Το τελευταίο διάστημα παρακολουθώ το Ελληνικό σινεμά από κοντά. Όχι από πολύ κοντά όμως γιατί δεν θέλω να με αντιληφθεί. Μ’ αρέσει να το κοιτάω από απόσταση, να το βλέπω να εξελίσσεται και να διαμορφώνει το καινούριο του πρόσωπο. Η Αθηνά Τσαγγάρη ανήκοντας στο σύνολο αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, δεν χαρίζει απλά ανάσες ζωής στο σινεμά αυτού του τόπου, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να επικοινωνεί άμεσα με τον θεατή, δίνοντάς του την τροφή που χρειάζεται για την δική του (καταναλωτική) εξέλιξη. Αρκεί να έχει τα μάτια του ανοιχτά και το μυαλό του σε λειτουργία.
Το Attenberg ξεκινάει με τα πειραματικά, σαλιωμένα φιλιά δύο κοριτσιών. Αυτό δεν το καθιστά αυτομάτως προκλητικό αλλά μια ταινία περίεργη να μάθει. Η περιέργεια βέβαια δεν περιορίζεται μόνο στην εξερεύνηση της ανταλλαγής υγρών αλλά προχωράει μερικά βήματα παραπέρα, αναζητώντας συναισθήματα που όλοι μας βιώνουμε και καταστάσεις που αργά ή γρήγορα όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί είναι καταδικασμένοι να αντιμετωπίσουν σε αυτόν τον κόσμο. Ακόμα και τα μικρά ζωάκια που πρωταγωνιστούν στα ντοκιμαντέρ του Sir David Attenborough.
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η εικοσιτριάχρονη Μαρίνα η οποία καλείται να αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα που δεν της αξίζει. Ένα αυθεντικό Be Bop Kid, που πρέπει να μάθει να ζει με αυτούς που δεν θέλει, να αντιμετωπίσει με τον μικροαστικό παροξυσμό του τόπου μας και τέλος, να βρει τρόπο να ανοίξει τα φτερά που κρύβει στην πλάτη της για να πετάξει. Ενστικτωδώς. Και όλα αυτά, πριν ακόμα μάθει να χαμογελάει. Την Μαρίνα μπορεί να μη την καταλάβεις. Μπορεί ακόμα να την θεωρήσεις και χαζή. Όμως θα κάνεις λάθος, γιατί αυτός ο χαρακτήρας εσωκλείει μέσα του συναισθήματα που οι περισσότεροι δεν θα νιώσουνε ποτέ. Αυτό το κορίτσι καλείται να σηκώσει στους ώμους του όλη την μακαβριότητα ενός κόσμου στον οποίο το μόνο που έχουμε μάθει να κάνουμε καλά είναι να πιθηκίζουμε με έπαρση.
Ολόκληρη η ταινία μυρίζει (ή καλύτερα, βρωμάει) γυναίκα. Από τον τρόπο που χειρίζεται τα κορίτσια και τα εκτεθειμένα βρακιά τους, μέχρι τον τρόπο που αντιμετωπίζει την βαρβατίλα των αντρικών γενετικών οργάνων. Ακόμα και όταν προσπαθεί να υποδυθεί τον άντρα μιλώντας για τα γυναικεία στήθη, αναβλύζει μια αρχέγονη θηλυκότητα η οποία τσακίζει κόκκαλα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μιλάει με αλήθειες που μας αφορούν όλους. Το Attenberg αναγνωρίζει αλλά δεν προσβάλει τα ταμπού που υπάρχουν στις κοινωνίες των θηλαστικών ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα ακραιφνώς εύστοχο σχόλιο πάνω στην απογαλάκτωση και την αποδέσμευση του παιδιού από τον γονέα / δάσκαλο. Της επιβαλλόμενης και πρόωρης αποδέσμευσης η οποία μέσα από την αναγκαστική επιβολή της, μοιάζει το πιο άδικο πράγμα του άγουρα βιομηχανικού τοπίου των Άσπρων Σπιτιών.
Το Attenberg είναι δεξιοτεχνικά βυθισμένο στον μακάβριο ρεαλισμό ανθρώπων που χάσανε και στη συνέχεια – για λίγο - χάθηκαν και οι ίδιοι. Εκεί υπάρχουν κάποιες στιγμές που μερικοί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Ένα ξαφνικό «σκάσε» της Μαρίνας (το οποίο κρύβει μέσα του όσα δεν χωράνε στους διαλόγους μιας ταινίας) και την πιο ειλικρινή αντίδραση σε θάνατο που έχω παρακολουθήσει ποτέ στον κινηματογράφο. Αντίδραση παιδιού σε θάνατο γονέα. Ακόμα και αν οι περισσότεροι δεν καταλάβουνε τον λόγο.
Παράλληλα όμως η ταινία πρεσβεύει την συντροφικότητα, δίνοντας αξία στην ανάγκη του να έχουμε κάποιον δίπλα μας. Κάποιον που δεν θα ντρεπόμαστε και μαζί του θα φτύνουμε τον κόσμο που μας έτυχε από ψηλά. Κάποιον που θα ανταλλάσουμε βρισιές, θα φιλιόμαστε με γλώσσα και θα χορεύουμε υστερικά, πιασμένοι αγκαζέ. Και που θα μας κοιτάει στα μάτια και θα μας δίνει κουράγιο και δύναμη, κρατώντας με μανία το δεξί μας χέρι. Ή το αριστερό, δεν έχει σημασία.
Κάποιες ταινίες είναι φτιαγμένες για λίγους.
Chris Zafeiriadis