Κυριακή 14 Μαΐου 2017

The Void (2016)

“There’s a demon inside, Bloodlet it out,
Bloodlet it out, ‘Til you love me again”
(Munroe, 2015) 

Μέσα από τ’αχαρτογράφητα βάθη του ανθρώπινου παραλογισμού (που μετουσιώνονται σε κινηματογραφική επιθυμία και, μετά, εμπειρία) αναδύεται το ‘Void’, το οποίο, αφού δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες πρωτοτυπίας μέσα από το σενάριό του, προσπαθεί να διεκδικήσει μια θέση στο πάνθεον του φανταστικού σινεμά, κυρίως μέσα από τον τρόπο αφήγησης και την κατασκευή του. Το αν το καταφέρνει ή όχι, εξαρτάται αποκλειστικά από την ανοχή των λάτρων του είδους, αφού γι’ αυτούς και μόνο φαίνεται να προορίζεται. Άλλωστε το σινεμά του φανταστικού μοιάζει να συγχωρεί πολλά και να επαινεί ακόμα περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο είδος, σε κάθε κατασκευή που φαίνεται να πάσχει σε αρκετά σημεία αλλά διαθέτει τις κατάλληλες αρετές για να το απολαύσεις.

Ταινίες σαν το ‘Void’ αξίζει να μνημονεύονται γιατί έχουν το θάρρος και τολμάνε να βαδίσουν σε δύσβατα μονοπάτια, κάτι που οφείλεται κυρίως στους δύο τρελαμένους δημιουργούς του. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κύριοι Gillespie και Kostanski είναι αφοσιωμένοι κινηματογραφόφιλοι, αγαπάνε το φανταστικό σινεμά – κυρίως της δεκαετίας των 80’s (οι στα όρια της κλοπής επιρροές δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν εδώ, αφού αναγνωρίζονται εύκολα με την πρώτη ματιά) – και σε αυτό φαίνεται να θέλουν να επενδύσουν, αφού, όπως και σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής, η κατανάλωση χωρίς δημιουργία δεν οδηγεί πουθενά.

Στημένο με μεράκι, προσήλωση στο σκοτάδι, απολαυστικά practical effects (τα οποία πάντα θα κερδίζουν με διαφορά τη μάχη με τα άψυχα cgi των υπολογιστών) και με μια σχετική περιρρέουσα αναρχία στην πλοκή, το ‘Void’ ακολουθεί μια ομάδα επαρχιωτών που παγιδεύονται σε ένα υπό εγκατάλειψη νοσοκομείο της περιοχής και απειλούνται από μια ομάδα αιρετικών, ντυμένων με άσπρα σεντόνια κι ένα μαύρο τρίγωνο στην περιοχή του προσώπου – σύμβολο ενός απροσδιόριστου κακού που μοιάζει να κυριαρχεί υπόγεια στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, και χωρίς καμία εξήγηση, μέσα στο ίδιο το νοσοκομείο αρχίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα των κόσμων που έχει πλάσει η ανθρώπινη φαντασία (επίγειων, ουράνιων και κολασμένων). Κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι αυτό που παρακολουθείς δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ακατανόητη ταλάντευση ανάμεσα στη βίαιη πραγματικότητα και την αρρωστημένη φαντασία που πλάθει το μυαλό, μια ταλάντευση που ξεκινάει από αυτό που προσπαθείς να κατανοήσεις και καταλήγει σε έναν never-ending αιματοβαμμένο εφιάλτη για τους ήρωες της ιστορίας.

Η ιστορία ξεκινάει απίθανα, χτίζοντας ένα μυστήριο που σε κεντρίζει και σε κάνει να αναρωτιέσαι. Η συνέχεια εξελίσσεται μέσα σε μια αινιγματική ατμόσφαιρα η οποία εισάγει απειλητικές φιγούρες που προκαλούν τον τρόμο, ενώ αρκετά νωρίς περνάει σε body-horror εξάρσεις, καταδύεται σε ένα υπόγειο γεμάτο ζωντανά πτώματα και, τελικά, χάνεται μέσα σ’έναν κυκεώνα κρεουργημένης σάρκας και ονείρων από έναν άλλο κόσμο – εκεί όπου ο ομφάλιος λώρος της μητέρας δίνει ζωή σε πλάσματα από το υπερπέραν. 

Αυτό που ίσως ενοχλήσει κάποιους είναι η έλλειψη μιας ουσιαστικότερης ερμηνείας των όσων συμβαίνουν, η οποία θα ωθούσε την ταινία σε ένα ψηλότερο σκαλοπάτι και θα χρησιμοποιούσε τα όμορφα εξωτερικά χαρακτηριστικά για κάτι πραγματικά πνευματώδες. Αντίθετα, όμως, τα όσα περίεργα συμβαίνουν μένουν μετέωρα χωρίς ίχνος δικαιολόγησης, οπότε και οι προθέσεις των δημιουργών τίθενται υπό αμφισβήτηση. Κάπως έτσι το Void παραμένει χαμένο μέσα στην άβυσσο την οποία υπηρετεί, σαν ένα εφιαλτικό παραμύθι εγκλωβισμένο μέσα στο χρόνο και το χώρο. Από την άλλη, βέβαια, ως λάτρεις τέτοιων ελλειπτικών, σχεδόν ακρωτηριασμένων ιστοριών, μπορούμε να αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη και να χρησιμοποιήσουμε την περιορισμένη αφήγηση της πλοκής ως ένα εργαλείο για τη δημιουργία μιας ολότελα δικής μας προσέγγισης της ιστορίας. Μπορούμε έτσι να δώσουμε τη δική μας ερμηνεία στην αλλοιωμένη πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται στην οθόνη, να έρθουμε κοντά στο Κενό και να το αναγνωρίσουμε ως ένα μικρό διαμάντι του cosmic horror subgenre. Αν, φυσικά, υπάρχει κάτι τέτοιο.

Chris Zafeiriadis

Δεν υπάρχουν σχόλια: