυμίσεις), τα ασημένια ξίφη (ξεχασμένα από τα σκηνικά του …Centurion), τα διασκορπισμένα εντόσθια, το αστείρευτο Ιρλανδικό χιούμορ και τον ασταμάτητο ρυθμό της ιστορίας που σε πιάνει από τα μούτρα και δεν σε αφήνει μέχρι να πέσουν οι αιματοβαμμένοι τίτλοι τέλους. Μια ειλικρίνεια η οποία συναντάει το απενοχοποιημένο κοινό της την στιγμή της μεταμεσονύχτιας προβολής και τελικά αποδεικνύει ότι για να κάνεις μια καλή ταινία χρειάζεται απλά να πιστεύεις σε αυτήν.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Moon (2009)


Για αρκετούς κινηματογραφόφιλους το σινεμά του φανταστικού είναι κάτι παραπάνω από ένα κινηματογραφικό είδος. Είναι το μέρος όπου το μυαλό ξεδιπλώνεται, η φαντασία ταξιδεύει, και καινούριες εικόνες δημιουργούνται από το πουθενά (ή καλύτερα, όχι από τον δικό μας πλανήτη), προς ευχαρίστηση αλλά και ως πνευματική τροφή κάθε ανικανοποίητης από τον κόσμο που ζούμε, συνείδησης. Μιας συνείδησης η οποία ψάχνει και ψάχνεται (ανα)μέσα σε κόσμους μακρινούς, εικόνες που λειτουργούν ως συμπαντόπλοια με προορισμό άγνωστους τόπους, άλλοτε με έντονους χρωματισμούς και άλλοτε όχι και τόσο φωτισμένους, έτοιμους όμως να εξερευνηθούν μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό τους. Για όλες αυτές τις ταξιδιάρες ψυχές, το είδος της επιστημονικής φαντασίας τα τελευταία χρόνια μοιάζει να νοσεί. Ελάχιστα τα αξιόλογα δείγματα Fountain-ικής αριστοτεχνίας, ελάχιστοι και οι αξιόλογοι δημιουργοί που δεν αρκούνται στα εφετζίδικα τερτίπια της υψηλής τεχνολογίας.

Έχοντας σαν αφετηρία μια φανταστικά σεληνιασμένη ιστορία και έναν μικροσκοπικό προϋπολογισμό για την μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη , η ταινία του Jones τοποθετείται στην πιο Dark Side of the Moon συνοικία του ηλιακού μας συστήματος, ένα μέρος που φωτίζεται πλήρως μοναχά για μια ημέρα τον μήνα, αφήνοντας την φαντασία των περισσοτέρων από εμάς να καλπάζει τις υπόλοιπες είκοσι εννέα για το τι μπορεί να υπάρχει εκεί πάνω. Ο Sam Bell, ως μοναδικός (γι’ αυτό και μοναχικός) κάτοικος του κοντινότερου πλανήτη μας , εξυπηρετεί τα συμφέρονται εκείνων που κατάφεραν όχι μόνο να φτάσουν στο φεγγάρι αλλά παράλληλα να το κατοικήσουν (έστω και αν αυτή η κατοικία είναι προνόμιο του ενός). Εκείνων που κατάφεραν να το εκμεταλλευτούν ως πηγή ενέργειας προς συμφέρον των υπολοίπων από εμάς που έχουν μείνει «πίσω» για σφοδρή κατανάλωση.

Στο σύνολό του το Moon μοιάζει περίεργο. Περίεργο να εξερευνήσει καινούριους ορίζοντες, καινούριες ανθρώπινες συμπεριφορές, καινούριες επιφάνειες κρυμμένες από το φως του ήλιου. Υπό αυτό το πρίσμα, το πρώτο του μισό αφιερώνεται στην αναζήτηση. Μια αναζήτηση η οποία φέρνει μια επιφανειακά solariκή ανάμνηση, η οποία επικοινωνεί μέσω ενός χωροχρονικού δορυφόρου με τον HAL 9000, και που μέσα από μια ασαφή πραγματικότητα προσπαθεί να φιλοσοφήσει επάνω στην αλά K-Pax αβεβαιότητα της (ανθρώπινης) ύπαρξης. Και τα καταφέρνει αρκετά καλά, χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, με μια διαυγή τιμιότητα που σπανίζει από τέτοιου είδους ταινίες στις μέρες μας.

Στο δεύτερο μισό το Moon σταματάει να αναζητά και ξεκινά να απαιτεί. Απαιτεί πρώτα απ’ όλα την ανεξαρτησία του Sam Bell ο οποίος ως εσώκλειστος του διαστημικού σταθμού, προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του περιορισμού του. Κάπου εκεί ξεκινάει και μια μικρή πτώση της ταινίας με τον σκηνοθέτη να βαδίζει στον εύκολο δρόμο. Διότι αντί να φιλοσοφεί επάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη δημιουργώντας ερωτήματα, προβληματισμούς αλλά ταυτόχρονα και ταυτότητα, επιλέγει να αγωνίζεται να αποδράσει από έναν πλανήτη που τελικά μοιάζει φυλακή. Μέσα από την σεναριακή αυτή απλότητα, ο θεατής καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εξόντωση του σφάλματος και την ελευθερία μιας ζωής που δεν έπρεπε να υπάρχει, με τον Jones να απλώνει το δάχτυλο προς τη δεύτερη κατεύθυνση.

Ακόμα και έτσι όμως το Moon υπερτερεί. Αφήνει έτη φωτός πίσω του τις συνήθεις χολιγουντιανές αντιλήψεις φαντασιόπληκτων διεκπεραιωτών και αποκαλύπτει έναν σκηνοθέτη γεμάτο ιδέες, κέφι και διάθεση για δημιουργία, ο οποίος μοιάζει έτοιμος να διεκδικήσει την προσοχή μας στο (όχι και τόσο μακρινό) μέλλον. Αρκεί να συνεχίσει να κοιτάει με μια περήφανη περιέργεια τα μακρινά αστέρια του σκοτεινού ουρανού, έχοντας παράλληλα την θέληση να ταξιδέψει πιο μακριά απ’ το φεγγάρι.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Welcome (2009)


Welcome, Willkommen, Bienvenuto, Bienvenue, Καλώς ήρθες....

Η ταινία ήδη μας καλωσορίζει μέσω του τίτλου της, ειρωνικά, κλείνοντας το μάτι στο θέατρο του παραλόγου που διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση και τη σχεδόν ανύπαρκτη και ασυγκρότητη αντίδραση των Ευρωπαϊκών κρατών.

Ο σκηνοθέτης Philippe Lioret επιθυμούσε να γυρίσει μια ταινία έχοντας ως εφαλτήριο τις τραγικές συνθήκες κράτησης και την αγωνία που βιώνουν παράνομοι μετανάστες στο λιμάνι Καλαί (Calais) της Γαλλίας, ενώ αποφάσισε να ξετυλίξει την ιστορία του στις πραγματικές τοποθεσίες των γεγονότων. Ένα πολύπαθο σταυροδρόμι, τοποθετημένο στο κανάλι της Μάγχης, το οποίο χωρίζουν μόλις 22 μίλια νερού από την αγγλική ακτή Ντόβερ.

Βασικό θέμα της ιστορίας, που ξετυλίγεται μέσα από μια μελαγχολική και γκρίζα ατμόσφαιρα, είναι ο 17χρονος Μπιλάλ, ένας Κούρδος μετανάστης, ο οποίος μετά από μια περιπετειώδη και οδυνηρή πεζοπορία 4000 χιλιομέτρων από το Ιράκ, φτάνει τελικά στο Καλαί, με απώτερο σκοπό να περάσει στην Αγγλία και να ανταμώσει με την αγαπημένη του Μίνα, η οποία ζει εκεί με την οικογένειά της.

Έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να περάσει παράνομα τα σύνορα μέσα σε ένα φορτηγό, οι αστυνομικές αρχές θα τον γυρίσουν πίσω με την προειδοποίηση της απέλασης. Τότε θα εμπνευστεί την ιδέα να διασχίσει τη Μάγχη κολυμπώντας μέχρι την αγγλική ακτή. Υπό το πρίσμα αυτού του σχεδίου θα γνωρίσει τον Σιμόν, έναν ντόπιο προπονητή κολύμβησης, από τον οποίο θα ζητήσει βοήθεια προκειμένου να προετοιμαστεί για το τιτάνιο εγχείρημά του.

Οι δυο κεντρικοί ήρωες αντικατοπτρίζουν δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους που συναντούμε στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις. Από τη μια ο Μπιλάλ, απόλυτα αποφασισμένος και προσηλωμένος στο στόχο του, εκπροσωπεί το παράνομο μεταναστευτικό κίνημα που κατακλύζει ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν πρωτόγονη δύναμη και αγνότητα, η οποία τον καθοδηγεί να εκπληρώσει αυτό για το οποίο ξεκίνησε, να συναντήσει την αγαπημένη του και να βρει μια δουλειά, η οποία θα του δώσει τη δυνατότητα να βοηθήσει την οικογένεια που άφησε πίσω του.

Από την άλλη ο Σιμόν, ο ατομικός τύπος ανθρώπου, ο οποίος έχει βυθιστεί στη κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση των αστικών κέντρων, ανίκανος να εκφράσει την αγάπη του προς την εν διαστάσει σύζυγό του, να αναπτύξει επαφές με τους ανθρώπους γύρω του ή, ακόμα, να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε κοινωνική δράση. Γι’ αυτόν ο Μπιλάλ θα είναι μια δραστική και βίαιη αφύπνιση από τη νάρκωση που είχε υποπέσει έως τώρα. Οι δυο άντρες θα συμπορευτούν, δημιουργώντας έναν παράδοξο δεσμό που άλλοτε παραπέμπει στη φιλία και άλλοτε στη σχέση που έχει ένας πατέρας με το γιο του, χωρίς όμως να βγουν αλώβητοι και άθικτοι από αυτή τη μελοδραματική «συγχορδία».

Οι δυο ηθοποιοί, ο Vincent Lindon ως Σιμόν και ο Firat Ayredi ως Μπιλάλ, ενσαρκώνουν ρεαλιστικά και με απόλυτη φυσικότητα τα στοιχεία των δυο χαρακτήρων, με τα χρώματα της συναισθηματικής τους κατάστασης. Για το ρόλο του Μπιλάλ ο ίδιος ο σκηνοθέτης επιδόθηκε σε μια αναζήτηση μέσα στις συμπαγείς κοινότητες των Κούρδων στην Ευρώπη (Βερολίνο, Σουηδία, Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη), για να ανακαλύψει τον Ayredi στη Γαλλία, και μαζί με αυτόν έναν αριθμό ερασιτεχνών ηθοποιών, οι οποίοι εμφανίζονται διαδραματίζοντας διάφορους ρόλους, όπως είναι οι Κούρδοι συνοδοιπόροι του Μπιλάλ και η αγαπημένη του Μίνα.

Πίσω από τους δυο ήρωες κινείται σε ένα «γκρίζο» φόντο η ίδια η γαλλική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία απαρτίζεται από εθελοντές που προσπαθούν μάταια να ανακουφίσουν το δράμα των μεταναστών, από «φιλήσυχους» πολίτες που επιλέγουν να λειτουργήσουν ξενοφοβικά και να καταδώσουν τον γείτονά τους, επειδή βοηθά κάποιους παράνομους εμιγκρέδες, και από τις αστυνομικές αρχές, που έχουν άχαρα αναλάβει το ρόλο αυτού που εφαρμόζει μια αναποτελεσματική και κατάφωρα άδικη μεταναστευτική πολιτική.

Η Γαλλία έχει αντιδράσει τα τελευταία χρόνια αρκετά σπασμωδικά στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, με μια σειρά από νόμους που τις περισσότερες φορές καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως διαφάνηκε από την «επονείδιστη» απέλαση των Ρομά) θυμίζοντας σκοτεινά και σκιώδη καθεστώτα του παρελθόντος. Μέσα από την ταινία υπάρχει άμεση αναφορά σε νόμο που είχε εκδοθεί και αφορούσε βαριά πρόστιμα και φυλάκιση έως και 5 χρόνια σε όσους Γάλλους πολίτες βοηθούν ή παρέχουν καταφύγιο σε μετανάστες. Μάλιστα το 2008, 4423 Γάλλοι κατηγορήθηκαν για τα παραπάνω και βρέθηκαν κρατούμενοι.

Ωστόσο, μέσα σε αυτό το διάχυτο κλίμα της μη ανεκτικότητας και της έλλειψης αλληλεγγύης, η ταινία του Lioret προβλήθηκε μέσα στη γαλλική βουλή, ωθώντας τους βουλευτές να επανεξετάσουν το συγκεκριμένο νόμο και αποδεικνύοντας ότι η τέχνη –εκτός από τροφή της ψυχής– μπορεί να αποτελέσει και μέσο βελτίωσης των ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης καθώς επίσης και ορμητήριο ρηξικέλευθων και ουσιωδών αλλαγών. Επιπλέον, έχοντας κερδίσει και το βραβείο LUX (2009), οδεύει να σπάσει ένα ακόμα ανασταλτικό φραγμό στην ανθρώπινη συνεκτικότητα και συνδιαλλαγή, αυτόν της γλώσσας.

Επίκαιρη όσο ποτέ, μετά τα αιματοβαμμένα γεγονότα της Νορβηγίας, το Welcome αποτελεί εν μέρει και μια καθρεπτική αναπαράσταση της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας, όπου το λιμάνι-«ανθρώπινη αποθήκη» του Καλαί δίνει τη θέση του σε αυτό της Πάτρας και στα σύνορα του Έβρου, για να μας κάνει να αναλογιστούμε ότι παρόμοιες εκδοχές της ιστορίας όλοι έχουμε ακούσει, γνωρίσει, ή ακόμα και βιώσει.

Επιβιβαστείτε λοιπόν σε ένα ακόμα «τρένο της αξιοπρέπειας» ("train de la dignité"), όπως ονομάστηκε αυτό με το οποίο τον Απρίλιο του 2011 αποπειράθηκαν να ταξιδέψουν Τυνήσιοι μετανάστες και εκπρόσωποι οργανώσεων αλληλεγγύης από τη χώρα υποδοχής τους, την Ιταλία, με προορισμό την πολυπόθητη Γαλλία. Καλό ταξίδι…

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Polytechnique (2009)

Τον Δεκέμβριο του 1989 ένας μισογύνης νεαρός εισβάλει οπλισμένος στην πολυτεχνική σχολή του πανεπιστημίου του Montreal και με απόλυτη ηρεμία και ξεκάθαρους σκοπούς, δολοφονεί εν ψυχρώ όσες περισσότερες φοιτήτριες έχουν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση της ταινίας του Villenueve και όσο σοκαριστική μπορεί να είναι μια τέτοια (αληθινή) ιστορία, άλλο τόσο καταφέρνει και γίνεται η μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη. Ίσως διότι ο σκηνοθέτης επιλέγει (πολύ σωστά) να μείνει αμέτοχος και άγνωμος απέναντι στα όσα διαδραματίζονται, μεταφέροντας με έναν απλό αλλά χαρισματικό τρόπο τον θεατή από την θέση που βρίσκεται, στην καρδιά της πολυτεχνικής σχολής, χαρίζοντάς του ένα κομμάτι από το βίωμα εκείνης της ημέρας.

Χωρίς να ζητάει απαντήσεις και χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες, η ταινία αναπαράγει πιστά την εφιαλτική ατμόσφαιρα της μαύρης εκείνης μέρας και χαράσσεται μονομιάς στην μνήμη αυτών που την παρακολουθούν. Όπως τα γεγονότα στην μνήμη εκείνων που τα έζησαν. Όμως σε τέτοιες ιστορίες δεν χωράνε χρώματα. Γι αυτό και ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί σε ασπρόμαυρο φιλμ και με μια κλινικά ασφυκτική ατμόσφαιρα που σπάνια συναντάς στο σινεμά, αφήνει χιλιόμετρα πίσω του παρόμοιες Ελεφάντινες προσεγγίσεις του παρελθόντος. Χωρίς να επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον εναγή θύτη (πέραν κάποιων βασικών του στοιχείων), αποφασίζει να δημιουργήσει μια ταινία αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στα αθώα θύματα εκείνης της μέρας. Αναπόδραστα όμως δημιουργεί και ένα βάναυσο σχόλιο στη σύγχρονη παράνοια και την λαίλαπα που αυτή εξαπολύει όταν της δοθεί η ευκαιρία. Χωρίς όμως αυτός να είναι και ο μοναδικός σκοπός του κ.Villenueve.

Η ταινία ξεκινάει με τον ξαφνικό ήχο ενός ημιαυτόματου που ξεσκίζει τους συνήθεις θορύβους των φοιτητών και μερικά σαστισμένα (και ματωμένα) πρόσωπα να περιφέρονται στους ταραγμένους διαδρόμους του πανεπιστημίου. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης λειτουργεί με flashbacks, για να βρεθεί λίγες ώρες πριν το μακελειό στο σπίτι του νεαρού φονιά ο οποίος με voice over σκέψεις (οι οποίες είναι ουσιαστικά το αληθινό σημείωμα αυτοκτονίας που βρέθηκε αργότερα) παρουσιάζει τους λόγους που τον οδήγησαν στην ειδεχθή του πράξη. Σε αυτό το σημείο σκέφτεσαι ότι ένας τέτοιος μισογυνικός χαρακτήρας δεν επιλέγει τυχαία την πολυτεχνική σχολή και δη της μηχανολογίας, ένα κατ’ εξοχήν ανδροπρεπή τμήμα που μόνο οι πιο θαρραλέες γυναίκες παρακολουθούν. Ή οι πιο θρασύτολμες. Όπως η Valérie την οποία κεντράρει ο Villenueve στην ταινία, μια γυναίκα που μέσα στη θρασυτολμία της είναι έτοιμη να διεκδικήσει μια θέση σε μια ανδροκρατούμενη αγορά εργασίας και στο πρόσωπο της οποίας μοιάζει να αντιπροσωπεύεται όλο το μίσος που αισθάνεται ο δολοφόνος απέναντι στο γυναικείο φύλο.

Βαθύτερα όμως δημιουργείται ακόμα ένα σχόλιο για τις μεγάλες πληγές που ανοίγουν και δεν μπορούν να κλείσουνε ποτέ. Ο οπλισμένος παρανοϊκός νεαρός με την εισβολή του στο πανεπιστήμιο, εκτός από τις ψυχές των αποθανόντων προσπάθησε να κλέψει και τα όνειρα όσων επέζησαν. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Κάποιοι άλλοι όμως (και αυτό θα έπρεπε να είναι το μεγάλο μάθημα της ζωής) ακόμα και αν τους άγγιξε ο θάνατος, κατάφεραν να βγούνε νικητές και να διεκδικήσουν ξανά το δικαίωμά τους στη ζωή. Όχι κατακλυσμένοι από μίσος, αλλά από μια αξιοθαύμαστη δύναμη προερχόμενη από τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, μια δύναμη ικανή να σταθεί δίπλα στα αιμόφυρτα (πια) όνειρα και μαζί τους να χαράξει μια πορεία προς ένα πιο αισιόδοξο αύριο. Ένα πιο γαλήνιο αύριο. Ακόμα και αν εκείνη η μέρα δεν σβηστεί ποτέ από την μνήμη. Ακόμα και αν οι εκκωφαντικοί κρότοι των πυροβολισμών δεν θα σταματήσουν ποτέ να αντηχούν στους αιματοβαμμένους διαδρόμους αυτού του πολυτεχνείου.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Away We Go (2009)

Ο Mark και η Verona ανακαλύπτουν - με ένα παράδοξο, είναι η αλήθεια, τρόπο - ότι περιμένουν παιδί. Και μπορεί να παραμένουν ανύπαντροι, δεν παραμένουν όμως εφησυχασμένοι στην αμφισβητήσιμη ευτυχία που τους προσφέρει η μέχρι τώρα ζωή τους, γι αυτό και ξεκινάνε ένα (wannabe) indie οδοιπορικό σε διάφορες πόλεις όπου βρίσκονται συγγενείς και φίλοι με προσαρμοσμένη ευτυχία, μήπως και μπορέσουν να τους αποσπάσουν την απάντηση για το τι πραγματικά είναι καλύτερο για ένα ευτυχισμένο σπιτικό. Και είναι στα πρώτα πέντε εισαγωγικά λεπτά, πριν ακόμα οι δύο πρωταγωνιστές πακετάρουν τις βαλίτσες τους, που η ιστορία των Vendela Vida και Dave Eggers (Where the Wild Things Are) καταφέρνει και σπέρνει σκέψεις και αμφιβολίες στο μυαλό του τριαντάρη θεατή, περιμένοντας μετά να θερίσει τις διαφορετικές - για τον καθένα από εμάς - απαντήσεις. Ίσως γιατί τα περισσότερα από αυτά που κάνουμε μέχρι την ηλικία των τριάντα τα κάνουμε τελείως αυθόρμητα. Και ενώ κάποια από αυτά μας αναστατώνουν, κάποια άλλα μας κάνουν να χαμογελάμε σαν χαζοί. Άλλα πάλι έχουν την δύναμη να τα κάνουν και τα δύο. Όπως μια (σχεδόν) απρόσμενη εγκυμοσύνη η οποία φέρνει τα πάνω κάτω στις ζωές και τις σκέψεις των ανθρώπων.

Δεν ξέρω αν αυτή είναι η πιο αχρείαστη ταινία του Mendes, θέλω να πιστεύω όμως ότι είναι η πιο αυθόρμητη. Με μια ανάλαφρη διάθεση που δεν θέλει να εμβαθύνει σε υπερσυντέλικα λάθη και ματαιόδοξες επιθυμίες (ελάχιστα, ίσως να αφήνει το μυαλό του θεατή να το κάνει), η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το παράταιρο alter ego του σκηνοθέτη. Εδώ δεν υπάρχει κάποια υπαρξιακή αποδόμηση της σύγχρονης Αμερικής, ούτε κάποια κρεσεντική κινηματογραφική αφηγηματικότητα (που χαρακτηρίζει το ύφος του Mendes). Υπάρχει όμως μια ζηλευτή στωικότητα στις σκέψεις και τα βλέμματα των δύο πρωταγωνιστών, η οποία με την σειρά της αποπνέει μια ανόθευτη και ανέμελη απλότητα. Βέβαια, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η απλότητα στον κινηματογράφο έγινε συνώνυμο με την ανουσιότητα (όπως κάποιοι ακράδαντα θέλουν να υποστηρίζουν) και νομίζω πως ούτε τώρα θα βρω κάποια απάντηση. Θα βρω όμως δύο χαρακτήρες που μέσα στα ανασφαλή μπαγκάζια τους, κουβαλάνε περισσότερη ανεξάρτητη αισιοδοξία και λιγότερη «αμερικάνικη ομορφιά» από αυτή που κάποιος θα περίμενε να δει.

Οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές ταξιδεύουν με σκοπό να βρούνε απαντήσεις. Δεν είναι το ότι οι ζωές τους έχουν πάρει τον λάθος δρόμο, είναι το ότι ακόμα δεν έχουν βρει τον σωστό. Στο ταξίδι τους συναντάνε ανθρώπους που στα μάτια τους φαίνονται δυσλειτουργικοί, περίεργοι και απομονωμένοι (μερικοί μπορεί και να είναι). Κάποιοι από αυτούς αναζητούν την ευτυχία, κάποιοι την άγγιξαν και δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν, ενώ άλλοι δεν την συνάντησαν ποτέ. Στο σύνολό τους όμως θα αποδείξουν στον Mark και την Verona (κατ’ επέκταση και στον θεατή) ότι η (κάθε) ευτυχία δεν αποκωδικοποιείται, ούτε φυσικά αντιγράφεται. Μοναχά αναζητείται και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε μέσα στο (κάθε) λοξοδρόμημα της αναζήτησης είναι να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα μας κοιτάξει, χαμογελώντας μας λυτρωτικά. Αρκεί να είμαστε εκεί την κατάλληλη στιγμή για να το αντιληφθούμε.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Maelström (2000)

Το Maelstrom είναι μια μικρή ιστορία που ξεκινάει με μια έκτρωση και το ταξίδι που κάνει η πρώην μέλλουσα μητέρα, από το σημείο που βρίσκεται έως την πραγματικότητα. Αυτή την ιστορία την διηγείται ένα χοντρό ψάρι το οποίο έπεσε στην παγίδα, πιάστηκε στα δίχτυα ενός Νορβηγού ψαρά και τώρα ο δήμιος είναι έτοιμος να του πάρει το κεφάλι με ένα κοφτερό μπαλτά. Γι αυτό και πιστεύω ότι αυτά τα τελευταία του λόγια μαρτυράνε την αλήθεια. Ή τουλάχιστον, αυτό προσπαθούνε να κάνουν. Όχι όμως την αλήθεια των ψαριών αλλά των ανθρώπων. Ακριβώς επειδή αυτή είναι μια ανθρώπινη ιστορία και όχι κάποιο ανέμελο παραμύθι.

Στην ιστορία αυτή οι άνθρωποι πρωταγωνιστές συμπεριφέρονται σαν τα ψάρια, έξω όμως από το νερό. Δεν μπορούν να καταλάβουν το περιβάλλον που ξαφνικά βρίσκονται, αδυνατούν να διαχειριστούνε τις ζωές τους και κάποιοι από αυτούς αδυνατούν να διαχειριστούνε και τον θάνατό τους. Στη συνέχεια, χάνουν την ψυχή τους. Και όπως τα κατεψυγμένα ψάρια στην ψαραγορά στέκονται και περιμένουν να χαθεί και η τελευταία απόδειξη της ύπαρξής τους, έτσι και αυτές οι κατεψυγμένες ψυχές, στέκονται στο κέντρο μιας μεγαλούπολης περιμένοντας να κατ-αναλωθούνε σε στιγμές που θα καταλήξουν στον θάνατο. Άλλωστε, όπως απέλπιδα φιλοσοφεί και ένας τυχαίος περαστικός, όλοι κάποτε εκεί θα καταλήξουμε.

Ο Villeneuve παίρνει αυτή την φιλοσοφία και την κάνει χίλια κομμάτια. Στρογγυλοκάθεται στο καλύτερο εστιατόριο μιας βρώμικης γειτονιάς και γράφει το σενάριό του με ένα σχεδόν αισιόδοξο ύφος και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί να συνοδεύει το χταπόδι που έχει παραγγείλει. Από αυτή την θέση παρατηρεί ανθρώπους που συμπεριφέρονται με λάθος τρόπο και μετά ζητάνε καλοσύνη. Τις περισσότερες φορές, σεξουαλική καλοσύνη και μάλιστα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Δεν έχουν άδικο αυτοί που υποστηρίζουν ότι όλα σε αυτή την ζωή συνδέονται με τον έρωτα και το σεξ. Ακόμα και ο θάνατος, ο οποίος μέσα στην αμεροληψία του, αποδεικνύεται τελικά άδικος με κάποιες επιλογές του και προσπαθεί μετά να διορθώσει τα αδιόρθωτα.

Σε αυτή την ιστορία ο σκηνοθέτης παίρνει πρώτα την γυναίκα και την τοποθετεί στη δίνη της αυτοκαταστροφής της. Στη συνέχεια τοποθετεί σε εκείνο το σημείο και τον άντρα, αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές μόνους να κάνουν αυτό που οι άνθρωποι ξέρουν να κάνουν καλύτερα. Να λουστούνε από έναν έρωτα που τον έχουνε ανάγκη. Όμως κάποιες αμαρτίες δεν ξεπλένονται με τίποτα. Ούτε φυσικά μπορούνε να κρυφτούν. Το μόνο που τους μένει είναι να φανερωθούν, γεννώντας στη συνέχεια τις συνέπειές τους.

Η ιστορία αυτή όμως δεν αποζητά την τιμωρία, ούτε τον ευτελισμό κανενός. Αποδεικνύει απλά ότι είμαστε όλοι κομμάτι μιας ζωής γεμάτης με αλληλένδετα περιστατικά και αλληλοεξαρτώμενους ανθρώπους. Όμως το μυστικό της ύπαρξής μας δεν κάνει να το μάθουμε ποτέ. Όσα και αν ζήσουμε σε αυτή την ζωή, όσα και αν καταφέρουμε να βιώσουμε. Σε κάνει όμως να αναρωτιέσαι. Πότε είμαστε ικανοί να κλάψουμε για κάποιον που έχουμε χάσει; Έστω και αθόρυβα. Ποιοί από εμάς αξίζουνε μια δεύτερη ευκαιρία και ποιοι όχι; Και τελικά, πόσες φορές μπορούμε να πεθάνουμε σε μια ζωή;

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Splice (2009)

Με το υπέροχο Cube του 1997 πολλοί ήταν εκείνοι που στο πρόσωπο του Vincenzo Natali αναγνώρισαν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και ελπιδοφόρους σκηνοθέτες της εποχής μας. Ταινία η οποία έκανε και εμένα να παρακολουθώ το έργο του από πολύ κοντά, περιμένοντας κάποια στιγμή ότι θα λάβει το ευρύ χειροκρότημα που έδειχνε ότι αξίζει. Τα γεγονότα όμως μιλάνε από μόνα τους και η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο το αναμενόμενο αριστούργημα δεν ήρθε, αλλά δυστυχώς ποτέ του δεν κατάφερε να παρουσιάσει κάτι αξιολογότερο του Κύβου (αν και το υποτιμημένο Cypher αποτελεί έξοχο δείγμα οικονομικά ανεξάρτητης sci-fi γραφής). Η ελπίδα όμως δεν πεθαίνει έτσι εύκολα και επειδή δεν πιστεύω ότι ο αγαπητός Natali είναι σκηνοθέτης της μιας ταινίας, είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα μας προσφέρει κάτι το πραγματικά αξιόλογο.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το ηλικιακά βρεφικό Splice έχει όλα τα φόντα για να μεταλλαχτεί σε μια εξαιρετική ταινία και αυτό διότι στο DNA του περιέχονται μερικά από τα πιο όμορφα συστατικά της κινηματογραφικής φύσης. Έχει στην καρέκλα του σκηνοθέτη ένα σχεδόν cult όνομα, έχει αρκετά χρήματα να τον στηρίζουν, δύο αναγνωρισμένους πρωταγωνιστές (Brody και Polley αμφότεροι απολαυστικοί) και ένα όμορφο σενάριο το οποίο βρίθει δυνατοτήτων ανάπτυξης για έναν φιλόδοξο δημιουργό, αλλά και δυνατοτήτων εμπορίου για έναν φιλόδοξο παραγωγό. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και το σημείο κλειδί για το τελικό αποτέλεσμα.

Δυο φιλόδοξοι οπτιμιστές επιστήμονες (ζευγάρι στο εργαστήριο, ζευγάρι και στη ζωή) συντάσσουν παιχνίδια με το DNA και δημιουργούν ένα υβρίδιο ανθρώπου με κάτι άλλο (το οποίο δύσκολα καταλαβαίνει κανείς τι είναι), έχοντας ως απώτερο σκοπό την παραγωγή φαρμακευτικών πρωτεϊνών για την μείωση και εξόντωση χρόνιων ανθρώπινων παθήσεων. Η δύναμη της προσδοκίας, το αίσθημα της ανωτερότητας και η χαρά της δημιουργίας ζωής είναι παράγοντες ισχυρότεροι από τα όποια ηθικά διλλήματα εμφανίζονται, γεννώντας όμως πάντα κάτι το κοινωνικά απαγορευμένο και γενετικά επικίνδυνο (γεγονός που έχουμε παρακολουθήσει ουκ ολίγες φορές στην ιστορία του κινηματογράφου και δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό).

Και ενώ αυτός είναι ο άξονας πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η ιστορία και ο οποίος από μόνος του αποτελεί σημείο εκκίνησης για μελέτη ηθικών και κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων πάνω στην ανθρώπινη φύση, συμπεριφορά και ανησυχία, ο σκηνοθέτης αρνείται πεισματικά να πορευτεί με αυτή την σκέψη. Το σενάριο από μόνο του δείχνει έναν πλουσιοπάροχο δρόμο αλλά ό ίδιος μοιάζει να τον αγνοεί, βαδίζοντας στο μονοπάτι ενός φιλοεμπορικού σινεμά, το οποίο ναι μεν έχει την λογική του, απογοητεύει όμως αυτόν που θα περίμενε το κάτι παραπάνω από έναν άνθρωπο με το παρελθόν του Natali.

Γεγονός το οποίο ελάχιστη σημασία έχει για έναν αυθεντικό σκουπιδοφάγο ο οποίος καταναλώνει ταινίες επιστημονικής φαντασίας σαν να’ ναι οξυγόνο και κάτι τέτοια τα προσπερνάει χωρίς καν να ενοχλείται. Όμως ένας φυσιολογικός (και απαιτητικός) θεατής δεν μπορεί να μη απογοητευτεί από τις αρκετές σεναριακές ευκολίες οι οποίες δεν κολακεύουν την ιστορία, ούτε της ταινίας ούτε και του σκηνοθέτη και θρυμματίζοντας με αργά και σταθερά βήματα τις όποιες προσδοκίες για κάτι το ξεχωριστό, καταστρέφουν το όλο εγχείρημα, πριν καν αυτό αρχίσει να κλιμακώνεται. Στο δεύτερο μισό δε, αφήνει τις επιστημονολογίες και φεύγει από το εργαστήριο παρασκευής ελπίδας για να μετακομίσει σε ένα νυχτωμένο δάσος, μεταλλασσόμενο σε μια ταινία εύκολου τρόμου και φτηνού εντυπωσιασμού η οποία τελικά δεν καταφέρνει ούτε να τρομάξει ούτε φυσικά να εντυπωσιάσει. Σε κάνει όμως να αναγνωρίσεις μια αδικία προς το πρόσωπο του Natali θέλοντας παράλληλα να του απευθύνεις τον λόγο με ένα τεράστιο «γιατί;» ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου. Απάντηση βέβαια δεν θα πάρεις αλλά η ελπίδα για το μέλλον παραμένει.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

The Best of 2009-2010. Οι καλύτερες ταινίες της σεζόν.

Λένε ότι οι μανιασμένοι κινηματογραφόφιλοι δεν πιστεύουν σε βαθμολογίες και λίστες, πιστεύουν όμως στην δύναμη που κρύβει κάθε ταινία ξεχωριστά. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με μια τέτοια σκέψη, δεν θα μπορούσα όμως και να αρνηθώ το πόσο διασκεδαστικό είναι να τα βάζεις όλα σε μια σειρά, να «κρίνεις» με βάσει το πόσο σε έχει επηρεάσει μια προβολή, το πόσο σου έχει μιλήσει μια ταινία. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια όμως γι αυτό και παρακάτω «παρατάσσονται» κάποιες από τις ταινίες που δύσκολα θα σβηστούν από την μνήμη, η κάθε μια για τον δικό της λόγο. Η λίστα αφορά ταινίες που παίχτηκαν στις Ελληνικές αίθουσες από τέλη Αυγούστου ‘09 μέχρι τέλη Αυγούστου ’10. Περίπου…


20. The Limits of Control - Jim Jarmusch
Η μόνη ταινία από αυτή την λίστα που δεν θα πρότεινα σε κάποιον άλλο να δει. Όχι γιατί δεν έχει να προσφέρει, το αντίθετο μάλιστα, όσο περισσότερο αφηγηματικά ελλιπής μοιάζει η ιστορία τόση περισσότερη τροφή για σκέψη μπορεί να χαρίσει στο θεατή. Όμως για κάποιο περίεργο λόγο, εκτιμάται κυρίως από αμετανόητους jarmushικούς. Νομίζω όμως πως ο Jarmush εδώ δεν νοιάζεται και πολύ. Artistique.

19. The Hurt Locker - Kathryn Bigelow
Στον πόλεμο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, υπάρχουν μόνο θύματα. Ζωντανός ή νεκρός δεν έχει σημασία όταν η ψυχή σου έχει χαθεί, όταν δεν έχει απομείνει πια κανένα νόημα για να συνεχίσεις από εκεί που είχες σταματήσει. Όταν έσκασε η βόμβα της Bigelow, κάποιοι καθήμενοι στη πολυθρόνα του σπιτιού τους την κατηγόρησαν για προπαγάνδα και άλλες ασυναρτησίες που ήθελαν και έπρεπε να δούνε. Ακόμα τις ψάχνουν.

18. Lebanon - Samuel Maoz
June, 1982 - The First Lebanon War. Μέσα από ένα μοναχικό tank με τέσσερις άπειρους στρατιώτες, ο Ισραηλινός Samuel Maoz, φωτογραφίζει μέσα από τον φακό του άρματος όλες τις λάθος εμπειρίες του πολέμου, εκτός και εντός του τεθωρακισμένου οχήματος, χωρίς να χρειάζεται τίποτα παραπάνω για να αναπαράγει το αυτονόητο: όπου υπάρχουν σφαίρες δεν υπάρχει ζωή, όπου υπάρχει πόλεμος, δεν υπάρχει ελπίδα.

17. Les Herbes Folles - Alain Resnais
Ο Alain Resnais επιστρέφει μετά το προ τριετίας υπέροχο Coeurs με τα εξίσου υπέροχα αγριόχορτά του, αφηγούμενος μια ιστορία ερωτικού ρομαντισμού, ανέμελης ειλικρίνειας και ιπτάμενων πρωταγωνιστών. Και όλα αυτά με τα αόρατα σημάδια του χρόνου που μοιάζει να μη πέρασε ποτέ πάνω απ’ τον αειθαλή δημιουργό. Υπέροχο σαν βόλτα με ένα μικρό αεροπλανάκι.

16. Drag Me to Hell - Sam Raimi
Πισωγύρισμα στο είδος που το ανέδειξε για τον Sam Raimi ο οποίος κατασκευάζει ένα φιλοεμπορικό μεν, διασκεδαστικότατο δε, σαλιωμένο requiem για τις χαμένες ψυχές μιας εποχής άκρατου καταναλωτισμού, φανατικού εγωϊσμού και εμπορευματοποίησης των ιδανικών. Ένα τρομοκρατικά εξιδανικευμένο ταξίδι, από εδώ μέχρι την κόλαση. Χαμένοι από χέρι είμαστε όλοι μας.

15. Στρέλλα - Πάνος Κούτρας
Ο Κούτρας δεν θέλει να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε κινηματογράφο αλλά τον τρόπο που βλέπουμε κάποιους ανθρώπους που υπάρχουν δίπλα μας. Διότι μεταξύ μας τώρα, δεν διαφέρουμε τόσο πολύ όσο πιστεύουμε. Μια οικογένεια ψάχνουμε όλοι, μια αγκαλιά. Κάποιον να νοιάζεται. Από της σημαντικότερες και πιο αναγκαίες ταινίες για τον Ελληνικό κινηματογράφο.

14. District 9 - Neill Blomkamp
Μοιάζει σαν αστείο αλλά οι εξωγήινες γαρίδες του District 9 εκθέτουν με χαρακτηριστική άνεση την υποκρισία δεκάδων πολιτισμένων λαών απέναντι στο σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας, την μετανάστευση. Με το Peter Jackson στην παραγωγή, ο πρωτοεμφανιζόμενος Neill Blomkamp καταθέτει αυτό που θα λέγαμε άποψη ντοκουμέντο. Και το φινάλε του, εμπορικά απολαυστικό.

13. A Single Man - Tom Ford
Μεγάλος μάστορας ο Tom Ford, ακόμα μεγαλύτερος ο Colin Firth, ο οποίος παραδίδει μαθήματα ηθοποιίας σε μια καλλιτεχνικά σπαρακτική ιστορία για τον πόνο της απώλειας και την ανησυχία του να είσαι αχρείαστος στους γύρω σου. Παίζουν και μερικές αναφορές στον Huxley. Τι κρίμα που κάποιοι την θεώρησαν μια ομοφυλοφιλική ταινία.

12. The Ghost Writer - Roman Polanski
Ο Polanski σε μεγάλα κέφια σκιαγραφεί ένα καλά καμουφλαρισμένο πολιτικό έγκλημα και αφήνει έναν ανώνυμο ερευνητή να χρωματίσει τις λεπτομέρειες. Με την χαρακτηριστική ειρωνεία του δημιουργού και μια αγωνιώδη ατμόσφαιρα που οφείλει πολλά στην μουσική του Alexandre Desplat, ο αόρατος ψάχνει τον δρόμο που οδηγεί τη διαφάνεια αλλα τελικά διασχίζει την δική του ένατη πύλη. Μαγεία.

11. Unmade Beds - Alexis Dos Santos
Η πιο ανέμελη ταινία της χρονιάς ξεχνάει να στρώσει το κρεβάτι της (ή καλύτερα δεν θέλει), δεν ξεχνάει όμως να αναζητήσει ένα χαμένο πρόσωπο, είτε αυτό λέγεται πατέρας, είτε σύντροφος, είτε απλά ένας άγνωστος που θα σου χαρίσει ένα τραγούδι και ύστερα θα χαθεί στην φασαρία μιας καπνοφορτισμένης νύχτας. Με black eyeliner πάντα.

10. Κυνόδοντας - Γιώργος Λάνθιμος
Από κάποιους λατρεύτηκε, από άλλους μισήθηκε. Κάποιοι το αναγνώρισαν ως εξαιρετικά πρωτοποριακό, ενώ άλλοι το απέρριψαν ως βίαια προσβλητικό. Η πνευματικά θρασύτολμη και κινηματογραφικά αξέχαστη εμπειρία του «Κυνόδοντα» προκαλεί ανοιχτά τον θεσμό της οικογένειας, διαστρεβλώνει την έννοια της ελευθερία της σκέψης, ενώ παράλληλα αμφισβητεί τις αρετές ενός κοινωνικού συστήματος το οποίο όλοι μας υπηρετούμε. Μέχρι πότε;

9. Shutter Island - Martin Scorsese
Το ψυχασθενικό αυτό b-movie που σκάρωσε ο κύριος Scorsese για φέτος, ξεκινάει ως ένα λαβυρινθώδες παιχνίδι χαρακτήρων (και) χιτσκοκικού τρόμου για να καταλήξει σε μια σπαρακτική διαπίστωση μιας θανατερής αλήθειας που πονάει όσο χίλιοι θάνατοι μαζί. Βγαλμένο από μια άλλη εποχή, κλασικό για όλες τις επόμενες.

8. Welcome - Philippe Lioret
Το βλέπεις μια και το θυμάσαι για πάντα. Το μικρό αυτό διαμαντάκι του Philippe Lioret εκθέτει την υποκρισία μας απέναντι στους μετανάστες αλλά αφιερώνεται στην οδύσσεια ενός ανθρώπου έτοιμου να διασχίσει ωκεανούς ολόκληρους για αυτήν που αγαπάει. Εσύ μέχρι που μπορείς να φτάσεις?

7. Un Prophète - Jacques Audiard
Ξεχειλισμένη από έναν ωμό ρεαλισμό που τσακίζει κόκκαλα, η τελευταία μέχρι στιγμής ταινία του Audiard αναρωτιέται ξεκάθαρα πόσο στοιχίζει η ανθρώπινη ζωή. Όχι μόνο αυτή που χάνεται αλλά και αυτή που αλλοιώνεται. Λίγη ψευδαίσθηση, λίγη ελευθερία, λίγο θάνατο μήπως; Και τελικά, πόσους χτύπους μπορεί να χάσει μια καρδιά;

6. Inglourious Basterds - Quentin Tarantino
Όταν ο απολαυστικά (και αναγκαία) αυθάδης Tarantino παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του τότε σπάει πλάκα με την ιστορία των ανθρώπων και του σινεμά, γράφοντας ένα δικό του υπέροχο κεφάλαιο. Δεν γίνεται να μην παρασυρθείς από το ταλέντο αυτού του ανθρώπου. Αυτό λέει είναι το αριστούργημά του αλλά εγώ δεν τον πιστεύω.

5. Lourdes - Jessica Hausner
Οι άνθρωποι έχουν φαντασία έχουν και την δύναμη να πλάθουν Θεούς, Δαίμονες, χρυσοεισπρακτικούς ναούς και ουρανοκατέβατα θαύματα. Με μίνιμαλ αποχρώσεις και μια εξαίσια υπόγεια επίθεση που εξαπολύεται προς κάθε μορφής εμπορευματοποιημένης πίστης, η Αυστριακή σκηνοθέτις παραδίδει ένα σπάνιας αισθητικής αριστούργημα, που μόνο με ένα θαύμα δεν θα ενοχλήσει τους βαθύτερα θρησκευόμενους θεατές.

4. Avatar - James Cameron
Ο Cameron καταφέρνει κάτι σπουδαίο εδώ. Δεν μεταφέρει απλά τον ανθρώπινο πολιτισμό σε έναν άλλο, τελείως διαφορετικό κόσμο δείχνοντάς του τον λάθος δρόμο που έχουμε πάρει εμείς εδώ στη γη, αλλά ταυτόχρονα διακτινίζει τον θεατή πίσω στο χρόνο, χαρίζοντάς του ένα παραμύθι που απολαμβάνεται με την ακραιφνή αφέλεια ενός παιδιού. Ήταν να πω ευχαριστώ εδώ αλλά το έχω ήδη πει.

3. Das weisse Band - Michael Haneke
Ο σπουδαιότερος ίσως σκηνοθέτης της εποχής μας στη σπουδαιότερη και πιο επιβλητική στιγμή του. Ο Haneke διδάσκει πως η βία γεννάει βία και ο πόλεμος θρέφει τον θάνατο. Όλα όμως ξεκινάνε από το σπίτι. Και όλα εδώ θα πληρωθούν, κάποια στιγμή. Κοιμήσου για λίγο άνθρωπε και ετοιμάσου να θερίσεις αυτό που έσπειρες. Καληνύχτα και καλή τύχη.

2. A Serious Man - Joel Coen, Ethan Coen
Οι αδερφοί Coen παίρνουν στα σοβαρά την ειρωνεία της ζωής, και μεγαλουργούν με μια ταινία που μοιάζει με αέναη μαθηματική εξίσωση αλλά λύνεται μόλις στα τελευταία της δευτερόλεπτα. Βλέπετε, η ζωή μας παίζει περίεργα παιχνίδια και εμείς συνεχίζουμε με μανία να αναλωνόμαστε στις λάθος στιγμές της. Ένας τυφώνας έρχεται, κάποια στιγμή για όλους μας. Αριστούργημα.

1. EL Secreto de sus ojos - Juan José Campanella
Όταν μια ταινία είναι αφιερωμένη στα αιώνια συναισθήματα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχάσει, υμνώντας την ισόβια – γι’ αυτό και ασύγκριτη – αγάπη, τότε σε αυτή την ταινία δεν αξίζει τίποτα παραπάνω από την κορυφή. Ελπίζω κάποια στιγμή να μπορέσουμε να αγαπήσουμε(ή να μισήσουμε) και εμείς με τον ίδιο τρόπο. Ίσως τότε νιώσουμε πραγματικά ζωντανοί.


Βέβαια, πέραν των παραπάνω αριστουργημάτων για την σεζόν που μόλις μας άφησε, δεν θα μπορούσα να ξεχάσω και κάποιες που έμειναν απ’ έξω όπως Whatever Works, Moon, Los cronocrímenes, Fantastic Mr. Fox, Get him to the Greek, Watchmen, Up, The Road, katalyn Varga, Where the Wild Things Are, Los abrazos rotos, Nowhere Boy, Antichrist, Politist adjectiv, Darbareye Elly, Mary and Max, Taking Woodstock, Ψυχή βαθιά, Zombieland, (500) Days of Summer, Soul Kitchen, La teta asustada, Kick-Ass, Nanjing! Nanjing!, Revanche, και φυσικά το Kimssi pyoryugi (Ναυαγός στο Φεγγάρι – αριστοτέχνημα που πέρασε φευγαλέα από φεστιβάλ της χώρας μας, δεν κατάφερε να περάσει τα διανομικά μας σύνορα, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία), ταινίες που χρωμάτισαν την χρονιά που πέρασε και κάθε μια άφησε το δικό της στίγμα στο πανί.

Καλή συνέχεια εύχομαι σε όλους μας, καλές προβολές και καλή δύναμη σε όσους την χρειάζονται…

Chris Zafeiriadis