Τη χρονιά που το μαύρο (noir) αγκάλιαζε τη Chinatown και η μαφία αναζητούσε δικαίωση
στο δεύτερο μέρος του Νονού, τη χρονιά που η νομοθεσία κατέρρεε στο σεναριακό
παροξυσμό του Death Wish και ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος κατακρεουργούσε τη νεολαία με το
Πριόνι του, ο Scorsese
παρουσίαζε ένα εύθραυστο γυναικείο πορτραίτο και το αφιέρωνε υπογείως στον
θεσμό της οικογένειας, όπως επίσης υπογείως έπραττε και ο Spielberg με το “παράνομο”
Sugarland Express του. Σαράντα χρόνια μετά, ελάχιστα έχουν αλλάξει στον τρόπο με
τον οποίο η πραγματικότητα αφαιρεί από την αξία, όσα ο ίδιος ο άνθρωπος δεν
μπόρεσε να της αναγνωρίσει.
Για την Alice
θα μπορούσε κάποιος να μιλάει για ώρες. Όχι γιατί ο χαρακτήρας της είναι τόσο
μοναδικός, ούτε γιατί τα μάτια της Ellen Burstyn που την ερμηνεύει είναι τόσο
υπέροχα εκφραστικά, αλλά γιατί μέσα σε αυτά μπορείς να αναγνωρίσεις ακατάβλητα
χαρακτηριστικά των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ανθρώπων που νόμιζαν ότι η ζωή
έρχεται πάντα όπως την περιμένουμε (για να μας διαψεύσει πανηγυρικά), που πίστεψαν
ότι το εφήμερο μετατρέπεται καμιά φορά σε άφθαρτο, ανθρώπων που γεύτηκαν το
όνειρο αλλά δεν κατάφεραν ποτέ τους να το κατακτήσουν. Αντίθετα, αντίκρισαν την
επιθυμία να σβήνει και να θυσιάζεται σε έναν αμείλικτο βωμό που λέγεται
πραγματικότητα και μάλιστα με την σφραγίδα της συγκατάθεσής τους. Το όνειρο,
βέβαια, όταν πιστώνεται, κρατάει το βλέμμα του καρφωμένο στο μέλλον,
προσδοκώντας μια απαστράπτουσα στιγμή πραγμάτωσης, ακόμα κι όταν αυτή δεν μοιάζει
να έρχεται από τον μακρινό ορίζοντα. Έχει μάθει όμως στην ελπίδα, γι’ αυτό και
υπομένει.
Από τον πόθο της παιδικής ηλικίας που γέννησε η ηλιοκαμένη
Καλιφόρνια στον εγκλωβισμό της ενήλικης ζωής μιας οικογένειας που χτίστηκε
λάθος, η ιστορία που διηγείται ο Scorsese μοιάζει με ένα αβέβαιο road trip χωρίς
πυξίδα και με ηρωίδα μια πεισματάρα γυναίκα. Μια γυναίκα που μπορεί να έχει
χάσει τον προσανατολισμό της, μπορεί να έχει μάθει να συμβιβάζεται για να
χαρίσει στο παιδί της όσα χρειάζεται (ένα παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τις
αιτίες αλλά δεν τα καταφέρνει), δεν έχει όμως ξεχάσει τους πόθους και τα όνειρά
της. Η νεαρή Alice
παντρεύεται, ονειρεύεται, χηρεύει στα τριανταπέντε και προσπαθεί να ανασυντάξει
τα κομμάτια της, δεν ξεχνάει όμως όσα πρόλαβε να θυσιάσει στη μικρή πορεία της
ζωής. Το τραγούδι μπορεί να μην ανήκει πλέον στην καθημερινότητά της, ανήκει
όμως σε ένα όνειρο που έμεινε μετέωρο, παλεύοντας ανάμεσα στα καινούρια
δεδομένα της ζωής για λίγο οξυγόνο.
Τη στιγμή που η πραγματικότητα γίνεται σαρωτική, τότε είναι και
η στιγμή όπου η Alice αναζητά την ευκαιρία να αναπτύξει το τραγούδι της, το οποίο
χρησιμοποιεί ως προσωπική της διέξοδο. Φορτώνει με θάρρος τον εγωισμό της και
με ένα βλέμμα σχεδόν ταπεινό, περιφέρεται σε παρακμιακές καφετέριες και
κακόφημα μπαρ αναζητώντας απεγνωσμένα το βήμα, την ευκαιρία που θα της χαρίσει
το σθένος, τη στιγμή που το έχει περισσότερο ανάγκη. Παράλληλα στη διάρκεια της
διαδρομής της, γνωρίζει και προδίδεται από δύο αρσενικά. Ο πρώτος (Harvey
Keitel) φαλλοκράτης και οξύθυμος, ο δεύτερος (Kris Kristofferson) περισσότερο εγωιστής
απ’ ότι μπορεί να αντέξει το ψυχολογικό φορτίο της Alice. Κανείς από τους δύο δεν φαίνεται
ικανός να σηκώσει το συναισθηματικό βάρος της Alice και του ορφανού παιδιού της κι
έτσι η νεαρή ονειροπόλα μένει και πάλι μόνη, με το όνειρο να πάλλεται από την
ανάγκη της πραγμάτωσης δίπλα στην επιθυμία μιας οικογένειας που απλά ψάχνει την
ευκαιρία να υπάρξει.
Πάνω σε αυτή την επιθυμία πατάει ο Scorsese και επάνω της χτίζει το φινάλε
του ταξιδιού. Μέσω της συναισθηματικής ωρίμανσης και της αποδοχής των ευθυνών
από το δεύτερο αρσενικό (που μάλλον πρόκειται για απορριπτέο χαρακτήρα),
χαρίζει τελικά στην ηρωίδα του όσα πίστεψε ότι ήταν αληθινά (ακόμα και αν
τελικά δεν είναι). Έτσι η ταινία μεταμορφώνεται και από μια ρεαλιστική ματιά
επάνω στις αδυναμίες της δυτικής κοινωνίας να επικοινωνήσει, κλείνει τα μάτια
και μετατρέπεται σε παραμύθι. Ένα ρομαντικό παραμύθι που θέλει τη μητρική αγκαλιά
να χαρίζει την ασφάλεια που αναζητά το παιδί και μια αναβλύζουσα αισιοδοξία να έρχεται
για να ελπίσει και χωρίς σταματημό, να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται.
Που μεταξύ μας, υπάρχουν φορές που κάτι τέτοιο το έχουμε
περισσότερο ανάγκη, μήπως και μπορέσουμε να αντέξουμε την στυγερή ορμή της
πραγματικής ζωής.
Chris Zafeiriadis