Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις καλογυαλισμένες ταπετσαρίες ενός τυπικού (γι’ αυτό, ίσως, και συμβολικού) διαμερίσματος, τοποθετημένου σε μια τυχαία γωνιά του δυτικού πολιτισμού, ο Θεός της Σφαγής θα πετσοκόψει τους τέσσερις μεσήλικες πρωταγωνιστές του και θα διαχύσει τα εντόσθια τους στους τέσσερις τοίχους (έναν για κάθε πρωταγωνιστή), εξολοθρεύοντας κάθε ίχνος επίσημης (και υποχρεωτικής) ευγένειας που μας χαρακτηρίζει. Κάπως έτσι, το επιβεβλημένο αστικό προσωπείο γίνεται ρημάδι, δίνοντας την θέση του στην πιο απολαυστική αποδόμηση της πολιτισμένης διαγωγής μας, σε μια ταινία που πιθανότερο είναι να μισήσεις, παρά να αγαπήσεις.
Παρακολουθώντας την Σφαγή έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει σαρδόνια. Όχι από τα (λιγότερο)κωμικο(και περισσότερο)τραγικά, φαιδρά ευτράπελα των δύο ζευγαριών αλλά από την σοφία που αναβλύζει μέσα από την παγίδα που τους έστησε ο σκηνοθέτης. Στην αρχή τους φέρνει αντιμέτωπους με έναν καθημερινό, συνηθισμένο (ακόμα και αν κατέληξε σε μικρή αιματοχυσία) καβγά των τέκνων τους και στη συνέχεια (με τους ματωμένους πρωταγωνιστές απόντες) τους επιβάλει να εξετάσουν τις διαφορές των δύο παιδιών, εξετάζοντας παράλληλα και τους λόγους που μια άγουρη κοινωνία εκκολαπτόμενων αστών, προτιμά να λύνει τα προβλήματά της πολεμώντας με ξύλινα όπλα στα χέρια, παρά με την σοφία των ενηλίκων. Μια σοφία που ακόμα και αν μοιάζει παρούσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στη συνέχεια καταδικάζεται στην αφάνεια, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Το θεατρικό της Yasmina Reza μοιάζει το ιδανικό όπλο για να εξαπολύσει ο σκηνοθέτης μια τυπική (πλην όμως, πάντοτε αναγκαία) επίθεση στην ανθρώπινη ευγένεια. Και δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω από το να αφήσει χώρο σε αυτούς τους μανιακούς ρημαδόρους να ρημάξουν την απαστράπτουσα αξιοπρέπειά τους, ρημάζοντας παράλληλα την κατανόηση των συμβάντων και, κατ’ επέκταση, του εαυτού τους. Γυαλισμένες εξωτερικά αλλά τσαλακωμένες εσωτερικά υπάρξεις, οι οποίες παραμένουν τρομοκρατημένες στη θέα μιας αλήθειας που δεν λέγεται, πνίγουν την θλίψη τους σε ακριβά ουίσκι και χειροποίητες τάρτες φρούτων, κρύβοντας παράλληλα την περιρρέουσα κακοθυμία τους σε ακριβά λευκώματα φωτογραφιών και σπάνιες εκδόσεις βιβλιοδετημένων αναμνήσεων.
Κοιτώντας όμως τη φιλμογραφία του Πολωνού, διαπιστώνεις ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από όταν το Μαχαίρι έκοβε στα δύο τον φαινομενικό πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε. Για τους περισσότερο (απαισιόδοξους, ρεαλιστές) δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, ακόμα κι αν περάσουν χίλια χρόνια από τώρα και χίλιοι άνθρωποι βρεθούν στα ίδια σπίτια που κατοικούμε σήμερα εμείς. Αυτό που ίσως αλλάξει (για τους αισιόδοξους, ρομαντικούς) είναι η προσωπική μας παραδοχή. Διότι ακόμα και αν το προσπαθούμε καθημερινά, δεν μπορούμε να φαινόμαστε συνεχώς ως εκείνοι που θα έπρεπε. Αναπόδραστα, κάποια στιγμή θα φανούμε αυτοί που πραγματικά είμαστε. Μπορούμε να υποκριθούμε, όχι όμως για πάντα, μπορούμε να κρυφτούμε, έως την στιγμή που θα ξεράσουμε τους εαυτούς μας στα μούτρα εκείνων που το αξίζουν περισσότερο.
Chris Zafeiriadis
2 σχόλια:
Ακριβώς αυτό!
Χαίρομαι που συμφωνείς Γιώργο Καλαποθαράκο...
Δημοσίευση σχολίου