Σκηνοθετημένο με αυστηρή μαεστρία και ένα σφιχτοδεμένα
θεατρικό τρόπο, το Margin Call θα σε πιάσει από τα μούτρα και θα σε τοποθετήσει χωρίς
χρονοτριβή και χωρίς κανένα δισταγμό στα αχανή γραφεία ενός οικονομικού
κολοσσού, στον αδυσώπητο κόσμο του καπιταλιστικού συστήματος, όπου οι άνθρωποι
ανέρχονται με αφοσίωση και πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής, όποτε κριθεί
απαραίτητο από εκείνους που δεν έχεις ποτέ τη τύχη να γνωρίσεις. Σε ένα τέτοιο
περιβάλλον όπου ο καθένας κοιτάει τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, στο τέλος
της ημέρας κάποιος κερδίζει και κάποιος πάντα χάνει, με τον ισχυρότερο να επιβιώνει
και τον πιο αδύναμο να γίνεται περιττός και να χάνεται μέσα στο πλήθος, σαν να
μην ήταν ποτέ κομμάτι αυτής της παραγωγής. Σε έναν τέτοιο κόσμο, μακριά από την
καθημερινή απλότητα και την οικογενειακή θαλπωρή, οι άνθρωποι του συστήματος ζούνε
και περιφέρονται στους διαδρόμους, χωρίς να έχουν ιδέα του τι πρόκειται να
συμβεί.
Αυτό που συμβαίνει λίγα μόλις λεπτά μετά από ένα σχεδόν
προγραμματισμένο υπαλληλικό ξεσκαρτάρισμα («λουτρό αίματος» όπως το αποκαλεί
ένας απ’ τους εναπομείναντες) είναι η κρίση. Μια οικονομικά απροσδόκητη κρίση η
οποία γεννάται υπόγεια και καμουφλαρισμένα στα ανήθικα σκοτάδια της εταιρίας
και σιγά-σιγά εκκολάπτεται με στόχο να κατακτήσει ολόκληρο το επενδυτικό σύστημα
της Δύσης, φανερώνοντας παράλληλα το αληθινό πρόσωπο ενός πληγέντος
καπιταλισμού. Από τους οικονομικούς όρους και το καμουφλάζ του ρευστοποιημένου
οικονομικού πανικού δεν θα καταλάβεις και πολλά, άλλωστε οι έννοιες δεν τοποθετήθηκαν
στο σενάριο για να τις καταλαβαίνουν όλοι. Αυτό φυσικά δεν αφαιρεί και πολλά
από την θέαση, καταφέρνει όμως να φέρει τον θεατή πιο κοντά στα πρόσωπα. Στα
πρόσωπα και τους ανθρώπους που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που
γίνεται και η εστίαση, αφού για τον σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) J. C. Chandor,
η κλιμάκωση της κρίσης είναι αναμενόμενη.
Μέσα σε μόλις μια νύχτα θα γνωρίσεις μερικές από τις πιο ευφυείς
προσωπικότητες που το σύστημα κατάφερε να καταβροχθίσει και να τους μετατρέψει
σε αφοσιωμένους υπηρέτες, τοποθετημένους στον αμείλικτο δρόμο του χρήματος και
της δόξας. «Είναι αυτό που πάντα ήθελα να κάνω» εξομολογεί ένας 24χρονος λίγο
πριν απολυθεί για πάντα, με την εξομολόγηση να περιγράφει τη δύναμη και την
ισχύ του δολαρίου απέναντι στην υποταγή της προσωπικότητας. Αργότερα στην
ταινία, μια ακόμα πραγματικότητα φανερώνεται. Τα χρήματα δεν είναι τίποτα
παραπάνω από χρωματισμένα κομμάτια χαρτιού που παράγουμε για να έχουμε κάτι να
ανταλλάσσουμε μεταξύ μας έτσι ώστε να γλιτώσουμε τον κανιβαλισμό. Βλέποντας όμως
τη δράση των ανθρώπων αντιλαμβάνεσαι ότι όχι μόνο τον κανιβαλισμό δεν γλιτώσαμε
αλλά στην καταγεγραμμένη ιστορία του καπιταλισμού καταφέραμε να τον ανάγουμε σε
φυσική ανάγκη για την επιβίωση της σάρκας και του τρωτού μας εγωισμού.
Κάπως έτσι το Margin Call μετατρέπεται σε μια ταινία για τον
άνθρωπο και τη διαφορά ανάμεσα στους απλούς πολίτες που βιώνουν την κρίση και
εκείνους που διαχειρίζονται τα κεφάλαια και την οικονομική διάσωση (του εαυτού
τους). Οι πρώτοι συνεχίζουν να παλεύουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της
κατανόησης, οι δεύτεροι ζούνε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια απέραντη μοναξιά,
προσπαθώντας από κάπου να πιαστούν. με μοναδικούς φίλους μερικές μονάχα τσίχλες
νικοτίνης. Δεν είναι τυχαίο που κατά τη διάρκεια της νύχτας κανείς από τους εμπλεκόμενους
δεν επικοινωνεί με κάποιον δικό του άνθρωπο, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον
χαρακτήρας του Stanley Tucci ο οποίος επιθυμεί να αποδράσει, αντιλαμβανόμενος
το λάθος. Μέσα σε αυτή την καταβρόχθιση ανθρώπινων προσωπικοτήτων, το
συναίσθημα της μοναξιάς στέκει αγέρωχο, χωρίς όμως να φαίνεται ότι υπάρχει
δυνατότητα να ξεφύγεις από αυτό. Χωρίς να αναπτύσσεις την επιθυμία της
συντροφικότητας, παρά μόνο όταν νιώσεις ότι σκότωσες ό,τι κάποτε ήτανε δικό σου,
παρά μόνο αν πέσεις στα γόνατα και νιώσεις να χάνεται η ανάσα του πιο πιστού
σου φίλου.
Η ημέρα της κρίσης δεν ήταν ποτέ πιο βασανιστικά γενναιόδωρη.
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου