Το δράμα έχει τη δυνατότητα να ελίσσεται. Όχι μόνο ανάμεσα
στους χαρακτήρες και τα ανυποψίαστα θύματά του, αλλά και ανάμεσα στις εποχές
που διαδέχονται η μία την άλλη με μανία, χωρίς ενδοιασμό και χωρίς καμία χρονοτριβή.
Με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζεται ως μια διαχρονική κατάσταση την οποία το μόνο
που έχεις να κάνεις είναι να την αποδεχτείς και να την αντιμετωπίσεις τη στιγμή
που τη βιώνεις. Διαφορετικά μένει για πάντα εκεί, αφήνοντας ανοιχτούς λογαριασμούς για τους επόμενους που
θα ‘ρθουν. Τα ίχνη βεβαίως είναι
παντοτινά.
Το δράμα σε επιλέγει χωρίς κανένα δισταγμό. Επιλέγει να
έρθει κοντά σου, να σε αγκαλιάσει, να σε τυραννήσει και τελικά να σε
μεταμορφώσει σε κάτι που δεν πίστευες ότι μπορούσες να υπάρξεις. Στηn ταινία του Cianfrance το
δράμα αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις, ισόποσες στη δυναμική τους, όχι όμως και
στις επιπτώσεις που έχουν στους εκάστοτε πρωταγωνιστές.
Τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας αφιερώνονται στον υπέροχα εκφραστικό
Ryan Gosling με τα ταλαιπωρημένα τατουάζ
και τα ξεθωριασμένα αμάνικα, που τυχαίνει να είναι και ένας από τους πιο αξιολάτρευτους
ηθοποιούς της γενιάς του. Ο χαρακτήρας του, Luke, είναι και ο πρώτος που δέχεται τα πυρά της τραγωδίας και
αναπόδραστα μεταμορφώνεται. Μεταμορφώνεται από ριψοκίνδυνο μοτοσικλετιστή ενός συγχυσμένου
λούνα παρκ, σε πατέρα ενός παιδιού που δεν ήξερε ότι υπάρχει. Καλείται έτσι να επανακαθορίσει
τις προτεραιότητες που τον περιβάλλουν και να επαναφέρει στα ίσια μια ζωή
γεμάτη ανισορροπίες, επανακτώντας παράλληλα το κίνητρο που θα προσδιορίσει τις μετέπειτα
επιλογές του. Ένα κίνητρο που μετατρέπει
τον Luke σε παράτολμο ληστή τραπεζών, με τρεμάμενη φωνή αλλά σταθερή
πίστη στην κινδυνώδη του φύση. Μια χαμένη ψυχή που αφήνει πίσω της τον
πεσιμισμό της ασημαντότητας, ανακαλύπτοντας τη λαχτάρα της ευθύνης και της αξίας
του να νοιάζεσαι επιτέλους για κάτι.
Στο δεύτερο μέρος το βάρος πέφτει στον Bradley Cooper και
την ενσάρκωση του Avery. Πριν τη μετάβαση όμως, μεσολαβεί η σύγκρουση με τον Luke και
στη συνέχεια το ψέμα. Ένα αθέατο ψέμα μιας αστραπιαίας στιγμής που μετατρέπει
τον έτερο πρωταγωνιστή από ανώνυμο αστυνομικό σε διακεκριμένο ήρωα και με το
πέρασμα των χρόνων, σε ισχυρό πρόσωπο της πολιτικής. Της πολιτικής μιας χώρας ηθικά
ηττημένης, που έχει μάθει να εθελοτυφλεί μπροστά στο αίσθημα της ευθύνης, με
αυτό όμως είναι το πιο αδύναμο κομμάτι της ταινίας. Τη δόξα ουδείς εμίσησε,
αρκετοί όμως την πόθησαν παραδίδοντας γη και ύδωρ στο βωμό της συνεχούς
αναρρίχησης στο κοινωνικό σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, μια συνείδηση που
μοιάζει να μένει για πάντα με το βάρος της ενοχής και του ψεύδους, αφήνοντας παρά
δίπλα μια ρημαγμένη μητέρα (παραδόξως, έξοχη η κυρία Mendes) και έναν αθώο γόνο να επωμίζεται
το δράμα.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, η τραγωδία σταματά να
επιτίθεται και ξεκινά την αναζήτηση της λύτρωσης που οφείλει στα θύματά της.
Παράλληλα με μια στιγμή συγχώρεσης που έρχεται με καθυστέρηση 15 ετών, ανίκανη
να αντιστρέψει τη ροή του χρόνου που
έχει λούσει με αδυσώπητες στιγμές τα θύματά του. Είπαμε, τα ίχνη είναι
παντοτινά. Παντοτινή όμως είναι και η λύτρωση από τη στιγμή που θα την
κατακτήσεις. Αυτό είναι κάτι που ο Cianfrance γνωρίζει και επάνω του χτίζει το
φινάλε της ταινίας. Ένα φινάλε που χαμόγελα δεν έχει, προσπαθεί όμως να
λυτρώσει τον θεατή από το βάρος του δράματος που προηγήθηκε, απονέμοντας την ευθύνη σ’ αυτούς που την απαρνήθηκαν και
την ελευθερία σε εκείνους που δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να την κατοικήσουν.
Με τον καβαλάρη μιας ατίθασης μοτοσυκλέτας να χάνεται στην
απέραντη αναζήτηση της καινούριας, αυθύπαρκτης ζωής του.
Chris Zafeiriadis