Όπου και αν βρισκόμαστε, είμαστε θεατές. Σε οποιοδήποτε
μέρος, σε οποιαδήποτε αίθουσα και σε οποιονδήποτε δρόμο και αν βαδίσουμε,
παραμένουμε ανώνυμοι παρατηρητές ενός έργου που άλλοτε γνωρίζουμε και άλλοτε
δεν έχουμε ιδέα που και πως θα καταλήξει. Και όμως, η θέαση μας γοητεύει. Μας
γοητεύει και μας υπνωτίζει, πλημμυρίζοντας
το μυαλό και την καρδιά με εικόνες και συναισθήματα για μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις.
Η κατά Σαίξπηρ αλήθεια, ότι ο όλος ο κόσμος είναι μια απέραντη σκηνή κι όλοι οι
άντρες και γυναίκες είναι απλώς ηθοποιοί, όχι απλά επαληθεύεται εδώ, αλλά μοιάζει
να εδραιώνεται πλέον στις συνειδήσεις εκείνων που τολμούν να αψηφήσουν την
αναμφίβολη πραγματικότητα. Να εδραιώνεται σαν τη μοναδική αλήθεια, ενός
παράλογου και ανήλεου κόσμου στον οποίο οφείλουμε τα πάντα και ταυτόχρονα, δεν
του χρωστάμε τίποτα απολύτως.
Το Holy Motors δεν είναι απλά μια ταινία για το σινεμά, είναι το σινεμά το
ίδιο. Είναι εμπνευσμένο, παθιασμένο και ειλικρινές, από το πρώτο δευτερόλεπτο,
μέχρι να πέσουν(;) οι τίτλοι τέλους, ερωτευμένο με τις ιστορίες και ηδονισμένο
με τις κινηματογραφικές εικόνες όχι μίας, αλλά κάθε εποχής. Γι’ αυτό και
γίνεται επικίνδυνα εθιστικό. Μπορείς να το παρακολουθείς ξανά και ξανά, σα
ναρκωτικό που θα το νιώσεις να κυλάει μέσα σου και να γίνεται ένα μαζί σου,
μέχρι η καρδιά να λαχταρήσει και τα όνειρα να συγχρονιστούνε στο ίδιο
καρδιοχτύπι. Εκείνα τα όνειρα που περιμένεις Με Κομμένη την Ανάσα να
πραγματοποιηθούν, μήπως και καταφέρεις, έστω και για μια στιγμή, να γίνεις αναπόσπαστο
κομμάτι τους.
Η ιστορία της ταινίας είναι απροσδόκητα απλή αλλά ταυτόχρονα
εξαιρετικά σύνθετη. Ένας ηθοποιός
περιπλανιέται στους ανώνυμους και επώνυμους δρόμους του Παρισιού, χρησιμοποιώντας
τα πίσω καθίσματα μιας λευκής λιμουζίνας ως καμαρίνι και μεταμορφώνεται
συνεχώς, οικειοποιώντας εννέα διαφορετικούς ρόλους και εννέα διαφορετικούς
χαρακτήρες, όσοι και οι μήνες που εκκολάπτεται ένας άνθρωπος μέσα στη μήτρα της
μητέρας του. Βέβαια, ηθοποιός σημαίνει φως και στη Πόλη του Φωτός το μόνο που απομένει
να κάνει ένας ηθοποιός είναι να λάμψει. Έτσι και ο Denis Lavant ακτινοβολεί σε
κάθε δευτερόλεπτό της ταινίας, σε κάθε μεταμόρφωση του κορμιού του και σε κάθε
μορφασμό του ευμετάβλητου προσώπου του. Γίνεται ο φτωχός και ο πλούσιος, ο θύτης και το θύμα, η
πεντάμορφη και το τέρας σε ένα σώμα, μια ψυχή. Άλλοτε με μια μαγκούρα στο χέρι
να ζητιανεύει πενταροδεκάρες και άλλοτε με ένα ακορντεόν κρεμασμένο στο στήθος,
να σου ξεσκίζει την καρδιά, σκορπίζοντας με ένα πονεμένο πάθος τα κομμάτια της
στους πολύφωτους δρόμους της Γαλλικής πρωτεύουσας.
Έτσι το Holy Motors
μετατρέπεται σε ταξίδι. Ένα ατμοσφαιρικό, παραπλανητικό, νοσταλγικό ταξίδι από
το σινεμά του χτες, μέχρι τα όνειρα και τις αξίες που μένουν για το αύριο. Μια
παρ-αισθησιακή, ερωτική και ταυτόχρονα αινιγματική περιήγηση στην άβυσσο της bigger than life ονείρωξης
των ανθρώπων και τη διαρκή αυτοτιμωρία του να είσαι (και να μένεις) για πάντα ο
εαυτός σου. Ξέρεις όμως, όταν κοιτάζεις αχόρταγα την άβυσσο, κάποια στιγμή θα
σε κοιτάξει και εκείνη με τον ίδιο τρόπο. Και τότε γίνεσαι ένα μαζί της, βυθισμένος
στη αγκαλιά της και μεθυσμένος από όλα όσα ήθελες αλλά δεν μπόρεσες να είσαι.
Έτσι το Holy Motors
γίνεται το όνειρο και η πραγματικότητα μαζί, η αλήθεια και το ψέμα σε μια
στιγμή ακόρεστης συμβίωσης.
Έπειτα, είναι και οι μηχανές. Demons to some, angels to others όπως έχω ακούσει να
τις αποκαλούνε, τα άγια αυτά δημιουργήματα τα όποια μας καλωσορίζουν στα
σπλάχνα τους (“Welcome to the Machine”;) και είτε ως κάμερες απαθανατίζουν τους ανθρώπους, είτε ως μηχανές προβολής,
σκορπάνε τις εικόνες σε εκείνους που τις έχουν περισσότερο ανάγκη. Και
μεταμορφώνουν τις στιγμές μας σε κάτι συναρπαστικό. Διότι, ξέχασα να πω, οι
στιγμές μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα είναι το ίδιο σημαντικές (και ιερές)
με εκείνες απ’ έξω, κομμάτι της ζωής μας και ας μη το καταλαβαίνουν οι
περισσότεροι. Σε αυτές τις μηχανές ο Carax αφιερώνει
ένα κομμάτι της ψυχής του και τις χαρίζει τη φωνή που ποτέ δεν τους δόθηκε. Και
οι μηχανές, σαν ζωντανοί οργανισμοί το μόνο που ζητάνε είναι να συνεχίσουν να
υπάρχουν. Να συνεχίσουν να τροφοδοτούνε εμάς τους ανθρώπους με όλα όσα μισούμε, όλα
όσα αγαπάμε και τελικά όλα όσα μας κρατάνε ζωντανούς, απαθανατίζοντας έναν
αέναο και παθιασμένο έρωτα, σε κάθε του στιγμή, σαν να είναι και η τελευταία.
Ευτυχώς όμως, ποτέ δεν είναι.
Chris Zafeiriadis