Welcome, Willkommen, Bienvenuto, Bienvenue, Καλώς ήρθες....
Η ταινία ήδη μας καλωσορίζει μέσω του τίτλου της, ειρωνικά, κλείνοντας το μάτι στο θέατρο του παραλόγου που διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση και τη σχεδόν ανύπαρκτη και ασυγκρότητη αντίδραση των Ευρωπαϊκών κρατών.
Ο σκηνοθέτης Philippe Lioret επιθυμούσε να γυρίσει μια ταινία έχοντας ως εφαλτήριο τις τραγικές συνθήκες κράτησης και την αγωνία που βιώνουν παράνομοι μετανάστες στο λιμάνι Καλαί (Calais) της Γαλλίας, ενώ αποφάσισε να ξετυλίξει την ιστορία του στις πραγματικές τοποθεσίες των γεγονότων. Ένα πολύπαθο σταυροδρόμι, τοποθετημένο στο κανάλι της Μάγχης, το οποίο χωρίζουν μόλις 22 μίλια νερού από την αγγλική ακτή Ντόβερ.
Βασικό θέμα της ιστορίας, που ξετυλίγεται μέσα από μια μελαγχολική και γκρίζα ατμόσφαιρα, είναι ο 17χρονος Μπιλάλ, ένας Κούρδος μετανάστης, ο οποίος μετά από μια περιπετειώδη και οδυνηρή πεζοπορία 4000 χιλιομέτρων από το Ιράκ, φτάνει τελικά στο Καλαί, με απώτερο σκοπό να περάσει στην Αγγλία και να ανταμώσει με την αγαπημένη του Μίνα, η οποία ζει εκεί με την οικογένειά της.
Έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να περάσει παράνομα τα σύνορα μέσα σε ένα φορτηγό, οι αστυνομικές αρχές θα τον γυρίσουν πίσω με την προειδοποίηση της απέλασης. Τότε θα εμπνευστεί την ιδέα να διασχίσει τη Μάγχη κολυμπώντας μέχρι την αγγλική ακτή. Υπό το πρίσμα αυτού του σχεδίου θα γνωρίσει τον Σιμόν, έναν ντόπιο προπονητή κολύμβησης, από τον οποίο θα ζητήσει βοήθεια προκειμένου να προετοιμαστεί για το τιτάνιο εγχείρημά του.
Οι δυο κεντρικοί ήρωες αντικατοπτρίζουν δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους που συναντούμε στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις. Από τη μια ο Μπιλάλ, απόλυτα αποφασισμένος και προσηλωμένος στο στόχο του, εκπροσωπεί το παράνομο μεταναστευτικό κίνημα που κατακλύζει ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν πρωτόγονη δύναμη και αγνότητα, η οποία τον καθοδηγεί να εκπληρώσει αυτό για το οποίο ξεκίνησε, να συναντήσει την αγαπημένη του και να βρει μια δουλειά, η οποία θα του δώσει τη δυνατότητα να βοηθήσει την οικογένεια που άφησε πίσω του.
Από την άλλη ο Σιμόν, ο ατομικός τύπος ανθρώπου, ο οποίος έχει βυθιστεί στη κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση των αστικών κέντρων, ανίκανος να εκφράσει την αγάπη του προς την εν διαστάσει σύζυγό του, να αναπτύξει επαφές με τους ανθρώπους γύρω του ή, ακόμα, να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε κοινωνική δράση. Γι’ αυτόν ο Μπιλάλ θα είναι μια δραστική και βίαιη αφύπνιση από τη νάρκωση που είχε υποπέσει έως τώρα. Οι δυο άντρες θα συμπορευτούν, δημιουργώντας έναν παράδοξο δεσμό που άλλοτε παραπέμπει στη φιλία και άλλοτε στη σχέση που έχει ένας πατέρας με το γιο του, χωρίς όμως να βγουν αλώβητοι και άθικτοι από αυτή τη μελοδραματική «συγχορδία».
Οι δυο ηθοποιοί, ο Vincent Lindon ως Σιμόν και ο Firat Ayredi ως Μπιλάλ, ενσαρκώνουν ρεαλιστικά και με απόλυτη φυσικότητα τα στοιχεία των δυο χαρακτήρων, με τα χρώματα της συναισθηματικής τους κατάστασης. Για το ρόλο του Μπιλάλ ο ίδιος ο σκηνοθέτης επιδόθηκε σε μια αναζήτηση μέσα στις συμπαγείς κοινότητες των Κούρδων στην Ευρώπη (Βερολίνο, Σουηδία, Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη), για να ανακαλύψει τον Ayredi στη Γαλλία, και μαζί με αυτόν έναν αριθμό ερασιτεχνών ηθοποιών, οι οποίοι εμφανίζονται διαδραματίζοντας διάφορους ρόλους, όπως είναι οι Κούρδοι συνοδοιπόροι του Μπιλάλ και η αγαπημένη του Μίνα.
Πίσω από τους δυο ήρωες κινείται σε ένα «γκρίζο» φόντο η ίδια η γαλλική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία απαρτίζεται από εθελοντές που προσπαθούν μάταια να ανακουφίσουν το δράμα των μεταναστών, από «φιλήσυχους» πολίτες που επιλέγουν να λειτουργήσουν ξενοφοβικά και να καταδώσουν τον γείτονά τους, επειδή βοηθά κάποιους παράνομους εμιγκρέδες, και από τις αστυνομικές αρχές, που έχουν άχαρα αναλάβει το ρόλο αυτού που εφαρμόζει μια αναποτελεσματική και κατάφωρα άδικη μεταναστευτική πολιτική.
Η Γαλλία έχει αντιδράσει τα τελευταία χρόνια αρκετά σπασμωδικά στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, με μια σειρά από νόμους που τις περισσότερες φορές καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως διαφάνηκε από την «επονείδιστη» απέλαση των Ρομά) θυμίζοντας σκοτεινά και σκιώδη καθεστώτα του παρελθόντος. Μέσα από την ταινία υπάρχει άμεση αναφορά σε νόμο που είχε εκδοθεί και αφορούσε βαριά πρόστιμα και φυλάκιση έως και 5 χρόνια σε όσους Γάλλους πολίτες βοηθούν ή παρέχουν καταφύγιο σε μετανάστες. Μάλιστα το 2008, 4423 Γάλλοι κατηγορήθηκαν για τα παραπάνω και βρέθηκαν κρατούμενοι.
Ωστόσο, μέσα σε αυτό το διάχυτο κλίμα της μη ανεκτικότητας και της έλλειψης αλληλεγγύης, η ταινία του Lioret προβλήθηκε μέσα στη γαλλική βουλή, ωθώντας τους βουλευτές να επανεξετάσουν το συγκεκριμένο νόμο και αποδεικνύοντας ότι η τέχνη –εκτός από τροφή της ψυχής– μπορεί να αποτελέσει και μέσο βελτίωσης των ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης καθώς επίσης και ορμητήριο ρηξικέλευθων και ουσιωδών αλλαγών. Επιπλέον, έχοντας κερδίσει και το βραβείο LUX (2009), οδεύει να σπάσει ένα ακόμα ανασταλτικό φραγμό στην ανθρώπινη συνεκτικότητα και συνδιαλλαγή, αυτόν της γλώσσας.
Επίκαιρη όσο ποτέ, μετά τα αιματοβαμμένα γεγονότα της Νορβηγίας, το Welcome αποτελεί εν μέρει και μια καθρεπτική αναπαράσταση της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας, όπου το λιμάνι-«ανθρώπινη αποθήκη» του Καλαί δίνει τη θέση του σε αυτό της Πάτρας και στα σύνορα του Έβρου, για να μας κάνει να αναλογιστούμε ότι παρόμοιες εκδοχές της ιστορίας όλοι έχουμε ακούσει, γνωρίσει, ή ακόμα και βιώσει.
Επιβιβαστείτε λοιπόν σε ένα ακόμα «τρένο της αξιοπρέπειας» ("train de la dignité"), όπως ονομάστηκε αυτό με το οποίο τον Απρίλιο του 2011 αποπειράθηκαν να ταξιδέψουν Τυνήσιοι μετανάστες και εκπρόσωποι οργανώσεων αλληλεγγύης από τη χώρα υποδοχής τους, την Ιταλία, με προορισμό την πολυπόθητη Γαλλία. Καλό ταξίδι…
Κατερίνα Λυτριάνη
Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου