Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Braindead (1992)



Ήταν αρχές της δεκαετίας του ‘90 όταν ο Jackson αποφάσισε να ταξιδέψει στο κινηματογραφικό(;) Skull Island, γνωστό και ως σπίτι του βασιλιά Kong, όχι όμως για να αναμετρηθεί με το υπερμεγέθες μεγαλείο του πελώριου αυτού γορίλα (αυτό θα το κάνει λίγα χρόνια αργότερα, χαρίζοντάς μας ένα αριστουργηματικό remake), αλλά για να ανακαλύψει/αποκαλύψει ένα σπάνιο υβρίδιο ζώου, διασταύρωση τρωκτικού και κερκοπιθήκου, υβρίδιο ικανό να προκαλέσει τρόμο, αποστροφή, θάνατο και τελικά ανάσταση σε όσους έχουν την ατυχία να αναμετρηθούν μαζί του. Άλλωστε το νησί στο οποίο φιλοξενείται το αλλόκοτο αυτό είδος, μοιάζει σαν τόπος ξεχασμένος από τον φθοροποιό χρόνο, ανέπαφος από τις ανθρώπινες εξελίξεις και τελικά απομακρυσμένος από οποιοδήποτε είδος ανθρώπινης λογικής. Το παράλογο εδώ, έχει την τιμητική του.

Όμως ο Jackson θέλει να δημιουργήσει μια ταινία στον τόπο που τον γέννησε. Έτσι, μετά από τα πρώτα εισαγωγικά λεπτά, το τερατουργηματικό υβρίδιο πέφτει θύμα της ανθρώπινης απληστίας, παγιδεύεται, ταξιδεύει και φυλακίζεται σε έναν φτωχό ζωολογικό κήπο, στο Wellington της Νέας Ζηλανδίας. Και αν δεν έχεις ταξιδέψει στη Νέα Ζηλανδία, παρόλο που η χώρα τοποθετήθηκε κυριολεκτικά στην άκρη της γης, ο σκηνοθέτης θα σου περιγράψει πώς οι άνθρωποι εκεί δεν διαφέρουν καθόλου από όλους τους υπόλοιπους συνοίκους  αυτού του πλανήτη. Με τον ίδιο τρόπο γεννιούνται,  αναπτύσσονται, φαντασιώνονται, ποθούν σαν μικρά παιδιά (όχι πάντοτε όμορφα) και ενηλικιώνονται, μερικοί από αυτούς εγκλωβισμένοι σε μια πλήρως ανεπτυγμένη μητρική φυλακή. Όπως ο πρωταγωνιστής Lionel, έρμαιο των προσταγών της χήρας μητέρας του, απομονωμένοι και οι δυο σε ένα μοναχικό σπίτι στην άκρη της πόλης, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση, θαρρείς, του οίκου των Bates από το αινιγματικό Ψυχώ.

Η επίθεση σε αυτό το μητρικό αντί-πρότυπο γίνεται διπλά.

Από την μία η εμφάνιση της νεαρής και όμορφης Paquita η οποία υπό την καθοδήγηση μιας τράπουλας tarot διεκδικεί από τον Lionel έναν έρωτα που θα κρατήσει μια ζωή (sic), διεκδικώντας παράλληλα μια θέση στην καρδιά του νεαρού αυτού άντρα. Μια θέση η οποία μέχρι τώρα ανήκε σε μια μητέρα η οποία δεν νοεί να αποχωριστεί το μονάκριβό της τέκνο και μέσα στην ασυμφωνία του παράλογου και απολυταρχικού μυαλού της, θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει αυτή τη «συνεύρεση». Διακωμώδηση εδώ δεν υπάρχει από τον σκηνοθέτη, τουλάχιστον όχι όσο προστάζουν οι περιστάσεις, υπάρχει όμως μια απαστράπτουσα πραγματικότητα που θέλει τους δύο συμμετέχοντες στο δίπολο μητέρα-γιος αλληλένδετα εξαρτημένους και απόλυτα αλληλοεπιδράσιμους. Όχι όμως για πάντα.

Από την άλλη, το τερατουργηματικό υβρίδιο επιτίθεται και μολύνει τη μάνα σε μια στιγμή αδυναμίας της, μετατρέποντάς την σταδιακά σε μια παραμορφωμένη και απέθαντη απειλή. Ένα νεκροζώντανο και νεκραναστημένο κουφάρι το οποίο με τη σειρά του εξαπολύει τον θάνατο σε όσους πλησιάζουν το σπίτι, σε όσους παρέμειναν συνένοχοι στην εθελοτυφλία τους (αχόρταγα αφοσιωμένοι στις δικές τους κρεμώδεις αδυναμίες) και σε όσους αμφισβητούν την αδιάλειπτη αγάπη προς τον μονάκριβο γιο της (κυρίως μετά θάνατο).  Κάπου εκεί ένας αιματοβαμμένος  χορός απέθαντων ξεκινά .


Μετά την μεταμόρφωση της μητέρας σε απέθαντη, καταβροχθίστρια σάρκας, ο Jackson οργιάζει. Μέσα στα εμπνευσμένα του καρέ παρελαύνουν όλοι οι σινεματικοί του ήρωες, όσοι αγάπησε και όσοι αναπόδραστα του δίδαξαν τους φανερούς και κρυφούς μηχανισμούς του κινηματογράφου. Μέσα στο Braindead αναπνέουν οι νεκροζώντανοι του Romero φιλτραρισμένοι από την ανεμελιά του Raimi και το μεράκι του Yuzna, η ακρότητα του Gordon Lewis παρέα με τον όραμα του εφετζή Harryhausen, μερικές σταγόνες από την διασκεδαστική παράνοια των ταινιών του Henenlotter, ένα παραμύθι αναλλοίωτης πίστης, και ένα φιλί βγαλμένο από ολόκληρη τη ρομαντζάδα των χολιγουντιανών 40ς.

Όλα τα παραπάνω πολλαπλασιασμένα …επί χίλια (εκτός του φιλιού), καταλήγουν σε ένα φιλάνε άξιο απέραντης μνείας, με τον νεαρό Lionel να αγωνίζεται με στρατιές παραμορφωμένων εχθρών, να πνίγεται από την ακατάστατη αιματοχυσία και τελικά να απογαλακτίζεται και να αναγεννιέται μέσα από τα σπλάχνα της μητέρας που τον γέννησε, ασπαζόμενος την τότε ανεξαρτητοποιημένη Νέο-Ζηλανδική πραγματικότητα (στο πλαίσιο ανεξαρτησίας της χώρας το 1947 – άλλωστε η ταινία τοποθετείται αόριστα στα 50’s). Μια αναγέννηση όμοια με εκείνη του ντεμπούτου Bad Taste που μεταμόρφωσε τον Jackson από ονειροπόλο κινηματογραφόφιλο σε ερασιτέχνη κινηματογραφιστή και τώρα σε δημιουργό παγκόσμιας εμβέλειας και λατρείας.

Κάπου εκεί το Braindead αποκαλύπτεται και μου θυμίζει γιατί αγαπώ αυτή τη τέχνη. Μπορεί η ταινία του Jackson να είναι λουσμένη στο αίμα και τα εντόσθια, μπορεί από τα θεμέλιά της να είναι χτισμένη επάνω στη κωμωδία και την σάτιρα, παραμένει όμως η επίτευξη ενός ονείρου, απόσταγμα της νεανικής και ακόρεστης φαντασίας ενός ανθρώπου, ικανού να πλάθει και να γκρεμίζει (κινηματογραφικούς) κόσμους, χωρίς ούτε για μια στιγμή να γίνεται θρασύς ή μεγαλομανής. Σαν ένα μικρό παιδί που του έδωσαν το αγαπημένο του παιχνίδι και άφησαν να το χαρεί οργιάζοντας χωρίς φειδώ και χωρίς περιορισμούς, με την φαντασία του αχαλίνωτη και το πείσμα του για δημιουργία ακλόνητο. Ένα πείσμα που μεταμορφώνει τις ευχές του σε πραγματικότητα και τα όνειρά του σε εικόνες καθιστώντας το Braindead ως την απολαυστικότερη κωμωδία των 90’s, την πιο αιματοβαμμένη ταινία που μπορώ να θυμάμαι και την καλύτερη γραφή ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, η καριέρα του οποίου ακόμα ξετυλίγεται.

Υπερβολές, έτσι; Χμμ…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Restless (2011)



Το Restless, παρ’ όλη την μακάβρια αύρα και την προ/μετά/θανάτια αναπνοή του, παραμένει ένα συναισθηματικό παραμύθι. Ένα παραμύθι από εκείνα που διαβάζονται τις πιο δύσκολες στιγμές και τις μεταμορφώνουν σε αθάνατες εμπειρίες μιας ζωής χωρίς φινάλε. Άλλωστε, είχα ακούσει κάποτε να λένε ότι κάποιες αναμνήσεις μένουν για περισσότερο από μια ζωή. Ταινίες σαν και τούτη εδώ, με την ανασφάλεια, την νεανική απειρία και την περιρρέουσα μελαγχολία τους, δε θέλησαν ποτέ να (επανα)προσδιορίσουν το δράμα αλλά να αγγίξουν, έστω και κλασματικά, τη στιγμή. Τη στιγμή που χωρίς φειδώ μοιράζονται οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, ακόμα και όταν ο θάνατος τούς έτυχε σαν φίλος, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι μιας λάθος εποχής.

Δεν ξέρω και για να πω την αλήθεια, δεν θα ήθελα να μάθω κιόλας, αν για τον Gus van Sant αυτή είναι μια σημαντική ταινία. Ξέρω όμως ότι παραμένει μια από τις ομορφότερες στιγμές μιας πολυμορφικής και αυθόρμητα αντισυμβατικής φιλμογραφίας. Και μπορεί ο δημιουργός, μετά από τόσα χρόνια και τόσες ταινίες που μας έχει χαρίσει να μην έχει καταφέρει ακόμα να γίνει φίλος (αλήθεια όμως, δεν είναι δικό μου το λάθος), δεν μπορώ να πω όμως το ίδιο για την Annabel και τον Enoch (εκείνη μια μελαγχολική καουμπόισσα και εκείνος ένας περιπλανώμενος ονειροπόλος), δύο χαρακτήρες που τους συναντάς για μία φορά και τους θαυμάζεις για όλες τις υπόλοιπες, ακόμα και αν δεν καταφέρουν να σε πείσουν με την πρώτη. Πώς να ξεχάσεις άλλωστε το χαμόγελο και τη λαχτάρα τους να καταβροχθίσουν ό,τι τους έχει απομείνει, πώς να ξεχάσεις την αρμονία στο βλέμμα τους όταν κοιτάζονται στα μάτια, αντλώντας το οξυγόνο για μια βουτιά ακόμα στο άγνωστο της επόμενης αναπνοής.

Chris Zafeiriadis