Η ταινία του Jeremy Gardner αποτελεί έναν μικρό άθλο. Όχι
μόνο γιατί δημιουργήθηκε μέσα σε μόλις 16 ημέρες από τα 6.000 δανεικά δολάρια
που μάζεψε ο δημιουργός της, χωρίς αυτό να την καθιστά φτηνή ή επιπόλαια, αλλά
γιατί καταφέρνει μέσα από μια ιστορία ζωντανών νεκρών να αναδείξει όλη τη
κρυμμένη μελαγχολία στο πρόσωπο των χαρακτήρων του. Καταφέρνει να αναδείξει την
μοναξιά των επιζώντων μέσα σε ένα κόσμο που άνθισε από τον πολιτισμό, για να
καταρρεύσει στη συνέχεια από άγνωστη αιτία και να μετατρέψει τους κατοίκους του
σε αιμοδιψή ανθρωπόμορφα πλάσματα, περιφερόμενα χωρίς ψυχή και χωρίς συναίσθηση
της πραγματικότητάς τους.
Μπορεί οι νεκροζώντανοι να περιφέρονται αιματοβαμμένοι και
με διαθέσεις κανιβαλισμού, ωστόσο ο Gardner δεν κάνει το λάθος να επικεντρωθεί
σε αυτούς και χρησιμοποιεί την εικόνα τους με φειδώ, όταν θέλει δηλαδή να
δημιουργήσει στιγμές ανόθευτου τρόμου. Διαθέτει λοιπόν τον περισσότερο χρόνο
του στους δύο αντρικούς του χαρακτήρες. Δυο χαρακτήρες που προσπαθούν να
επιβιώσουν σε έναν τόπο που δεν έχει και πολλά να κάνεις, δεν έχεις και πολλά
να πεις, αφού έχει ερημώσει από φωνές και το μόνο που απομένει είναι η ηχώ των
αναμνήσεων μιας εποχής που έχει αφήσει τους ανθρώπους ανεπιστρεπτί.
Η πρώτη ώρα της ταινίας αναλώνεται στον τρόπο με τον οποίο
οι δύο αυτοί κεντρικοί χαρακτήρες περιπλανιόνται στην εγκαταλελειμμένη
αμερικανική ύπαιθρο αναζητώντας καταφύγιο και τροφή, αλλά και τον τρόπο που ο
καθένας τους ξεχωριστά προσπαθεί να διαχειριστεί την Αποκάλυψη. Ο πρώτος είναι
ένας κυνικός ρεαλιστής που σχεδόν διασκεδάζει με όσα ελάχιστα συμβαίνουν και
τις περισσότερες φορές παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, ενώ ο δεύτερος
ακούει μουσική σε ένα παλιό ντίσκμαν, δυσκολευόμενος να αποδεχτεί την καινούρια
πραγματικότητα στην οποία ανήκει. Οι δυο τους ταξιδεύουν συνεχώς και
αναλώνονται σε λιγοστές συζητήσεις και στιγμές ανέμελου baseball αφού αυτό
είναι το μόνο χαρακτηριστικό που έχουνε κοινό.
Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας (λίγο πριν ο
Gardner ξεμείνει από ιδέες) όπου οι δύο πρωταγωνιστές πέφτουν θύματα της
εναπομένουσας ανθρώπινης κοινωνίας και εγκλωβίζονται με ελάχιστα τρόφιμα και
καμία διέξοδο σε ένα αμετακίνητο Volvo station wagon, περικυκλωμένοι από
μερικές ντουζίνες αγριεμένους νεκροζώντανους. Κάπως έτσι η ταινία υιοθετεί έναν
πιο δραματουργικό τόνο και μέσω του μινιμαλισμού της αποδεικνύει ότι δεν
χρειάζεσαι ένα παγκόσμιο budget
για να κάνεις μια καλή ταινία τρόμου, απλά να χρησιμοποιήσεις την βαρβαρότητα
όχι ως μέτρο εντυπωσιασμού αλλά ως κινηματογραφική ουσία.
Chris Zafeiriadis
3 σχόλια:
Δυστυχώς η ταινία στο τελευταίο μισάωρο, όπως πολύ σωστά επισημάνεις κι εσύ, ξέμεινε από ιδέες. Μου φάνηκε σαν να “εκβίαζε” τις καταστάσεις. Επίσης με ξίνισε κάπως το πώς παρουσίαζαν τα ζόμπι όπου φαίνονταν εντελώς ανίκανα. Βέβαια μακάρι να βλέπαμε περισσότερες τέτοιες αυθόρμητες low budget ταινίες τρόμου παρά τις “στημένες” των στούντιο.
2/5: Έτσι κι έτσι
Είχε μια low budget φρεσκάδα το συγκεκριμένο που με κάνει να του συγχωρώ τις περισσότερες ατέλειές του... Και αυτός ο Gardner (που κανένας δεν τον ήξερε πιο πριν) φαίνεται να γουστάρει αυτό που κάνει αφού προσπάθησε, δούλεψε και πέτυχε ό,τι μπορούσε να πετύχει με τα λίγα που είχε στη διάθεσή του.. Ας ελπίσουμε μόνο να μην 'καταπιεί' η βιομηχανία..
Για 'Έτσι κι έτσι' είναι αλλά προσωπικά θα του έβαζα λίγο παραπάνω.. ;)
Όντως δεν της φαίνεται καθόλου το πολύ χαμηλό της (ανύπαρκτο θα έλεγα) budget. Και αυτό είναι κάτι που το καταφέρνεις με πολύ μεράκι. Και αυτό το "μεράκι" στις μέρες μας είναι κάτι πολύ σπάνιο διότι πολύ απλά επικρατεί ο ψυχρός επαγγελματισμός.
Φαντάζομαι θα έβαζες “λίγο παραπάνω” λόγω του πολύ χαμηλού της budget και της επιτυχημένης προσπάθειας του σκηνοθέτης της να παρουσιάσει ένα αποτέλεσμα που δεν έχει να ζηλέψει και πολλά από μια ταινία με “φυσιολογικό” budget.
Δημοσίευση σχολίου